ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1864. Ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας, του κτηματία Χατζησπύρου Χατζηδημητριού και της Ρήγαινας Δ. Ντομάνη, συγγενούς του γνωστού μουσικοδιδάσκαλου Γεωργίου του Λεσβίου. Είχε τέσσερα αδέρφια, το Θεοφάνη (1854-1918), τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από την πρώτη σύζυγό του Αικατερίνη Παναγιώτη Βαμβουρέλη, τον Παναγιώτη, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά σε κτήμα, στην περιφέρεια Απέσος, και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1906, την Αφροδίτη (1865-1937), η οποία παντρεύτηκε τον Ασωματιανό κτηματία Λεωνίδα Γεωργίου Σαμοθρακή, και την Ευαγγελούδα (1877-1916), η οποία παντρεύτηκε τον Αγιασώτη έμπορο Δημήτριο Ευστρατίου Πράτσο (Βράτσου, Μπράτσου).

Ο πατέρας του Χατζησπύρος Χατζηδημητρίου, υιοθετημένο παιδί του Χατζηδημητρίου Φρατζέλη, πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούνιο του 1912. Υπήρξε κοινοτικός παράγοντας επί πολλά χρόνια (δημογέροντας, έφορος σχολείων, επιθεωρητής εφορείας σχολείων, εξελεγκτής). Ήταν άνθρωπος με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, αλλά με μεγάλη έφεση για τα γράμματα, την οποία κληροδότησε και στο γιο του. «Αυτός ο ζήλος, γράφει ο Γεώργιος Βαλέτας, τον έκανε να σπουδάσει με κάθε τρόπο το γιο του στην Αθήνα και στη Γερμανία και να τον αναδείξει σπουδαίο φιλόλογο και γυμνασιάρχη της Μυτιλήνης (1899)» Ήταν ένας ζηλωτής του έργου του Βενιαμίν του Λεσβίου. Σ’ αυτόν οφείλονται και δυο χειρόγραφα -αντίγραφα έργων του Βενιαμίν του Λεσβίου, τα οποία φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. (Α. Στοιχεία Μεταφυσικής, συνταχθέντα παρά Βενιαμήν (sic) του Λεσβίου, αντιγραφέντα δε παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου, κατά το έτος 1892. Β. Στοιχεία Ηθικής (sic), συνταχθέντα παρά του σοφού Βενιαμήν (sic) εκ Πλωμαρίου της Λέσβου, αντιγραφέντα δε κατά το έτος 1896 παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου εξ Αγιάσου).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου λειτουργούσαν Δημοτικό Σχολείο Αρρένων, Δημοτικό Σχολείο Θηλέων, που λεγόταν και Παρθεναγωγείο, Ελληνικό Σχολείο Αρρένων και από το 1885 Ημιγυμνάσιο Αρρένων, με μια τάξη το πρώτο έτος και από το 1886 με δυο τάξεις, από το οποίο μπορούσε κανείς να πάει στις δυο ανώτερες τάξεις του τετρατάξιου Γυμνασίου Μυτιλήνης και να πάρει Απολυτήριο.

80_1994_xatzispiroy1
Προσωπογραφία Δημητρίου Χατζησπύρου, φιλοτεχνημένη στο Μόναχο από το γνωστό ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο

Το 1890, σε ηλικία 26 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει το «Βαθμολόγιον 1885-1901» του Γυμνασίου της Μυτιλήνης, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Μυτιλήνης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου έλαβε Απολυτήριο Δ’ τάξης. Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Μυτιλήνης ήταν τότε ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, διαπρεπής κλασικός φιλόλογος, μετέπειτα καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου. Το ίδιο έτος έλαβε Απολυτήριο και ο επίσης Αγιασώτης Χριστόφας Αντωνίου Καρατζάς (1870-1947), ο μετέπειτα φαρμακοποιός της Μυτιλήνης, αδερφός του λαμπρού θεολόγου Ευστρατίου Καρατζά (1867-1907).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, προτού αρχίσει πανεπιστημιακές σπουδές, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, χρημάτισε ελληνοδιδάσκαλος στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Εργάστηκε με νεανικό ενθουσιασμό για την πρόοδο των μαθητών του. Δεν περιοριζόταν μόνο στη μετάδοση ξερών γνώσεων, αλλά στόχευε παράλληλα και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, διδάσκοντας με θάρρος, παρά τις τουρκικές δεσμεύσεις, την ένδοξη ιστορία της φυλής, όπως προκύπτει από περιστατικά, τα οποία μου διηγήθηκαν Αγιασώτες που τον γνώρισαν, αλλά και από την όλη του δράση. Διδάσκαλόν μας είχομεν ήρωα Χατζησπύρον, αδιακόπως ενεργών, καλώς τον σπόρον σπείρων… έλεγε σ’ ένα στιχοπλόκημά του ο μαθητής του Πολύδωρος Αντωνίου Αναστασέλης (1876-1947), ο πατέρας του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη.

Η λήψη του Απολυτηρίου από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης το 1890 απετέλεσε την αφετηρία για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο μητρώο των φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου και κατατάχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως φαίνεται από το οικείο Πιστοποιητικό, το οποίο υπογράφουν ο τότε πρύτανης Γεώργιος Μιστριώτης, καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φανατικός υπέρμαχος της καθαρεύουσας, και ο γραμματέας Αριστομένης Προβελέγγιος, ο γνωστός Σιφνιός ποιητής. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, όπως προκύπτει από το με αριθμό 792/19 Σεπτεμβρίου 1891 Αποφοιτήριο, το οποίο υπογράφουν ο πρύτανης Παύλος Ιωάννου, καθηγητής της εγχειρητικής, και ο πρώην κοσμήτορας Γεώργιος Χατζιδάκης, ο γνωστός γλωσσολόγος.

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου θέλησε να συμπληρώσει τις σπουδές του σε ξένα πανεπιστήμια, όπως έκαναν και άλλοι Έλληνες. Προτίμησε, κατά τη συνήθεια της εποχής, να μεταβεί στη Γερμανία. «Τώρα, έγραφε το 1869 αρθρογράφος του ελληνικού περιοδικού του Παρισιού «Μυρία Οσα», οι πλείστοι λαμβάνουσι τον δρόμον της Γερμανίας, φρονιμώτατα ούτω ποιούντες, διότι εκεί και αι διασκεδάσεις είναι ολιγώτεραι και η διδασκαλία υγιεστέρα και αι δαπάναι μικρότεροι». Αυτό το αυστηρό κλίμα ταίριαζε περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Δημητρίου Χατζησπύρου και άφησε έντονα την επίδρασή του επάνω της.

Μετά το πέρας των σπουδών του στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, ήρθε στη Γερμανία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το Νοέμβριο του 1891. Στην πόλη αυτή της Θουριγγίας έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1892, δηλαδή δύο εξάμηνα (χειμερινό εξάμηνο 1891/1892 και θερινό εξάμηνο 1892). Στο Πανεπιστήμιο αυτό είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα μαθήματα, που δίδασκαν διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο φιλόλογος και ιστορικός Heinrich Gelzer, ο γλωσσολόγος Berthold Delbruck, πατέρας και ιδρυτής της συγκριτικής σύνταξης των ιαπετικών ή ινδογερμανικών γλωσσών, ο λατινιστής Georg Goetz και άλλοι, που αναγράφονται στην τρίτη σελίδα του αποδεικτικού σπουδών.

80_1994_xatzispiroy2
Πιστοποιητικό εγγραφής του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Ιένας (13 Νοεμβρίου 1891)

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στη Λειψία, στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο της Γερμανίας, και φοίτησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιό της, όπως φαίνεται από το Πιστοποιητικό εγγραφής, το οποίο υπογράφει ο γνωστός φιλόλογος Justus Hermannus Lipsius (1834-1920), με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1892. Είχε την ευκαιρία και εδώ να παρακολουθήσει μέχρι 25 Απριλίου 1893 λαμπρούς καθηγητές, το Lipsius, που προαναφέραμε, το γλωσσολόγο Karl Brugmann και το λατινιστή Otto Ribbeck, του οποίου το σημαντικό έργο «Geschichte der Romischen Dichtung» (Ιστορία της Ρωμαϊκής Ποίησης) μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον πανεπιστημιακό Σπυρίδωνα Κ. Σακελλαρόπουλο και εκδόθηκε στη σειρά της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης.

Στις 10 Μαΐου 1893 ο Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο Koniglich Bayerische Friedrich-Alexanders-Universitat της Ερλάγγης, όπου παρακολούθησε μαθήματα επί δύο εξάμηνα, θερινό του 1893 και χειμερινό 1893/1894, και είχε καθηγητές τον κλασικό φιλόλογο Iwan Muller, ο οποίος το 1893 ήρθε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, το Falckenberg, το Romer, το Suchs και τον Pohlmann, οι οποίοι αναγράφονται στο Πιστοποιητικό, το οποίο έχει ημερομηνία 13 Μαρτίου 1894.

Στη συνέχεια, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Ερλάγγης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στο Μόναχο και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο στις 23 Απριλίου του 1894. Πόσο διάρκεσαν οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο αυτό δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, γιατί δε βρήκα το Πιστοποιητικό σπουδών. Πάντως στην πόλη αυτή, την οποία αγάπησε ιδιαίτερα, έμεινε μέχρι το 1896, αλλά την επισκέφτηκε και αργότερα και διέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα (1902-1907), όπως προκύπτει από τις σωζόμενες επιστολές του, αλλά και από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του (ονοματογράφηση, τοποχρονολογίες) σε βιβλία του, τα οποία σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. Για τελευταία, ίσως, φορά επισκέφτηκε τη Γερμανία το 1920, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει το με αριθμό 1847 από Μυτιλήνη/18 Νοεμβρίου 1919 Διαβατήριό του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Μόναχο υπήρχε από παλαιά ανθηρή ελληνική παροικία και Ελληνικός Σύλλογος και ότι σπούδαζαν πολλοί Έλληνες, από τους οποίους ορισμένοι διακρίθηκαν αργότερα στα γράμματα, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην πολιτική και αλλού, όπως ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, ο Νικόλαος Δόσιος, ο Αναστάσιος Μάλτος, ο Λέσβιος ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Χρίστος Τσούντας, ο Δημήτριος Φίλιος και άλλοι. Εδώ έδρασε και ο Γερμανός (Βαυαρός) φιλόλογος και ιδρυτής της Βυζαντινολογίας Karl Krumbacher (1856-1909), ο οποίος μάλιστα σε επιστημονικό ταξίδι του στην Ελλάδα και στην Τουρκία, από τον Οκτώβριο του 1884 έως το Μάιο του 1885, επισκέφτηκε και τη Λέσβο και μας έδωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο «Griechische Reise» (Ελληνικό ταξίδι), που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1886.

Ο Krumbacher κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο και στη Λειψία επιζήτησε και συνδέθηκε με προσωπική γνωριμία και φιλία με πολλούς Έλληνες φοιτητές. Από αυτούς ζητούσε και μάθαινε λεπτομέρειες της νεότερης ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λαογραφίας. Αργότερα, όπως φαίνεται, συνδέθηκε και με το Δημήτριο Χατζησπύρου. Από αυτόν, καθώς και από το Γεώργιο Ιακωβίδη, τον οποίο προαναφέραμε, ζητούσε πληροφορίες για τη λεσβιακή διάλεκτο. Αυτό προκύπτει από μια εργασία του γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη για το «Έποικα», το αγιασώτικο ποίκα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Byzantinische Zeitschrift» IX (1900), σσ. 658-663) και αναδημοσιεύτηκε αργότερα σε βιβλίο του. Στη μελέτη αυτή ο Γιάννης Ψυχάρης αξιοποιεί τις πληροφορίες που έδωσαν στον Krumbacher ο Δημήτριος Χατζησπύρου και ο Γεώργιος Ιακωβίδης.

Στο Μόναχο είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να γνωριστεί με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Εδώ γνώρισε και το ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο, ο οποίος μάλιστα του φιλοτέχνησε την προσωπογραφία, η οποία περιήλθε στον ανεψιό και βαφτιστικό του Πάνο Πράτσο και σήμερα βρίσκεται στο Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου.

Στη Γερμανία ο Δημήτριος Χατζησπύρου, παράλληλα με τις σπουδές του, είναι πιθανόν και να εργάστηκε. Στη διαθήκη του πατέρα του Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 29 Σεπτεμβρίου 1906, αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κληροδοτούνται και σ’ αυτόν και δικαιολογείται η διαφορά που παρουσιάζουν, συγκρινόμενα προς τα αντίστοιχα των άλλων κληρονόμων. «Ικανοποιεί και τούτον, καθότι και δια τας σπουδάς του επί έτη εν Γερμανία ως φιλολόγου, εν μέρει συνέδραμε και συνετέλεσε», δηλαδή ο διαθέτης πατέρας του.

Η μακρόχρονη παραμονή στη Γερμανία επέτρεψε στο Δημήτριο Χατζησπύρου να λάβει άρτια φιλολογική μόρφωση και παράλληλα να δεχτεί επιδράσεις από τα τότε ιδεολογικά ρεύματα. Οι σπουδές του ήταν συστηματικές και μπορούσαν να του ανοίξουν το δρόμο για κατάληψη σημαντικών θέσεων.

Το 1899, λίγο προτού ανατείλει ο εικοστός αιώνας, ο Δημήτριος Χατζησπύρου κατέλαβε την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Μυτιλήνης, του ανώτατου εκείνη την εποχή εκπαιδευτηρίου της Λέσβου, την οποία τίμησαν από το 1840, έτος ίδρυσης, λόγιοι άνδρες, ο Νικόλαος Αργυριάδης, ο Γεώργιος Αριστείδης ή Πάππης, ο Χριστόφας Λαίλιος και οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Γρηγόριος Βερναρδάκης και Πέτρος Παπαγεωργίου. Η γυμνασιαρχία του στάθηκε σύντομη (1899-1900). «Ανεξάρτητος οικονομικά, γράφει ο Παναγιώτης Σαμάρας, μετά το 1900 αποσύρθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου και έζησε ως τα τελευταία του».

Συνεργάτες του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης είχε ο Δημήτριος Χατζησπύρου το Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη, μετέπειτα καθηγητή της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ακαδημαϊκό, τον Ιωάννη Ολύμπιο, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε Γυμνασιάρχης, το Στυλιανό Δ. Μεταξά, το Μιχαήλ I. Μιχαηλίδη, τον Ιγνάτιο Ευστρατιάδη, το Δ. Δημητριάδη και το Δ. Γκίκα. Στους παραπάνω καθηγητές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Αγιασώτη θεολόγο Ευστράτιο Αντωνίου Καρατζά, ο οποίος για λόγους υγείας αποσύρθηκε το 1902.

Επί γυμνασιαρχίας του Δημητρίου Χατζησπύρου στεγάστηκε σε νέο κτίριο το Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης, το οποίο διοικητικά υπαγόταν, όπως και όλα τα κατώτερα σχολεία, στο Γυμνάσιο. Για τα εγκαίνιά του και για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ζαφειρίου Βουρνάζου, που έγιναν το Σεπτέμβριο του 1899, μας δίνει πληροφορίες σε ανταπόκρισή του σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ο καθηγητής Μ.Ι. Μιχαλίδης, ο γνωστός βιογράφος του Δημητρίου Βερναρδάκη, τον οποίο προαναφέραμε.

Η γυμνασιαρχία του Δημητρίου Χατζησπύρου ήταν σύντομη και δεν έδωσε περιθώρια ευρύτερου προγραμματισμού και πλούσιας δράσης, όπως συνέβη με άλλους. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ο Χατζησπύρου ήταν άνθρωπος σοβαρός, αγέλαστος, εσωστρεφής, απλός στους τρόπους, απερηφάνευτος, εχθρός κάθε εθιμοτυπίας, πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Ο modus vivendi που ακολουθούσε φαίνεται ότι παρεξηγήθηκε και αποτέλεσε σημείο τριβής με την Εφορεία των Σχολείων της πρωτεύουσας. Η μυτιληναϊκή αριστοκρατία είχε απαιτήσεις από το Γυμνασιάρχη. Έπρεπε να κινείται με άμαξα, να γευματίζει σε πολυτελή εστιατόρια, να πίνει τον ερατεινό του με πρόσωπα σημαίνοντα, να εμφανίζεται σε δεξιώσεις, να διατηρεί το «κύρος» του. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως απόφευγε τις πολλές επιδείξεις. Προτιμούσε το Αγιασώτικο Μετόχι στη Μυτιλήνη και τους απλοϊκούς θαμώνες του. Δε θεωρούσε κακό να ανοίξει το «μεσάλι» του και να γευματίσει κοντά τους. Ήταν φιλάργυρος, «σφιχτός» για τον εαυτό του, λιτοδίαιτος, όπως και πολλοί από αυτούς που διακρίθηκαν ως ευεργέτες.

Η γυμνασιαρχία του, παρ’ όλο που ήταν σύντομη, ενθάρρυνε τους Αγιασώτες γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκειά της οι Αγιασώτες μαθητές ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνολικά έντεκα.

Το Δημήτριο Χατζησπύρου τον διαδέχτηκε ο φιλόλογος Σπυρίδων Μωραΐτης και αυτόν μετά από υπηρεσία επίσης ενός σχολικού έτους ο Ιωάννης Ολύμπιος (1901-1907). Πρέπει να έφυγε πικραμένος και απογοητευμένος. Διέξοδο βρήκε και πάλι στο Μόναχο, όπου έμεινε πέντε χρόνια, από το 1902-1907, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω.

Από τότε που επέστρεψε στη Λέσβο ως το θάνατό του, ο Δημήτριος Χατζησπύρου δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς. Απερίσπαστος από οικογενειακές φροντίδες, εργάστηκε για την προκοπή του τόπου και διαπότισε το περιβάλλον της μικρής κοινωνίας της γενέτειράς του Αγιάσου. Υπήρξε κατηχητής του λαού, πολίτης φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών, ικανός κοινοτάρχης, δραστήριο στέλεχος διαφόρων σωματείων, πολιτιστικών, αγροτικών, πολιτικών, ευσυνείδητος δάσκαλος, έφορος των σχολείων, επίτροπος του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, χαρισματικός ρήτορας, εργάτης της κοινωνικής πρόνοιας, αγνός οραματιστής. Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον τόπο που αγάπησε. Οι παλαιοί Αγιασώτες μέχρι σήμερα αναφέρουν περιστατικά από τη ζωή του και τον μνημονεύουν με σεβασμό, με πολλή εκτίμηση. Ο λόγιος και ανθρωπιστής Δημήτριος Χατζησπύρου με τις πράξεις του άνοιξε το μακρύ δρόμο της μνήμης.

Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)
Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)

Στις 8 Νοεμβρίου 1912 οι Λέσβιοι υποδέχτηκαν με παραλήρημα χαράς τα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα. Την επόμενη μέρα Επιτροπή Προκρίτων της Αγιάσου κατέβηκε στη Μυτιλήνη και εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη των κατοίκων προς τη Στρατιωτική Διοίκηση. Λίγο αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζανετής, ο οποίος είχε διοριστεί προσωρινά από τη Στρατιωτική Διοίκηση Μυτιλήνης αστυνόμος Αγιάσου και ο δάσκαλος Ευστράτιος Κολαξιζέλης, συγκάλεσαν τους συμπολίτες των στην Αγορά και τους ενημέρωσαν για τις ενέργειες των Τούρκων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να διεκδικούν τα ελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς επίσης και για τους διπλωματικούς χειρισμούς και τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Συντάχτηκε ψήφισμα, με το οποίο οι Αγιασώτες διαδήλωναν τη θέλησή τους για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Την ίδια μέρα έγινε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία προς τιμήν του αξιωματικού Σκοπελίτη και των 55 πεζοναυτών, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αγιάσο από την προηγούμενη. Κατά τη δοξολογία «ωμίλησεν ευφραδέστατα ο τέως γυμνασιάρχης Μυτιλήνης κ. Δ. Χ”Σπύρος και ο αστυνόμος Αγιάσου κ. Ε. Τζαννετής», γράφει σε ανταπόκρισή του στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» ο Αγιασώτης δημοσιογράφος Αλκιβιάδης Μαριγλής. Την επόμενη μέρα, στις 3 Δεκεμβρίου 1912, έγινε επίδοση του ψηφίσματος στη Στρατιωτική Διοίκηση και στα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μυτιλήνη. «Υπερχίλιοι Αγιασώτες, γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, με την ελληνική σημαία και με τις μουσικές έκαμνον ενθουσιαστικές παρελάσεις εις τους δρόμους της Μυτιλήνης και την Αγοράν ψάλλοντες τον Εθνικόν ύμνον, το «Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι» και άλλα άσματα πατριωτικά, και φωνάζοντες το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Ενώθηκαν με αυτούς και πάρα πολλοί Μυτιληναίοι και όσοι ήσαν εκείνη την ημέρα από τα χωριά, και έτσι το συλλαλητήριο των Αγιασωτών δια την ενσωμάτωσιν της Λέσβου εις το σώμα της Ελλάδος πήρε παλλεσβιακήν μορφήν».

 Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ο Δημήτριος Χατζησπύρου έκρινε προσφορότερη την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ζητούσε να ταχθεί η Ελλάδα με το μέρος των Αγγλογάλλων. Αντίθετα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Λαϊκό», ήταν φορέας της πολιτικής της ουδετερότητας και των αντισυμμαχικών τάσεων. Η παραταξιοποίηση σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς ήταν έκδηλη και στη Λέσβο. Στην Αγιάσο μάλιστα, καθώς γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, «ο ιατρός Ευστράτιος Δούκαρος που σπούδασε στη Γαλλία εξεδηλώθη ως φανατικός αντιβενιζελικός και ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρος που σπούδασε στη Γερμανία εξεδηλώθη ως φανατικός βενιζελικός».

Στις 29 Μαρτίου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» γιόρτασε τη 10η επέτειο της ίδρυσής του. Ο Πρόεδρός του Δημήτριος Χατζησπύρου, στο τέλος της λογοδοσίας του, « προυκάλεσε πάντας όπως ζητωκραυγάσωσιν υπέρ του δαφνοστεφούς Βασιλέως, ευχόμενος όπως νέαι δάφναι και νέα τρόπαια εξάρωσιν έτι μάλλον την αίγλην του θρόνου Αυτού. Ο κ. Πρόεδρος προυκάλεσε κατόπιν τους παρεστώτας όπως ζητωκραυγάσωσιν και υπέρ Εκείνου, όστις έδωκεν ημίν το φως της ελευθερίας δια της μεγαλουργού αυτού δράσεως, ευχηθείς όπως ταχέως και πάλιν αναλάβη εις τας στιβαράς αυτού χείρας τας ηνίας του κράτους επ’ αγαθώ της πατρίδος. Και εν ζήτω ο Βενιζέλος εκάλυψε τας τελευταίας λέξεις του Προέδρου».

Στις 3 Μαΐου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» ανακήρυξε σε επίσημη συνεδρίαση ως υποψήφιο βουλευτή τον επανεκλεγέντα πρόεδρο του Δημήτριο Χατζησπύρου. Ηταν οι πρώτες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος Λέσβιοι ως ελεύθεροι Έλληνες πολίτες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παραιτημένος αυτή την εποχή από την κυβέρνηση, επισκέφτηκε και τη Λέσβο. Ήρθε μάλιστα και στην Αγιάσο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και τον αποθέωσαν. Υπήρχαν δύο συνδυασμοί που εκπροσωπούσαν τη Λέσβο, τη Σαμοθράκη και τον Αγιο Ευστράτιο: 1) Ο Συνδυασμός Φιλελευθέρων Λέσβου. 2) Άλλος Βενιζελικός Συνδυασμός. Σ’ αυτόν ανήκε ο Αγιασώτης δικηγόρος, που προαναφέραμε, Ευστράτιος Τζανετής. 3) Βενιζελικοί υποψήφιοι εκτός συνδυασμού. Αυτοί ήταν τρεις, ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Νικόλαος Παρίτσης, ο γιατρός Ορέστης Κυπριανός και ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο – οι εκλογές έγιναν στις 31 Μαΐου 1915 – και ο Δημήτριος Χατζησπύρου ακολουθεί την ενωτική γραμμή του Συνδυασμού των Φιλελευθέρων Λέσβου, η οποία φαίνεται στην Προκήρυξή τους της 14ης Μαΐου 1915. «Συμπατριώται, αποδοθείσης, θεία συνάρσει, μετά μακραίωνα δουλείαν δια των ευκλεών άθλων του Εθνικού Στρατού και Στόλου και δια της διπλωματικής περινοίας του εξόχου εκ Κρήτης πολιτευτού, της ελευθερίας εις την ημετέραν Λέσβον υπαχθείσαν ούτως υπό το σκήπτρον του ενδόξου και πολυφιλήτου ημών Άνακτος, του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου IB’, εγκαινιάζομεν επί χρυσαίς ελπίσι τον πρώτον παρ’ ημίν εκλογικόν αγώνα, εν εποχή μεγάλων ιστορικών γεγονότων και μεταπλάσεων». Λίγο αργότερα οι Έλληνες θα διχαστούν, θα αλληλομισηθούν και θα οδηγήσουν την πατρίδα τους σε περιπέτειες και συμφορές. Η βουλευτική προκήρυξη του Δημητρίου Χατζησπύρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σάλπιγξ», διευθυντής, ιδιοκτήτης και υπεύθυνος της οποίας ήταν ο επίσης υποψήφιος βουλευτής, δικηγόρος Νικόλαος Κ. Παρίτσης, τον οποίο προαναφέραμε.

Συμπολίται.
Κατερχόμενος εις τον εκλογικόν αγώνα ως υποψήφιος βουλευτής, λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω προς τους εκλογείς συμπολίτας μου ότι τασσόμενος υπό την σημαίαν των Φιλελευθέρων και την ηγεσίαν του εκ Κρήτης μεγαλοφυούς πολιτικού ανδρός, θέλω αγωνισθή, όση μοι δύναμις, πιστός εις τας αρχάς του κόμματος, έχων ως πρόγραμμά μου το πρόγραμμα του φιλελευθέρου κόμματος. Όσον δε αφορά τα τοπικά συμφέροντα, θέλω προσπαθήσει, όση μοι δύναμις, υπέρ θεραπείας των κακώς εχόντων και ενισχύσεως των τοπικών συμφερόντων είτε ταύτα την γεωργίαν αποβλέπουσι και το εμπόριον και την βιομηχανίαν είτε τας περί την συγκοινωνίαν και την δημοσίαν ασφάλειαν ελλείψεις είτε τους λοιπούς εν γένει κλάδους. Υπό τοιαύτας αρχάς και τοιούτον πρόγραμμα εκτιθέμενοι, θέλομεν αγωνισθή παρά το πλευρόν των Φιλελευθέρων μέχρις εσχάτων, εάν μας τιμήση η ψήφος των συμπολιτών μας.

Ο υποψήφιος Βουλευτής Δ. Χατζησπύρου Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ευτύχησε να μπει στο ελληνικό κοινοβούλιο. Εξακολούθησε όμως να συμμετέχει στα κοινά και να αγωνίζεται για τα συμφέροντα του τόπου του, από διάφορες άλλες επάλξεις και γραμμές.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ήταν μόνο διανοούμενος. Ήταν και άνθρωπος της δράσης και των πραγματώσεων, Από πολύ νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα τοπικά προβλήματα και εργάστηκε για τη λύση τους ως δημότης, ως μέλος σωματείων, ως πολιτικός παράγοντας, ως κοινοτάρχης. Προτεραιότητα είχαν η εκπαίδευση, η κοινωνική πρόνοια, το προσφυγικό, η οδοποιία, η ύδρευση, η καθαριότητα. Παραλείποντας πολλά, θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Το 1921, όταν Πρόεδρος της τότε Κοινότητας ήταν ο γιατρός Παναγιώτης Σκλεπάρης, επιτροπή από την Αγιάσο επέδωσε στο Γενικό Διοικητή Λέσβου Αντώνιο Σπηλιωτόπουλο αίτηση των κατοίκων για την κατασκευή διακλάδωσης της αμαξιτής οδού Μυτιλήνης-Αγιάσου, η οποία θα άρχιζε από τις εξαντλητικές για τους μετακινούμενους επιβάτες στροφές και θα οδηγούσε συντομότερα και κατευθείαν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και στην Αγορά. Την αίτηση αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της Μυτιλήνης, την οποία διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας, «μόνον 6 άτομα εξ όσων εδόθη αύτη προς υπογραφήν ηρνήθησαν να υπογράψωσι, και τούτο διότι τα άτομα ταύτα έχουν ακίνητα επί της παλαιάς οδού και φοβούνται ότι δια της προτεινομένης διαρρυθμίσεως θα χάσωσι ταύτα μέρος της αξίας των». Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, και ο Δημήτριος Χατζησπύρου, του οποίου το σπίτι ήταν στη συνοικία Καμπούδι, ήταν αρχικά αντίθετος με την κατασκευή του κάτω δρόμου, του δρόμου της Περασιάς. Ήρθε μάλιστα σε ρήξη με το συνεργάτη και φίλο του Στέφανο Βρανιάδη, ο οποίος είχε ακίνητα στην Καρυά. Αργότερα όμως κυριάρχησε ωριμότερη σκέψη και υποχώρησαν τα προσωπικά μπροστά στο κοινό συμφέρον. Ο δεύτερος αυτοκινητόδρομος κατασκευάστηκε το 1923, όταν Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάσου ήταν ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

80_1994_xatzispiroy4
Η σφραγίδα του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου (1929)

Επί προεδρίας Δημητρίου Χατζησπύρου έγινε και ρύθμιση των χρεών της Κοινότητας προς το Νοσοκομείο. Ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης, σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 19 Ιουλίου του 1868, αφιέρωσε τρία ελαιοκτήματα στο Νοσοκομείο Αγιάσου, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί. «Θέλω, γράφει στη διαθήκη του ο μεγάλος ευεργέτης, ίνα πωληθώσι ταύτα παρά των επιτρόπων της παρούσης διαθήκης μου, των κάτωθεν αναφερομένων, εν ειλικρινεί συνειδήσει, και το ποσόν των χρημάτων χορηγηθή τοις Εφόροις του ανεγερθησομένου Νοσοκομείου και εναποτεθή εις τόκον παρ’ αυτοίς εν ασφαλέσι μέρεσι, όπως εκ του τόκου αυτών νοσηλεύωνται οι ασθενείς». Η Κοινότητα Αγιάσου είχε πωλήσει ένα μέρος της περιουσίας του ιεροδιακόνου Βασιλείου Μιχαηλίδη, η οποία ήταν αφιερωμένη στο Νοσοκομείο. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο οποίος από το 1910 ήταν Έφορος του Νοσοκομείου, για να εξοφλήσει το χρέος της Κοινότητας, παραχώρησε στο Νοσοκομείο το «παλαιό» λεγόμενο ελαιοτριβείο και το μισό Κήπο του Δημητρίου Γλεζέλη, τα οποία ήταν κτήματα της εκκλησίας, αλλά το 1919 παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα.

Το 1894, όταν ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου βρισκόταν στο Μόναχο. Αργότερα όμως, όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, εργάστηκε φιλότιμα για την προαγωγή του σωματείου. Διετέλεσε Πρόεδρός του από 19 Σεπτεμβρίου 1912-18 Νοεμβρίου 1913, Αντιπρόεδρος από 12 Απριλίου 1917-21 Ιανουαρίου 1918 και από 20 Μαΐου 1921-10 Αυγούστου 1924. Σύμβουλος από 18 Νοεμβρίου 1913-12 Απριλίου 1917, καθώς επίσης και Έφορος. Το 1927, επί προεδρίας Πάνου Ευαγγελινού, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος του σωματείου, το 1928 ευεργέτης και το 1930 μεγάλος ευεργέτης αυτού.

Οταν ζούσε ακόμα ο Δημήτριος Χατζησπύρου, δώρισε στο Αναγνωστήριο αρκετά αξιόλογα βιβλία, αξίας πολλών χιλιάδων δραχμών, όπως αναφέρεται στη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1935, σε εποχή κομματικού φανατισμού και παθών. Τα βιβλία αυτά όφειλε η Εφορεία του Νοσοκομείου μαζί με τη Διαχειριστική Επιτροπή να τα πάρει πίσω, «καθόσον το σωματείον τούτο, επιλήσμον γενόμενον της αποστολής του, έπαυσε να εκπληροί τον προορισμόν του και συνεπώς εξέλιπε και ο σκοπός δια τον οποίον εδώρισε ταύτα εις αυτό, και ούτω η δωρεά του αύτη κατέστη νόμω ανακλητή και άκυρος, καθότι εξέλιπον αι προϋποθέσεις υφ’ ας εγένετο η δωρεά των βιβλίων του προς αυτό». Η ανάκληση αυτή ήταν αποτέλεσμα δυσαρέσκειας του δωρητή. Η πλούσια βιβλιοθήκη του περιελάμβανε κυρίως βιβλία σχετικά με την αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία, ελληνικά και ξενόγλωσσα, κυρίως γερμανικά (λεξικά, γραμματολογικά, στερεότυπες εκδόσεις, μεταφράσεις κ.ά.). Η βιβλιοθήκη αυτή κινδύνεψε από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από ανάφλεξη αναμμένης πυρήνας στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου, στο Καμπούδι, την πρωτοχρονιά του 1932. Πολλά βιβλία του διατηρούν ως σήμερα ίχνη αυτής της πυρκαγιάς, για την οποία μας δίνει πληροφορίες η τοπική εφημερίδα «Αγιάσος».

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του, το 1938, το Διοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου ζήτησε με έγγραφό του από την Εφορεία του Νοσοκομείου και την Εκτελεστική Επιτροπή της Διαθήκης του Δημητρίου Χατζησπύρου την προσωρινή παραχώρηση και τοποθέτηση των βιβλίων του στην αίθουσα του σωματείου, μέχρις ότου ιδρυθεί και λειτουργήσει το νέο νοσοκομείο. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και έτσι παραχωρήθηκαν, με πρωτόκολλο που συντάχτηκε στις 5 Ιουνίου 1938, 452 συνολικά βιβλία, τα οποία σήμερα πια αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του Αναγνωστηρίου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα βιβλία αυτά ήταν και χειρόγραφα-αντίγραφα των έργων του Βενιαμίν Λεσβίου, τα οποία ανήκαν στο Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω.

80_1994_xatzispiroy5
Δίπλωμα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, με το οποίο αναγνωρίζει το Δημήτριο Χατζησπύρου ευεργέτη (5 Ιουνίου 1928)

Βιβλία του Δημητρίου Χατζησπύρου, εκτός από το Αναγνωστήριο, υπάρχουν και στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου Αγιάσου, στο δωμάτιο 3, τα οποία όμως δεν μπόρεσα να δω. Σύμφωνα με πληροφορία, αρκετά βιβλία της Βιβλιοθήκης του Χατζησπύρου υπήρχαν στο παλαιό ενιαίο Γυμνάσιο Αγιάσου. Σήμερα υπάρχουν μερικά στη Βιβλιοθήκη του Λυκείου Αγιάσου, στο οποίο περιήλθαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, μετά το διαχωρισμό των σχολείων σε Γυμνάσιο-Λύκειο.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου υπήρξε ανθρωπιστής, με την ευρύτερη σημασία του όρου. Κάτω από τον επίπαγο της αποκρουστικής για πολλούς σοβαρότητάς του κυλούσε ο πακτωλός της ευγένειας των αισθημάτων, της καλοσύνης, της φιλανθρωπίας. Εργάστηκε από πολύ νωρίς στον κοινωνικό τομέα. Πρωτοστάτησε σε πολλές προσπάθειες, που απέβλεπαν στο συνάνθρωπο που αναξιοπαθούσε. Πήρε μέρος σε εθνικοκοινωνικούς εράνους και πρόσφερε όχι μόνο υπηρεσίες, αλλά και αξιόλογα χρηματικά ποσά. Στόχος του να βοηθήσει τον άρρωστο, το γέρο, το φτωχό. Σε επιμνημόσυνο λόγο του, αναφερόμενος στους ευεργέτες και δωρητές του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, δίνει και το δικό του πιστεύω «Οι αοίδιμοι ούτοι άνδρες εφλέγοντο από ένα ιερόν πόθον πώς να έλθουν όσον το δυνατόν αποτελεσματικώτερον αρωγοί εις την πάσχουσαν τάξιν των απόρων. Και προς τον σκοπόν τούτον ηγωνίζοντο και εμόχθουν καθ’ όλον αυτών τον βίον, υποβαλλόμενοι αγογγύστως εις μεγάλους περιορισμούς, ήσκουν αυστηράν οικονομίαν, έζων βίον λιτότατον, εις εν και μόνον αποβλέποντες, πώς να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν περιουσίαν προωρισμένην διά την ίδρυσιν Νοσοκομείου, εις το οποίον να ευρίσκουν άσυλον και νοσηλείαν οι απόκληροι ούτοι. Ανελογίζοντο την οικτράν θέσιν εις την οποίαν επόμενον είναι να περιέλθη ένας άνθρωπος στερούμενος των πάντων, όταν πέση κλινήρης και δεν έχη τα μέσα να καλέση ιατρόν προς επίσκεψίν του, δεν έχη χρήματα δια να αγοράση τα αναγκαιούντα προς θεραπείαν του φάρμακα, δεν έχη άνθρωπον να τον παραστέκεται παρά την κλίνην, να του αλλάξη την πληγήν, να του επιδέση τα τραύματα, να του προσφέρη εν κύπελλον γάλακτος ή έστω και εν ποτήριον ύδατος, δια να δροσίση τα καιόμενα χείλη του».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδεσε το όνομά του κυρίως με το Νοσοκομείο Αγιάσου ως Έφορος αυτού από το 1910 και αργότερα ως Αντιπρόεδρος της Εφορείας αυτού ως το 1935, έτος του θανάτου του. Δεν είναι βέβαια ο μόνος. Ο ίδιος στους επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνούσε κάθε χρόνο, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας, δοξολογούσε τους πρωτοπόρους ιδρυτές, ευεργέτες και αφιερωτές του Ιερού Νοσοκομείου, τους οποίους αξίζει και εμείς να μνημονεύσουμε.

Πρώτος συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης Νοσοκομείου στην Αγιάσο ο γιατρός Μιχαήλος Χρυσαφουλιός. Αυτός σπούδασε τον περασμένο αιώνα στην Πίζα και άσκησε το επάγγελμά του στη Ρόδο, όπου και πέθανε. Προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, συνέταξε διαθήκη και όρισε όλη η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Νοσοκομείου στην Αγιάσο. Φοβούμενος μάλιστα μήπως κάποιοι αθετήσουν την τελευταία του θέληση, διατύπωσε στη διαθήκη του ένα φρικτό επιτίμιο, επικαλούμενος τις κατάρες των τριακοσίων δεκαοχτώ Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεύτερος μνημονεύεται ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης. Αυτός όρισε να εκποιηθεί η περιουσία του και να ανεγερθεί Νοσοκομείο στην Αγιάσο. Αν όμως οι συμπατριώτες του αμελούσαν, όριζε η περιουσία του να περιέλθει σε άλλο Νοσοκομείο.

Στη συνέχεια θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τη θεία του Βασιλείου Μιχαηλίδη Χατζηρήγαινα Χ. Γεωργίου, το μοναχό Χατζηπαναγιώτη Μιχαηλίδη, τον Παναγιώτη Χατζηραβδέλη, την Ελένη Δ. Λιβάνου, τον Παναγιώτη Λίβανο, τον Παναγιώτη Βαλασόπουλο από τη Σπάρτη, σύζυγο της Βασιλικής Μιχαήλ Ασπρομάτη, τον Παναγιώτη Παπουτσή, το Δημήτριο Λιγέλη, το Σταύρο Νουλέλη, ο οποίος δώρισε το μεγάλο οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε το Νοσοκομείο, τον Παναγιώτη Χατζησαραντινού, τον Ευστράτιο Αλεντά και τον Παναγιώτη Σαπουναδέλη ή Σαπναδέλη (Τοκιστή). Ο τελευταίος, ενώ ζούσε ακόμα και υπήρχαν άμεσοι συγγενείς του, δώρισε το 1905 στο Νοσοκομείο το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του.

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, επειδή στο Νοσοκομείο της Αγιάσου λειτουργούσε μόνο λαϊκό ιατρείο και στο Νοσοκομείο της Μυτιλήνης από το 1898 δε γίνονταν δεκτοί οι φτωχοί Αγιασώτες άρρωστοι, αποφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο νοσοκομείο, με διάφορα ιατρικά τμήματα. Η ιδέα αυτή δεν επικροτήθηκε από όλους. Ο εγκατεστημένος στη Μυτιλήνη λαμπρός Αγιασώτης γιατρός Ευστράτιος Δούκαρος τόνιζε πως δεν είναι δυνατή η επάνδρωση ενός νοσοκομείου στην Αγιάσο με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Συνιστούσε να παραμείνει το νοσοκομείο που υπήρχε, να λειτουργεί ως σταθμός πρώτων βοηθειών και να βρεθεί τρόπος να δέχεται και πάλι το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης τους Αγιασώτες ασθενείς που ήταν άποροι. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως δεν έδωσε σημασία στις υποδείξεις αυτές, αλλά έθεσε το 1926 το θεμέλιο λίθο ενός μεγάλου και επιβλητικού νοσοκομείου, το οποίο όμως ποτέ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει όπως ο ίδιος το οραματίστηκε.

Το Νοσοκομείο της Αγιάσου πέρασε από διάφορα στάδια. Το 1929 επισημοποιήθηκε με την επωνυμία «Ιερόν Νοσοκομείον Αγιάσου». Αρχικά στεγάστηκε στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου και ονομαζόταν «Κλινική Δ. Χατζησπύρου» του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου. Αργότερα, το 1943, εγκαταστάθηκε στο κτίριο, το οποίο εντωμεταξύ είχε ανοικοδομηθεί.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδειξε την αγάπη του και προς τον άνθρωπο της τρίτης ηλικίας. «Εάν τυχόν, αναγράφεται στη διαθήκη του, κατά την αποβίωσίν του ήθελον ευρεθή έλαια ή άλλα προϊόντα ανήκοντα εις αυτόν, υποχρεούται η Διαχειριστική Επιτροπή να φροντίση δια την εκποίησιν ταύτην υπό τους μάλλον επωφελεστέρους όρους και την είσπραξιν του αντιτίμου αυτών. Το δε εκ της εκποιήσεως προϊόν και τα τυχόν ευρεθησόμενα μετρητά, αι εν Τραπέζαις καταθέσεις, ομολογίαι, πολύτιμα αντικείμενα, θα αποτελέσωσι όλα ομού εν ποσόν δια του οποίου θα φροντίση η Διαχειριστική Επιτροπή να αγοράση εν κτήμα το οποίον μετά της εν Αγιάσω <εν> συνοικία Καμπούδι ιδιοκτήτου οικίας του διαθέτου θα αποτελέσωσι τον πυρήνα της ιδρύσεως Γηροκομείου, χρησιμοποιούμενης προς τούτο της εν λόγω οικίας του, εκτός εάν η Εφορεία κρίνη προσφορώτερον να χρησιμοποιήση προς τον σκοπόν τούτον αριθμόν τινα δωματίων του Νοσοκομείου, επιφυλάσσουσα δι’ άλλην χρήσιν την οικίαν του. Εις το ούτω ιδρυόμενον Γηροκομείον δύνανται να εισέρχωνται κατά πρώτον αιτήσει των γέροντες, αφού δια συμβολαιογραφικής πράξεως μεταβιβάσωσιν επ’ ονόματι του την περιουσίαν των, επιφυλασσομένης της Εφορείας δια την αποδοχήν απόρων, μέχρις εξασφαλίσεως των απαραιτήτων αποθεματικών κεφαλαίων».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν έχει να παρουσιάσει συγγραφικό έργο. Δε μας άφησε κανένα βιβλίο, καμιά σοβαρή φιλολογική εργασία. Η έρευνά μου και προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσε καρπούς. Εκφωνούσε όμως λόγους, επικήδειους-επιμνημόσυνους, πανηγυρικούς. Κάποιοι από αυτούς, που είναι δημοσιευμένοι σε εφημερίδες, μαρτυρούν τη ρητορική του δεινότητα, αλλά παράλληλα και το εύρος των πνευματικών του ενδιαφερόντων. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον άκουσαν πολλές φορές, ήταν χαρισματικός ομιλητής και κατάφερνε πάντοτε να επιβάλλεται και να συγκινεί το ακροατήριο με τον από στήθους καθαρευουσιάνικο λόγο του. Από τους λόγους του θα μπορούσαμε δειγματοληπτικά να αναφέρουμε τους παρακάτω: 1) Το λόγο που εκφώνησε στην Αγορά της Αγιάσου, στις 8 Νοεμβρίου 1931, κατά το συλλαλητήριο που οργάνωσαν οι κάτοικοι υπέρ της αγωνιζόμενης Κύπρου. 2) Το λόγο που εκφώνησε κατά το μνημόσυνο των δωρητών του Ιερού Νοσοκομείου το 1932, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας. 3) Το λόγο που εκφώνησε κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παναγιώτη Σαπουναδέλη στις 14 Ιουνίου 1931. 4) Την ομιλία που πραγματοποίησε στις 10 Ιουλίου 1932, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της «Εθνικιστικής Οργάνωσης Αγιάσου» με θέμα «Αι παραδοξολογίαι του Φαλμεράγερ και οι νεώτεροι Έλληνες».

Το 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έμελλε να δοκιμαστεί μαζί με πολλούς άλλους δημοκράτες. Όπως είναι γνωστό, την 1 Μαρτίου 1935 εκδηλώθηκε το Κίνημα, το οποίο οργάνωσαν δημοκρατικοί αξιωματικοί και του οποίου την ηγεσία αποδέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το κίνημα αυτό βέβαια απέτυχε. Οι κινηματίες, αλλά και πολλοί άλλοι οπαδοί, καταδιώχτηκαν και πέρασαν από έκτακτα στρατοδικεία. Στις 5 Μαΐου 1935 μάλιστα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος εντωμεταξύ είχε καταφύγει στη Γαλλία.

Με το μέρος των κινηματιών τάχτηκαν πολλοί Λέσβιοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Χατζησπύρου. Συμπαθών ήταν και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου (1878-1958). Όπως μας πληροφορεί η αντιβενιζελική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Το Φως», διευθυντής της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Γκράβαλης, από την Αγιάσο στάλθηκε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό των Θρησκευμάτων, την Ιερή Σύνοδο και τις αθηναϊκές εφημερίδες «Τύπος» και «Βραδυνή»: «Λαός Αγιάσου ευλαβώς αξιοί απομάκρυνσιν Μητροπολίτου Ιακώβου, διαπράξαντος μυρίας αυθαιρεσίας και παρανομίας και τέλος συνταχθέντος με Εθνοκτόνον Επανάστασιν και υποστηρίξαντος σκανδαλωδώς σφετεριστάς κρατικής εξουσίας». Το τηλεγράφημα υπέγραψαν ο Πρόεδρος της Κοινότητας Γεώργιος Αλεντάς, καθώς επίσης και οι Ευστράτιος Αλεντάς, εκ μέρους του Αγροτικού Συμβουλίου, Δημήτριος Χατζησπύρου, εκ μέρους της Εφορείας του Νοσοκομείου, και Ευστράτιος Μαγλογιάννης, εκ μέρους της Λαϊκής Πολιτικής Οργάνωσης. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δοκίμασε μεγάλη λύπη τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εξαιτίας αυτής της υπογραφής, την οποία, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλλον υπέκλεψαν, όταν ήταν κατάκοιτος. Τη στάση αυτή των Αγιασωτών καταδίκασε η δημοκρατική παράταξη, όπως φαίνεται και από ανταπόκριση της 8ης Ιουλίου 1935, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος», με τίτλο «Η ζωή της υπαίθρου. Νέα από την Αγιάσο» και με υπογραφή το ψευδώνυμο «Ορεινός». «Τα έκτροπα που έγιναν και εδώ απ’ τους ανθρώπους της Ζούγκλας είναι περιττόν να τ’ αναφέρω. Τα ξέρετε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν σεβάσθησαν και τα πλέον αγαπητά και ιερά πρόσωπα της Λέσβου, σαν τον λατρευτό μας Μητροπολίτη. Τι να πεις λοιπόν γι’ αυτούς τους κανίβαλους».

Την εποχή αυτή, όπως είναι γνωστό, έχουμε αναζωπύρωση παθών, στερέωση του αντιβενιζελισμού και ανάληψη πρωτοβουλίας για παλινόρθωση της δυναστείας των Glucksburg. Στις 9 Ιουνίου 1935 έγιναν, μετά την κατάργηση της Γερουσίας, εκλογές Εθνοσυνέλευσης, από τις οποίες απείχαν όλα τα κόμματα της βενιζελικής παράταξης. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Γεώργιος Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση με τον I. Θεοτόκη και κατάργησαν τη δημοκρατία με ψήφισμα, το οποίο επικύρωσε η Εθνοσυνέλευση. Στις 25 Νοεμβρίου 1935 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ με το διάδοχο Παύλο επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στις 15 Ιουνίου 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδωσε την προσωπική μάχη και νικήθηκε. Την επόμενη μέρα κηδεύτηκε με δαπάνη του Ιερού Νοσοκομείου. Οι συμπατριώτες του τον προέπεμψαν με τιμές στην τελευταία του κατοικία. Το παλαιό ελαιοτριβείο εσύριζε κατά την ώρα της εκφοράς. Το νεκρό αποχαιρέτησαν με επικήδειους λόγους ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου εκ μέρους της Εφορείας του Ιερού Νοσοκομείου ως πρόεδρος αυτής, ο Ευάγγελος Παπασταματίου, ο Περικλής Τζανετής εκ μέρους της Κοινότητας και ο δάσκαλος Στρατής Κολαξιζέλης εκ μέρους της Επιτροπείας του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ψηφίσματα εξέδωσαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, η Επιτροπεία του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, η Εφορεία του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, η Κοινότητα Αγιάσου, καθώς επίσης και η «Λαϊκή Πολιτική Οργάνωσις Αγιάσου», πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ευστράτιος Μαγλογιάννης.

Στις 15 Ιουνίου 1935, δηλαδή την ίδια μέρα που αναγγέλθηκε ο θάνατος του, δημοσιεύτηκε και η διαθήκη του, με την οποία κατέστησε γενικό κληρονόμο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του το Νοσοκομείο Αγιάσου.

Για τη διαχείριση της περιουσίας που άφησε στο Νοσοκομείο ο Δημήτριος Χατζησπύρου όρισε ιδιαίτερη επιτροπή, αποτελούμενη από τον εκάστοτε ειρηνοδίκη Αγιάσου ή το νόμιμο αναπληρωτή του ως πρόεδρο, και από τους Γεώργιο Λεωνίδα Σαμοθρακή, Ευστράτιο Αθανασίου Αλεντά (Μουλαδούλα), Ανδρέα Ιωάννη Δουκάκη και Παναγιώτη Ευστρατίου Βαμβουρέλη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994

Στις 20 Αυγούστου 1989 το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου οργάνωσε στην αίθουσα της βιβλιοθήκης φιλολογικό μνημόσυνο, για να τιμήσει το λόγιο και ευεργέτη Δημήτριο Χατζησπύρου (1864-1935). Ομιλητής ήταν ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Ο λόγος του, με τις αναγκαίες βιβλιογραφικές και άλλες συμπληρώσεις, δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών «Λεσβιακά» (Μυτιλήνη 1993, τόμος ΙΔ’, σσ. 249-296).