ΤΟ ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ

efimeris-lesvion_19370117_elaiourgikos-syneterismos-agiasou

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΩΝ, 17-01-1937

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Δ. ΚΑΛΕΛΗΣ.Ένας ταλαντούχος Αγιασώτης μουσικός και στιχουργός

Ο Λευτέρης Καλέλης υπήρξε αναμφισβήτητα ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο, που χάθηκε όμως πολύ γρήγορα, χωρίς να προλάβει να μεσουρανήσει, όπως το άξιζε. Ως τις μέρες μας όλοι οι παλιοί συνάδελφοί του εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Αναγνωρίζουν το μεγάλο του ταλέντο, που το πρόλαβαν, πριν από την καθιέρωση και τη δόξα, η αρρώστια, ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα, η δυστυχία, η εξαθλίωση και τέλος ο θάνατος … Όσο κράτησε όμως η σύντομη ζωή του, ήταν γόνιμη και αποδοτική. Κρίμα που δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα, για ν’ αποτυπώσουν και να καταγράψουν, έστω κι ένα μέρος από το πλούσιο στιχουργικό, συνθετικό και «εκτελεστικό» μουσικό ταλέντο του, όπως λ.χ. του Κόλια, του λαϊκού τραγουδιστή, που σκοτώθηκε σε τροχαίο, άφησε όμως πίσω του ένα ή δυο δίσκους που έγιναν σουξέ μετά το θάνατό του.

Ο Λευτέρης Καλέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1913 από γονείς κτηνοτρόφους. Μεγάλωσε στα Καμπιά, στα ριζά του λεσβιακού Ολύμπου, του παράξενου αυτού βουνού, που η κορφή του φυτρώνει σαν δυο κώνοι πέτρινοι μέσα από τους χωματερούς πράσινους πρόποδές του, που είναι ατέλειωτο δάσος από αγριαχλαδιές, οι οποίες το χειμώνα, όταν χιονίζει, μεταμορφώνονται σε στέπες με χιλιάδες κρυστάλλινα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Εκεί μεγάλωσε βοηθώντας τον πατέρα του στο να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Το τσομπανόπουλο όμως αυτό έκρυβε μέσα του ένα φοβερό πηγαίο ταλέντο, ήταν ένα ηφαίστειο μουσικής που δεν πρόλαβε καλά καλά να εκραγεί κι έσβησε … Είχε φοβερή δεξιοτεχνία στην εκτέλεση, αναμφισβήτητα ήταν ένας Χιώτης στο είδος του. Ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό), απαντώντας σε ερωτήσεις που του έθεσα, μου είπε ότι είχε γράψει μια «χόρα», ένα είδος σόλο, που δεν μπορούσε να την εκτελέσει κανείς από τους τότε μπουζουξήδες. Όταν έπαιρνε στα χέρια του το μπουζούκι, τα δάχτυλά του το ‘καναν άλλοτε να κλαίει βαθιά πονεμένα κι άλλοτε να σκορπά τον ενθουσιασμό, τη χαρά και το κέφι. Όσοι είχαμε την τύχη να τον ακούσουμε, όλο και κάτι έχει μείνει από αυτό το εξαίσιο παίξιμο του, χωρίς μικρόφωνα ή άλλα τεχνικά μέσα, έτσι αγνά, καθαρά, κρυστάλλινα, αληθινά…

Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης...
Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης…

Η φωτιά που έκαιγε μέσα του δεν ήταν μόνο δώρο θεού, ήταν έμφυτη κληρονομιά από τον παππού του. Η μητέρα του ήταν Κουρτζέλαινα κι ο παππούς του ο Κουρτζέλης έπαιζε βιόλα. Αυτός ήταν εκείνος που μόλις άρχισε ο εγγονός να καταλαβαίνει τον έβαλε στο δρόμο της μουσικής, του έδωσε ένα παλιό βιολί. Σ’ αυτό επάνω έπαιξε την πρώτη νότα. Το ‘λεγε στους φίλους του, τονίζοντας πόσο βαθιά είχε χαραχτεί στη μνήμη του η φιγούρα του παππού του και η στιγμή αυτή που του έβαλε στα χέρια αυτό το μαγικό όργανο. «Όταν τράβηξα, έλεγε, την πρώτη δοξαριά, το κορμί μου το ‘νιωσα να χάνεται, μια γλυκιά ανατριχίλα το ‘λουσε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου … Ποτέ μου δε θα ξεχάσω αυτήν τη γλυκιά ανατριχίλα, που με ακολουθά από τότε μέχρι σήμερα. Και τώρα ακόμα, όταν βρεθώ με όργανο στα χέρια, η πρώτη νότα που θα χτυπήσω αισθάνομαι να διαπερνά το κορμί μου πέρα για πέρα και να σκεφτείτε πως αυτό μου συνέβη, όταν ήμουν εφτά χρονών».

Είναι γεγονός ότι το πρώτο όργανο που πρωτόπαιξε ο Λευτέρης ήταν το βιολί που του χάρισε ο παππούς του. Αργότερα τον συναντάμε να παίζει μαντολίνο. Επ’ αυτού έχω τη μαρτυρία του προέδρου του Αναγνωστηρίου Πάνου Πράτσου, που κάποτε τον συνάντησε να βόσκει τα πρόβατα στο βουνό, στις Πλάκες, οροσειρά του Ολύμπου. Μαζί του είχε το μαντολίνο. «Μου ζήτησε και καθίσαμε στη σκιά, κάτω από ένα θεόρατο πρίνο και με παρακάλεσε να του παίξω. Ήξερε ότι είχα διδαχτεί μουσική και ότι ήμουν προχωρημένος στη θεωρία. Τα μάτια του παρακολουθούσαν λαίμαργα τις θέσεις που έπαιρναν τα δάχτυλά μου και σαν κομπιούτερ κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν πρακτικός μουσικός. Αυτή του όμως η δυνατότητα να καταγράφει και να θυμάται κάθε κίνηση προϋποθέτει μεγάλο ταλέντο … Και ήταν μεγάλο ταλέντο, σ’ αυτό δε χωράει αμφιβολία. Ήταν μεγάλη η απώλειά του στο μουσικό χώρο της Αγιάσου, αλλά και στο πανελλήνιο. Σίγουρα θα είχαμε να μιλάμε για ένα δεύτερο Παπαϊωάννου ή Τσιτσάνη, που είναι πιο κοντά στο χώρο του … Και πάλι σας λέω. Ήταν αναμφισβήτητα ένα σπάνιο ταλέντο, κρίμα που χάθηκε τόσο πρόωρα…». Λόγια ενός σοβαρού ανθρώπου, που είναι γνώστης του πενταγράμμου και έχει κρίση στη μουσική.

Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν του δημοτικού. Όσο για τις μουσικές του δεν πρέπει να γνώριζε πολλά πράγματα. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του Γρηγόρη Κουρουλή, πήρε μαθήματα μουσικής από τον αξέχαστο δημοδιδάσκαλο Φωτεινέλη. Ποιος από εμάς τους παλιούς δε θυμάται το δάσκαλο Φωτεινέλη με το βιολί και τη μανία του να τραβά από το τσουλούφι τα καλά παιδιά; Αρα κάτι γνώριζε, κάτι θα ‘μαθε βασικά περί μουσικής κλίμακας. Με τον Κουρουλή υπηρετούσαν μαζί. Η ειδικότητα του Λευτέρη ήταν μάγειρας. Ακόμα ο Κουρουλής υπήρξε περιστασιακό μέλος μιας κάποιας ορχήστρας, που είχαν πριν από την ορχήστρα των τριών, Καλέλης, Σεντουκάς, Βαγιάνας. Ο Κουρουλής έπαιζε μπαγλαμά, που τον έφερε ο Αντώνης Μαρίνος, όταν αποφυλακίστηκε. Κιθάρα έπαιζε ο Βασίλης Εμβάλωμας. Μου ανάφερε και κάποιο Μιχάλη Μπαντζό και τον Ψύρρα, το θείο του Λευτέρη. Πρόβες πήγαιναν και έκαναν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι του Στρατή Δούκαρου, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το παλιό, ξακουστό κουϊτούκι του Καρά, που σήμερα δεν υπάρχει πια, συγκεκριμένα εκεί που αρχίζει η κατηφοριά της Ζαχαριάδαινας, δίπλα στου Χρίστου Μπίτινα το σπίτι.

Στην περίοδο αυτή, στην οποία αναφέρεται ο Γρηγόρης Κουρουλής, είναι βέβαιο ότι ο Λευτέρης έπαιζε πια μπουζούκι. Δεν ξέρω τι μπουζούκι ήταν αυτό που αναφέρει, ξέρω όμως πως στα χέρια του γινόταν ακόμα καλύτερο, ασυναγώνιστο. Ο γιος του Πάνος μου μίλησε γι’ αυτό. Καλύτερα όμως να βάλουμε μια σειρά στην αφήγηση του γιου του Πάνου.

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1913. Παντρεύτηκε μικρός από έρωτα, μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος στην αρχή από τα πεθερικά του, αλλά αυτός πού να το βάλει κάτω, εκεί, στο πόστο του, ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το παραθύρι της μάνας μου, παίζοντας, τραγουδώντας την αγάπη του, αυτοσχεδιάζοντας. Είχε τη δυνατότητα να λέει χωρίς τελειωμό ερωτικούς, για κάθε περίσταση, στίχους. Η επιμονή του αυτή ανάγκασε τον παππού μου να ενδώσει και να τον κάνει γαμπρό του. Είχε, βλέπεις, τις επιφυλάξεις του ως προς το επάγγελμά του και πιο πολύ για το όργανο που έπαιζε. Αυτή την εποχή το μπουζούκι ήταν όργανο συνδεδεμένο με βρόμικες ιστορίες, που σ’ ένα νοικοκύρη μέτραγε και βάραινε πολύ. Αυτή ήταν η αιτία της άρνησής του, αιτία που πέρασε και στη μάνα μου και εκδηλώθηκε ύστερα από χρόνια, όταν δε θέλησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία, θα την αναφέρουμε με τη σειρά της.

Η μητέρα μου ήταν το γένος Καζαντζή. Απλή, καλή οικογένεια. Περιττό να σας πω ότι σε λίγο καιρό ο πατέρας μου τους κατασκλάβωσε με τα φερσίματά του, διαλύοντας κάθε υποψία πως η κόρη τους δε θα περάσει στα χέρια του καλά … Η μητέρα του πατέρα μου ήταν του γένους Κουρτζέλη, ο πατέρας της έπαιζε βιόλα ή βιολί. Ήταν μουσικός και απ’ αυτόν κληρονόμησε ο πατέρας μου τη μουσική φλέβα. Αυτός εξάλλου ήταν ο πρώτος που διάγνωσε το ταλέντο του και του δώρισε ένα παλιό βιολί, που έμελλε στην πορεία να παραχωρήσει τη θέση του στο μπουζούκι και σαν μπουζουξής να φτάσει εκεί που έφτασε.

Ο πατέρας μου μόνο από τη μουσική δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε σε οτιδήποτε δουλειές … Το χειμώνα έπιανε στη «μηχανή», στο μπασκί. Δούλεψε ένα χρόνο βοηθός και τον άλλο χρόνο έγινε μάστορας από τους πιο καλούς. Ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα να στοιβάσεις με ακρίβεια τα φάκελα με το χαμούρι, τον πολτοποιημένο ελαιόκαρπο, ώστε να πρεσαριστούν καλά ως το τέλος, χωρίς να πάνε στραβά ή να γλιστρήσουν και να κατεβάζεις και να ξανανεβάζεις το μπασκί που είχε δυο δυσάρεστες πλευρές. Η μια ήταν ότι δεν άρεσε στον απαλέτη, γιατί πίστευε ότι δε γινόταν καλά η δουλειά του, και είχε δίκιο. Άμα δεν πατιόντουσαν σωστά, δεν έβγαινε όλο το λάδι από το χαμούρι και δεν είχε καλή απόδοση. Άρα δυσφήμιση του ελαιοτριβείου … Δεύτερον, όσοι δούλευαν στο μπασκί δούλευαν με το στάμα, είχε δηλαδή οικονομικό κίνητρο. Όσο πιο πολλά στάματα έβγαζες, τόσο πιο πολλά λεφτά έπαιρνες. Αυτά όμως με την προϋπόθεση να μην τσαλαπατάς και να μη λούζεις με το κρύο τον πελάτη. Από εδώ βγήκε και η παροιμία «λούσαντουν μι του κρυγιό». Έπρεπε να είσαι σβέλτος και τεχνίτης. Τιμώντας δε αυτούς τους ανθρώπους, τους απένειμαν εφ’ όρου ζωής τον τίτλο του μάστορα, όπως στην Αγγλία το σερ. Βαριά δουλειά και ανθυγιεινή. Από το πρωί μέχρι που σκόλαγες καθόσουνα βρεγμένος, αν ήσουνα και λίγο τσαπατσούλης, θεός και η ψυχή σου, την έπιανες την καλή πιο γρήγορα … Αναφέρομαι στη βαριά αυτή δουλειά που έκανε ο πατέρας μου, γιατί αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ήταν η αιτία που τον έριξε στο κρεβάτι του πόνου. Από το απλό κρυολόγημα φτάσαμε στην περιπνευμονία και τέλος στη φυματίωση…

Το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο. Του το πήραν με έρανο που έκαναν οι φίλοι του, γιατί δεν έφταναν μόνο τα δικά του λεφτά. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ακόμα κι όταν αρρώστησε τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Θυμάμαι πολλούς φίλους του πατέρα μου που στήριξαν αυτόν και κατ’ επέκταση και εμάς, σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, και τους ευχαριστώ. Ήταν πολύ δύσκολο την τότε εποχή να είσαι άρρωστος, να ‘χεις γυναίκα και δυο παιδιά και να μην μπορείς να δουλέψεις … Δεν υπήρχε καμιά κρατική κάλυψη, κοινωνική πρόνοια, ούτε και υποτυπώδης. Και δεν ήταν μόνο η αρρώστια και ο πόνος, ήταν και το οικονομικό, που τσάκιζε κόκαλα. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι σαν το σημερινό έιτζ. Κάθε άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος. Τραγική κατάσταση, σας λέω, έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο, για ν’ αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…

Όπως σας είπα πιο πάνω, το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο, κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το αγόρασε και το ‘φερε στο νησί από τη Σμύρνη κάποιος από την Αγία Μαρίνα. Από αυτόν το αγόρασε ο πατέρας μου. Το μπουζούκι υπήρχε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Έρχονταν και το ζήταγαν πολλοί και προσπαθούσαν να μάθουν πάνω σ’ αυτό, λες και από μόνο του θα τους έκανε ξεφτέρια … Ο μόνος που έμαθε και το αξιοποίησε επαγγελματικά ήταν ο Γιώργος Ιατρού (Αρχουτίτσ’).

Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει ένα μικρό μπαγλαμαδάκι. Προσπαθούσε να με μάθει να παίζω. Η ζωή τα ‘φερε τ’ απάνω κάτω και διάφορες αρνητικές συγκυρίες δε μου επέτρεψαν να ξανασχοληθώ. Ίσως να μην είχα το ανάλογο ταλέντο, παρ’ όλο που τραγουδώ καλά και σωστά. Αντίθετα, ο αδερφός μου ο Γιώργης τα καταφέρνει πολύ καλά. Πρόκειται για το δεύτερο γιο του, που σήμερα είναι ιερέας στη Θερμή. Το μπουζούκι αυτό είχε άδοξο τέλος. Έγινε θρύψαλα πάνω σ’ ένα παιδικό κεφάλι, γιατί στην προσπάθειά του να το παίξει ενόχλησε κάποιον…

Η μητέρα μου μου έλεγε πως κάποτε, πριν από τον πόλεμο του ’40, ο πατέρας μου κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν φιλόδοξος, ήθελε να διακριθεί. Δεν ήξερε με ποιον συνεργάστηκε, πάντως της ζήτησε να κατέβει και αυτή στην Αθήνα. Πού θα ‘ρθω εγώ, του λέει, εκεί, να μπλέξω μες στη ζούγκλα … Και εσύ να προσέχεις μην μπλέξεις με καμιά πουτάνα τραγουδίστρια και μας ξεχάσεις ή μη σε μπλέξουν πουθενά με τα χασίσια και σε βάλουν φυλακή. Να τα μαζέψεις και να ρθεις πίσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Καθώς σας είπα, την αγαπούσε τη μάνα μου, γι’ αυτό και γύρισε πίσω χωρίς δεύτερο γράμμα. Να, η αντίδρασή της, που σας ανάφερα πιο πάνω. Ακόμα μου ‘χε πει πως κάποτε ήρθε κάποιος ξένος στο χωριό και ζητούσε τον πατέρα μου, όνομα δε θυμόταν. Ρώτησε κάποιον πού μπορεί να τον βρει και του ‘πε στο Σταυρί, στου Καμτζουρέλη το καφενείο. Ανηφόρισε αυτός στο Σταυρί, κάποιος όμως πρόλαβε και το ‘πε στον πατέρα μου πως τον ζητούν, μάλιστα του τον έδειξε. Μόλις ο ξένος φάνηκε στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη, ο Λευτέρης είπε σε όλους στο καφενείο να μην τον δείξει κανείς. Θέλησε να κρατήσει ανωνυμία, γιατί δεν ήξερε τι τον θέλει, ήταν βλέπετε, επί Μεταξά … Το καφενείο ήταν το σημερινό της χήρας Λαλαδέλη. Μπήκε μέσα ο ξένος, χαιρέτησε και παράγγειλε έναν καφέ. Την ώρα που του τον σερβίριζε ο Γρηγόρης, τον ρώτησε ο ξένος χαμηλόφωνα αν ήρθε ο Καλέλης και ο καφετζής του είπε «ένι φάν’τσι ακόμα». Πέρασε αρκετή ώρα, χωρίς δεύτερη κουβέντα του ξένου. Το μάτι του όμως συνέχεια έπεφτε πάνω στο μπουζούκι του πατέρα μου, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον καθρέφτη. Σε μια στιγμή σηκώθηκε επάνω και μ’ ένα ύφος μάγκικο λέει στο Γρηγόρη. Φίλε, μπορώ να ρίξω δυο πενιές με το εργαλείο και έδειξε το μπουζούκι. Όχ’ μόνι δυο τσι δέκα παίξι, είπε ο Γρηγόρης. Πράγματι, ξεκρέμασε το όργανο, του χάιδεψε λίγο τις χορδές, να δει αν ήταν σωστά κουρδισμένο, κάθισε μετά στο κάθισμα, πήρε πόζα και άρχισε να παίζει. Έπαιξε πράγματι καλό μπουζούκι. Ο πατέρας μου, καθώς σας είπα, ήταν παρών. Άμα έπαιξε δυο τρία κομμάτια ο ξένος, ξεθάρρεψε και κατά κάποιο τρόπο κατάλαβε πως άδικα τον υποψιάστηκε. Φαινόταν πως ήταν από το σινάφι των μουσικών … Μπορώ, του λέει, τώρα να παίξω και εγώ ένα κομμάτι; Έπιασε λοιπόν το μπουζούκι και μόνο φωτιές δεν πετούσαν οι χορδές … Τότε ο ξένος σηκώθηκε και του λέει. Εσύ δεν μπορεί να είσαι άλλος από το Λευτέρη Καλέλη, άκουγα, μα δεν πίστευα… Κάθισαν μετά, τα ‘πιαν, τα συζήτησαν, και αυτός πιστεύω ότι ήταν αυτός που τον ξεσήκωσε. Τον ξεσηκωμό δεν έπαψε να τον σκέφτεται ακόμα και μετά την πρώτη απόπειρα, που αποδεικνύεται από τα τραγούδια του που φρόντιζε να γράφονται σε κόλλες πενταγράμμου με νότες. Δεν ήθελε να ξαναπάει στην Αθήνα χωρίς όπλα. Πίστευε πως ο πόλεμος μια μέρα θα τελειώσει και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Φρόντιζε λοιπόν όλα τα τραγούδια του να τα γράφει σε κανονικό χαρτί μουσικής με νότες. Πήγαινε στο σπίτι του Αχιλλέα Σουσαμλή, που ήταν γνώστης της μουσικής και που στη θεωρία ήταν άπιαστος, έγραφε και διάβαζε. Ήταν ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς, άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος του ανέθεσε και έγραψε όλα τα παλιά τραγούδια της Σμύρνης, αφήνοντας μια μεγάλη μουσική κληρονομιά στο αρχείο του Αναγνωστηρίου.

Αυτά τα έντυπα τα θυμάμαι καλά και μετά το θάνατο του πατέρα μου τα φύλαγα σ’ ένα συρτάρι. Αγνοώντας όμως την αξία τους, δεν τα σιγούρεψα και κάποια μέρα, σ’ ένα συγύρισμα, έγιναν προσάναμμα στο καζάνι ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια από τη μάνα μου … Το μόνο που σώθηκε και αυτό σε κακά χάλια, σχισμένο και δυσανάγνωστο, είναι ένα μπλοκάκι απ’ αυτά στα οποία οι μπακάληδες γράφουν τα βερεσέδια. Είναι αριθμισμένο, λείπουν όμως πολλά φύλλα. Υπάρχουν πολλά τραγούδια δικά του, αλλά και ξένα.

Όταν γύρισε από το μέτωπο ο πατέρας μου, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, όπως όλοι, έπιασε δουλειά στου Στρατή Δουγραματζή (Φουνιά). Ίσως να σας φανεί παράξενο ότι μέσα στην πείνα λειτουργούσε οινομαγειρείο. Κι όμως λειτουργούσε … Πελάτες του; Όλοι οι μαυραγορίτες της εποχής, καθώς και οι Λιμνιώτες».

Ας αφήσουμε όμως το Στρατή Τοπαλή να μας τα πει, όπως τα έζησε ο ίδιος αργότερα:

«Τη φυματίωση ως αρρώστια μπορεί να την έκρυβες από τα μάτια του κόσμου … Αυτό όμως δε σε απάλλασσε από την αγωνία της καταδίκης σου σε αργό θάνατο. Κανείς γιατρός δε χρειαζόταν να σου το πει. Οι ενδείξεις της αρρώστιας μιλούσαν από μόνες τους (αιμοπτύσεις, δέκατα και άλλα πολλά). Το ότι θα πεθάνεις μια μέρα, δεν μπορείς να το χωνέψεις κι ας είναι αναπόφευκτο … Το να ξέρεις όμως ότι θα φύγεις απ’ τη ζωή πριν την ώρα σου, αυτό σίγουρα θέλει πάρα πολύ γερά νεύρα. Ήταν φοβερή αρρώστια άλλοτε, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν. Δεν υπήρχαν φάρμακα, οι συνθήκες ευνοούσαν τη μετάδοση της αρρώστιας. Η δυστυχία, η μιζέρια, η συστέγαση πολλών ατόμων σε μικρούς χώρους, οι πολυμελείς οικογένειες, ήταν ό,τι έπρεπε για τη μετάδοσή της. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι το αντίστοιχο με το έιτζ σήμερα. Ο άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος, τραγική κατάσταση, σας λέω. Έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο για να αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…»

Απ’ ό,τι μου είπε ο Πάνος, δεν κάθισε πολύ καιρό στο Σανατόρειο ο πατέρας του. Τον πλάκωνε πάρα πολύ το περιβάλλον. Έβλεπε τις προχωρημένες καταστάσεις στους άλλους συνασθενείς του και τον έπιανε πανικός, του ‘κανε μεγάλη ζημιά στον ψυχικό του κόσμο. Απελπίστηκε, έγινε ψυχικό ράκος, δεν μπορούσε να το δεχτεί πως θα καταντούσε έτσι … Παραμελούσε τα πάντα, επισπεύδοντας με κάθε τρόπο, όσο πιο γρήγορα, να ‘ρθει το τέλος. Το ‘χε πάρει απόφαση πως ήταν καταδικασμένος κι αυτό βγαίνει και από τα χωρίς ίχνος αισιοδοξίας τελευταία τραγούδια του, που μάλλον ο επικήδειος του ταιριάζει πιο πολύ, γραμμένος από τον ίδιο. Το μπουζούκι, που τόσο το αγάπησε, γίνεται η μεγάλη παρηγοριά του, ο αδερφός του, ο εξομολογητής του, ο ίδιος ο πόνος του. Σ’ αυτό ανοίγει την ψυχή του, σ’ αυτό εμπιστεύεται τους φόβους του, τις απορίες του για την άλλη ζωή που δεν ξέρει και που φαντάζεται, σ’ αυτό και στους φίλους αφήνει την τελευταία παραγγελία του … Το τραγούδι του αυτό είναι χωρίς τίτλο. Πιστεύω ότι θα ‘ναι το τελευταίο του και μπορεί να θεωρηθεί ο επικήδειος του, γραμμένος από τον ίδιο:

Φίλοι μου, σας αρνήθηκα, έτσ’ ήτανε γραφτό μου και πως ζωή πια δεν έχω το είδα στ’ όνειρο μου.

Τι έκανα, ρε τύχη μου, μέσα σ’ αυτή την κρίση και δίκασες αλύπητα τη βασανισμένη ζήση;

Τύχη μου άσπλαχνη, κακιά., δε θα το μετανιώσω, αφού στο χάρο μια ψυχή θενά την παραδώσω.

Έτσι μου ήτανε γραφτό στα πεύκα ν’ ακουμπάω, να παίζω το μπουζούκι μου και μέσα να πονάω.

Παίζοντας το μπουζούκι μου, ξεχνώ τα βάσανά μου και φεύγει λίγο η φωτιά πο ‘χω στα σωθικά μου.

Παρηγοριά πια έμεινε το μπουζουκάκι μόνο στην αγκαλιά μου παίζοντας κλαίει κι αυτό με πόνο.

Μπουζούκι μου, μου έλεγες πως δε θα χωριστούμε, στον άλλον κόσμο άραγε δε θα ξανανταμωθούμε;

Εκεί δε θα μπορεί κανείς να μας αποχωρίσει, θα παίζουμε στους φίλους μας, τη φλόγα μας να σβήνει.

Φίλοι μου, είμαι φθισικός και το κορμί μου λιώνει και λίγο λίγο φθείρεται σαν του βουνού το χιόνι.

Σαν αποθάνω, φίλοι μου, και κλείσει η καρδιά μου κοντά σας να με θάψετε, να είστε συντροφιά μου.

Γλέντι να κάνετε καλό στον τάφο μου επάνω, με μπουζουκάκι έξυπνο, λίγο να ξανασάνω.

Φίλοι μου και μπουζούκι μου, έτσ’ είν’ αυτή η κρίση, το πάθος που ‘χω στην καρδιά αυτό θα μας χωρίσει.

Στον άλλο κόσμο, φίλοι μου, όλοι θ’ ανταμωθούμε κι εκεί θα πούμε τους καημούς που δω πέρα τραβούμε.

Την έρημη την τύχη μου που τα ‘βαλε μ’ εμένα, που άνθρωπο σ’ αυτή τη γη δεν πείραξα κανέναν…

Ο Λευτέρης Καλέλης πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, σε ηλικία μόλις 33 χρονών. Τραγική ειρωνεία! Λίγες βδομάδες μετά το θάνατο του κυκλοφόρησαν τα πρώτα αντιβιοτικά…

Αγιάσος, 25-9-1992

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996

Ο ΛΕΣΒΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

taxydromos_19321119_lesviakos-ploutos-ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ΛΑΔΙ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΜΥΤΙΛΗΝΗ, ΕΛΙΕΣ, ΚΑΠΝΟΣ, ΣΙΤΑΡΙ, ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΑΓΡΟΤΕΣ, ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ, ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 19-11-1932