ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Μακρόνησος, σαν στρατόπεδο “εθνικής αναμόρφωσης”. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες απ’ όλες τις μονάδες, που πέρασαν από το κολαστήριο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι “προληπτικώς συλληφθέντες” πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας.
Default 2
Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κρατούμενοι… Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Λιμπερή. 4. Ευανθία Ευστρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πασχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
Η φιλοσοφία και οι σκοποί των εμπνευστών και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποταχτεί, να σκύψει το κεφάλι, να απαρνηθεί κάθε σκέψη για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Ακόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές.Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους “μετεκπαιδευόμενους”, αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα.
Default 5
Η Μακρόνησος, ένα από τα κολαστήρια του παρελθόντος…
Η ιστορία της Μακρονήσου αρχίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρομοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουργήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
Α΄ Τάγμα Σκαπανέων A΄ ΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950.• Β΄ Τάγμα Σκαπανέων Β΄ ΕΤΟ. Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και το Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων.• Γ’ Τάγμα Σκαπανέων Γ’ ΕΤΟ. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετατράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων.

Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώτους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα.

Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ’ Κ.Π.Α.) 1947-1948.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ’ αυτό το στρατόπεδο απομονώθηκαν περίπου 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 90 μόνιμοι.

Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξορίστους.

Default 8
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Άρης Κυριάκου Πασχαλιάς…
Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για “αναμόρφωση”, είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης, Νικόλαος Αγρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρηγορίου Βέτσικας, Ιωάννης Παναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νικολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Καπάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ευστρατίου Κλήμος, Ιωάννης Χριστόφα Κουρβανιός, Γεώργιος Προδρόμου Λιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής, Πρόδρομος Λιμπερής, Παναγιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλτιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Παπάνης (Λιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντωνίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκαρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρατικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγενείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντωνίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη Καρέτου ή Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και Κυριάκου Πασχαλιά. Έτσι συναντάμε οικογένειες ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναίκες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πράξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Α’ ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949).

Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1.(;). 2.Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα ).3.Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4.(;). 5.Ευστράτιος Καλαντζής. 6.Νικόλαος Αγρίτης. 7.Πρόδρομος Λιμπερής.
Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2.Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης. 3.(;). 4.Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 5.Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)

Ο ελληνικός λαός, με τις εκλογές του 1950 και με την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατόπεδα της Μακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957.Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώπου και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία προκήρυξε για την αποξήλωση των μνημείων της ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντροπή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του “Νέου Παρθενώνα”, που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων διατηρητέα μνημεία.
Default 14
Γυναικόπαιδα σε στρατόπεδο (πιθανότατα, Ικαρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη…

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 105/1998

ΤΟΤΕΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΪΤΟΥΚΙΑ

Τα παλικάρια στους καφενέδες όπου σύχναζαν ανυπομονούσαν, όπως και οι κοπέλες στις γειτονιές, πότε θα φτάσει η ώρα της πατινάδας, για να δει ο καθένας την αγάπη του. Και με το δίκιο τους, αφού βλέπονταν από βδομάδα σε βδομάδα.
Οι παρέες των παλικαριών από τα παλιά χρόνια ως το 1935 περίπου ήταν μεγάλες. Μονοιασμένοι όλοι αναμεταξύ τους και με μεγάλη αλληλεγγύη σ’ όλες τις δουλειές και υποθέσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες παρέες ούτε η αλληλεγγύη που υπήρχε τα χρόνια κείνα.
Ώσπου να φτάσει η ώρα της πατινάδας, τα περνούσαν στους καφενέδες με κουβέντες, χαρτιά, κι όλοι τα κουτσοπίνανε. Όταν φτάνανε σε τσακίρ κέφι, φώναζαν και τη μουσική, για να το γλεντήσουν καλύτερα. Επειδή κείνα τα χρόνια ο κόσμος το γλένταγε και τη μουσική τη φώναζαν πολλοί, οι μουζικάντες ζητούσαν πρώτα να μάθουν τα πρόσωπα της κάθε παρέας που τους ζητούσε, για να κάνουν επιλογή και να παν σ’ αυτή που είχε τα περισσότερα κουβαρντόπαιδα, που θα τους έριχναν πολλά και μεγάλα μπαξίσια. Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παράπονα, σ’ όποια παρέα αποφάσιζαν να παν, απαραίτητα έπρεπε να δώσουν καπάρο. Η μουσική μπροστά, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν στις μετακινήσεις της πατινάδας ή στα καφενεία της αγοράς, συνήθως έπαιζε τον ενθουσιώδη και πεταχτό σκοπό, που είχε συνδεθεί με την κατασκευή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, που έγινε το 1877, της παλιάς μηχανής που λέγαμε. Γιατί σήμερα υπάρχει μόνο το φουγάρο της και το κτίριο, που σύντομα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται.
Για χάρη της ιστορίας θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Οι παρέες των παλικαριών αυθόρμητα και προαιρετικά πήγαιναν και κατέβαζαν από τα καστανοσωθύρια σηκωτά στους ώμους τους τα μεγάλα και μακριά, 7 και 8 μέτρα, καστανίτικα ταμπάνια για την κατασκευή της σκεπής του ελαιοτριβείου, χωρίς να δέχονται καμιά πληρωμή. Οι τότε προεστοί, για να τους ικανοποιήσουν ηθικά πήγαιναν με τους μουζικάντες και τον κόσμο στον Απέσο, να τους υποδεχτούν και να τους παραλάβουν πανηγυρικά. Μπροστά οι μουζικάντες και πίσω τα παλικάρια με τα ταμπάνια στον ώμο τους, οι προεστοί και ο κόσμος περνούσαν την αγορά και τραβούσαν για το Καμπούδι, όπου το εργοστάσιο. Σ’ όλη τη διαδρομή παίζανε το σκοπό αυτό, που τον βάφτισαν «ταμπάνια». Από τότες και μέχρι σήμερα ο σκοπός αυτός διατηρεί αυτό το όνομα.
Όταν έφτανε η ώρα της πατινάδας, οι καφενέδες άδειαζαν κι ερημώνονταν. Όλοι οι δρόμοι πάνω στη διαδρομή της πατινάδας ήταν γεμάτοι από παλικάρια. Άλλοι με μουσικά όργανα μπροστά, άλλοι αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας, άλλοι χαριτολογώντας κι αστειευόμενοι τραβούσαν για τα κουϊτούκια. Αν κανείς από την παρέα είχε ή προσπαθούσε να δημιουργήσει αίσθημα, αν βρίσκανε «καριγλιά», καθίζανε, αλλιώς το περνούσανε στο πόδι, ώσπου να βολευτούν. Πίνανε τα καραφάκια το ρακί με μεζέ την αγκουρίδα, τα αρκόμλα και τις μούσκλες τουρσί και τελευταία με τις ζαγλαπίδες (στραγάλια), κάνανε και το χορό τους. Παρ’ όλο που οι χοροί γίνονταν πάντα με τη σειρά, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις, τα μικροκαβγαδάκια και οι καβγάδες. Τα προκαλούσαν οι μερακλωμένοι αγαπητικοί, οι μπελαλήδες και οι εφέδες που ως το 1935 περνούσε ακόμα η μπογιά τους. Γι’ αυτό όχι πολύ σπάνια βλέπαμε κάθε Δευτέρα σαρικωμένα κεφάλια σαν χοτζάδες.
Κάθε Κυριακή και πασιμάδη σ’ όλα τα κουϊτούκια καιγόταν κυριολεκτικά το πελεκούδι. Σ’ όλα γίνονταν της παλαβής και γλέντια τρικούβερτα. Παντού και σ’ όλους επικρατούσε το κέφι, η ευθυμία, η χαρά και το γέλιο. Ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Στο κουϊτούκι που έπαιζε μουσική χαλούσε ο κόσμος από τα φυσερά όργανα (κορνέτες, τρομπόνια, κλαρίνα, μπάσα). Οι χοροί παίρνανε και δίνανε και δε σταματούσαν καθόλου. Άρχιζαν με το συρτό, το ζεϊμπέκικο, το βαρύ ζεϊμπέκικο, που πάνω στο χορό ο ένας από τους χορευτές τραβούσε και τον αμανέ, ενώ ο άλλος τραβούσε το μιντέτι, με τον καρσιλαμά και τον μπάλο. Στον μπάλο ο κορνετίστας Στρατής Ρόδανος (Άννα) ή ο κλαρίνατζης Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος) δημιουργούσαν ένα σόλο με τόσο πάθος, που έκανε τους χορευτές να ανάβουν τα αίματά τους, να φρενιάζουν, να χοροπηδούν, να σφυρίζουν με τα χέρια στο στόμα κι η παρέα τους να χτυπά παλαμάκια πάνω στο χορό και να ξεσπά σε ενθουσιώδη και χαρούμενα ξεφωνητά, που χαλούσαν τον κόσμο. Πάνω στον ενθουσιασμό τους οι χορευτές πετούσαν στο σαντούρι τα μπαξίσια το ένα πάνω στο άλλο. Όσο πολλά και μεγάλα μπαξίσια ρίχνανε πάνω στο σαντούρι, τόσο δυνατά έπαιζαν τα φυσερά όργανα που ξεκούφαιναν τον κόσμο. Κάπου κάπου ορισμένοι απ’ αυτούς χόρευαν και τον τσάμικο. Ο ένας από τους δυο χορευτές κρατούσε στο χέρι του μαχαίρι. Διάγραφε μ’ αυτό κινήσεις, κάνοντας πως κόβει τάχα τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι του συγχορευτή του, που καθόταν ακίνητος και απαθής. Συνέχιζαν το χορό και επαναλάμβαναν τα ίδια. Ακόμα χόρευαν και τσιφτετέλι. Και οι δυο οι χορευτές με τα ποτήρια στα δυο τους χέρια τα χτυπούσαν πάνω στο χρόνο της μουσικής, κάνοντας διάφορες κινήσεις και προσπαθώντας να χορέψουν και το χορό της κοιλιάς, χωρίς να τα καταφέρνουν. Τέλειωναν οι χοροί με το «μαζεμένο», που τον έλεγαν έτσι επειδή σήκωναν στο χορό όλη την παρέα.
Από τον πολύ συνωστισμό που υπήρχε στα κουϊτούκια με μεγάλη δυσκολία κρατούσαν ένα μικρό, πολύ μικρό χώρο για το χορό. Ίσαμε που μπορούσαν οι χορευτές να μεταπατούν και να κουνούν τα πόδια τους. Μέσα στο μικρό αυτό χώρο λέγανε πως χόρευαν, ενώ στην πραγματικότητα πατούσανε σταφύλια στη σταφυλοσκάφη.
Πάνω στο γλέντι και το χορό τα παλικάρια ρίχνανε γλυκές ματιές και τσατίζανε τις κοπέλες, για να πλέξουν τα ερωτικά τους αισθήματα. Οι κοπέλες που ανταποκρίνονταν στα αισθήματα των παλικαριών, κλέφτοντας τη ματιά της μάνας των, απαντούσαν με συγκαταβατικά νεύματα των ματιών και με ντροπαλά γλυκά χαμόγελα. Ντροπιασμένο το παλικάρι, που η άπιστη το τάγιζε κουκιά (απαντούσε στα νεύματα άλλου παλικαριού μπροστά του), άρχιζε τα σπασίματα και το χορό, αν υπήρχαν μουσικά όργανα, που δε σταματούσε να χορέψει και άλλος. Σε παλιά χρόνια στην περίπτωση αυτή, που το παλικάρι ήταν καλά νταλγκαδιασμένο, την αγαπούσε πραγματικά και το έπαιρνε κατάκαρδα, τραβούσε από τη μέση του το μαυρομάνικο και το κάρφωνε στη γάμπα του, παίρνοντας έτσι ανάλια (έτσι λέγανε το μαχαίρωμα αυτό). Την ανάλια αυτή μπορούσε να την πληρώσει με το σακάτεμα του ποδαριού του ή και με τη ζωή του, αν χτυπούσε πάνω σε φλέβα.
Την ώρα που τα παλικάρια χόρευαν με τη μουσική στο κουϊτούκι, οι κοπέλες, που τα παλικάρια τους δε βρίσκονταν εκεί, πήγαιναν στα παρασόκακα ή στις αυλές των γειτονικών σπιτιών κι άρχιζαν κι αυτές το χορό. Έτσι μάθαιναν να χορεύουν οι κοπέλες. Κι όταν έφτανε η μεγάλη ώρα της χαράς των, που ο γαμπρός θα τις σήκωνε να χορέψουν, ήταν όλες τους ξεφτέρια. Και χόρευαν καλύτερα από τα παλικάρια που χαιρόσουνα να τις βλέπεις και να τις καμαρώνεις.
Ήταν η ρομαντική εποχή που το παλικάρι λαχταρούσε και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα αν κατάφερνε να πάρει έστω και μια λέξη από το στόμα της κοπέλας του. Ήταν η πλατωνική εποχή, που τα ραβασάκια με τις ζωγραφισμένες καρδιές με το καρφωμένο βέλος πάνω τους πηγαινοέρχονταν από τους μικρούς ταχυδρόμους της γειτονιάς. Τα γράμματα άρχιζαν με το τραγούδι:

Γράμμα στα χέρια που θα πας,
στα χέρια που θα μείνεις,
τον πόνο της καρδούλας μου
καλά να τόνε κρίνεις.

Ακολουθούσαν κι άλλα τραγούδια, που φανέρωναν τον έρωτα και τέλειωναν πάλι με το τραγούδι και με πολλά αχ-βαχ.

Τελείωσα το γράμμα μου
και τώρα θα το κλείσω,
παρακαλώ την Παναγιά,
για να σε αποχτήσω.

Τα ραντεβού ως το 1935 ήταν σπάνια, δύσκολα και πολύ ακριβά. Δίνονταν κρυφά με χίλιες δυο προφυλάξεις, καρδιοχτύπια, και στα πεταχτά, με την προστασία του σκοταδιού και των φιλενάδων της κοπέλας που φύλαγαν τσίλιες. Σιγά σιγά και με τον καιρό έσπασαν οι μεγάλοι περιορισμοί που είχαν οι κοπέλες. Καθιερώθηκε το μίλημα, όπως το έλεγαν. Σαν νύχτωνε και αραίωναν τα σύρτα φέρτα μέσα στους μαχαλάδες, οι νέοι ξεκινούσαν δυο δυο ή τρεις τρεις, ανάλογα με τα αισθήματα, σε κάθε γειτονιά για το συνηθισμένο μέρος που είχαν ορίσει με την κοπέλα ο καθένας, για να τα πουν από κοντά και ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Όταν μέστωνε καλά η ώρα, οι παρέες παίρναν πάλι βόλτα το χωριό, για να τραγουδήσουν ο καθένας το κορίτσι του κάτω από τα παναθύρια τους. Ο καλλίφωνος της παρέας θα τραβούσε τον αμανέ με το ανάλογο τραγούδι, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, ανάλογα με την περίπτωση. Όπου υπήρχε κρυφός έρωτας, που η κοπέλα δεν ήθελε να μαθευτεί, η παρέα σταματούσε στο τρίστρατο ή στη μέση του δρόμου, για να θολώσει τα νερά. Το πρωί όλη η γειτονιά αναρωτιόταν και προσπαθούσε, αν δεν μπορούσε να μάθει, τουλάχιστον να μαντέψει για ποια ήταν τα τραγούδια και ποιος ο γαμπρός.

Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.
Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.

Δεν έλειπαν και οι κανταδόροι με τα μαντολίνα, που τα χρόνια εκείνα ήταν της μόδας. Τις καντάδες τις φέρνανε από την Αθήνα οι φοιτητές και οι μαθητές από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Τις καντάδες τις τραγουδούσαν τα φραγκέλια, οι λιμοκοντόροι, όπως έλεγαν τους φοιτητές, τους μαθητές Γυμνασίου και τα δασκαλέλια. Με μια λέξη οι Αναγνωστηριακοί. Αυτοί λανσάρανε μέσα στο χωριό τις καντάδες. Όταν ακούγονταν καντάδες να τραγουδούν, ό,τι ώρα και να ήταν, μέρα ή νύχτα, κανείς δε ρωτούσε να μάθει ποιοι τραγουδούν, γιατί ήξεραν πως τις καντάδες τις τραγουδούσαν πάντα τα παιδιά του Αναγνωστηρίου. Τα τραγούδια τις νύχτες μέσα στο χωριό βαστούσαν κοντά στα μεσάνυχτα το χειμώνα και μέχρι τις αυγές, το καλοκαίρι. Γι’ αυτό, το γράψιμο και οι μηνύσεις από την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας ήταν συνηθισμένα. Και η καταδίκη από τον ειρηνοδίκη σίγουρη τις περισσότερες φορές. Τα κάνανε όμως όλα χαλάλι για το χατίρι της μικρής που λέγει το τραγούδι.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος και η καλπάζουσα εξέλιξη σάρωσαν και άλλαξαν τα πάντα. Ύστερα από το 1945-46, που έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι, άλλαξαν και γύρισαν τα πράματα ανάποδα. Οι κοπέλες απόχτησαν μια σχετική ελευθερία. Μπορούσαν να βγαίνουν με τις παρέες τους και τις φιλενάδες τους βόλτα, χωρίς πίσω τους να ακολουθούν οι μητέρες τους. Από του Αγίου Δημητρίου ως της Αγίας Τριάδας οι κοπέλες βγαίνουν στο Καμπούδι. Περνώντας από τα καφενεία, το «Νέο κόσμο» του Μαρίνου Ζαφείρη, «Τα δώδεκα αδέρφια» του Στρατή Καρέτου (Ράρας), τη «Χαραυγή» του Ιγνάτη Γεωργαντή (Κουτσλιάς) πηγαινοέρχονται ως τα Κουρκουλούτσια. Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει τραβούν για το Σταυρί, το Καζίνο. Έτσι το λέγανε ως το 1923, που, ένας Μυτιληνιός ενοικιαστής του, επειδή έχει το σχήμα βαποριού, του έδωσε το όνομα Φαμάκα, ενός από τα δυο αιγυπτιακά βαπόρια, που έκαναν τη γραμμή Χίου-Πειραιά. Από τότες μέχρι σήμερα πήρε και διατηρεί το όνομα αυτό.
Ύστερα από της Αγίας Τριάδας τα σύρτα φέρτα μεταφέρονταν στον κάτω δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Οι κοπέλες με τις παρέες τους περνούν αγκαζέ από τα καφενεία του Βασίλη Γραμμέλη, όπου σήμερα το Αναγνωστήριο, του τότε Νίκου Βουλβούλη, σημερινό Γιάννη Δαγιέλη (Κατσαμπού), των αδελφών Στρατή, Γιάννη και Προκόπη Δουλαδέληδων και το δημοτικό κέντρο, την Τραγιάσκα, όπως το έλεγαν, επειδή έμοιαζε με τραγιάσκα, του τότε Γρηγόρη Χατζηραβδέλη, και κάνουν τον περίπατό τους μέχρι και πέρα από το κτίριο της παλιάς ηλεκτρομηχανής του Αλαμανέλη. Πίσω τους ακολουθούσαν τα παλικάρια. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς τον παραμικρό φόβο, ο ένας δίπλα στον άλλο λεν τους καημούς των. Παρακολουθούν τη μόδα, αρχίζοντας από το φουρό, πέρασαν στο μάξι και στη μίνι φούστα, φτάσανε στα παντελόνια και στα σορτς, λίγα βέβαια ακόμα. Πηγαίνουν στο σινεμά και στα κέντρα μόνες τους κι ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη κι έθιμα.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

ΕΠΙΚΗΡΥΞΗ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΥ…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η χώρα μας γνώρισε την αγριότητα του εμφύλιου πολέμου. Σκοπιμότητες; συμφέροντα, ιδεολογικές διαφορές την έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Όλοι οι Έλληνες έζησαν έντονα μια εποχή φανατισμού, μισαλλοδοξίας, τρομοκρατίας, βίας… Χωρίς πάθος και χωρίς προκατάληψη αναδημοσιεύουμε δύο υπουργικές αποφάσεις και εγκρίσεις (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 30 Σεπτεμβρίου 1946, τεύχος δεύτερον, αριθμός φύλλου 161, σσ. 938-939), που έχουν σχέση με Γεραγώτες και Αγιασώτες αντάρτες…

 

Αριθ. πρωτ. 34/417/3

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών δια την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν:

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 6 από 4-7-46 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι 1) Καβαρινός Εμμανουήλ του Ιωάννου, 2) Καραβατάκης Γεώργιος του Δημητρίου, 3) Παππάς ή Παπαδημητρίου Τρύφων του Νικολάου, κάτοικοι Σκοπέλου-Γέρας-Μυτιλήνης, 4) Σκοπελίτης Ιωάννης του Σταύρου, 5) Σκοπελίτης Γεώργιος του Σταύρου, κάτοικοι Παλαιοκήπου-Γέρας, διότι διωκόμενοι άπαντες δυνάμει ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης δι’ εγκληματικήν δράσιν των φυγοδικούσι και ηνωμένοι εις ομάδα παρανόμως οπλοφορούσαν και επιδιδομένην εις τρομοκρατικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων πολιτών της περιφερείας Γέρας.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς τριών μεν εκατομμυρίων (3.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, ενός δε εκατομμυρίου (1.000.000) διά την αποτελεσματικήν κατάδειξιν εις τας αρμοδίας Αρχάς εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων ληστών.

 

*Αριθ. πρωτ. 34/417/5

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας, 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών» διά την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν.

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 10 από 1 -8-1946 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι

1) Αγρίτης Γεώργιος του Νικολάου, ετών23,

2) Γανέλλης Ευστράτιος του Ιωάννου, ετών 42,

3) Καρέτας Δούκας του Ευστρατίου, ετών 34,*

5) Τσουλέλλης Ιωάννης του Παναγιώτου, ετών 25,

6) Αγρίτης Αντώνιος του Νικολάου, ετών 38 και

7) Σουσαμλής Όμηρος του Αχιλλέως, ετών 25,

άπαντες εξ Αγιάσσου-Λέσβου, διότι βαρυνόμενοι με εγκληματικάς πράξεις και διωκόμενοι δυνάμει των υπ’ αριθ. 1033 και 27/46 ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης και των υπ’ αριθ. 328 και 342/46 Βουλευμάτων των Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, φεύγοντες δε την σύλληψιν ηνώθησαν εις ομάδα και φέρουν παρανόμως πολεμικά όπλα και επιδίδονται εις τρομοκρατικάς και εγκληματικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων κατοίκων της περιφερείας Αγιάσου.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς εξ μεν εκατομμυρίων (6.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, τριών δε εκατομμυρίων (3.000.000) διά την αποτελεσματικήν εις τας αρμοδίας Αρχάς κατάδειξιν εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων.

Η παρούσα ισχύει από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1946.

Ο Υπουργός Σ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ

*Στη δημοσιευόμενη υπουργική απόφαση παραλείπεται, πιθανότατα από τυπογραφικό λάθος, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η ηλικία του με αύξοντα αριθμό 4 αντάρτη.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991