Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004

Ο ΚΛAPINTΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

Στις 26 Αυγούστου 2003, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, επισκέφτηκα στο σπίτι του, στην οδό Σαρανταπόρου, στα σύνορα Αμυγδαλιάς-Μπουτζαλιάς, τον κλαριντζή Μιχάλη Μουτζουρέλη ή Λαγό και του πήρα συνέντευξη. Η καθυστέρηση της δημοσίευσής της οφείλεται στο ότι ήθελα να τη συμπληρώσω με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής σκληρής πραγματικότητας. Το πλήθος των ανειλημμένων υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την εφησυχαστική αναβλητικότητα, δε μου επέτρεψαν να φέρω σε πέρας την εργασία πριν από την αποδημία στην Ξάνθη, στις 20 του Οκτώβρη του 2005, του καλού φίλου και συνεργάτη, ο οποίος θάφτηκε την επομένη στη γενέτειρά του, στο Κοιμητήρι της Περασιάς. Η παρούσα δημοσίευση δεν παρέλκει, αφού η μνήμη της επωφελούς δράσης των ανθρώπων πρέπει να είναι διαχρονική.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης αυτής αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά το συνάδελφο Γρηγόρη Μιχ. Μουτζουρέλη, για όσες φωτογραφίες έθεσε στη διάθεσή μου, αλλά και το συνεργάτη Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή, για το χρήσιμο ενημερωτικό υλικό που μου προώθησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στις 19 Ιουλίου 1921 στην Αγιάσο. Γονείς μου ο Γρηγόρης Δημήτρη Μουτζουρέλης ή Λαγός και η Αικατερίνη (Κατίνα) Δημήτρη Λαλά*. Με τους Λαλάδες, που λέγονται «Ζιμπικούδια», δεν είχε η μητέρα μου συγγένεια. Πρόκειται για συνωνυμία. Ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης, είχε πρόβατα, αλλά καταγινόταν και με αγροτικές δουλειές, όπως και η μητέρα μου. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, βοσκίζοντας τα πρόβατά του στην «Αγια-Φουτιά», στις Λάμπες, κειτόταν σε μια αλυγαριά, τυλιγμένος στη χλαίνη του. Ένας περαστικός, που ήταν από την περιοχή και που λεγόταν, θαρρώ, Παναγιώτης Τρανταλής, τον είδε και του είπε: Ε Γληγόρ’, σα λαγός κάθισι! Απ’ αυτό έμεινε το παρατσούκλι Λαγός, που το έχουμε και εμείς. Ηταν όμως και γρήγορος και περπατούσε πολύ. Ίσως και αυτό να συνετέλεσε στο να του μείνει το Λαγός.
Default 3
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί, Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Μουτζουρέλης, Στρατής Παπάνης, Στρατής Ψύρρας, Δημήτρης Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ως τσομπάνης ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Κάποτε ένας Αγιασώτης έμπορας έφερε από τη Σμύρνη ένα ζουρνά, για να τον παίξουν τις Απόκριες. Τον έδωσαν στον πατέρα μου, που έπαιζε καλή φλογέρα, και αυτός τον κράτησε. Από τότε έγινε ζουρνατζής και συνέχισε το επάγγελμα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την κτηνοτροφία. Ζουρνά έπαιζε τα χρόνια αυτά και ένας άλλος Αγιασώτης, ο Αντρέας Χατζηκινάκης (Αντριγιάς του Χατζηκινάν’). Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου ως οργανοπαίχτης και σιγά σιγά καθιερώθηκε. Έλεγε μάλιστα πως το μουσικό όργανο που έπαιζε το λένε «ζορινά» και όχι «ζουρνά», γιατί είναι δύσκολο. Απαιτεί αντοχή, θέλει γερά πνευμόνια. Όταν έπαιζε, φούσκωνε, «κνηκάτιζε». Τα «τσαμπ’νάρια» του ζουρνά του τα προμηθευόταν στην αρχή από τη Σμύρνη. Μετά όμως έμαθε να τα φτιάχνει ο ίδιος. Πήγαινε στη Λάρσο, στα «γκιόλια», έκοβε άμεστα καλάμια και με αυτά έφτιαχνε τα «τσαμπ’νάρια», όπως του είχαν δείξει.Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Βοηθό του είχε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ανέστη ή Αριστή, γεννημένο το 1913, και μακαρίτη σήμερα, ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, πολλά στόματα, και έπρεπε να δουλέψουμε, για να επιβιώσουμε. Εκτός από τον Αριστή και από εμένα ήταν η Δέσποινα, χήρα του Γιώργου Τακιδέλη (Μαν’τάπ’), και οι επίσης μακαρίτες Γιώργος και Γιάννης. Γεννήθηκαν και δυο άλλα παιδιά, η Αγγελική και ο Δημήτρης, αλλά πέθαναν σε μικρή ηλικία.Στο Δημοτικό γράφτηκα το 1928. Την πρώτη χρονιά πήγα στο «Αγριγιώτ’κου». Στη δευτέρα τάξη μας χώρισαν. Χώρια οι Μπουτζαλιώτες, χώρια οι Αγριγιώτες. Εγώ πήγα στο «Μπουτζαλιώτ’κου». Στην πρώτη τάξη είχα δάσκαλο το Βασίλη το Γαλετσέλη. Δεν ήταν τόσο καλός δάσκαλος. Δεν ήταν σαν τον Κακάβη και σαν το Φωτεινέλη. Στις άλλες τάξεις είχα δασκάλους το Φωτεινέλη, τον Κολαξιζέλη (Κακάβη), το Λίβανο (Μπασμπαλέλ’), την Καλυψώ Κωντή-Χατζηγιάννη και την Αντιγόνη Τακιδέλη (Ξ’νέλινα), που ήταν καλή δασκάλα. Πήγα και στην έκτη τάξη, αλλά δεν την τέλειωσα. Τα χρόνια ήταν άσχημα, φτωχικά. Έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, για να ζήσουμε. Υπήρχαν στο χωριό και τάξεις Ημιγυμνασίου, με διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, αλλ’ εγώ δεν ήταν δυνατόν να πάω. Μετά το Ημιγυμνάσιο, για να τελειώσεις, έπρεπε να πας στη Μυτιλήνη. Ήμουνα καλός μαθητής και έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου. Θυμάμαι πως το σχολείο ήταν μεικτό, πως πηγαίναμε όλες τις μέρες, πρωί-απόγευμα, εκτός από την Κυριακή και το απόγευμα του Σαββάτου. Οι τάξεις είχαν μεγάλα θρανία, στα οποία κάθονταν τέσσερα παιδιά. Το μάθημα το αντιγράφαμε από τον πίνακα στο τετράδιο, για να το μάθουμε και για να το πούμε στο δάσκαλο την άλλη μέρα. Τα βιβλία ήταν λιγοστά. Εκτός από τα άλλα, θυμάμαι που μας έμαθε στην τρίτη τάξη, το 1931, μια προσευχή ο Κακάβης. Την έγραψε στον πίνακα, την αντιγράψαμε και πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Ήταν Σάββατο. Γονατίσαμε και είπαμε την προσευχή, που ήταν για την αγωνιζόμενη Κύπρο: Κύριε, συ που ακούς την προσευχή μας ευλόγησε, να διαλύσουν τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν τ’ αδέλφια μας της Κύπρου και χάρισε τους το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το άγιο όνομά σου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η προσευχή αυτή και τη θυμάμαι ακόμη. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο. Από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Γυμνάγο, που ήταν γιος του Γεωργίου Γυμνάγου και της Ελένης Κουκουσά, της αδερφής του Ευστρατίου Κουκουσά, ο οποίος διατέλεσε Προσωπάρχης της Διεύθυνσης Αγροτικής Ασφάλειας, τον Παναγιώτη Αριστοφάνη Μολυβιάτη, το Βασίλη Παναγιώτη Πανάγη, τον Παναγιώτη Ευστρατίου Ανδρικού (Τσαμπλάκο), την Προκοπία Κουλάνη, τη Γρηγορία Μιλτιάδη Νουλέλη, που παντρεύτηκε αργότερα το δάσκαλο Παναγιώτη Νουλέλη (Ρουδιά), την προσφυγίνα Σοφία Χατζηκώστα, που έφυγε στην Αμερική, και άλλους.
Default 6
Στο Κέντρο του Βασίλη Γραμμέλη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη». Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Παπάνης, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, η τραγουδίστρια (ντιζέζ), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης (τζαζ) και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Όταν έφυγε το 1934 φαντάρος ο αδερφός μου Αριστής, τον διαδέχτηκα εγώ και βοηθούσα με το νταβούλι τον πατέρα μου στα διάφορα πανηγύρια, αλλά και σε γάμους και σε άλλα γλέντια και λογής λογής εκδηλώσεις. Έπαιξα τη χρονιά αυτή και στο γνωστό πανηγύρι του Ταύρου και το θυμάμαι πολύ καλά. Τις μουσικές εξορμήσεις μου στα διάφορα χωριά, Αγία Παρασκευή, Γέρα, Πηγή, Καγιάνι, Κάτω Τρίτος, Ίππειος, Ασώματος, Κεραμιά, Μυχού, Πολιχνίτο, Βασιλικά, Μανταμάδο, Βρίσα, Παναγιούδα, αλλά και σε άλλα, τις συνέχισα και αργότερα με τον αδερφό μου, όταν αποστρατεύτηκε. Παράλληλα όμως καταγινόμουνα και με αγροτικές δουλειές, γιατί η μουσική, από την οποία παίρναμε, βέβαια, χρήματα, ήταν ευκαιριακή απασχόληση για τους περισσότερους οργανοπαίχτες. Εξάλλου δεν ήμασταν οι μόνοι μουσικάντες. Υπήρχαν και άλλοι, οργανωμένοι σε κομπανίες. Έπρεπε επομένως με κάθε τρόπο να βοηθώ τη φαμίλια μας.Όταν απολύθηκε ο Αριστής, ήθελε να μάθει κλαρίνο. Πήγε κατά το 1937 με τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον Κακούργο, στο Ίππειος και δοκιμάσανε το κλαρίνο του μουσικού και αργότερα καφετζή Αντώνη Βρανά. Το αγόρασε τότες τεσσεράμισι χιλιάρικα που ήταν κολόνες. Όπως ήταν φυσικό, πήγε στον Κακούργο να μάθει να παίζει. Πήρε δυο μαθήματα, αλλά σταμάτησε. Όταν ήρθε στο σπίτι, είπε στη μητέρα μας: Δεν ξαναπάω πια. Αμα ξαναπάω θα πεθάνω. Το φοβήθηκε το όργανο και σταμάτησε κάθε προσπάθεια.
Default 9
Η φωτογραφία και τα στοιχεία της ταυτότητας του Μιχάλη Μουτζουρέλη ως μουσικού. Στην προμετωπίδα του παρόντος εικοσιτετρασέλιδου σταχωμένου δελτίου, διαστάσεων 10 x 9 εκ., αναγράφονται τα παρακάτω: ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΕΣΒΟΥ. ΕΔΡΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ. ΑΡΙΘ. ΕΓΚΡ. 123/1935 ΠΡΩΤΟΔ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕΛΟΥΣ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΝ.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα ζήτησα να το πάρω εγώ το κλαρίνο, χωρίς χρήματα, για να μάθω. Ο Αριστής ήταν τσιγκούνης και δε μου το έδινε. Τελικά όμως τον κατάφερα και μου το έδωσε. Το πήρα στο σπίτι και άρχισα να το παίζω αλά φλογέρα. Είχα καταπιαστεί κάπως και με το μουσικό όργανο του πατέρα μας, δηλαδή με το ζουρνά. Συνέχισα έτσι ένα δυο χρόνια και σιγά σιγά έπιασα και κάτι έκανα. Εγώ δεν πήγα σε δάσκαλο. Είμαι αυτοδίδαχτος. Λίγο με καθοδήγησε, μια μέρα που ήρθε στο σπίτι, ο Αχιλλέας Σουσαμλής, καλός μουσικός, βιολιστής. Μια άλλη φορά με φώναξε ο Σταύρος ο Ρόδανος, που τότες έπαιζε κλαρίνο, και με έμαθε κάποια στοιχεία.Πρώτη φορά έπαιξα κλαρίνο στο δικό μας στέκι, στου Λαγού το «κουιτούκ’». Έπαιζαν οι Σουσαμλήδες, ο Αχιλλέας, ο Προκόπης, ο Ραφαήλ, ο Στρατής (Σιλέμ’ς) και ο Γιώργος Ζαφειρίου (Ζουγή). Απουσίαζε ο Κακούργος, γιατί ήταν μανισμένος και συνεργαζόταν τότες με τις Άννες, δηλαδή με τους Ρόδανους. Μια μέρα που καθυστέρησε να έρθει στην κομπανία ο Σιλέμ’ς, ο οποίος γάμπριζε, μου είπε ο Ραφαήλ να φέρω το κλαρίνο μου και να τον αντικαταστήσω προσωρινά. Ήμουνα αρχάριος και φοβόμουνα. Γύρεψαν οι πελάτες συρτό. Ντρέτα εγώ με τους άλλους. Παίξαμε τρεις τέσσερις σκοπούς και τα κατάφερα. Εντωμεταξύ ήρθε ο Σιλέμ’ς και εγώ ως αναπληρωματικός σταμάτησα. Παρ’ όλο που εγώ δεν ήθελα, ο Ραφαήλ επέμενε και μου έδωσε μερίδιο, για σεβντά, για να με ενθαρρύνει. Ετσι συνέχισα και καθιερώθηκα.
Default 12
Γυμναστικές επιδείξεις στο Γυμναστήριο της Αγιάσου το 1954. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Ψύρρας, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Μέχρι που ζούσε ο πατέρας μας, συνεργαζόμουνα μαζί του. Μετά το θάνατο του συνεργάστηκα με τον Αριστή και δημιουργήσαμε ένα φτηνό σχήμα, που είχε πέραση, που το ζητούσαν πολλοί. Η συνεργασία με τον αδερφό μου βάσταξε κυρίως ως τη χρονιά που έπιασε αγροφύλακας και αναγκάστηκε να περιορίσει τις άλλες δραστηριότητές του. Πρέπει να τονίσω πως στα χρόνια του Εμφυλίου τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί δεν έδιναν άδειες λόγω καταστάσεως. Θυμάμαι που πήγαμε με τον Αριστή το 1947 στο Καγιάνι, στις 7 και στις 8 Νοεμβρίου, παραμονή και ανήμερα των Ταξιαρχών. Από τη Μυτιλήνη πήρε άδεια ο καφετζής μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα. Αντίθετα ο σταθμάρχης της Βαρειάς, ο νωματάρχης, έδωσε άδεια μέχρι τις δυόμισι.Αργότερα συνεργάστηκα με πολλούς μουσικούς της Αγιάσου. Τριάμισι χρόνια περίπου δούλεψα με την κομπανία των Ρόδανων. Τρία περίπου χρόνια δούλεψα με την κομπανία την οποία αποτελούσαν ο Κομνηνός Παπουτσέλης (βιολί), ο αόμματος Στρατής Καυλακώνης (ακορντεόν), που δεν ήταν από την Αγιάσο, ο Σταύρος Κλήμος ή Κουντό (μπουζούκι) και ο Χριστόφας Συκής (κιθάρα). Ακόμη δούλεψα με τους Σουσαμλήδες. Επίσης δούλεψα κατά καιρούς με τους μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή (Κακούργο), Πάνο Τζιτζίνα, Στρατή Ψύρρα (Μουζού), Γιάννη Μουτζουρέλη, Στρατή Αλτιπαρμάκη (Ρουγίδ’), Ευριπίδη Ζαφειρίου (Καζίνο), που αρχικά έπαιζε μπουζούκι και μετά έπιασε το κλαρίνο, Δημήτρη Αγρίτη (Παγώνα), Κώστα Ζαφειρίου, καθώς και με άλλους. Πρέπει να προσθέσω πως συμμετείχα και σε κάποιες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου.
Default 15
Στις 28-10-1954, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μουσικοί περιφέρονται στο χωριό και παίζουν εμβατήρια. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιώργος Ζαφειρίου, ο Σταύρος Ρόδανος (νταούλι), ο Νικόλαος Ρόδανος, ο Τάκης Ζαφειρίου, ο Στρατής Ψύρρας, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Στρατής Παπάνης, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Στρατής Σουσαμλής.
Ήμουνα κλάση 1942. Τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και για την πατρική μου οικογένεια, όπως και για όλους τους άλλους. Στρατεύτηκα το Νοέμβρη του 1946. Τότες κάλεσαν τις κλάσεις του 1940, 1941, 1942. Παρουσιαστήκαμε στη Μυτιλήνη. Μας έκλεισαν σε κάποιο σχολείο. Διοικητής ήταν ο Αντώνης Καμπαδέλης. Εκφώνησε μάλιστα και λόγο και μάθαμε πως θα πάμε στη Θράκη. Φύγαμε με το καράβι «Αρντένα». Ήμασταν η πρώτη αποστολή. Συνοδός μας ο αξιωματικός Μαγκότσος. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Θυμάμαι τους Αγιασώτες συστρατιώτες μου, το Γιώργο Σταύρου Γεωργαντή, θείο του δασκάλου Προκόπη Γεωργαντή, το Βασίλη Βαγιάνη Αβαγιανό, που πριν από χρόνια πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, στην Αργεντινή, το Βασίλη Παναγιώτη
Default 18
Ο διευθυντής του περιοδικού παίρνει συνέντευξη από το Μιχάλη Μουτζουρέλη. (Αγιάσος, 26-8-2003)
Πανάγη, το Βασίλη Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια), τον Ευστράτιο Γρηγόρη Βαγιάνα, τον Παναγιώτη-Βασίλη Ιωάννη Κορομηλά, τον Αντώνη Παναγιώτη Βερδούκα, τον Ευστράτιο Αχιλλέα Σουσαμλή, το Σιλέμ’, το Βασίλη Παναγιώτη Παραμυθέλη, που τραυματίστηκε αργότερα από νάρκη, το Νίκο Σπανό. Ανάμεσά μας ήταν και ο Μυτιληνιός Αλέκος Ζαχαριάδης, που πέθανε πριν από κανά δυο χρόνια. Θυμάμαι που ένας αξιωματικός τον ρώτησε τι του είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης και αυτός απάντησε: Είμαστε ξαδέρφια! Ντυθήκαμε και ενταχτήκαμε στον Γ’ Λόχο, αλλά δεν πήραμε μέρος σε επιχειρήσεις. Οι εαμικοί που δεν ψηφίσαμε στις εκλογές του 1946, για επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ήμασταν ανεπιθύμητοι και μας έδιναν κίτρινο χαρτί για τα μετόπισθεν. Περάσαμε και από Υγειονομική Επιτροπή. Σε μένα βρέθηκε μυοκαρδίτιδα και βρογχικός κατάρρους. Ζήτησα να γυρίσω στο χωριό, να πουλήσω την κατσίκα που είχαμε και να «ξιγυριφτώ»! Ο γιατρός όμως μου είπε: Δε χρειάζεται, θα περάσουν με τον καιρό! Εντωμεταξύ ήρθε και η δεύτερη αποστολή. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν ο Παναγιώτης Βασίλη Μακαρώνης και ο Χριστόφας Αλκιβιάδη Γυρέλης, η Σουμπάρα, που τον γύρισαν πίσω. Με το καράβι που έφερε τη δεύτερη αποστολή ξαπόστειλαν τους περισσότερους και ανάμεσα σ’ αυτούς και εμένα. Έμειναν ο Βασίλης Παραμυθέλης, ο Νίκος Σπανός, ο Παναγιώτης Μακαρώνης…
Default 21
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλης με τη συμβία του Χαρίκλεια Παναγιώτη Σάββα.
Στις 3 του Γενάρη του 1954 παντρεύτηκα τη Χαρίκλεια Σάββα, την κόρη του Παναγιώτη και της Ουρανίας Σάββα (Φίδ’). Αποκτήσαμε δυο παιδιά, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Αδαμαντία Ερμολάου Χρυσάφη και υπηρετεί ως δάσκαλος στην Ξάνθη, και την Ουρανία, σύζυγο του Κώστα Γιώργου Αλτιπαρμπάκη, η οποία πέθανε το 1984 από μετεγχειρητική αιμορραγία αμυγδαλεκτομής. Έχω τέσσερα εγγόνια, δυο από το γιο, τη Χαρίκλεια και την Κατερίνα, και δυο από την κόρη, το Γιώργο και το Μιχάλη».*Στο Ληξιαρχείο αναγράφεται ως θυγατέρα Βασιλείου Μαΐστρέλη.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 157/2006

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Μακρόνησος, σαν στρατόπεδο “εθνικής αναμόρφωσης”. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες απ’ όλες τις μονάδες, που πέρασαν από το κολαστήριο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι “προληπτικώς συλληφθέντες” πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας.
Default 2
Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κρατούμενοι… Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Λιμπερή. 4. Ευανθία Ευστρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πασχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
Η φιλοσοφία και οι σκοποί των εμπνευστών και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποταχτεί, να σκύψει το κεφάλι, να απαρνηθεί κάθε σκέψη για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Ακόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές.Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους “μετεκπαιδευόμενους”, αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα.
Default 5
Η Μακρόνησος, ένα από τα κολαστήρια του παρελθόντος…
Η ιστορία της Μακρονήσου αρχίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρομοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουργήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
Α΄ Τάγμα Σκαπανέων A΄ ΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950.• Β΄ Τάγμα Σκαπανέων Β΄ ΕΤΟ. Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και το Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων.• Γ’ Τάγμα Σκαπανέων Γ’ ΕΤΟ. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετατράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων.

Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώτους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα.

Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ’ Κ.Π.Α.) 1947-1948.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ’ αυτό το στρατόπεδο απομονώθηκαν περίπου 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 90 μόνιμοι.

Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξορίστους.

Default 8
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Άρης Κυριάκου Πασχαλιάς…
Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για “αναμόρφωση”, είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης, Νικόλαος Αγρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρηγορίου Βέτσικας, Ιωάννης Παναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νικολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Καπάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ευστρατίου Κλήμος, Ιωάννης Χριστόφα Κουρβανιός, Γεώργιος Προδρόμου Λιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής, Πρόδρομος Λιμπερής, Παναγιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλτιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Παπάνης (Λιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντωνίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκαρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρατικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγενείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντωνίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη Καρέτου ή Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και Κυριάκου Πασχαλιά. Έτσι συναντάμε οικογένειες ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναίκες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πράξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Α’ ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949).

Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1.(;). 2.Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα ).3.Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4.(;). 5.Ευστράτιος Καλαντζής. 6.Νικόλαος Αγρίτης. 7.Πρόδρομος Λιμπερής.
Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2.Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης. 3.(;). 4.Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 5.Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)

Ο ελληνικός λαός, με τις εκλογές του 1950 και με την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατόπεδα της Μακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957.Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώπου και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία προκήρυξε για την αποξήλωση των μνημείων της ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντροπή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του “Νέου Παρθενώνα”, που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων διατηρητέα μνημεία.
Default 14
Γυναικόπαιδα σε στρατόπεδο (πιθανότατα, Ικαρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη…

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 105/1998

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Δ. ΚΑΛΕΛΗΣ.Ένας ταλαντούχος Αγιασώτης μουσικός και στιχουργός

Ο Λευτέρης Καλέλης υπήρξε αναμφισβήτητα ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο, που χάθηκε όμως πολύ γρήγορα, χωρίς να προλάβει να μεσουρανήσει, όπως το άξιζε. Ως τις μέρες μας όλοι οι παλιοί συνάδελφοί του εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Αναγνωρίζουν το μεγάλο του ταλέντο, που το πρόλαβαν, πριν από την καθιέρωση και τη δόξα, η αρρώστια, ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα, η δυστυχία, η εξαθλίωση και τέλος ο θάνατος … Όσο κράτησε όμως η σύντομη ζωή του, ήταν γόνιμη και αποδοτική. Κρίμα που δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα, για ν’ αποτυπώσουν και να καταγράψουν, έστω κι ένα μέρος από το πλούσιο στιχουργικό, συνθετικό και «εκτελεστικό» μουσικό ταλέντο του, όπως λ.χ. του Κόλια, του λαϊκού τραγουδιστή, που σκοτώθηκε σε τροχαίο, άφησε όμως πίσω του ένα ή δυο δίσκους που έγιναν σουξέ μετά το θάνατό του.

Ο Λευτέρης Καλέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1913 από γονείς κτηνοτρόφους. Μεγάλωσε στα Καμπιά, στα ριζά του λεσβιακού Ολύμπου, του παράξενου αυτού βουνού, που η κορφή του φυτρώνει σαν δυο κώνοι πέτρινοι μέσα από τους χωματερούς πράσινους πρόποδές του, που είναι ατέλειωτο δάσος από αγριαχλαδιές, οι οποίες το χειμώνα, όταν χιονίζει, μεταμορφώνονται σε στέπες με χιλιάδες κρυστάλλινα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Εκεί μεγάλωσε βοηθώντας τον πατέρα του στο να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Το τσομπανόπουλο όμως αυτό έκρυβε μέσα του ένα φοβερό πηγαίο ταλέντο, ήταν ένα ηφαίστειο μουσικής που δεν πρόλαβε καλά καλά να εκραγεί κι έσβησε … Είχε φοβερή δεξιοτεχνία στην εκτέλεση, αναμφισβήτητα ήταν ένας Χιώτης στο είδος του. Ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό), απαντώντας σε ερωτήσεις που του έθεσα, μου είπε ότι είχε γράψει μια «χόρα», ένα είδος σόλο, που δεν μπορούσε να την εκτελέσει κανείς από τους τότε μπουζουξήδες. Όταν έπαιρνε στα χέρια του το μπουζούκι, τα δάχτυλά του το ‘καναν άλλοτε να κλαίει βαθιά πονεμένα κι άλλοτε να σκορπά τον ενθουσιασμό, τη χαρά και το κέφι. Όσοι είχαμε την τύχη να τον ακούσουμε, όλο και κάτι έχει μείνει από αυτό το εξαίσιο παίξιμο του, χωρίς μικρόφωνα ή άλλα τεχνικά μέσα, έτσι αγνά, καθαρά, κρυστάλλινα, αληθινά…

Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης...
Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης…

Η φωτιά που έκαιγε μέσα του δεν ήταν μόνο δώρο θεού, ήταν έμφυτη κληρονομιά από τον παππού του. Η μητέρα του ήταν Κουρτζέλαινα κι ο παππούς του ο Κουρτζέλης έπαιζε βιόλα. Αυτός ήταν εκείνος που μόλις άρχισε ο εγγονός να καταλαβαίνει τον έβαλε στο δρόμο της μουσικής, του έδωσε ένα παλιό βιολί. Σ’ αυτό επάνω έπαιξε την πρώτη νότα. Το ‘λεγε στους φίλους του, τονίζοντας πόσο βαθιά είχε χαραχτεί στη μνήμη του η φιγούρα του παππού του και η στιγμή αυτή που του έβαλε στα χέρια αυτό το μαγικό όργανο. «Όταν τράβηξα, έλεγε, την πρώτη δοξαριά, το κορμί μου το ‘νιωσα να χάνεται, μια γλυκιά ανατριχίλα το ‘λουσε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου … Ποτέ μου δε θα ξεχάσω αυτήν τη γλυκιά ανατριχίλα, που με ακολουθά από τότε μέχρι σήμερα. Και τώρα ακόμα, όταν βρεθώ με όργανο στα χέρια, η πρώτη νότα που θα χτυπήσω αισθάνομαι να διαπερνά το κορμί μου πέρα για πέρα και να σκεφτείτε πως αυτό μου συνέβη, όταν ήμουν εφτά χρονών».

Είναι γεγονός ότι το πρώτο όργανο που πρωτόπαιξε ο Λευτέρης ήταν το βιολί που του χάρισε ο παππούς του. Αργότερα τον συναντάμε να παίζει μαντολίνο. Επ’ αυτού έχω τη μαρτυρία του προέδρου του Αναγνωστηρίου Πάνου Πράτσου, που κάποτε τον συνάντησε να βόσκει τα πρόβατα στο βουνό, στις Πλάκες, οροσειρά του Ολύμπου. Μαζί του είχε το μαντολίνο. «Μου ζήτησε και καθίσαμε στη σκιά, κάτω από ένα θεόρατο πρίνο και με παρακάλεσε να του παίξω. Ήξερε ότι είχα διδαχτεί μουσική και ότι ήμουν προχωρημένος στη θεωρία. Τα μάτια του παρακολουθούσαν λαίμαργα τις θέσεις που έπαιρναν τα δάχτυλά μου και σαν κομπιούτερ κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν πρακτικός μουσικός. Αυτή του όμως η δυνατότητα να καταγράφει και να θυμάται κάθε κίνηση προϋποθέτει μεγάλο ταλέντο … Και ήταν μεγάλο ταλέντο, σ’ αυτό δε χωράει αμφιβολία. Ήταν μεγάλη η απώλειά του στο μουσικό χώρο της Αγιάσου, αλλά και στο πανελλήνιο. Σίγουρα θα είχαμε να μιλάμε για ένα δεύτερο Παπαϊωάννου ή Τσιτσάνη, που είναι πιο κοντά στο χώρο του … Και πάλι σας λέω. Ήταν αναμφισβήτητα ένα σπάνιο ταλέντο, κρίμα που χάθηκε τόσο πρόωρα…». Λόγια ενός σοβαρού ανθρώπου, που είναι γνώστης του πενταγράμμου και έχει κρίση στη μουσική.

Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν του δημοτικού. Όσο για τις μουσικές του δεν πρέπει να γνώριζε πολλά πράγματα. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του Γρηγόρη Κουρουλή, πήρε μαθήματα μουσικής από τον αξέχαστο δημοδιδάσκαλο Φωτεινέλη. Ποιος από εμάς τους παλιούς δε θυμάται το δάσκαλο Φωτεινέλη με το βιολί και τη μανία του να τραβά από το τσουλούφι τα καλά παιδιά; Αρα κάτι γνώριζε, κάτι θα ‘μαθε βασικά περί μουσικής κλίμακας. Με τον Κουρουλή υπηρετούσαν μαζί. Η ειδικότητα του Λευτέρη ήταν μάγειρας. Ακόμα ο Κουρουλής υπήρξε περιστασιακό μέλος μιας κάποιας ορχήστρας, που είχαν πριν από την ορχήστρα των τριών, Καλέλης, Σεντουκάς, Βαγιάνας. Ο Κουρουλής έπαιζε μπαγλαμά, που τον έφερε ο Αντώνης Μαρίνος, όταν αποφυλακίστηκε. Κιθάρα έπαιζε ο Βασίλης Εμβάλωμας. Μου ανάφερε και κάποιο Μιχάλη Μπαντζό και τον Ψύρρα, το θείο του Λευτέρη. Πρόβες πήγαιναν και έκαναν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι του Στρατή Δούκαρου, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το παλιό, ξακουστό κουϊτούκι του Καρά, που σήμερα δεν υπάρχει πια, συγκεκριμένα εκεί που αρχίζει η κατηφοριά της Ζαχαριάδαινας, δίπλα στου Χρίστου Μπίτινα το σπίτι.

Στην περίοδο αυτή, στην οποία αναφέρεται ο Γρηγόρης Κουρουλής, είναι βέβαιο ότι ο Λευτέρης έπαιζε πια μπουζούκι. Δεν ξέρω τι μπουζούκι ήταν αυτό που αναφέρει, ξέρω όμως πως στα χέρια του γινόταν ακόμα καλύτερο, ασυναγώνιστο. Ο γιος του Πάνος μου μίλησε γι’ αυτό. Καλύτερα όμως να βάλουμε μια σειρά στην αφήγηση του γιου του Πάνου.

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1913. Παντρεύτηκε μικρός από έρωτα, μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος στην αρχή από τα πεθερικά του, αλλά αυτός πού να το βάλει κάτω, εκεί, στο πόστο του, ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το παραθύρι της μάνας μου, παίζοντας, τραγουδώντας την αγάπη του, αυτοσχεδιάζοντας. Είχε τη δυνατότητα να λέει χωρίς τελειωμό ερωτικούς, για κάθε περίσταση, στίχους. Η επιμονή του αυτή ανάγκασε τον παππού μου να ενδώσει και να τον κάνει γαμπρό του. Είχε, βλέπεις, τις επιφυλάξεις του ως προς το επάγγελμά του και πιο πολύ για το όργανο που έπαιζε. Αυτή την εποχή το μπουζούκι ήταν όργανο συνδεδεμένο με βρόμικες ιστορίες, που σ’ ένα νοικοκύρη μέτραγε και βάραινε πολύ. Αυτή ήταν η αιτία της άρνησής του, αιτία που πέρασε και στη μάνα μου και εκδηλώθηκε ύστερα από χρόνια, όταν δε θέλησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία, θα την αναφέρουμε με τη σειρά της.

Η μητέρα μου ήταν το γένος Καζαντζή. Απλή, καλή οικογένεια. Περιττό να σας πω ότι σε λίγο καιρό ο πατέρας μου τους κατασκλάβωσε με τα φερσίματά του, διαλύοντας κάθε υποψία πως η κόρη τους δε θα περάσει στα χέρια του καλά … Η μητέρα του πατέρα μου ήταν του γένους Κουρτζέλη, ο πατέρας της έπαιζε βιόλα ή βιολί. Ήταν μουσικός και απ’ αυτόν κληρονόμησε ο πατέρας μου τη μουσική φλέβα. Αυτός εξάλλου ήταν ο πρώτος που διάγνωσε το ταλέντο του και του δώρισε ένα παλιό βιολί, που έμελλε στην πορεία να παραχωρήσει τη θέση του στο μπουζούκι και σαν μπουζουξής να φτάσει εκεί που έφτασε.

Ο πατέρας μου μόνο από τη μουσική δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε σε οτιδήποτε δουλειές … Το χειμώνα έπιανε στη «μηχανή», στο μπασκί. Δούλεψε ένα χρόνο βοηθός και τον άλλο χρόνο έγινε μάστορας από τους πιο καλούς. Ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα να στοιβάσεις με ακρίβεια τα φάκελα με το χαμούρι, τον πολτοποιημένο ελαιόκαρπο, ώστε να πρεσαριστούν καλά ως το τέλος, χωρίς να πάνε στραβά ή να γλιστρήσουν και να κατεβάζεις και να ξανανεβάζεις το μπασκί που είχε δυο δυσάρεστες πλευρές. Η μια ήταν ότι δεν άρεσε στον απαλέτη, γιατί πίστευε ότι δε γινόταν καλά η δουλειά του, και είχε δίκιο. Άμα δεν πατιόντουσαν σωστά, δεν έβγαινε όλο το λάδι από το χαμούρι και δεν είχε καλή απόδοση. Άρα δυσφήμιση του ελαιοτριβείου … Δεύτερον, όσοι δούλευαν στο μπασκί δούλευαν με το στάμα, είχε δηλαδή οικονομικό κίνητρο. Όσο πιο πολλά στάματα έβγαζες, τόσο πιο πολλά λεφτά έπαιρνες. Αυτά όμως με την προϋπόθεση να μην τσαλαπατάς και να μη λούζεις με το κρύο τον πελάτη. Από εδώ βγήκε και η παροιμία «λούσαντουν μι του κρυγιό». Έπρεπε να είσαι σβέλτος και τεχνίτης. Τιμώντας δε αυτούς τους ανθρώπους, τους απένειμαν εφ’ όρου ζωής τον τίτλο του μάστορα, όπως στην Αγγλία το σερ. Βαριά δουλειά και ανθυγιεινή. Από το πρωί μέχρι που σκόλαγες καθόσουνα βρεγμένος, αν ήσουνα και λίγο τσαπατσούλης, θεός και η ψυχή σου, την έπιανες την καλή πιο γρήγορα … Αναφέρομαι στη βαριά αυτή δουλειά που έκανε ο πατέρας μου, γιατί αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ήταν η αιτία που τον έριξε στο κρεβάτι του πόνου. Από το απλό κρυολόγημα φτάσαμε στην περιπνευμονία και τέλος στη φυματίωση…

Το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο. Του το πήραν με έρανο που έκαναν οι φίλοι του, γιατί δεν έφταναν μόνο τα δικά του λεφτά. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ακόμα κι όταν αρρώστησε τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Θυμάμαι πολλούς φίλους του πατέρα μου που στήριξαν αυτόν και κατ’ επέκταση και εμάς, σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, και τους ευχαριστώ. Ήταν πολύ δύσκολο την τότε εποχή να είσαι άρρωστος, να ‘χεις γυναίκα και δυο παιδιά και να μην μπορείς να δουλέψεις … Δεν υπήρχε καμιά κρατική κάλυψη, κοινωνική πρόνοια, ούτε και υποτυπώδης. Και δεν ήταν μόνο η αρρώστια και ο πόνος, ήταν και το οικονομικό, που τσάκιζε κόκαλα. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι σαν το σημερινό έιτζ. Κάθε άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος. Τραγική κατάσταση, σας λέω, έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο, για ν’ αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…

Όπως σας είπα πιο πάνω, το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο, κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το αγόρασε και το ‘φερε στο νησί από τη Σμύρνη κάποιος από την Αγία Μαρίνα. Από αυτόν το αγόρασε ο πατέρας μου. Το μπουζούκι υπήρχε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Έρχονταν και το ζήταγαν πολλοί και προσπαθούσαν να μάθουν πάνω σ’ αυτό, λες και από μόνο του θα τους έκανε ξεφτέρια … Ο μόνος που έμαθε και το αξιοποίησε επαγγελματικά ήταν ο Γιώργος Ιατρού (Αρχουτίτσ’).

Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει ένα μικρό μπαγλαμαδάκι. Προσπαθούσε να με μάθει να παίζω. Η ζωή τα ‘φερε τ’ απάνω κάτω και διάφορες αρνητικές συγκυρίες δε μου επέτρεψαν να ξανασχοληθώ. Ίσως να μην είχα το ανάλογο ταλέντο, παρ’ όλο που τραγουδώ καλά και σωστά. Αντίθετα, ο αδερφός μου ο Γιώργης τα καταφέρνει πολύ καλά. Πρόκειται για το δεύτερο γιο του, που σήμερα είναι ιερέας στη Θερμή. Το μπουζούκι αυτό είχε άδοξο τέλος. Έγινε θρύψαλα πάνω σ’ ένα παιδικό κεφάλι, γιατί στην προσπάθειά του να το παίξει ενόχλησε κάποιον…

Η μητέρα μου μου έλεγε πως κάποτε, πριν από τον πόλεμο του ’40, ο πατέρας μου κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν φιλόδοξος, ήθελε να διακριθεί. Δεν ήξερε με ποιον συνεργάστηκε, πάντως της ζήτησε να κατέβει και αυτή στην Αθήνα. Πού θα ‘ρθω εγώ, του λέει, εκεί, να μπλέξω μες στη ζούγκλα … Και εσύ να προσέχεις μην μπλέξεις με καμιά πουτάνα τραγουδίστρια και μας ξεχάσεις ή μη σε μπλέξουν πουθενά με τα χασίσια και σε βάλουν φυλακή. Να τα μαζέψεις και να ρθεις πίσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Καθώς σας είπα, την αγαπούσε τη μάνα μου, γι’ αυτό και γύρισε πίσω χωρίς δεύτερο γράμμα. Να, η αντίδρασή της, που σας ανάφερα πιο πάνω. Ακόμα μου ‘χε πει πως κάποτε ήρθε κάποιος ξένος στο χωριό και ζητούσε τον πατέρα μου, όνομα δε θυμόταν. Ρώτησε κάποιον πού μπορεί να τον βρει και του ‘πε στο Σταυρί, στου Καμτζουρέλη το καφενείο. Ανηφόρισε αυτός στο Σταυρί, κάποιος όμως πρόλαβε και το ‘πε στον πατέρα μου πως τον ζητούν, μάλιστα του τον έδειξε. Μόλις ο ξένος φάνηκε στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη, ο Λευτέρης είπε σε όλους στο καφενείο να μην τον δείξει κανείς. Θέλησε να κρατήσει ανωνυμία, γιατί δεν ήξερε τι τον θέλει, ήταν βλέπετε, επί Μεταξά … Το καφενείο ήταν το σημερινό της χήρας Λαλαδέλη. Μπήκε μέσα ο ξένος, χαιρέτησε και παράγγειλε έναν καφέ. Την ώρα που του τον σερβίριζε ο Γρηγόρης, τον ρώτησε ο ξένος χαμηλόφωνα αν ήρθε ο Καλέλης και ο καφετζής του είπε «ένι φάν’τσι ακόμα». Πέρασε αρκετή ώρα, χωρίς δεύτερη κουβέντα του ξένου. Το μάτι του όμως συνέχεια έπεφτε πάνω στο μπουζούκι του πατέρα μου, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον καθρέφτη. Σε μια στιγμή σηκώθηκε επάνω και μ’ ένα ύφος μάγκικο λέει στο Γρηγόρη. Φίλε, μπορώ να ρίξω δυο πενιές με το εργαλείο και έδειξε το μπουζούκι. Όχ’ μόνι δυο τσι δέκα παίξι, είπε ο Γρηγόρης. Πράγματι, ξεκρέμασε το όργανο, του χάιδεψε λίγο τις χορδές, να δει αν ήταν σωστά κουρδισμένο, κάθισε μετά στο κάθισμα, πήρε πόζα και άρχισε να παίζει. Έπαιξε πράγματι καλό μπουζούκι. Ο πατέρας μου, καθώς σας είπα, ήταν παρών. Άμα έπαιξε δυο τρία κομμάτια ο ξένος, ξεθάρρεψε και κατά κάποιο τρόπο κατάλαβε πως άδικα τον υποψιάστηκε. Φαινόταν πως ήταν από το σινάφι των μουσικών … Μπορώ, του λέει, τώρα να παίξω και εγώ ένα κομμάτι; Έπιασε λοιπόν το μπουζούκι και μόνο φωτιές δεν πετούσαν οι χορδές … Τότε ο ξένος σηκώθηκε και του λέει. Εσύ δεν μπορεί να είσαι άλλος από το Λευτέρη Καλέλη, άκουγα, μα δεν πίστευα… Κάθισαν μετά, τα ‘πιαν, τα συζήτησαν, και αυτός πιστεύω ότι ήταν αυτός που τον ξεσήκωσε. Τον ξεσηκωμό δεν έπαψε να τον σκέφτεται ακόμα και μετά την πρώτη απόπειρα, που αποδεικνύεται από τα τραγούδια του που φρόντιζε να γράφονται σε κόλλες πενταγράμμου με νότες. Δεν ήθελε να ξαναπάει στην Αθήνα χωρίς όπλα. Πίστευε πως ο πόλεμος μια μέρα θα τελειώσει και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Φρόντιζε λοιπόν όλα τα τραγούδια του να τα γράφει σε κανονικό χαρτί μουσικής με νότες. Πήγαινε στο σπίτι του Αχιλλέα Σουσαμλή, που ήταν γνώστης της μουσικής και που στη θεωρία ήταν άπιαστος, έγραφε και διάβαζε. Ήταν ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς, άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος του ανέθεσε και έγραψε όλα τα παλιά τραγούδια της Σμύρνης, αφήνοντας μια μεγάλη μουσική κληρονομιά στο αρχείο του Αναγνωστηρίου.

Αυτά τα έντυπα τα θυμάμαι καλά και μετά το θάνατο του πατέρα μου τα φύλαγα σ’ ένα συρτάρι. Αγνοώντας όμως την αξία τους, δεν τα σιγούρεψα και κάποια μέρα, σ’ ένα συγύρισμα, έγιναν προσάναμμα στο καζάνι ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια από τη μάνα μου … Το μόνο που σώθηκε και αυτό σε κακά χάλια, σχισμένο και δυσανάγνωστο, είναι ένα μπλοκάκι απ’ αυτά στα οποία οι μπακάληδες γράφουν τα βερεσέδια. Είναι αριθμισμένο, λείπουν όμως πολλά φύλλα. Υπάρχουν πολλά τραγούδια δικά του, αλλά και ξένα.

Όταν γύρισε από το μέτωπο ο πατέρας μου, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, όπως όλοι, έπιασε δουλειά στου Στρατή Δουγραματζή (Φουνιά). Ίσως να σας φανεί παράξενο ότι μέσα στην πείνα λειτουργούσε οινομαγειρείο. Κι όμως λειτουργούσε … Πελάτες του; Όλοι οι μαυραγορίτες της εποχής, καθώς και οι Λιμνιώτες».

Ας αφήσουμε όμως το Στρατή Τοπαλή να μας τα πει, όπως τα έζησε ο ίδιος αργότερα:

«Τη φυματίωση ως αρρώστια μπορεί να την έκρυβες από τα μάτια του κόσμου … Αυτό όμως δε σε απάλλασσε από την αγωνία της καταδίκης σου σε αργό θάνατο. Κανείς γιατρός δε χρειαζόταν να σου το πει. Οι ενδείξεις της αρρώστιας μιλούσαν από μόνες τους (αιμοπτύσεις, δέκατα και άλλα πολλά). Το ότι θα πεθάνεις μια μέρα, δεν μπορείς να το χωνέψεις κι ας είναι αναπόφευκτο … Το να ξέρεις όμως ότι θα φύγεις απ’ τη ζωή πριν την ώρα σου, αυτό σίγουρα θέλει πάρα πολύ γερά νεύρα. Ήταν φοβερή αρρώστια άλλοτε, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν. Δεν υπήρχαν φάρμακα, οι συνθήκες ευνοούσαν τη μετάδοση της αρρώστιας. Η δυστυχία, η μιζέρια, η συστέγαση πολλών ατόμων σε μικρούς χώρους, οι πολυμελείς οικογένειες, ήταν ό,τι έπρεπε για τη μετάδοσή της. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι το αντίστοιχο με το έιτζ σήμερα. Ο άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος, τραγική κατάσταση, σας λέω. Έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο για να αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…»

Απ’ ό,τι μου είπε ο Πάνος, δεν κάθισε πολύ καιρό στο Σανατόρειο ο πατέρας του. Τον πλάκωνε πάρα πολύ το περιβάλλον. Έβλεπε τις προχωρημένες καταστάσεις στους άλλους συνασθενείς του και τον έπιανε πανικός, του ‘κανε μεγάλη ζημιά στον ψυχικό του κόσμο. Απελπίστηκε, έγινε ψυχικό ράκος, δεν μπορούσε να το δεχτεί πως θα καταντούσε έτσι … Παραμελούσε τα πάντα, επισπεύδοντας με κάθε τρόπο, όσο πιο γρήγορα, να ‘ρθει το τέλος. Το ‘χε πάρει απόφαση πως ήταν καταδικασμένος κι αυτό βγαίνει και από τα χωρίς ίχνος αισιοδοξίας τελευταία τραγούδια του, που μάλλον ο επικήδειος του ταιριάζει πιο πολύ, γραμμένος από τον ίδιο. Το μπουζούκι, που τόσο το αγάπησε, γίνεται η μεγάλη παρηγοριά του, ο αδερφός του, ο εξομολογητής του, ο ίδιος ο πόνος του. Σ’ αυτό ανοίγει την ψυχή του, σ’ αυτό εμπιστεύεται τους φόβους του, τις απορίες του για την άλλη ζωή που δεν ξέρει και που φαντάζεται, σ’ αυτό και στους φίλους αφήνει την τελευταία παραγγελία του … Το τραγούδι του αυτό είναι χωρίς τίτλο. Πιστεύω ότι θα ‘ναι το τελευταίο του και μπορεί να θεωρηθεί ο επικήδειος του, γραμμένος από τον ίδιο:

Φίλοι μου, σας αρνήθηκα, έτσ’ ήτανε γραφτό μου και πως ζωή πια δεν έχω το είδα στ’ όνειρο μου.

Τι έκανα, ρε τύχη μου, μέσα σ’ αυτή την κρίση και δίκασες αλύπητα τη βασανισμένη ζήση;

Τύχη μου άσπλαχνη, κακιά., δε θα το μετανιώσω, αφού στο χάρο μια ψυχή θενά την παραδώσω.

Έτσι μου ήτανε γραφτό στα πεύκα ν’ ακουμπάω, να παίζω το μπουζούκι μου και μέσα να πονάω.

Παίζοντας το μπουζούκι μου, ξεχνώ τα βάσανά μου και φεύγει λίγο η φωτιά πο ‘χω στα σωθικά μου.

Παρηγοριά πια έμεινε το μπουζουκάκι μόνο στην αγκαλιά μου παίζοντας κλαίει κι αυτό με πόνο.

Μπουζούκι μου, μου έλεγες πως δε θα χωριστούμε, στον άλλον κόσμο άραγε δε θα ξανανταμωθούμε;

Εκεί δε θα μπορεί κανείς να μας αποχωρίσει, θα παίζουμε στους φίλους μας, τη φλόγα μας να σβήνει.

Φίλοι μου, είμαι φθισικός και το κορμί μου λιώνει και λίγο λίγο φθείρεται σαν του βουνού το χιόνι.

Σαν αποθάνω, φίλοι μου, και κλείσει η καρδιά μου κοντά σας να με θάψετε, να είστε συντροφιά μου.

Γλέντι να κάνετε καλό στον τάφο μου επάνω, με μπουζουκάκι έξυπνο, λίγο να ξανασάνω.

Φίλοι μου και μπουζούκι μου, έτσ’ είν’ αυτή η κρίση, το πάθος που ‘χω στην καρδιά αυτό θα μας χωρίσει.

Στον άλλο κόσμο, φίλοι μου, όλοι θ’ ανταμωθούμε κι εκεί θα πούμε τους καημούς που δω πέρα τραβούμε.

Την έρημη την τύχη μου που τα ‘βαλε μ’ εμένα, που άνθρωπο σ’ αυτή τη γη δεν πείραξα κανέναν…

Ο Λευτέρης Καλέλης πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, σε ηλικία μόλις 33 χρονών. Τραγική ειρωνεία! Λίγες βδομάδες μετά το θάνατο του κυκλοφόρησαν τα πρώτα αντιβιοτικά…

Αγιάσος, 25-9-1992

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996