ΛΕΥΤΕΡΗΣ Δ. ΚΑΛΕΛΗΣ.Ένας ταλαντούχος Αγιασώτης μουσικός και στιχουργός

Ο Λευτέρης Καλέλης υπήρξε αναμφισβήτητα ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο, που χάθηκε όμως πολύ γρήγορα, χωρίς να προλάβει να μεσουρανήσει, όπως το άξιζε. Ως τις μέρες μας όλοι οι παλιοί συνάδελφοί του εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Αναγνωρίζουν το μεγάλο του ταλέντο, που το πρόλαβαν, πριν από την καθιέρωση και τη δόξα, η αρρώστια, ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα, η δυστυχία, η εξαθλίωση και τέλος ο θάνατος … Όσο κράτησε όμως η σύντομη ζωή του, ήταν γόνιμη και αποδοτική. Κρίμα που δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα, για ν’ αποτυπώσουν και να καταγράψουν, έστω κι ένα μέρος από το πλούσιο στιχουργικό, συνθετικό και «εκτελεστικό» μουσικό ταλέντο του, όπως λ.χ. του Κόλια, του λαϊκού τραγουδιστή, που σκοτώθηκε σε τροχαίο, άφησε όμως πίσω του ένα ή δυο δίσκους που έγιναν σουξέ μετά το θάνατό του.

Ο Λευτέρης Καλέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1913 από γονείς κτηνοτρόφους. Μεγάλωσε στα Καμπιά, στα ριζά του λεσβιακού Ολύμπου, του παράξενου αυτού βουνού, που η κορφή του φυτρώνει σαν δυο κώνοι πέτρινοι μέσα από τους χωματερούς πράσινους πρόποδές του, που είναι ατέλειωτο δάσος από αγριαχλαδιές, οι οποίες το χειμώνα, όταν χιονίζει, μεταμορφώνονται σε στέπες με χιλιάδες κρυστάλλινα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Εκεί μεγάλωσε βοηθώντας τον πατέρα του στο να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Το τσομπανόπουλο όμως αυτό έκρυβε μέσα του ένα φοβερό πηγαίο ταλέντο, ήταν ένα ηφαίστειο μουσικής που δεν πρόλαβε καλά καλά να εκραγεί κι έσβησε … Είχε φοβερή δεξιοτεχνία στην εκτέλεση, αναμφισβήτητα ήταν ένας Χιώτης στο είδος του. Ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό), απαντώντας σε ερωτήσεις που του έθεσα, μου είπε ότι είχε γράψει μια «χόρα», ένα είδος σόλο, που δεν μπορούσε να την εκτελέσει κανείς από τους τότε μπουζουξήδες. Όταν έπαιρνε στα χέρια του το μπουζούκι, τα δάχτυλά του το ‘καναν άλλοτε να κλαίει βαθιά πονεμένα κι άλλοτε να σκορπά τον ενθουσιασμό, τη χαρά και το κέφι. Όσοι είχαμε την τύχη να τον ακούσουμε, όλο και κάτι έχει μείνει από αυτό το εξαίσιο παίξιμο του, χωρίς μικρόφωνα ή άλλα τεχνικά μέσα, έτσι αγνά, καθαρά, κρυστάλλινα, αληθινά…

Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης...
Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης…

Η φωτιά που έκαιγε μέσα του δεν ήταν μόνο δώρο θεού, ήταν έμφυτη κληρονομιά από τον παππού του. Η μητέρα του ήταν Κουρτζέλαινα κι ο παππούς του ο Κουρτζέλης έπαιζε βιόλα. Αυτός ήταν εκείνος που μόλις άρχισε ο εγγονός να καταλαβαίνει τον έβαλε στο δρόμο της μουσικής, του έδωσε ένα παλιό βιολί. Σ’ αυτό επάνω έπαιξε την πρώτη νότα. Το ‘λεγε στους φίλους του, τονίζοντας πόσο βαθιά είχε χαραχτεί στη μνήμη του η φιγούρα του παππού του και η στιγμή αυτή που του έβαλε στα χέρια αυτό το μαγικό όργανο. «Όταν τράβηξα, έλεγε, την πρώτη δοξαριά, το κορμί μου το ‘νιωσα να χάνεται, μια γλυκιά ανατριχίλα το ‘λουσε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου … Ποτέ μου δε θα ξεχάσω αυτήν τη γλυκιά ανατριχίλα, που με ακολουθά από τότε μέχρι σήμερα. Και τώρα ακόμα, όταν βρεθώ με όργανο στα χέρια, η πρώτη νότα που θα χτυπήσω αισθάνομαι να διαπερνά το κορμί μου πέρα για πέρα και να σκεφτείτε πως αυτό μου συνέβη, όταν ήμουν εφτά χρονών».

Είναι γεγονός ότι το πρώτο όργανο που πρωτόπαιξε ο Λευτέρης ήταν το βιολί που του χάρισε ο παππούς του. Αργότερα τον συναντάμε να παίζει μαντολίνο. Επ’ αυτού έχω τη μαρτυρία του προέδρου του Αναγνωστηρίου Πάνου Πράτσου, που κάποτε τον συνάντησε να βόσκει τα πρόβατα στο βουνό, στις Πλάκες, οροσειρά του Ολύμπου. Μαζί του είχε το μαντολίνο. «Μου ζήτησε και καθίσαμε στη σκιά, κάτω από ένα θεόρατο πρίνο και με παρακάλεσε να του παίξω. Ήξερε ότι είχα διδαχτεί μουσική και ότι ήμουν προχωρημένος στη θεωρία. Τα μάτια του παρακολουθούσαν λαίμαργα τις θέσεις που έπαιρναν τα δάχτυλά μου και σαν κομπιούτερ κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν πρακτικός μουσικός. Αυτή του όμως η δυνατότητα να καταγράφει και να θυμάται κάθε κίνηση προϋποθέτει μεγάλο ταλέντο … Και ήταν μεγάλο ταλέντο, σ’ αυτό δε χωράει αμφιβολία. Ήταν μεγάλη η απώλειά του στο μουσικό χώρο της Αγιάσου, αλλά και στο πανελλήνιο. Σίγουρα θα είχαμε να μιλάμε για ένα δεύτερο Παπαϊωάννου ή Τσιτσάνη, που είναι πιο κοντά στο χώρο του … Και πάλι σας λέω. Ήταν αναμφισβήτητα ένα σπάνιο ταλέντο, κρίμα που χάθηκε τόσο πρόωρα…». Λόγια ενός σοβαρού ανθρώπου, που είναι γνώστης του πενταγράμμου και έχει κρίση στη μουσική.

Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν του δημοτικού. Όσο για τις μουσικές του δεν πρέπει να γνώριζε πολλά πράγματα. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του Γρηγόρη Κουρουλή, πήρε μαθήματα μουσικής από τον αξέχαστο δημοδιδάσκαλο Φωτεινέλη. Ποιος από εμάς τους παλιούς δε θυμάται το δάσκαλο Φωτεινέλη με το βιολί και τη μανία του να τραβά από το τσουλούφι τα καλά παιδιά; Αρα κάτι γνώριζε, κάτι θα ‘μαθε βασικά περί μουσικής κλίμακας. Με τον Κουρουλή υπηρετούσαν μαζί. Η ειδικότητα του Λευτέρη ήταν μάγειρας. Ακόμα ο Κουρουλής υπήρξε περιστασιακό μέλος μιας κάποιας ορχήστρας, που είχαν πριν από την ορχήστρα των τριών, Καλέλης, Σεντουκάς, Βαγιάνας. Ο Κουρουλής έπαιζε μπαγλαμά, που τον έφερε ο Αντώνης Μαρίνος, όταν αποφυλακίστηκε. Κιθάρα έπαιζε ο Βασίλης Εμβάλωμας. Μου ανάφερε και κάποιο Μιχάλη Μπαντζό και τον Ψύρρα, το θείο του Λευτέρη. Πρόβες πήγαιναν και έκαναν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι του Στρατή Δούκαρου, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το παλιό, ξακουστό κουϊτούκι του Καρά, που σήμερα δεν υπάρχει πια, συγκεκριμένα εκεί που αρχίζει η κατηφοριά της Ζαχαριάδαινας, δίπλα στου Χρίστου Μπίτινα το σπίτι.

Στην περίοδο αυτή, στην οποία αναφέρεται ο Γρηγόρης Κουρουλής, είναι βέβαιο ότι ο Λευτέρης έπαιζε πια μπουζούκι. Δεν ξέρω τι μπουζούκι ήταν αυτό που αναφέρει, ξέρω όμως πως στα χέρια του γινόταν ακόμα καλύτερο, ασυναγώνιστο. Ο γιος του Πάνος μου μίλησε γι’ αυτό. Καλύτερα όμως να βάλουμε μια σειρά στην αφήγηση του γιου του Πάνου.

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1913. Παντρεύτηκε μικρός από έρωτα, μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος στην αρχή από τα πεθερικά του, αλλά αυτός πού να το βάλει κάτω, εκεί, στο πόστο του, ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το παραθύρι της μάνας μου, παίζοντας, τραγουδώντας την αγάπη του, αυτοσχεδιάζοντας. Είχε τη δυνατότητα να λέει χωρίς τελειωμό ερωτικούς, για κάθε περίσταση, στίχους. Η επιμονή του αυτή ανάγκασε τον παππού μου να ενδώσει και να τον κάνει γαμπρό του. Είχε, βλέπεις, τις επιφυλάξεις του ως προς το επάγγελμά του και πιο πολύ για το όργανο που έπαιζε. Αυτή την εποχή το μπουζούκι ήταν όργανο συνδεδεμένο με βρόμικες ιστορίες, που σ’ ένα νοικοκύρη μέτραγε και βάραινε πολύ. Αυτή ήταν η αιτία της άρνησής του, αιτία που πέρασε και στη μάνα μου και εκδηλώθηκε ύστερα από χρόνια, όταν δε θέλησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία, θα την αναφέρουμε με τη σειρά της.

Η μητέρα μου ήταν το γένος Καζαντζή. Απλή, καλή οικογένεια. Περιττό να σας πω ότι σε λίγο καιρό ο πατέρας μου τους κατασκλάβωσε με τα φερσίματά του, διαλύοντας κάθε υποψία πως η κόρη τους δε θα περάσει στα χέρια του καλά … Η μητέρα του πατέρα μου ήταν του γένους Κουρτζέλη, ο πατέρας της έπαιζε βιόλα ή βιολί. Ήταν μουσικός και απ’ αυτόν κληρονόμησε ο πατέρας μου τη μουσική φλέβα. Αυτός εξάλλου ήταν ο πρώτος που διάγνωσε το ταλέντο του και του δώρισε ένα παλιό βιολί, που έμελλε στην πορεία να παραχωρήσει τη θέση του στο μπουζούκι και σαν μπουζουξής να φτάσει εκεί που έφτασε.

Ο πατέρας μου μόνο από τη μουσική δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε σε οτιδήποτε δουλειές … Το χειμώνα έπιανε στη «μηχανή», στο μπασκί. Δούλεψε ένα χρόνο βοηθός και τον άλλο χρόνο έγινε μάστορας από τους πιο καλούς. Ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα να στοιβάσεις με ακρίβεια τα φάκελα με το χαμούρι, τον πολτοποιημένο ελαιόκαρπο, ώστε να πρεσαριστούν καλά ως το τέλος, χωρίς να πάνε στραβά ή να γλιστρήσουν και να κατεβάζεις και να ξανανεβάζεις το μπασκί που είχε δυο δυσάρεστες πλευρές. Η μια ήταν ότι δεν άρεσε στον απαλέτη, γιατί πίστευε ότι δε γινόταν καλά η δουλειά του, και είχε δίκιο. Άμα δεν πατιόντουσαν σωστά, δεν έβγαινε όλο το λάδι από το χαμούρι και δεν είχε καλή απόδοση. Άρα δυσφήμιση του ελαιοτριβείου … Δεύτερον, όσοι δούλευαν στο μπασκί δούλευαν με το στάμα, είχε δηλαδή οικονομικό κίνητρο. Όσο πιο πολλά στάματα έβγαζες, τόσο πιο πολλά λεφτά έπαιρνες. Αυτά όμως με την προϋπόθεση να μην τσαλαπατάς και να μη λούζεις με το κρύο τον πελάτη. Από εδώ βγήκε και η παροιμία «λούσαντουν μι του κρυγιό». Έπρεπε να είσαι σβέλτος και τεχνίτης. Τιμώντας δε αυτούς τους ανθρώπους, τους απένειμαν εφ’ όρου ζωής τον τίτλο του μάστορα, όπως στην Αγγλία το σερ. Βαριά δουλειά και ανθυγιεινή. Από το πρωί μέχρι που σκόλαγες καθόσουνα βρεγμένος, αν ήσουνα και λίγο τσαπατσούλης, θεός και η ψυχή σου, την έπιανες την καλή πιο γρήγορα … Αναφέρομαι στη βαριά αυτή δουλειά που έκανε ο πατέρας μου, γιατί αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ήταν η αιτία που τον έριξε στο κρεβάτι του πόνου. Από το απλό κρυολόγημα φτάσαμε στην περιπνευμονία και τέλος στη φυματίωση…

Το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο. Του το πήραν με έρανο που έκαναν οι φίλοι του, γιατί δεν έφταναν μόνο τα δικά του λεφτά. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ακόμα κι όταν αρρώστησε τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Θυμάμαι πολλούς φίλους του πατέρα μου που στήριξαν αυτόν και κατ’ επέκταση και εμάς, σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, και τους ευχαριστώ. Ήταν πολύ δύσκολο την τότε εποχή να είσαι άρρωστος, να ‘χεις γυναίκα και δυο παιδιά και να μην μπορείς να δουλέψεις … Δεν υπήρχε καμιά κρατική κάλυψη, κοινωνική πρόνοια, ούτε και υποτυπώδης. Και δεν ήταν μόνο η αρρώστια και ο πόνος, ήταν και το οικονομικό, που τσάκιζε κόκαλα. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι σαν το σημερινό έιτζ. Κάθε άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος. Τραγική κατάσταση, σας λέω, έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο, για ν’ αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…

Όπως σας είπα πιο πάνω, το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο, κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το αγόρασε και το ‘φερε στο νησί από τη Σμύρνη κάποιος από την Αγία Μαρίνα. Από αυτόν το αγόρασε ο πατέρας μου. Το μπουζούκι υπήρχε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Έρχονταν και το ζήταγαν πολλοί και προσπαθούσαν να μάθουν πάνω σ’ αυτό, λες και από μόνο του θα τους έκανε ξεφτέρια … Ο μόνος που έμαθε και το αξιοποίησε επαγγελματικά ήταν ο Γιώργος Ιατρού (Αρχουτίτσ’).

Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει ένα μικρό μπαγλαμαδάκι. Προσπαθούσε να με μάθει να παίζω. Η ζωή τα ‘φερε τ’ απάνω κάτω και διάφορες αρνητικές συγκυρίες δε μου επέτρεψαν να ξανασχοληθώ. Ίσως να μην είχα το ανάλογο ταλέντο, παρ’ όλο που τραγουδώ καλά και σωστά. Αντίθετα, ο αδερφός μου ο Γιώργης τα καταφέρνει πολύ καλά. Πρόκειται για το δεύτερο γιο του, που σήμερα είναι ιερέας στη Θερμή. Το μπουζούκι αυτό είχε άδοξο τέλος. Έγινε θρύψαλα πάνω σ’ ένα παιδικό κεφάλι, γιατί στην προσπάθειά του να το παίξει ενόχλησε κάποιον…

Η μητέρα μου μου έλεγε πως κάποτε, πριν από τον πόλεμο του ’40, ο πατέρας μου κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν φιλόδοξος, ήθελε να διακριθεί. Δεν ήξερε με ποιον συνεργάστηκε, πάντως της ζήτησε να κατέβει και αυτή στην Αθήνα. Πού θα ‘ρθω εγώ, του λέει, εκεί, να μπλέξω μες στη ζούγκλα … Και εσύ να προσέχεις μην μπλέξεις με καμιά πουτάνα τραγουδίστρια και μας ξεχάσεις ή μη σε μπλέξουν πουθενά με τα χασίσια και σε βάλουν φυλακή. Να τα μαζέψεις και να ρθεις πίσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Καθώς σας είπα, την αγαπούσε τη μάνα μου, γι’ αυτό και γύρισε πίσω χωρίς δεύτερο γράμμα. Να, η αντίδρασή της, που σας ανάφερα πιο πάνω. Ακόμα μου ‘χε πει πως κάποτε ήρθε κάποιος ξένος στο χωριό και ζητούσε τον πατέρα μου, όνομα δε θυμόταν. Ρώτησε κάποιον πού μπορεί να τον βρει και του ‘πε στο Σταυρί, στου Καμτζουρέλη το καφενείο. Ανηφόρισε αυτός στο Σταυρί, κάποιος όμως πρόλαβε και το ‘πε στον πατέρα μου πως τον ζητούν, μάλιστα του τον έδειξε. Μόλις ο ξένος φάνηκε στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη, ο Λευτέρης είπε σε όλους στο καφενείο να μην τον δείξει κανείς. Θέλησε να κρατήσει ανωνυμία, γιατί δεν ήξερε τι τον θέλει, ήταν βλέπετε, επί Μεταξά … Το καφενείο ήταν το σημερινό της χήρας Λαλαδέλη. Μπήκε μέσα ο ξένος, χαιρέτησε και παράγγειλε έναν καφέ. Την ώρα που του τον σερβίριζε ο Γρηγόρης, τον ρώτησε ο ξένος χαμηλόφωνα αν ήρθε ο Καλέλης και ο καφετζής του είπε «ένι φάν’τσι ακόμα». Πέρασε αρκετή ώρα, χωρίς δεύτερη κουβέντα του ξένου. Το μάτι του όμως συνέχεια έπεφτε πάνω στο μπουζούκι του πατέρα μου, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον καθρέφτη. Σε μια στιγμή σηκώθηκε επάνω και μ’ ένα ύφος μάγκικο λέει στο Γρηγόρη. Φίλε, μπορώ να ρίξω δυο πενιές με το εργαλείο και έδειξε το μπουζούκι. Όχ’ μόνι δυο τσι δέκα παίξι, είπε ο Γρηγόρης. Πράγματι, ξεκρέμασε το όργανο, του χάιδεψε λίγο τις χορδές, να δει αν ήταν σωστά κουρδισμένο, κάθισε μετά στο κάθισμα, πήρε πόζα και άρχισε να παίζει. Έπαιξε πράγματι καλό μπουζούκι. Ο πατέρας μου, καθώς σας είπα, ήταν παρών. Άμα έπαιξε δυο τρία κομμάτια ο ξένος, ξεθάρρεψε και κατά κάποιο τρόπο κατάλαβε πως άδικα τον υποψιάστηκε. Φαινόταν πως ήταν από το σινάφι των μουσικών … Μπορώ, του λέει, τώρα να παίξω και εγώ ένα κομμάτι; Έπιασε λοιπόν το μπουζούκι και μόνο φωτιές δεν πετούσαν οι χορδές … Τότε ο ξένος σηκώθηκε και του λέει. Εσύ δεν μπορεί να είσαι άλλος από το Λευτέρη Καλέλη, άκουγα, μα δεν πίστευα… Κάθισαν μετά, τα ‘πιαν, τα συζήτησαν, και αυτός πιστεύω ότι ήταν αυτός που τον ξεσήκωσε. Τον ξεσηκωμό δεν έπαψε να τον σκέφτεται ακόμα και μετά την πρώτη απόπειρα, που αποδεικνύεται από τα τραγούδια του που φρόντιζε να γράφονται σε κόλλες πενταγράμμου με νότες. Δεν ήθελε να ξαναπάει στην Αθήνα χωρίς όπλα. Πίστευε πως ο πόλεμος μια μέρα θα τελειώσει και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Φρόντιζε λοιπόν όλα τα τραγούδια του να τα γράφει σε κανονικό χαρτί μουσικής με νότες. Πήγαινε στο σπίτι του Αχιλλέα Σουσαμλή, που ήταν γνώστης της μουσικής και που στη θεωρία ήταν άπιαστος, έγραφε και διάβαζε. Ήταν ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς, άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος του ανέθεσε και έγραψε όλα τα παλιά τραγούδια της Σμύρνης, αφήνοντας μια μεγάλη μουσική κληρονομιά στο αρχείο του Αναγνωστηρίου.

Αυτά τα έντυπα τα θυμάμαι καλά και μετά το θάνατο του πατέρα μου τα φύλαγα σ’ ένα συρτάρι. Αγνοώντας όμως την αξία τους, δεν τα σιγούρεψα και κάποια μέρα, σ’ ένα συγύρισμα, έγιναν προσάναμμα στο καζάνι ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια από τη μάνα μου … Το μόνο που σώθηκε και αυτό σε κακά χάλια, σχισμένο και δυσανάγνωστο, είναι ένα μπλοκάκι απ’ αυτά στα οποία οι μπακάληδες γράφουν τα βερεσέδια. Είναι αριθμισμένο, λείπουν όμως πολλά φύλλα. Υπάρχουν πολλά τραγούδια δικά του, αλλά και ξένα.

Όταν γύρισε από το μέτωπο ο πατέρας μου, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, όπως όλοι, έπιασε δουλειά στου Στρατή Δουγραματζή (Φουνιά). Ίσως να σας φανεί παράξενο ότι μέσα στην πείνα λειτουργούσε οινομαγειρείο. Κι όμως λειτουργούσε … Πελάτες του; Όλοι οι μαυραγορίτες της εποχής, καθώς και οι Λιμνιώτες».

Ας αφήσουμε όμως το Στρατή Τοπαλή να μας τα πει, όπως τα έζησε ο ίδιος αργότερα:

«Τη φυματίωση ως αρρώστια μπορεί να την έκρυβες από τα μάτια του κόσμου … Αυτό όμως δε σε απάλλασσε από την αγωνία της καταδίκης σου σε αργό θάνατο. Κανείς γιατρός δε χρειαζόταν να σου το πει. Οι ενδείξεις της αρρώστιας μιλούσαν από μόνες τους (αιμοπτύσεις, δέκατα και άλλα πολλά). Το ότι θα πεθάνεις μια μέρα, δεν μπορείς να το χωνέψεις κι ας είναι αναπόφευκτο … Το να ξέρεις όμως ότι θα φύγεις απ’ τη ζωή πριν την ώρα σου, αυτό σίγουρα θέλει πάρα πολύ γερά νεύρα. Ήταν φοβερή αρρώστια άλλοτε, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν. Δεν υπήρχαν φάρμακα, οι συνθήκες ευνοούσαν τη μετάδοση της αρρώστιας. Η δυστυχία, η μιζέρια, η συστέγαση πολλών ατόμων σε μικρούς χώρους, οι πολυμελείς οικογένειες, ήταν ό,τι έπρεπε για τη μετάδοσή της. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι το αντίστοιχο με το έιτζ σήμερα. Ο άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος, τραγική κατάσταση, σας λέω. Έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο για να αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…»

Απ’ ό,τι μου είπε ο Πάνος, δεν κάθισε πολύ καιρό στο Σανατόρειο ο πατέρας του. Τον πλάκωνε πάρα πολύ το περιβάλλον. Έβλεπε τις προχωρημένες καταστάσεις στους άλλους συνασθενείς του και τον έπιανε πανικός, του ‘κανε μεγάλη ζημιά στον ψυχικό του κόσμο. Απελπίστηκε, έγινε ψυχικό ράκος, δεν μπορούσε να το δεχτεί πως θα καταντούσε έτσι … Παραμελούσε τα πάντα, επισπεύδοντας με κάθε τρόπο, όσο πιο γρήγορα, να ‘ρθει το τέλος. Το ‘χε πάρει απόφαση πως ήταν καταδικασμένος κι αυτό βγαίνει και από τα χωρίς ίχνος αισιοδοξίας τελευταία τραγούδια του, που μάλλον ο επικήδειος του ταιριάζει πιο πολύ, γραμμένος από τον ίδιο. Το μπουζούκι, που τόσο το αγάπησε, γίνεται η μεγάλη παρηγοριά του, ο αδερφός του, ο εξομολογητής του, ο ίδιος ο πόνος του. Σ’ αυτό ανοίγει την ψυχή του, σ’ αυτό εμπιστεύεται τους φόβους του, τις απορίες του για την άλλη ζωή που δεν ξέρει και που φαντάζεται, σ’ αυτό και στους φίλους αφήνει την τελευταία παραγγελία του … Το τραγούδι του αυτό είναι χωρίς τίτλο. Πιστεύω ότι θα ‘ναι το τελευταίο του και μπορεί να θεωρηθεί ο επικήδειος του, γραμμένος από τον ίδιο:

Φίλοι μου, σας αρνήθηκα, έτσ’ ήτανε γραφτό μου και πως ζωή πια δεν έχω το είδα στ’ όνειρο μου.

Τι έκανα, ρε τύχη μου, μέσα σ’ αυτή την κρίση και δίκασες αλύπητα τη βασανισμένη ζήση;

Τύχη μου άσπλαχνη, κακιά., δε θα το μετανιώσω, αφού στο χάρο μια ψυχή θενά την παραδώσω.

Έτσι μου ήτανε γραφτό στα πεύκα ν’ ακουμπάω, να παίζω το μπουζούκι μου και μέσα να πονάω.

Παίζοντας το μπουζούκι μου, ξεχνώ τα βάσανά μου και φεύγει λίγο η φωτιά πο ‘χω στα σωθικά μου.

Παρηγοριά πια έμεινε το μπουζουκάκι μόνο στην αγκαλιά μου παίζοντας κλαίει κι αυτό με πόνο.

Μπουζούκι μου, μου έλεγες πως δε θα χωριστούμε, στον άλλον κόσμο άραγε δε θα ξανανταμωθούμε;

Εκεί δε θα μπορεί κανείς να μας αποχωρίσει, θα παίζουμε στους φίλους μας, τη φλόγα μας να σβήνει.

Φίλοι μου, είμαι φθισικός και το κορμί μου λιώνει και λίγο λίγο φθείρεται σαν του βουνού το χιόνι.

Σαν αποθάνω, φίλοι μου, και κλείσει η καρδιά μου κοντά σας να με θάψετε, να είστε συντροφιά μου.

Γλέντι να κάνετε καλό στον τάφο μου επάνω, με μπουζουκάκι έξυπνο, λίγο να ξανασάνω.

Φίλοι μου και μπουζούκι μου, έτσ’ είν’ αυτή η κρίση, το πάθος που ‘χω στην καρδιά αυτό θα μας χωρίσει.

Στον άλλο κόσμο, φίλοι μου, όλοι θ’ ανταμωθούμε κι εκεί θα πούμε τους καημούς που δω πέρα τραβούμε.

Την έρημη την τύχη μου που τα ‘βαλε μ’ εμένα, που άνθρωπο σ’ αυτή τη γη δεν πείραξα κανέναν…

Ο Λευτέρης Καλέλης πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, σε ηλικία μόλις 33 χρονών. Τραγική ειρωνεία! Λίγες βδομάδες μετά το θάνατο του κυκλοφόρησαν τα πρώτα αντιβιοτικά…

Αγιάσος, 25-9-1992

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996