ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 03/06/1940
ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΙΠΠΕΙΟΥ
Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Λάμπου-Μύλοι, Σκούντα, Ντίπι, Μυχού, Κάτω Τρίτος
Αναγνωστήριο του λεσβιακού εντύπου και φωτογραφικού φακού
Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Λάμπου-Μύλοι, Σκούντα, Ντίπι, Μυχού, Κάτω Τρίτος
ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 03/06/1940
Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.
Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).
Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.
Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».
Το πανηγύρι της Αγίας Φωτεινής, της Αγια-Φουτιάς, όπως το λέγαμε, πριν από τον πόλεμο του ’40 γινόταν πολύ ωραίο, στη γραφική τοποθεσία των Λάμπου Μύλων. Τότες ζούσε εκεί ο γερο-Παλιβάνης με την πολυμελή του οικογένεια. Με δική του πάντοτε πρωτοβουλία, τη Λαμπροπέμπτη έπρεπε να πάει από το πρωί στους Λάμπου Μύλους η ορχήστρα μας των έξι οργάνων. Όταν φτάναμε εκεί, κατευθυνόμασταν στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, όπου γινόταν η πρωινή λειτουργία. Είχε και μέσα και απέξω πολύ κόσμο και προπαντός γυναίκες. Το ανοιξιάτικο πρωινό ήταν πολύ ευχάριστο.
Όταν τέλειωνε η λειτουργία, ξεκινούσαμε εμείς μπροστά, παίζοντας ένα εμβατήριο, και μετά ερχόταν όλη η οικογένεια του γερο-Παλιβάνη, με αυτόν επικεφαλής και δίπλα του τον οικογενειακό του φίλο, τον υπασπιστή του Κώστα Ηλιογραμμένο (Κουντάρα). Όλη αυτή η πομπή φτάναμε στο κέντρο του χωριού, στο καφενείο των Παλιβάνηδων, όπου σταματούσαμε, για να παίξουμε. Εντωμεταξύ γέμιζε το καφενείο από κόσμο και μέσα και απέξω και άρχιζαν να του σερβίρουν τα γκαρσόνια. Εμείς μπαίναμε στο ιδιαίτερο του καφενείου και η μεγάλη κόρη του Παλιβάνη μας σερβίριζε το φαγητό. Ήταν πλούσιο το γεύμα μας, τυριά, μυζήθρες, γιαούρτια και άλλα. Μετά αρχίζαμε να παίζουμε και σε λίγο άρχιζαν οι χοροί. Παίζαμε μέχρι τη μια και πολλές φορές και μέχρι τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Ο τελευταίος χορός ήταν της οικογένειας των Παλιβάνηδων.
Κάποτε, σ’ αυτό το πανηγύρι, μας πήρε έξω από το χωριό ο Κώστας Ηλιογραμμένος, ο υπασπιστής του γερο-Παλιβάνη. Ήταν πρωί, πριν πάμε ακόμα στη λειτουργία. Αυτός κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη. Κρυφτήκαμε σε κάτι θάμνους, δίπλα στον αμαξόδρομο, με τα όργανά μας και περιμέναμε να υποδεχτούμε το γιο του Παλιβάνη, το Νικολή, που ήταν αρραβωνιασμένος τότε με μια κοπέλα από την Πηγή. Κάποτε φάνηκε ο αραμπάς με τους αρραβωνιασμένους. Βγήκε ο Ηλιογραμμένος από την κρύπτη του και τους πρόσφερε την ανθοδέσμη. Εμείς παιανίζοντας πήραμε το δρόμο της επιστροφής…
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997
Φαίνεται ότι στα τέλη του περασμένου αιώνα στην τοποθεσία «Μπαμπατσούλα» περιοχής Σκούντας γινόταν κάθε χρόνο πανηγύρι της Αγια-Φωτιάς, με πληθωρική συμμετοχή κατοίκων των γειτονικών χωριών. Πιστεύω ότι στην περιοχή αυτή, που τη χαρακτηρίζει μια αδιατάρακτη παραδοσιακή συνέχεια από τα πανάρχαια χρόνια, το πανηγύρι θα επιζεί μέχρι σήμερα. Τα επεισόδια πάντως που έγιναν το 1880, χάριν κάποιας ωραίας Ελένης, ήταν τόσο σοβαρά, ώστε ο εισαγγελέας της Μυτιλήνης Χουσνή-Βέης πήγε προσωπικά στη Σκούντα μαζί με ιατροδικαστή, που υπέβαλε το ραπόρτο που δημοσιεύουμε πιο κάτω. Ο κόσμος μέσα από τις γραμμές του παλιού εγγράφου μοιάζει σαν όνειρο μακρινό, που ποτέ δεν θα ήταν υπαρκτό, αν τα ονόματα που ακούγονται και σήμερα δε θύμιζαν την αλήθεια.
«Σήμερον, την 24ην Απριλίου 1880, την 3ην μ.μ. ώραν, ανεχωρήσαμεν μετά του Είσαγγελέως Χουσνή-βέη εις χωρίον Σκούδαν (sic) (εφθάσαμεν την 6ην μ.μ.), ίνα εξετάσωμεν τον Κλεάνθην Κωνσταντίνου ηκισθέντα υπό των Ηρακλή Ποδαρά, Γιάννη Χριστοφαρέλλη, Στρατή Μουτζούρη, Δημήτρη Γιαταγανέλλη και άλλων τριών ακόμη ατόμων, όλων Αγιασωτών και μεθυσμένων, την 24η Απριλίου 1880, την πρωίαν, εις την Αγίαν Φωτιάν (Φωτεινήν) εις Μπαμπατσούλα, όπου εγένετο πανήγυρις. Οι Αγιασώται ούτοι εζήτουν να κακοποιήσουν τον άνδρα μιας εξ Ιππείου, άλλοτε φυλακισμένης εις το Νοσοκομείον Αγίου Θεράποντος, Ελένης, διότι εις Μακαρόνης (όστις ήτο φυλακισμένος) ηράσθη αυτής και αυτή αυτού και εξήλθον και εσυγκατοίκησαν επί εβδομάδα. Ο δε Μακαρόνης ούτος ήτο Αγιασώτης και είχε φίλους τους άνω Αγιασώτας, οίτινες, διατί ο ανήρ αυτής εζήτησεν να δεχθή αυτήν πάλιν και μετά το πάθημα αυτό, εζήτησαν να κακοποιήσουν προς εκδίκησιν τον άνδρα της Ελένης, αλλά κατά δυστυχίαν, κατά λάθος ενόμισαν αυτόν, λέγουν οι χωρικοί, ως άνδρα της Ελένης.
Ο αικισθείς εκ χωρίου Θερμής ηρραβωνισμένος εις Σκούδαν, ηλικίας 26 ετών, εύρωστου κράσεως, γεωργός το επάγγελμα, είχε την αριστερόν κτλ». Επακολουθεί λεπτομερής ιατροδικαστική έκθεση, με περιγραφή των τραυμάτων, των οργάνων με τα οποία «κατηνέχθησαν», την πρόγνωση και τη διάρκεια της θεραπείας, την τυχόν αναπηρία που θα παρέμενε, καθώς και το όνομα του πραγματικού συζύγου της Ελένης, ο οποίος στο σημείο αυτό στάθηκε τυχερός και γλίτωσε τις «αικίες».
Ο ιατροδικαστής από επαγγελματικό ενδιαφέρον φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκούντα πληροφορήθηκε και σημειώνει στο περιθώριο: «Εις Ήπιος (αυτή τη γραφή χρησιμοποιεί αντί Ίππειος) υπάρχει ο ιατρός των δηγμάτων των όφεων, εις αράπης, όστις πιπιλίζει το τραύμα καί τα χείλη του πρήσκονται, ως μοι είπον. Εις παις δηχθείς υπό κυνός (ίσως λυσσώντος) εγέμισεν, μοι είπον, από φούσκας και εις την γλώσσαν και επήγε εις Πέργαμον να θεραπευθή».
ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 25/1984