ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΣ

Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής,

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ τ.7,8,10



Θα ήταν κοινότυπο να επαναλάβουμε τη σημασία της λειτουργίας του Τύπου, την επίδρασή του στη διαμόρφω­ση των διαφόρων επιλογών της κοινής γνώμης, την τεράστια συμβολή του στην πληροφόρηση του ατόμου, μ’ όλα βέβαια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή σκοπιμότη­τες, που μπορεί να παρουσιάζει ή να εξυπηρετεί μια πληροφόρηση. Και αναφερόμαστε στις τέτοιες ιδιομορ­φίες του Τύπου, γιατί πέρα από την επιφανειακή του μορφή και δομή, πρέπει να τον δούμε στην αιτιακή του προέλευση. Πρέπει να τον βλέπουμε σαν ένα όργανο που ξεκινά από κοινωνικές ομάδες και σχηματισμούς, τις εκφράζει και αποτελεί το μέσο με το όποιο διατυπώνουν και προπαγανδίζουν την ιδεολογία τους. Κι αυτό γίνεται αναγκαστικά είτε υπάρχει οργανωμένη εκδοτική επιχείρηση, με διακηρυγμένους πολιτικούς ή κομματικούς στό­χους, είτε υπάρχει απλώς έκδοση οιουδήποτε εντύπου (περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) από μεμονωμένο πρόσω­πο, το οποίο μπορεί βέβαια να μη συνδέεται οργανωτικά ή άμεσα με τα παραπάνω, αλλά δεν μπορεί και να μην αποτυπώσει, ενσυνείδητα ή όχι, στα γραφόμενά του και στον τρόπο που τα παρουσιάζει την οποιαδήποτε ιδεολο­γία του, την αντίληψή του για το καθετί.

Αβίαστα λοιπόν μπορούμε να πούμε πως μέσα από τον Τύπο, στην όποια του μορφή, αποτυπώνονται κάθε φορά οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, καταγράφονται τα οποι­αδήποτε γεγονότα του καιρού που αναφέρονται και γενικά μας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουμε τις κάθε είδους θέσεις, απόψεις, αντιλήψεις για το κάθε θέμα.
Εντοπίζοντας λοιπόν τα παραπάνω και σ’ έναν Τύπο τοπικής κυκλοφορίας και εμβέλειας, θεωρητικά τουλάχι­στο πρέπει, μέσα κι από έναν τέτοιο Τύπο, να μας δίνονται οι κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες του χρό­νου και του τόπου που αναφέρεται. Έτσι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον τοπικό Τύπο της Αγιάσου.
Η εκδοτική δραστηριότητα, με τη μορφή του Τύπου, παρατηρείται στην ‘ Αγιάσο στη δεκαετία του 1930-1940. Για την εποχή αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν πάρουμε υπόψη τις τεχνολογικές ανεπάρκειες του καιρού και τις υλικοτεχνικές υποδομές που απαιτεί μια εκδοτική δρα­στηριότητα. Συγχρόνως είναι δηλωτική μιας σφύζουσας ζωής, οικονομικής και πληθυσμιακής, παίρνοντας βέβαια υπόψη μας όλες τις κοινωνικές ανισότητες και διαμάχες και τις μονόπλευρες οικονομικές ευρωστίες ορισμένων τάξεων και επαγγελμάτων. Ακόμα, σύμφωνα με τις παραπάνω αφετηρίες και διαπιστώσεις, ό Τύπος της ‘ Αγιάσου είναι ένας καθρέφτης όχι όμως τόσο διαυγής κι ευδιάκριτος, στον οποίο, με λίγη προσοχή, μπορούμε να διακρίνουμε, ακόμα κι από παραμικρές λεπτομέρειες, όλα τα ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά των χρό­νων εκείνων.
Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφορεί στο χώρο της ‘ Αγιάσου είναι η «Α γ ι ά σ ο ς». Πρώτοι εκδότες της και στελεχικό δυναμικό: Πάνος Κολαξιζέλλης, Βασίλης Ια­κώβου, Χριστόφας Μαλακέλλης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο φαρμακοποιός Π. Ευαγγελινός και μετέπειτα Βασίλης Χατζηπαυλής, Πάνος Πολυπάθου, Στρ. Παρής, Λ. Χατζηκωσταντής και Ευστρ. Βέτσικας. Τα σκίτσα της εφημερίδας ήταν του Χαράλα­μπου Πανταζή, σκαλισμένα σε λινόλεουμ από τον Πάνο Παγωτέλλη.

Είναι το μακροβιότερο έντυπο, το πληρέστερο και πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με εκείνα που θα κυκλοφορή­σουν συγχρόνως ή μεταγενέστερα απ’ αυτό. Η αρθρογραφία του και η ειδησεογραφία του, αδέσμευτη κομματι­κά, δεν μπορεί να μην αποφύγει μια γενικότερη αρνητική τοποθέτηση απέναντι σε κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντίθετης ιδεολογίας με την κρατούσα και το κατεστημέ­νο της. Κάποτε αυτό το κατεστημένο δημιουργεί πλεγμα­τικές προσωπικά καταστάσεις, στενή αντίληψη κι ανάλογες έτσι αρθρογραφίες. Στο φ. της 15-11-31 διαβάζουμε σχετικά «ο δημοδιδάσκαλος κ. (αναφέρεται το όνομα) εμήνυσε τον κ. (αναφέρεται το όνομα), διότι του απέδωσε την κατηγορίαν του κομμουνιστού». Από κάποιο άλλο φύλλο (23-8-31) αντιγράφουμε: «…αστυνομική δύναμις μεταβάσα συνέστησε την διάλυσίν των. Ούτοι όμως ηρνήθησαν υβρίζοντες και τότε αύτη συστήσασα εις τον καλόν κόσμον να απέλθη ηναγκάσθη να ετοιμασθή όπως κάμη χρήσιν των όπλων, οπότε οι κομμουνισταί ετράπησαν εις άτακτον φυγήν». Σχετικά με τη δίκη για τα παραπάνω επεισόδια, διαβάζουμε στο φ. της 30-8-31 μια περικοπή από την εισαγγελική αγόρευση «…η κοινωνία της Αγιά­σου έχει τρομοκρατηθεί από τα καθημερινά επεισόδια των ανωτέρω κομμουνιστών και εκτός τούτου η αυστηρά τιμωρία των θ’ αποτελέσει ηθικήν αμοιβήν και ενίσχυσιν της Αστυνομίας της Αγιάσου».
Η γενικότερη όμως θέση της εφημερίδας απέναντι σε κοινωνικές διαμάχες και καταστάσεις μπορούμε να πούμε πως δεν έχει κανένα στοιχείο εμπάθειας ούτε και διακρίνεται για στενή αντίληψη των συμβαινόντων σε μια εποχή που άλλα έντυπα, πανελλήνια και λεσβιακά, έφτα­ναν σε σημεία παροξυσμού και γελοιότητας για παρόμοια θέματα.
Το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Αγιάσου» (19-4-31) είναι γραμμένο στη δημοτική. Στο φ. της 8-11- 31 δημοσιεύονται «Οι Μοιραίοι» του Κ. Βάρναλη. ‘Αργό­τερα (10-1-32) διαβάζουμε αναδημοσιευμένη μια καταγ­γελία της Ενώσεως Ελλήνων Νομικών για βασανιστήρια, πολιτικών κρατουμένων για το ιδιώνυμο, με τίτλο «Εν απάνθρωπον έγκλημα εις βάρος κρατουμένων νέων εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Γενικά μέσα από την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή δίνεται με απλές, καθημερινές εκδηλώσεις και ειδήσεις, παρουσιάζεται, ανάγλυφα πολλές φορές η κοινωνική διάρθρωση του χώρου της Αγιάσου, η οικονο­μική κατάσταση των διάφορων κοινωνικών ομάδων, η φτώχεια, η μιζέρια κι η ανέχεια των πενεστέρων τάξεων. Σχετικά σταχυολογούμε μερική ειδησεογραφία. Στο φ. της 2-8-31 και με τον τίτλο «Μια ερασιτεχνική παράσταση για τα φτωχά παιδιά του ημιγυμνασίου μας» διαβάζουμε: «Η επιτροπή της συνεδρίασης απηύθυνε σ’ όλους τους γονιούς θερμή παράκληση να στείλουν τα παιδιά τους στο ημιγυμνάσιο, μα ένα πικρό χαμόγελο, μια άρνηση ζωγρα­φίστηκε στα πρόσωπά τους, όχι γιατί δεν υπήρχε προθυ­μία και καλή θέληση, μα γιατί προς στιγμήν αναλογίστηκαν τις 200-300 δρχ. που θα ‘θελαν για δίδακτρα και βιβλία». Στο φ. της 5-7-31, από ρεπορτάζ για κάποια σύσκεψη γονέων αντιγράφουμε: «Ο λόγος ακολούθως δίδεται εις τους γονείς – 25 περίπου, οι οποίοι δηλούν ότι είναι πρόθυμοι να στείλουν τα παιδιά των εις το ημιγυμνάσιον και αντιλαμβάνονται καθ’ όλην την έκτασιν το κακόν της αγραμματοσύνης, αλλ’ η οικονομική κρίσις είναι εκείνη η οποία τους αναγκάζει να αποσύρωσι τα παιδιά των από το σχολείον, διότι δυσκολεύονται να καταβάλουν και αυτάς τας 60 δρχ. του απολυτηρίου εκ του Δημοτικού». Στο φ. της 20-12-31 διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα για ένα χορό του Ερασιτεχνικού Ομίλου «για κείνους που πεινούν και υποφέρουν», όπως γράφει χαρακτηριστικά, για να συνεχί­σει: «Είναι γεγονός εξακριβωμένο πως από πολλά σπίτια σήμερα λείπει και αυτό το μαύρο ψωμί και πως πολλές οικογένειες την Άγια αυτή Ημέρα θα κοιμηθούν νηστι­κοί». Στο φ. της 15-5-32 βρίσκουμε δημοσιευμένο άρθρο με τίτλο «Η κρίσις που διέρχονται οι προλετάριοι διανοούμενοι», το οποίο ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρει «Ένας εργάτης, ένας σκαφτιάς ευρίσκει σήμερον εργασίαν ευκολότερα παρά ένας εγγράμματος απόφοιτος γυμνα­σίου. Τα γυμνάσια όλου του κράτους φαμπρικάρουν κάθε χρόνο και παραδίδουν εις την κοινωνίαν καραβάνια ολόκληρα νέων εγγραμμάτων ηλικίας 16-18 ετών που ζητούν επί ματαίω εργασίαν εις εν οιονδήποτε γραφείον και αντί πενιχρός αμοιβής».


Τα ρεπορτάζ όμως και η ειδησεογραφία στην «Αγιάσο» φθάνει σ’ όλα τα θέματα, από τα πιο δημοσιοποιημένα μέχρι σε περιοχές πολλές φορές ιδιαίτερης ιδιωτικής ζωής, με πλήρη περιγραφή προσώπων και περιστατικών. Έτσι, εκτός από αναγγελίες απαγωγών (του τύπου: ο τάδε… χθες απήγαγε την… κτλ.), στο φ. της 4-10-31 και κάτω από την είδηση «Συνελήφθη παρά των οργάνων της Αστυνομίας ο επί διετίας καταδιωκόμενος Φώτιος Μπράτσος», διαβάζουμε: «Περί ώραν 2αν πρωινήν της παρελ­θούσης Τετάρτης συνελήφθη εντός της οικίας της… (αναφέρεται το όνομα)… συζύγου του… (όνομα), ο δι’ ευνοήτους λόγους εισελθών… (όνομα) υπό των εν αυτή αναμενόντων συγγενών της… (αναφέρονται 3 ονόματα) παρά των οποίων και εδάρη ανηλεώς». Παράλληλα κάθε φύλλο της εβδομαδιαίας «Αγιάσου», είναι γεμάτο από μικρές λιγόλογες ειδήσεις, διαφημίσεις ντόπιων καταστημάτων και προϊόντων, αναγγελίες για μετακομίσεις καταστημάτων μέσα στην Αγιάσο και ειδικά το φθινόπωρο, όταν στο τέλος της καλοκαιρινής περιόδου πολλά καφενεία μετακομίζουν στο εσωτερικό του χωριού, για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η «Αγιάσος», ανεξάρτητα από αντικειμενικές τεχνικές ελλείψεις, τυ­πογραφικές ατέλειες ή αβλεψίες, είναι ένα φύλλο καλόπιστης πληροφόρησης για το χώρο που κυκλοφορεί, δημοκρατικής κατεύθυνσης, γι’ αυτό κι άλλωστε το φασι­στικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ευνοεί την περαιτέρω κυκλοφορία της. Η «ΑΓΙΑΣΟΣ» σταμάτησε να εκδίδεται προσωρινά, αλλά μετέπειτα ξανακυκλοφόρησε σε αραιά διαστήματα μέχρι το 1940 περίπου, από άλλα στελέχη.

ΑΛΛΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «ΑΓΙΑΣΟΥ» και μέχρι το 1940, εκδίδονται άλλες 7 εφημερίδες. Βλέπου­με έτσι πόση απήχηση βρήκε ένα πρωτοφανέρωτο για την Αγιάσο προπαγανδιστικό μέσο κι ένας τέτοιος τρόπος καταγραφής των διάφορων συμβαινόντων. Ερέθισε σκέ­ψεις, ξύπνησε ίσως κρυμμένες φιλοδοξίες μα και ικανό­τητες και γενικά έδειξε πόσο η ζωή των χρόνων εκείνων, ήταν εποχή ζωντάνιας, αναζήτησης, πληθωρικών προβλη­μάτων, έντονης αντιπαράθεσης ιδεολογιών και ομάδων.
1) Στις 12.2.32 κυκλοφορεί η «ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ». Ήταν εβδομαδιαία κι ιδιοκτήτης ήταν ό Β. Ιακώβου και διευθυ­ντής ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου (Βινίκιος). Εκδίδεται μέχρι το 1936.
2) Συνέχεια της «ΛΑΪΚΗΣ ΦΩΝΗΣ», που έπαψε να βγαίνει, ήταν η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ», εβδομαδιαία, με ιδιοκτήτη – διαχειριστή το Β. Ιακώβου. Δεν έχουμε ακριβή ημερομηνία διακοπής της κυκλοφορίας της.
Κοινό γνώρισμα των παραπάνω εντύπων είναι το ότι δε δεσμεύονται οργανωτικά τουλάχιστον με κομματικούς οργανισμούς. Και στις δύο διαβάζουμε σαν προσδιορισμό τους τη φράση «ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ». Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην «ΑΓΙΑΣΟ», αμερόληπτο μπορούμε να πούμε και αρκετά διευκολυντικό για να επισημάνουμε καταστάσεις, αντιλήψεις και γεγονότα τα οποία πιθανόν να μην τα τοποθετούσε άμεσα ή στη ριζική τους αιτία και προέλευση.
Στο φ. της 23.2.36 (ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ) διαβάζουμε:
«Η αντιμετώπιση της βαρυχειμωνιάς και της κατόπιν ταύτης ανεργίας και πείνας δεν γίνεται με λόγια έστω και ευσπλαχνίας. Χρειάζεται κοντά στις ευχές του παπά και η γάτα για τους ποντικούς, χρειάζεται δηλ. κοντά στα λόγια συμπόνιας των πολλών και πρακτικότερο ενδιαφέρον… Πρέπει να νοιώσουν βαθειά ότι τα στομάχια… των ανέργων εργάζονται κι ότι οι άνθρωποι δεν κρατούν τη τσάπα στα χέρια τους και ότι τα παιδιά στο σπίτι περιμένουν το ψωμί των που θα δώσει η φιλανθρωπία και αλληλεγγύη των ανθρώπων εφ’ όσον ο πατέρας δεν μπορεί, αφού μένει άνεργος».
Στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ» και με την υπογραφή «Η.Κ. ραφτεργάτης».
Ανάμεσα σ’ άλλα λέει:
«… Είναι ο μόνος κλάδος που θα πει κανείς πως εκεί μέσα ξαναζεί το σύστημα των αφεντάδων. Απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη όταν έχει δουλειά είναι σκυμμένος πάνω στη βελόνα για ελάχιστο μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές δεν περνά το μεροκάματο των εργατών γης, παρ’ όλο που πρέπει να θυσιάσει κανείς ολάκερα χρόνια για να ειδικευθεί σ’ αυτή τη δουλειά χωρίς να πληρώνεται. Η έλλειψις οργανώσεως τούς καθιστά ανίκανους να διεκδικήσουν τα δίκια των και ακόμα πετιούνται με τον πιο εύκολο τρόπο στο δρόμο όταν αρρωστήσουν και δεν μπορούν να δουλέψουν. Και όταν φτάσει τα 50 χρόνια, οπότε λόγω της φύσεως της εργασίας δεν βλέπει να δουλέψει, τον περιμένει η φτώχεια κι η κακομοιριά».
3) «ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ». Εβδομαδιαία. Ιδιοκτήτης Γιάννης Χατζηαποστόλου. Δ/ντής Ευάγγελος Παπασταματίου. Πρωτοκυκλοφορεί στις 23.6.35.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από τοπικές ειδήσεις και επικαιρότητες.
Κύριο χαρακτηριστικό της η διαφοροποίηση από τις παραπάνω στον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Πολλά προβλήματα δεν προβάλλονται ολόπλευρα, ωραιοποιούνται κι αντιμετωπίζονται επιφανειακά. Και η γενικό­τερη αυτή τοποθέτηση της εφημερίδας είναι σχετική και συνάρτηση του ότι απηχεί τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος τότε, του «ΛΑ Ϊ ΚΟΥ». Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι ένα κύριο άρθρο του Ηλία Λίβανου με τίτλο «Η ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΩΝ ΠΑΛ. ΠΟΛΕ­ΜΙΣΤΩΝ. Πώς και διατί συνεστήθη» (φ. 25.4.36). Κάπου διαβάζουμε:
«… Όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, πολύ δε περισσότερον η κατασυκοφαντημένη δικτατορία του Χίτλερ στη­ρίζεται επί των στιβαρών χειρών του εργάτου και έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει την πλέον ριζοσπαστικήν και εργατικήν νομοθεσίαν, ώστε ο εργάτης να έχει απόλυτον εμπιστοσύνην εις το κράτος».


Άλλο χαρακτηριστικό της ίδιας εφημερίδας οι εκτεταμένες περιγραφές εκδηλώσεων, εορτών με λεπτομέ­ρειες και ζωντάνια, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για οτιδήποτε.
Στο φ. της 17.8.35 σε ολοσέλιδο ρεπορτάζ με τίτλο «Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ» διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα: Κατά το συνωστισμό δεν έλειψαν και αι απαραίτητες μικροπαρεξηγήσεις και ακούγαμε «Καλέ, μη σπρώχνετε έτσι», συστάσεις που έκαναν διάφορες προπαντός δ/δες σε μερικούς άθελα ή επίτηδες κολλητηρτζήδες. Άλλη πάλι ηκούγετο να φωνάζει «Αχ καλέ, ποιός με τσίμπη­σε», ο αναιδής όμως έκανε την πάπια...Στις λοταρίες άγριος συνωστισμός… στα πατσατζίδικα κίνησις ζωηροτάτη μέχρι το πρωί. Τα καζάνια βγάζουν ατέλειωτους πατσάδες που τους καταβροχθίζουν ξένοι και ντόπιοι πανηγυρισταί».
4) «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Προκ. Χατζηευστρατίου. Δε βρήκαμε κανένα φύλλο της.
5) «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ». Εκδόθηκε το 1934 από τον Περ. Τζαννετή και ήταν όργανο του «ΛΑΪΚΟΥ» κόμ­ματος. (Δεν υπάρχει κανένα φύλλο της).
6) «ΝΕΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ». Εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα που πρωτοκυκλοφορεί την 4η Αυγούστου 1939, από το Μάριο Φραντζή. Απηχεί τις απόψεις της 4ης Αυγούστου.
Και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή (μετά τις 4 Αυγούστου του ’36 δηλ.) διακρίνουμε σ’ όλα πια τα έντυπα, τον αντίκτυπο της φασιστικής δικτατορίας, την ανελευθερία του Τύπου, την αυτολογοκρισία των έκδοτών.
Από τις εφημερίδες της εποχής 1936-1940 λείπουν πια οι ειδήσεις για κοινωνικές διεκδικήσεις, για πολιτική κίνηση, λείπει η προβολή αιτημάτων και προβλημάτων. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από ειδήσεις για τη δραστη­ριότητα της EON, για εκδηλώσεις «υπέρ» του καθεστώ­τος και τις δικτατορικές φιέστες, για τους υποκριτικούς εργατοπατερισμούς του Μεταξά.
Και η τέτοια πορεία του Τύπου στην Αγιάσο, φτάνει στα 1940. Η πολεμική μας περιπέτεια σταματάει και νεκρώνει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Κι έτσι αυτή η περίοδος θα ‘ναι η τελευταία. Μετά το 1940 δε βγαίνει κανένα έντυπο.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΝΤΥΠΑ

Θα ήταν παράλειψη στην εκδοτική κίνηση της Αγιά­σου να μην αναφέρουμε και τα δυο σατιρικά έντυπα που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, δείγματα κι αυτά ενός ζωντανού, δηκτικού και δροσερού πνεύματος.
1) Τις Απόκριες των χρόνων 1932, 1933, 1934 και μόνο τότε, κυκλοφόρησε από το Βασ. Ιακώβου η σατιρική «ΦΟΥΡΤΟΥΤΗΡΑ». Συνεργάτης ήταν ο Κλ. Καραφύλλης.
Δυστυχώς δε βρήκαμε κανένα φύλλο της, πράγμα που θα μας έδινε πληροφορίες για τις αυθόρμητες αποκριά­τικες εκδηλώσεις, αφού τότε ακόμα δεν υπήρχε οργανω­μένος Καρνάβαλος.
2) Σημαντικά αξιόλογο σατιρικό έντυπο ήταν και μια χειρόγραφη και δακτυλογραφημένη μικρή εφημερίδα που βγήκε από το Μιχ. Σκλεπάρη, η «ΓΚΡΙΝΙΑ». Κυκλοφόρησε δυστυχώς 3 φορές μόνο. α) 1 Γενάρη 1945, β) 16 Γενάρη 1945, γ) 1 Γενάρη 1946. Αν και η τεχνική της και κυκλοφοριακή της πλευρά ήταν λειψή, με τα 3 φύλλα της, μας επιτρέπει να δούμε πως επρόκειτο για κάτι το πνευματώδικο, το έξυπνο, το σατιρικό.
Ορισμένες στήλες της είναι απομίμηση στηλών του «Τρίβολα», χωρίς κάτι τέτοιο να μειώνει το δικό της πνεύμα, τη δική της ιδιαιτερότητα. Νομίζουμε πως αν συνεχιζόταν η έκδοσή της, θα είχε εξελιχτεί στον «Τρίβο­λα» της Αγιάσου. Κάτω από τον τίτλο της «ΓΚΡΙΝΙΑ», παραποιώντας και διακωμωδώντας τα «απαραίτητα κατά νόμον στοιχεία», έγραφε:
«Βγαιν’ σ’ χασ’ τσι σ’ φούσκουσ» και λίγο πιο κάτω «εκδίδεται απί κουμψούδις».
Σ’ ένα φύλλο της και στη μόνιμη στήλη!!! Τ ε λ ε υ τ α ί α ώρα, διαβάζουμε: «Πήραμε από τις Ποινικές το παρακάτω τηλ/μα». «Π ά τ ε ρ α, πέ του α μί βγάλι ν». (Έξυπνο μεν, αυθόρμητο, αλλά και τόσο τραγικό, όταν σκεφτούμε πως το φύλλο αυτό είχε ημερομηνία 1 Γενάρη 1946…).

ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω εφημερίδες τυπώνονταν στην Αγιάσο.
Η αρχή έγινε στις αρχές του 1931, μετά από επίμονες προσπάθειες του Παν. Κολαξιζέλλη, Βασ. Ιακώβου και αργότερα με τη συμμετοχή του Μιλτ. Σκλεπάρη.
Η ιδέα για το τυπογραφείο αρχίζει κι υποβοηθείται από το Χριστουγεννιάτικο χορό του «Ολύμπου» (1930), για τον οποίο ο Παν. Κολαξιζέλλης σκάλισε σε λινόλεουμ τις προσκλήσεις.
Έτσι στις 3.3.1931 δώσανε την πρώτη παραγγελία στοιχείων κλπ. σε στοιχειοχυτήρια των Αθηνών. Το πιεστήριο, χειροκίνητο, διαστάσεων 22,5X23,2, αγοράστηκε από το Τυπογραφείο «ΦΟΙΝΙΞ» της Μυτιλήνης. Οι τυπογραφικές κάσες γίνονται από Αγιασώτες μαραγκούς (Βρανιάδη Γλεζέλλη και Γεώργ. Μουτζουρέλλη).
Η εντύπωση που έκανε το πρώτο αυτό τυπογραφείο ήταν μεγάλη.
Από μια αναλυτική αναφορά του Μιλτ. Σκλεπάρη («Δημοκράτης» 8, 9, 10 Μάη 1967) με τίτλο «ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ», απ’ όπου έχουμε πάρει και τα σχετικά στοιχεία, διαβάζουμε:
«… Τα τυπογραφεία της εφημερίδας μας έγιναν τόπος προσκυνήματος. Απ’ το πρωί ως αργά που νύχτωνε, έμπαινε κι έβγαινε ο κόσμος, κινούμενος από περιέργεια να δει πως γίνεται η στοιχειοθέτηση και η εκτύπωση. Η περιέργεια αυτή έφτανε στο σημείο να πιάνουν τα στοιχεία στα χέρια τους οι επισκέπτες και να τ’ αφήνουν ύστερα να πέφτουν στα κουτουρού στις κάσες, πράγμα που μας κούραζε πολύ στις διορθώσεις. Και δεν έφθανε μόνο αυτό. Πολλές φορές μας διέλυαν και τη στοιχειοθε­τημένη με τόσο κόπο ύλη από το μάρμαρο, που είχαμε έτοιμη, και αναγκαζόμασταν να τη στοιχειοθετήσουμε από την αρχή. Δεν ήταν όμως και σωστό να απαγορεύσουμε την είσοδο στο Τυπογραφείο».
Και πιο κάτω για την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου. «… Συνέπεσε την ίδια μέρα ό Γυμναστικός σύλλογος « Όλυμπος» να συναντηθεί για πρώτη φορά με ξένη ομάδα – τον «Ορφέα» Κεραμιών – στο γήπεδο του «Ορφέα».
Οι Κολαξιζέλλης λοιπόν και Ιακώβου, επήραν τα περισσότερα από τα πρώτα αυτά φύλλα και έφυγαν στα Κεραμιά, όπου με καμάρι τα κυκλοφόρησαν, προς γενική κατάπληξη».
Εκτός από το πρώτο αυτό τυπογραφείο, στην Αγιάσο, δημιουργήθηκαν μετά άλλα 3, τα ίδια ή πιο σύγχρονα από το πρώτο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως αναφέραμε, μετά το 1940 σταματάει κάθε εκδοτική δραστηριότητα. Τα χρόνια που ακλουθούν φέρνουν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και συ­γκρούσεις, τεχνολογικές εξελίξεις και άλματα.
Οι συγκρούσεις (πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακές διώξεις) δημιουργούν συνθήκες ανελευθερίας, φρενάρουν κάθε δημιουργική κίνηση, νεκρώνουν και αποστερούν το χώρο τους από τα ζωντανά στοιχεία της προοδευτικής σκέψης και δράσης. Όλα αυτά δρουν ανασταλτικά και άμεσα σε μια ενδεχόμενη εκδοτική κίνηση.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις εξάλλου μειώνουν και υποβαθμίζουν τη λειτουργία ενός τοπικού Τύπου. Η ευρεία κυκλοφορία των ραδιοφώνων και των αθηναϊκών εφημερίδων, που φτάνουν στα χωριά με ελάχιστη πια καθυστέρηση, η επικοινωνία γενικά που γίνεται ταχύτατα και αστραπιαία, συναγωνίζονται εξουθενωτικά έναν τοπικό Τύπο. Κάτι τέτοιο βέβαια δε σημαίνει πως έλειψε η σκοπιμότητα και η λειτουργικότητά του. Απλώς δείχνει και σηματοδοτεί την προσαρμογή και το χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο τοπικός Τύπος, ο όποιος για να μην ξεπεραστεί και να μη σβήσει, πρέπει να γίνει ζωντανός και πολύπλευρος εκφραστής των άμεσων και ζωτικών προβλημάτων του χώρου του, να κινεί το ενδιαφέρον και να γίνεται ευαίσθητος δέκτης των συνθηκών του καιρού του.
Και μ’ αυτό το πρίσμα βλέπουμε και τη θέση και την προοπτική του Τύπου στην Αγιάσο σήμερα. Δηλ. δε νομίζουμε πως μια ή περισσότερες εφημερίδες για την Αγιάσο είναι ξεπερασμένη ή ουτοπική υπόθεση. Δε νομίζουμε πως έπαψαν τα προβλήματα που πρέπει να επισημανθούν και να προβληθούν, τα αιτήματα που πρέπει να προωθηθούν, οι πολιτιστικές αξίες και στοιχεία που πρέπει να καταγραφούν. Κάθε χώρος, κάθε οργανω­μένη κοινωνική οντότητα, οποιασδήποτε έκτασης και επιπέδου, εκφράζεται μέσα από διάφορες εκδηλώσεις και μέσα, και φυσικά κι από μια εκδοτική κίνηση.
“Έτσι και στην Αγιάσο, παρ’ όλη την πληθυσμιακή αφαίμαξη που έχει υποστεί, μ’ όλες τις δυσμενείς συνέ­πειες σ’ όλους τους τομείς της οικονομικοκοινωνικής και πολιτιστικής της ζωής, νομίζουμε πως υπάρχουν και τα μέσα και οι άνθρωποι που θα αποτυπώσουν στον άλφα ή βήτα βαθμό τη σημερινή Αγιάσο μέσα από μια εκδοτική προσπάθεια και δραστηριότητα.
Ευχαριστώ το Μιλτ. Σκλεπάρη, έναν από τους πρωτεργάτες της εκδοτικής δραστηριότητας στην Αγιάσο, για την προθυμία του να μού παραχωρήσει το αρχείο του από τα παλιά φύλλα πού διασώθηκαν, για συναγωγή στοιχείων, καθώς και τους Στρατή Καβαδέλλη και Γεώργιο Β. Χατζηπαυλή για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΓΙΑΣΟΣ

Η χορωδία του Αναγνωστηρίου “Ανάπτυξις”, η οποία από της συγκροτήσεώς της και επί χρονικόν διάστημα πλησίον του έτους, υπό την συνεχή και άοκνον διεύθυνσιν του καλού διδασκάλου κ. Χριστόφα Χατζηπαναγιώτου

efimeris-lesvion_19361122_pnevmatiki-agiasos

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΛΕΣΒΙΩΝ, 22-11-1936

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

1. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ – ΡΥΜΟΤΟΜΙΑ

Η Αγιάσος είναι ένας οικισμός που αναπτύχθηκε με βάση έναν πρωταρχικό άξονα. Ο χαρακτήρας του οικισμού είναι αστικός (βλέπουμε το συνεχές οικοδομικό σύστημα) και οι αυλές λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστες. Σε όσα σπίτια υπάρχουν αυλές, αυτές είναι περιστοιχισμένες από ψηλούς μαντρότοιχους και τελείως απομονωμένες από το δρόμο. Οι στενοί, σκοτεινοί δρόμοι, όπου επικρατεί η συνεχής επανάληψη του βασικού παραλληλεπιπέδου όγκου με την πολύ περιορισμένη πλαστικότητα, είναι αρκετά καταθλιπτικοί.

Στην Αγιάσο έχουμε την εκκλησία της Παναγίας, που αποτελεί το κέντρο του οικισμού, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο και γύρω της αναπτύσσεται ο οικισμός σε σχήμα χωνιού. Προς αυτήν οδηγούν όλοι οι κύριοι δρόμοι, ακολουθώντας το δρόμο της αγοράς, με διεύθυνση κάθετη προς τις υψομετρικές καμπύλες. Καθώς από την περιφέρεια του χωνιού συγκλίνουν προς το κέντρο, συναντιούνται σε οξείες γωνίες, που η διαμόρφωσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της Αγιάσου. Οι δρόμοι αυτοί είναι απότομα ανηφορικοί (ανεβαίνουν περίπου 180m) και για να ευκολύνεται το ξενέρισμά τους ανοίγεται στη μέση τους αυλάκι, που στο τοπικό ιδίωμα το λένε λαγκάδ. Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν επίσης (λόγοι στατικότητας) τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών, σε τρόπο που οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη του ενός με το άλλο. Και επειδή είναι δύσκολο να υπάρξουν αυλές, το πράσινο ξεχύνεται στα μπαλκόνια και γεφυρώνει τους δρόμους, που για τους Αγιασώτες είναι χώροι «ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα καφενεία τους, στην κεντρική πλατεία, είναι συμφιλιωμένα με το δρόμο και έτσι όπως είναι διαμορφωμένα, με μεγάλα ανοίγματα που κλείνονται με τζαμωτά, εξουδετερώνουν το φράγμα του τοίχου και ενοποιούν τους μέσα και έξω χώρους.

Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Διακρίνουμε στην Αγιάσο ξεχωριστές γειτονιές, οι οποίες είναι: α) η Καρυά, η περιοχή στην εκκλησία της Παναγίας, β) η Μπουτζαλιά γ) ο Απέσος δ) το Σταυρί και ε) η Αγριά, που είναι στα ψηλότερα σημεία του οικισμού. Μπορούμε να πούμε ότι οι παραπάνω γειτονιές έχουν σαν κέντρα τους τις δύο εκκλησίες του χωριού, οι τρεις πρώτες την εκκλησία της Παναγίας και οι άλλες δύο την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Επίσης εδώ μπορούμε να πούμε ότι έχουμε άλλες δύο γειτονιές, το Καμπούδι και το Μαυριώτη, που είναι κι αυτές στα ψηλά σημεία του χωριού. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι δύο είσοδοι-έξοδοι του χωριού είναι η κύρια αιτία της απομόνωσης των γειτονιών μεταξύ τους, αν και παλαιότερα η κύρια αιτία ήταν η διαφορετική κοινωνική σύνθεσή τους, δηλαδή γειτονιές πλουσιότερων και φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η Καρυά και το Σταυρί συγκεντρώνουν τα καλύτερα δείγματα παλιών αρχοντικών.

2. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (ΤΥΠΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ)

Κατ’ αρχάς είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή και αυτό φαίνεται και από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής.

Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο, που προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από την απέναντι ακτή. Από τα πετρώματα του νησιού, τα ηφαιστειακά του βορείου τμήματος είναι και τα καλύτερα, κυρίως γιατί συχνά παρουσιάζονται σε μορφή τόφφων με συμπαγή σύσταση και ποιότητα, που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το ξύλο πάλι το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού, από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια.

Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού. (Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού.
(Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που το πάχος τους ποικίλλει από 60-80εκ., είναι όλο πέτρινοι ή βλέπουμε και την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα στην τοιχοποιία κατά το βυζαντινό πρότυπο. Επίσης στον τελευταίο όροφο βλέπουμε λεπτούς τοίχους από μπαγδατί. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται καθαρά όλη η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και το αρμολόγημα. Για την παρασκευή κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στο τέλος του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν χτιστεί με κουρασάνι. Όταν το κονίαμα είναι με ασβέστη, οι αρμοί συνήθως ξεχειλίζουν και διαμορφώνονται έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα λεπτό πλέγμα ή γίνονται επίπεδοι και πλατιοί και σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος της πέτρας. Όπου πάλι χρησιμοποιείται πηλός, οι αρμοί ξεπλένονται γρήγορα και δίνουν την εντύπωση ξερολιθιάς, γι’ αυτό ανάμεσα στις οριζόντιες στρώσεις τα κενά γεμίζονται με πολλές μικρές πέτρες. Για να βελτιώσουν τη συνεκτικότητα του τοίχου στην περίπτωση αυτή, συχνά ενσωματώνουν ξύλινο σκελετό, συνήθως από καστανιές (φριγγί) κυρίως μετά το σεισμό του 1867. Εκτός από τους τοίχους των οικοδομών, οι πελεκάνοι (πετράδες) έχτιζαν και τους χαρακτηριστικούς αναληματικούς ξερότοιχους (σέτια), που συγκρατούσαν το χώμα στις πλαγιές των βουνών κι επέτρεπαν τη δενδροφύτευσή τους σχεδόν ως την κορυφή.

Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος, που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα.

Η κατασκευή των πατωμάτων γίνεται ως εξής: Επάνω στους μακριούς τοίχους του παραλληλεπιπέδου που πρόκειται να καλυφτεί πατούν ως τρεις κορμοί, τα σιμιντούκια ή κιρίζια, χωρίζοντάς το σε μικρότερα ανοίγματα. Πάνω τους πατούν τα δοκάρια, οι κιρισλιμέδες, σε αποστάσεις ως 40εκ. μεταξύ τους και σ’ αυτούς τέλος καρφώνονται τα σανίδια. Η ίδια κατασκευή χρησιμοποιείται και στα δώματα, όπου συμπληρώνεται με την αναγκαία μόνωση. Αυτή αποτελείται συνήθως από ένα στρώμα ξερών φυκιών, 7-10εκ., την κουμιδιά, που σκεπάζεται μ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης. Το χώμα συνήθως το ανανέωναν κάθε φθινόπωρο και κάποτε το συγκρατούσαν με μια σειρά από πλάκες, τα πουπλάτσα. Στην απόληξη των δωμάτων σχηματίζεται συνήθως ένα γείσο από πλάκες που προεξέχουν κατά 10-15εκ. και από πάνω γίνεται μια υπερύψωση με πέτρες που συγκρατούν το χώμα. Μέσα τους ενσωματώνονται πήλινοι σωλήνες, οι τσουρουχλήτες, που λειτουργούν σαν υδρορροές. Οι καπνοδόχοι (πκαρήδες) διαμορφώνονται χαμηλοί και είναι πέτρινοι ή πήλινα ενσωματωμένα δοχεία ή χυτές κατασκευές από λάσπη. Τα δώματα αντικαταστάθηκαν από την τετράριχτη, ξύλινη κεραμωτή στέγη, που τελικά επικράτησε.

 Στις ξύλινες στέγες βασικά μορφολογικά στοιχεία αποτελούν η διαμόρφωση του γείσου, που φτάνει να προεξέχει μέχρι και 50εκ. και του πκαρή, ψηλής και λεπτής καπνοδόχου, που παρουσιάζεται σε πολλές ποικιλίες.

Χαρακτηριστικές ξύλινες κατασκευές είναι επίσης οι λεπτοί, μη φέροντες τοίχοι από τσατμά ή μπαγδατί. Είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται οι μπαγδατόπηχες, ξύλινες οριζόντιες πήχεις ή καλάμια, που σοβατίζονται και από τις δύο μεριές με ασβεστοκονίαμα, εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Το πάχος τους ποικίλλει από 15-20εκ. και χρησιμοποιούνται σαν εσωτερικοί διαχωριστικοί ή σαν εξωτερικοί στον τελευταίο όροφο, οπότε στις γωνιές τα φορτία της στέγης αναλαμβάνονται από ξύλινα κολονάκια που τους πλαισιώνουν. Κάποτε η εξωτερική τους επιφάνεια δεν επιχρίεται, αλλά επενδύεται με οριζόντιες, καλά προσαρμοσμένες σανίδες, που λέγονται πετσώματα. Ο λόγος που προτιμάται η ελαφριά αυτή κατασκευή για τους ψηλότερους ορόφους είναι ότι προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και ότι κυρίως δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η στήριξή τους γίνεται με τους παρακάτω τρεις τρόπους: α) Με μια σειρά προβόλων, που δημιουργούνται από την προεξοχή των δοκαριών του πατώματος, β) Με ξύλινες και αργότερα σιδερένιες αντηρίδες και γ) Με οποιονδήποτε από τους δυο προηγούμενους τρόπους, που στη συνεχεία κρύβεται με καμπύλη κατασκευή φτιαγμένη από τσατμά.

Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μιά περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών. Όσο για τη διαμόρφωση των εξωτερικών οριζόντιων επιφανειών, αυτές συνήθως στρώνονται με πέτρινες πλάκες. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο, που λέγεται ντουσεμές. Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Στην περιοχή της Αγιάσου συναντάμε δύο τύπους κατοικιών: α) Τα αγροτικά καταλύματα και β) το χωριάτικο σπίτι.

α) Τα αγροτικά καταλύματα βρίσκονται έξω από το χωριό, στα περιβόλια, στα κτήματα ή άλλους ερημικούς τόπους. Σχετίζονται αφ’ ενός με τη συγκομιδή της σοδειάς ή είναι καλοκαιρινά εξοχικά. Είναι πολύ απλά, πέτρινα, με μακρόστενο παραλληλεπίπεδο σχήμα και με δώμα, τα παλιότερα, ή με δίριχτη κεραμωτή στέγη. Η είσοδος είναι από τη μεγάλη πλευρά του παραλληλεπιπέδου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η συνήθεια των Αγιασωτών αγροτών να μένουν μακριά από τα μόνιμα σπίτια τους είναι συνδεδεμένη με το πρόβλημα της εργασίας. Με τις ελιές είχαν απασχόληση μόνιμα μέχρι τον Απρίλη και το καλοκαίρι δούλευαν στους μπαχτσέδες, όπου μετέφεραν τη διαμονή τους. Επειδή η πιο πολλή μέρα περνούσε με δουλειά στο ύπαιθρο, σε πολλές περιοχές δεν έχτιζαν μόνιμες κατοικίες, αλλά κάτι πολύ πρόχειρα καταλύματα από φύλα και κλαδιά δένδρων, που τα χαλούσαν, όταν έφευγαν και τα ξανάφτιαχναν τον άλλο χρόνο. Η προστασία που τους προσέφεραν ήταν στοιχειώδης, λίγο ίσκιο το καταμεσήμερο και λίγο ασφαλέστερο βραδινό ύπνο.

β) Το χωριάτικο σπίτι συνήθως είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες, όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του κυρίως σπιτιού, όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται πάντα το κατώγ’, όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, ντάμια για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, μπαίνουν οι περισσότεροι στην αυλή και μερικοί στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Επειδή το ισόγειο και η αυλή είναι για συναφείς χρήσεις, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά ο χώρος του ισογείου μόλις μπεις, κι όπου ξεκινά η σκάλα, λέγεται μεσ’αυλή και πλακοστρώνεται συνήθως με τον ίδιο τρόπο, όπως και έξω. Η αυλόπορτα είναι ξύλινη, δίφυλλη, όπως και η εξώπορτα του σπιτιού. Σπανιότερα η εξώπορτα βλέπει απευθείας στο δρόμο. Τα δύο κύρια δωμάτια του ορόφου ο ουντάς και το μαγειρειό, συνδέονται με το αξάτο, που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα, στην πρόσοψη σχηματίζουν σαχνισίνια, για μεγαλύτερη όσο το δυνατόν εκμετάλλευση χώρου, με τρόπο που δηλώνεται η εσωτερική δομή του σπιτιού. Για να τονιστεί η σημασία του οντά, το σαχνισίνι του προεξέχει περισσότερο, βρίσκεται δε, σχεδόν πάντα, πάνω από την είσοδο, που φέρει καφασωτό για το φωτισμό της μεσ’αυλής. Στη μέσ’αυλή υπάρχει, δίπλα στην είσοδο, το αποχωρητήριο και απέναντι ένα ξύλινο πατάρι, ο σουφάς, για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες που δημιουργεί η έλλειψη αυλής.

Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου. (Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)
Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου.
(Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)

Επίσης βλέπουμε και τριώροφα στενομέτωπα σπίτια. Η χρήση των χώρων σ’ αυτά παραμένει η ίδια, αλλά κάθε όροφος αποτελεί και χωριστό δωμάτιο. Στην όψη δεν υπάρχουν σαχνισίνια, αλλά μικρά ξύλινα μπαλκόνια.

Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα, που δένουν αρμονικά με τον ξύλινο διάκοσμο των ορόφων και τις επιμελημένες ταμπλαδωτές πόρτες. Εντύπωση επίσης προκαλούν οι ευφυείς λύσεις, που επινοούνται για να καλυφτούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σαν φύλλα ντουλαπιών.

Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα. (Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)
Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα.
(Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)

Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει αρχικά το τζάκι, η γωνιά με το ράφι του από πάνω στολισμένο, δύο αντικριστοί καναπέδες κατά μήκος των τοίχων κι ο σουφράς, που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής, ένα ψηλό, περιμετρικό ράφι με όλα τα μπακιρικά και τα πιατικά του σπιτιού πάνω αραδιασμένα, το γυαλοντούλαπο με τα γυαλικά και τέλος το εικονοστάσι με το κρεμαστό καντήλι. Συχνά από το ταβάνι κρέμονται ξερά οπωρικά, σκεύη ή ακόμα και η κούνια του μωρού γι’ αυτό βλέπουμε να υπάρχουν κρίκοι σ’ αυτό. Στο σοφά όπου συγκεντρώνονται τα παράθυρα, υπάρχουν γύρω γύρω τα στρώματα διπλωμένα και ξύλινες κασέλες με το ρουχισμό του σπιτιού και τα προικιά των κοριτσιών. Εκεί κοιμάται η οικογένεια, αλλά και φιλεύονται οι ξένοι.

Το μόνο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το σιντούτσ’. Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό σημάδι της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Σκαλιζόταν από τον ίδιο το νοικοκύρη ή από επαγγελματίες ταγιαδόρους ή από σαμαράδες, συνήθως πάνω σε ξύλο καρυδιάς ή καστανιάς. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του 18ου αιώνα. Τα θέματα τους είναι παρμένα από τη φύση, την παράδοση ή την καθημερινή ζωή και αποδίδονται με τρόπο καθαρά συμβολικό, αποβλέποντας όχι τόσο στην περιγραφική ακρίβεια, αλλά κυρίως στη διακόσμηση. Γι’ αυτό υπάρχει εξάλλου και η ομοιότητα με τα μοτίβα των κεντημάτων. Είναι από τα πιο γνήσια παραδείγματα της ντόπιας λαϊκής τέχνης, το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας με πολύ καλούς μάστορες της τέχνης της ξυλογλυπτικής, που έχουν, μπορούμε να πούμε, σήμερα παγκόσμια ακτινοβολία.

Άλλες κατασκευές που συγκέντρωσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον του Αγιασώτη τεχνίτη είναι οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε είτε έξω από εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους στην είσοδο του χωριού. Η αντιπροσωπευτικότερη είναι αυτή στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Είναι με πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Αποτελεί ένα προσεγμένο τμήμα τοιχοποιίας, που ενσωματώνεται σε μια κοινή τοιχοποιία. Τα στολίδια της είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι), που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά της μέρη.

Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Βλέπουμε λοιπόν ότι επιδράσεις προερχόμενες κυρίως από την ισλαμική Ανατολή, αλλά και από την ευρωπαϊκή Δύση, αφομοιώθηκαν πλήρως στο αγιασώτικο ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται από μία λιτότητα και υπαγορεύεται από την εξυπηρέτηση βασικών λειτουργικών αναγκών.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΩΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 41/1987

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

agiassos_19311206_statistiki-ΑΓΙΑΣΟΣ,ΑΓΙΑΣΣΟΣ,ΒΟΥΡΛΗΣ,ΓΑΜΟΣ,ΓΕΝΝΗΣΗ,ΘΑΝΑΤΟΣ,ΚΑΛΦΑΓΙΑΝΝΗΣ,ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ,ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ,ΚΟΥΡΤΖΕΛΗΣ,ΠΑΓΩΤΕΛΗΣ,ΠΑΤΕΡΕΛΗΣ,ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ,ΦΡΑΝΤΖΗΣ,ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ,ΧΟΥΛΑΡΗ,ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗ

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 06-12-1931