ΤΣΙΛΙΚ ΤΣΟΥΜΑΚ

Όχι, δεν πρόκειται για ξενόφερτο παιχνίδι, τουρκικής προέλευσης, όπως πιθανώς υποθέσατε από το όνομά του. Απλά, πρόκειται για προσαρμογή στο αγιασώτικο ιδίωμα των… ελληνικών λέξεων ξυλίκι-καμάκι, που έτσι κι αλλιώς για μας ήταν και πάλι ακατανόητες. Εμάς όμως δε μας ενδιέφερε η γραμματική ή η γλωσσολογία, αλλά αυτό καθ’ αυτό το παιχνίδι, που ήταν διασκεδαστικότατο και απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία για να κερδίσεις.

Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή. Για το παιχνίδι μας χρειαζόμαστε δυο κομμάτια ξύλο κομμένα, ως συνήθως, από κλαδί ελιάς. Ένα κομμάτι μικρό 10 έως 15 εκατοστά και πάχος 2-3 (το ξυλίκι-τσιλίκ) και μια βέργα μακριά 60 ή 70 εκατοστά και αρκετά γερή, για να παίξει το ρόλο του καμακιού (τσουμάκ). Κατόπιν πελεκούσαμε με μαχαίρι τις δυο άκρες του ξυλικιού, ώστε να γίνουν μυτερές και να μην ακουμπούν στο έδαφος, καθώς το ξυλίκι ήταν πεσμένο χάμω. Κατόπιν χωριζόμαστε σε δυο ομάδες και με ένα “α μπε μπα μπλομ” η μια ομάδα έπαιρνε το … εναρκτήριο λάκτισμα. Διαλέγαμε ένα επίπεδο χώρο, συνήθως στο γήπεδο ή στα παραδιπλανά χωράφια και άρχιζε το… ματς.

Ο πιο τεχνίτης από την κάθε ομάδα αναλάμβανε να ξεκινήσει το παιχνίδι. Με ένα επιδέξιο σιγανό χτύπημα με το καμάκι στην άκρη του ξυλικιού το αναγκάζαμε να αναπηδήσει από το χώμα και καθώς βρισκόταν στον αέρα με ένα ακόμη πιο επιδέξιο δυνατό χτύπημα προσπαθούσαμε να το εξακοντίσουμε, όσο πιο μακριά γινόταν. Υπήρχε μάλιστα η δυνατότητα τα χτυπήματα να είναι διπλά, δηλαδή, μετά το πρώτο χτύπημα και πριν πέσει στο χώμα το ξυλίκι, να ακολουθήσει δεύτερο, που το έστελνε ακόμα πιο μακριά. Η ίδια κίνηση επαναλαμβανόταν τρεις φορές και εάν τα χτυπήματα ήταν επιτυχημένα, το ξυλίκι βρισκόταν ήδη στην άλλη άκρη του χωραφιού. Το βραβείο των νικητών τώρα δεν ήταν, όπως στα αρχαία χρόνια, ένα στεφάνι αγριελιάς, αλλά έπρεπε να κουβαλήσουν οι ηττημένοι τους νικητές στην πλάτη τους μέχρι το σημείο που βρισκόταν πεσμένο το ξυλίκι. Η σειρά τώρα της άλλης ομάδας να κάνει τα χτυπήματα, για να επακολουθήσει η ανάλογη καβαλαρία. Εάν όμως τα χτυπήματα ήταν αντικανονικά ή άστοχα, τότε έχανες τη σειρά σου και οι ρόλοι αντιστρέφονταν.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επειδή όμως οι κανόνες του παιχνιδιού δεν ήταν γραπτοί, σαφείς και απαράβατοι, μπορείτε εύκολα να αντιληφθείτε τι καβγάδες και τι αμφισβητήσεις γινόντανε για κάθε χτύπημα, με αποτέλεσμα να χαλάει ο κόσμος από τις φωνές και τις αντεγκλήσεις των διαφωνούντων. Τα “ζούτζία” (οι απάτες στο παιχνίδι) όμως ήταν στην καθημερινή διάταξη – έτσι κι αλλιώς όλοι λίγο πολύ ήμαστε ζουντζιάρηδες- και τους κανόνες του κάθε παιχνιδιού τους φτιάχναμε και τους τροποποιούσαμε καθημερινά, για να μπορούμε και εύκολα να τους… παραβαίνουμε.

Κάπως έτσι όμως δεν είναι και η ζωή των μεγάλων; Γιατί να περίμενε κανείς από μας τα παιδιά να ήμαστε συνεπέστερα; Εμείς, κατά κανόνα, μιμούμαστε τους μεγάλους, γι’ αυτό και ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια ήταν ο πόλεμος ή το κλέφτες και αστυνόμοι, βρομοδουλειές των μεγάλων δηλαδή.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 96/1996

ΤΑ ΚΛΙΨΙΜΑΤΑ

Οχι! Μη φανταστείτε πως το παιχνίδι μας αυτό είχε καμιά σχέση με την αρχαιότατη… τέχνη της κλοπής. Εμείς δεν παίζαμε καν το αγαπημένο παιχνίδι των πόλεων “κλέφτες και αστυνόμοι”, γιατί απλούστατα στο χωριό δεν είχαμε τέτοιου είδους εμπειρίες.

Τα “κλιψίματα” ήταν απλά ένα παιχνίδι τεχνικής και άσκησης των δέκα δακτύλων, ό,τι χρειαζότανε δηλαδή για τις κρύες μέρες του χειμώνα, που τα χιονισμένα καλντερίμια της Αγιάσου προσφερότανε μάλλον για σκι παρά για τρέξιμο και παιχνίδι. Ένα κομμάτι σπάγκος ως ένα μέτρο μακρύς ήταν το μόνο πράγμα, που χρειαζόμαστε, εκτός βέβαια και από έναν τουλάχιστο πρόθυμο συμπαίκτη. Από εκεί και πέρα η διάρκεια και η ποικιλία του παιχνιδιού εξαρτιόταν από την ευλυγισία των δακτύλων, τη φαντασία, τη δοκιμή, την επανάληψη και τέλος την… αποτυχία.

Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο σαφέστερος, αν και η όποια δύναμη της περιγραφής δεν είναι ικανή να δώσει παραστατικά όλη αυτή την πολύπλοκη διαδικασία του παιχνιδιού. Δέναμε λοιπόν τις δυο άκρες του σπάγκου και σχηματιζόταν ένας κύκλος. Κατόπιν πλέκαμε την κλωστή ανάμεσα στα δάκτυλα και των δύο χεριών με ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο και καλούσαμε το συμπαίκτη να μεταφέρει την κλωστή (να την “κλέψει”) στα δικά του δάκτυλα, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο πολύπλοκο… γεωμετρικό σχήμα. Οι κινήσεις ήταν βέβαια προκαθορισμένες και βγαλμένες από προηγούμενη εμπειρία, αλλά η τεχνική και η φαντασία έπαιζαν το δικό τους ρόλο για το σχήμα, που θα προέκυπτε κάθε φορά και δεν μπορούσαμε να το προκαθορίσουμε. Στην επόμενη φάση ο σπάγκος με καινούργιο “κλέψιμο” επέστρεφε στα δάκτυλα του πρώτου παίκτη με ένα καινούργιο πάλι σχήμα, συνήθως πιο πολύπλοκο από το προηγούμενο.

Νηματοπαίγνιο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Νηματοπαίγνιο
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Η μεταφορά του σπάγκου από τον ένα συμπαίκτη στον άλλο συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, μέχρι να γίνει κάποιο λάθος στο “κλέψιμο”, να μπερδευτεί ο σπάγκος και να διαλυθεί το σχήμα, οπότε φτου και από την αρχή μέχρι… να βαρεθούμε το παιχνίδι. Εντωμεταξύ όμως είχαμε προλάβει να ονοματίσουμε κάθε σχήμα, που προέκυπτε, με ονόματα που εξήπταν την παιδική μας φαντασία και βλέπαμε στα δάκτυλά μας με τη βοήθεια του σπάγκου, να σχηματίζονται διαδοχικά πότε το ποταμάκι, πότε η κρεβατή (ο αργαλειός), πότε η πολυθρόνα, πότε το κρεβάτι, πότε η ξαπλωτήρα κλπ. κλπ.

Ύστερα από αυτά, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως το παιχνίδι είναι η πνευματική τροφή του παιδιού και πως μ’ αυτό οξύνει τις αισθήσεις του, πλάθει τα συναισθήματά του, καλλιεργεί τη φαντασία του και γενικά μορφοποιεί το χαρακτήρα του; Και δεν είναι ανάγκη τα παιχνίδια να είναι πολύπλοκα, πανάκριβα, ηλεκτρονικά ένα κομμάτι σπάγκος και λίγη φαντασία είναι αρκετά για να γεμίσουν την παιδική ψυχή με χιλιάδες εικόνες και όνειρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 95/1996

ΓΗ ΚΑΡΔΙΣΤΙΡΓΙΑ

Πενία τέχνας κατεργάζεται” λέγανε πολύ σοφά οι Αρχαίοι. Γι’ αυτό και μεις, γνήσιοι απόγονοι τους, μια και λόγω πενίας δεν είχαμε παιχνίδια αγοραστά, τέχνας κατεργαζόμαστε. Και η φαντασία και η εφευρετικότητά μας έκαναν θαύματα. Τα πιο απλά υλικά στα χέρια μας, χρησιμοποιώντας πάντα και την πείρα των μεγαλυτέρων, μετατρέπονταν σε πολύπλοκες κατασκευές, που όξυναν το νου, καλλιεργούσαν τη δεξιοτεχνία των χεριών και τελικά μας διασκέδαζαν ανέξοδα.

Για παράδειγμα, τι μπορείς να κάνεις με ένα καρύδι, εκτός από το να το σπάσεις και να το φας; Μα μπορείς με λίγη υπομονή και πολύ κόπο να το μετατρέψεις σε “καρδίστιργια”. Όλα τα υλικά που χρειάζονταν ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν. Και φυσικά σαν τις συνταγές της μαμάς, χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο ξερό καρύδι, που έπρεπε να τριφτεί ώρα πολλή πάνω σε άγρια πέτρα από τις δυο πλάγιες μεριές του, ώστε να λεπτύνει το φλούδι μονάχα στο σημείο αυτό.

Κατόπιν με ένα μυτερό σουγιά ή άλλο ανάλογο εργαλείο ανοίγαμε δυο τρύπες αντικριστές, ίσα ίσα να χωράει ένα ξύλο στο πάχος και στο μήκος ενός μολυβιού. Κατόπιν από τις τρύπες ξεκουφαίναμε (αδειάζαμε) το περιεχόμενο του καρυδιού, ώστε να μείνει μόνο το εξωτερικό σκληρό περίβλημα, ό,τι έπρεπε δηλαδή, για να μεταβληθεί το άδειο πλέον καρύδι σε ηχείο. Μια τρίτη τέλος τρύπα μικρότερη έπρεπε να ανοιχτεί σε ένα ακόμα σημείο, στο κέντρο του καρυδιού.

Τώρα δεν έμενε πια παρά να βρούμε ευκαιρία να κλέψουμε το σφοντύλι (ένα μικρό κομμάτι ξύλο σε σχήμα κουραμπιέ) από το αδράχτι της γιαγιάς. Το αδράχτι ήταν το ξύλινο εκείνο εργαλείο, με το οποίο έκλωθαν το νήμα οι παλιές γυναίκες του χωριού. Και στις δυο περιπτώσεις το σφοντύλι έπαιζε το ρόλο του εξισορροποιητικού βαριδιού. Εάν λοιπόν εξασφαλίζαμε και το σφοντύλι, το παιχνίδι μας ήταν σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει και να δώσει εκείνον το μελωδικότατο (για τα δικά μας βέβαια αυτιά!) ήχο κρρρ-κρρρ-κρρρ.

Πώς γινόταν τώρα όλη η συνδεσμολογία. Πώς λέμε στις συνταγές τρόπος παρασκευής; Παίρναμε ένα μικρό και γερό κομμάτι σπάγκο. Τον περνούσαμε από τη μικρή τρύπα του καρυδιού και τον δέναμε σφιχτά στη μέση του ξύλου που είχε σχήμα και μέγεθος μολυβιού, όπως προαναφέραμε. Κατόπιν περνούσαμε το ξύλο στις δυο αντικριστές τρύπες του καρυδιού και τέλος στην κορυφή του ξύλου προσαρμόζαμε σφιχτά το σφοντύλι για αντίβαρο. Το παιχνίδι μας τώρα ήταν έτοιμο να λειτουργήσει.

Η καρδίστιργια (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Η καρδίστιργια
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με τα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού κρατούσαμε σταθερά το καρύδι από τις δυο κορυφές και με το δεξί χέρι τραβούσαμε το σπάγκο, που προηγουμένως είχαμε προσεκτικά τυλίξει γύρω στο ξύλο. Πριν καλά καλά ξετυλιχτεί, χαλαρώναμε το τράβηγμα και με την αδράνεια τυλιγότανε ξανά στο ξύλο, αλλά ανάποδα. Και η κίνηση αυτή συνεχιζόταν αδιάκοπα (τράβηγμα-χαλάρωμα) μέχρι που ή να κάνεις κάποιο λαθεμένο χειρισμό ή…να σε κατσαδιάσει κανένας μεγάλος, που τον ενοχλούσε το διαρκές κρρρ-κρρρ, που ακουγότανε, καθώς στριφογύριζε η όλη κατασκευή.

Αλλά αυτή ήταν η μοίρα μας. Πού να καταλάβει ο κάθε μεγάλος ότι η μελωδία της ευτυχίας δεν είναι απαραίτητα Μότσαρτ, αλλά μπορεί να είναι ένα διαρκές κρρρ-κρρρ, αρκεί να βγαίνει από μια καρδίστιργια, που την έκανες μόνος σου και με τόσο κόπο!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 92/1996

ΤΟ ΖΑΖΑΡ

Όλοι έχουμε ενοχληθεί μέσα στη νύχτα από το μονότονο θόρυβο, που κάνει με το πέταγμά του το κουνούπι, καθώς μας πλησιάζει με τις… γνωστές του ρουφηχτικές διαθέσεις. Οι Ιταλοί τα κουνούπια τα λένε ζανζάρες (προφανώς ηχοποίητη λέξη).

Ζαζάρ’ λέγαμε και μεις το απλό παιχνίδι που κατασκευάζαμε για τις κρύες μέρες του χειμώνα, τότε που το χιόνι και τα παγωμένα καλντερίμια της Αγιάσου δε μας επέτρεπαν και πολλές εξόδους. Και το όνομα “ζαζάρ” το οφείλει σαφώς στον οξύ και θυμωμένο ήχο του αέρα που δημιουργούσε, καθώς στριφογύριζε σαν τρελό στα επιδέξια χέρια μας.

Τα υλικά που χρειαζόμαστε ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν και η διάθεση για παιχνίδι πάντα απεριόριστη. Ένα κομμάτι γερός σπάγκος και ένα μεγάλο κουμπί από παλτό ήταν ό,τι έπρεπε. Όταν βέβαια η γιαγιά θα χρειαζόταν το παλτό της για τις έτσι κι αλλιώς σπάνιες εξόδους της κι αν έλειπε κάποιο κουμπί, τι πείραζε!

Περνούσαμε λοιπόν το σπάγκο στις δυο τρύπες του κουμπιού και μετά δέναμε τις δυο άκρες. Κατόπιν περνούσαμε στο μεσαίο δάχτυλο του κάθε χεριού τις δυο άκρες της θηλιάς και το κουμπί βρισκόταν στο μέσον της όλης κατασκευής. Με τον ελεύθερο τώρα δείκτη και αντίχειρα δίναμε περιστροφική κίνηση στο κουμπί, ενώ αρχίζαμε αργά και μεθοδικά να τεντώνουμε και να χαλαρώνουμε το σπάγκο. Το κουμπί άρχιζε να περιστρέφεται μια δεξιά με το τέντωμα, μια αριστερά με το χαλάρωμα και η ταχύτητα περιστροφής, που ολοένα μεγάλωνε δημιουργούσε το γνωστό θυμωμένο σφύριγμα του βοριά, που έτσι κι αλλιώς λυσσομανούσε έξω τις άγριες χειμωνιάτικες μέρες.

Το «ζαζάρ'» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «ζαζάρ’» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μερικές φορές τη θέση του κουμπιού έπαιρνε ένα κομμάτι ντενεκές 5×5 εκατοστά τετράγωνος με λυγισμένες τις γωνίες και δυο τρύπες στη μέση. Ο θόρυβος στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερος λόγω των λυγισμένων γωνιών και ήθελε πολύ γερό σπάγκο, γιατί αν έσπαζε, ο ντενεκές εκσφεντονιζότανε μακριά και… όποιον πάρει ο χάρος. Συνήθως την πλήρωνε κανένα δάχτυλο του ίδιου του παίχτη, αλλά ποιος φοβόταν τα αίματα!

Αρκεί που το “ζαζάρ” στριφογύριζε θυμωμένο στα χέρια μας και άφηνε τη φωνή του σαν του θυμωμένου φιδιού, που προσπαθεί να τρομάξει τον εχθρό του. Και μεις, αν θέλαμε να απειλήσουμε κάποιον, που μας ενοχλούσε, είχαμε την κατάλληλη φράση για την περίπτωση. “Κάτσι καλά, ε Δμήτ’, γιατί θα ζαζαρίξου τον στσυλον μ’ τσι θα σι κάν’ θρούβαλου” (κάτσε ήσυχα, Δημήτρη, γιατί θα αγριέψω το σκύλο μου εναντίον σου και θα σε κάνει κομμάτια). Βλέπεις και ο υπόκωφος βρυχηθμός του θυμωμένου σκυλιού έμοιαζε με τον ήχο του “ζαζαριού” και η λέξη “ζαζαρίζου” ήταν η πιο κατάλληλη, για να εκφράσει αυτή την απειλή.

Να που ήμαστε και γλωσσοπλάστες και διαμορφώναμε με τα παιχνίδια μας το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91/1995