ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ – ΑΓΙΑΣΟ

Τις μεταμεσονύκτιες ώρες της Κυριακής, προεκλήθη από έναυσιν ηλεκτρικών καλωδίων πυρκαϊά, εις το εμπορικό κατάστημα του

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΕ ΘΕΡΜΗ - ΑΓΙΑΣΟ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 27-01-1970

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΑΓΡΙΤΗΣ. Ο κορνετίστας και τρομπονίστας της χτεσινής Αγιάσου

Στις 7-9-2002 είχα την ευκαιρία και συνάμα τη χαρά να πάρω συνέντευξη στην Αγιάσο από τον απόμαχο μουσικό Δημήτριο Ιωάννου Αγρίτη, τον οποίο επισκέφτηκα και δεύτερη φορά, στις 3-1-2003, στο σπίτι του, στην οδό Έλλης, της συνοικίας Αϊ-Γιάννης, για συμπληρωματικά στοιχεία. Επιδίωξή μας να ευαισθητοποιήσουμε με τον τρόπο αυτό τους Αγιασώτες και όχι μόνο, να καλλιεργήσουμε την αρχειακή συνείδηση, να συγκεντρώσουμε χρήσιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, φωτογραφικό, και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουμε.
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 18 Ιουλίου 1917. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Αγρίτης, που είχε το παρατσούκλι Πατσά, και η Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’), κόρη του Νικολάου Ιωάννου Κουλαξίζη ή Κουλαξιζέλη και της Φωτούδας Καραγιάννη. Η Παναγιωτούδα ήταν γνωστή και ως Ιν’κόλινα, από το μικρό όνομα του πατέρα της, που το πήρε και το ψυχοπαίδι, ο Παναγιώτης Κουλαξιζέλης ή Γιαννάκας (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’). Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης και συγγένευε με τους άλλους Αγρίτες της Αγιάσου. Η μάνα μου εκτός από καλή νοικοκυρά ήταν και φημισμένη γιάτραινα. Ήξερε από στραμπουλίγματα και σπασίματα χεριών και ποδιών, θεράπευε τον «αφαλό» και έβγαζε από τα μάτια των ραβδιστάδων «αχνούς». Κάποτε, μάλιστα, γιάτρεψε από μόλυνση το μάτι του σιδερά Ζαχαριά Βατρικά, που οι γιατροί της Αθήνας ήθελαν να το βγάλουν και στη θέση του να βάλουν γυάλινο, όπως ήταν τότε της μόδας. Χρησιμοποιώντας κουκούλι μεταξοσκώληκα, αφαίρεσε με μια δυο επιδέξιες κινήσεις το σφηνωμένο σιδεράκι, επάλειψε το μάτι με ασπράδι αβγού και το θάμα έγινε!

 

Μικρότερος μου αδερφός ήταν ο Κώστας. Αυτός γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμιβρίου 1920 και συχωρέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 68 χρονών. Είχε θήλωμα κύστης, που εξελίχτηκε σε καρκίνο, ο οποίος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες. Υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρήσεις και υπόφερε. Σύζυγός του ήταν η Άρτεμη, η κόρη του Τζάνου και της Γιαννούλας Κουδουνέλη. Παιδιά τους ο Δημήτριος και η Παναγιώτα, που μένουν στο Παλαιό Φάληρο, στην Παναγίτσα.

 

Με βάφτισε η Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Αντωνίου Διαμαντή, το γένος Ευστρατίου Κασέτα, που ήταν στολιδού και πάντα καλοφορεμένη. Μου έδωσε τ’ όνομα του παππού μου, αλλά και του γιου της Δημητρίου, ο οποίος πέθανε από βλογιά. Είχε και έναν άλλο γιο στην Αμερική, το Στρατή. Το παρατσούκλι Παγώνα, που το έχω μόνο εγώ, το οφείλω στο εξής περιστατικό. Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, στην Κατοχή, παίζοντας μια μέρα χαρτιά με το Σταύρο Μπεγιάζη και με το Χριστόφα Συκή, στο καφενείο του δευτέρου, που ήταν στο χώρο του τωρινού σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου, στην Αγορά, έχανα, νεύριαζα και θύμωνα. Ο Συκής, σε κάποια στιγμή, για να με πικάρει περισσότερο, είπε: Θα σι κάνου, Δημητρό, να κλαις σαν του παγόν’! Έτσι από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι σφραγίδα και το Αγρίτης παραμερίστηκε. Πρέπει όμως να βοήθησε στην καθιέρωση και κάτι άλλο. Ντυνόμουνα όμορφα, μερακλίδικα, και φορούσα παπούτσια που έτριζαν. Κάποιοι κοροϊδευτικά έλεγαν: Κ’νιέτι σαν του παγόν’!

Default 4
Ο Δημητριος Αγρίτης πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια. (PHOTO-OLYMPE ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΜΠΑ ΑΓΙΑΣΣΟΣ)
Τέλειωσα το Δημοτικό στην Αγιάσο. Ήθελα να προχωρήσω, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και τα μάθαινα τα γράμματα, αλλά δεν είχαμε παράδες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Στυλιανίδης. Δασκάλους είχα τον Ευστράτιο Φωτεινέλη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, τον Ηλία Λίβανο (Μπασμπάλη) και το Στρατή Κολαξιζέλη (Κακάβη). Συμμαθητές και συμμαθήτριές μου ήταν ο Βασίλειος Αϊβαλιώτης, ο Δημήτριος Βασιλάκης (Αριστίγια), ο Στρατής Γαββές, η άτυχη Έλλη Ηλιογραμμένου, η Έλλη Παναγιώτου Τάλιου-Παγωτέλη, η Ελένη Τσιβγούλη-Αναστασέλη, η Μύρτα Νιγδέλη-Καβαδέλη, η Μαριάνθη Δημητρίου Ψύρρα και άλλοι.

 

Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπρεπε και εγώ να δουλέψω, όπως και άλλα

παιδιά. Είχαμε κάνει ομάδα και πηγαίναμε στα ξύλα, στο δάσος της Μεγάλης Λίμνης, αλλά και στο Αζόπ, από τα Καμπιά. Τα πουλούσαμε στους φουρνάρηδες, 25 δραχμές το γομάρι. Ο Παναγιώτης Χαλέλης εκτός από τα χρήματα έδινε και ένα παξιμάδι. Στην ομάδα ήμασταν Μπουτζαλιώτες, ο Κομνηνός (Κουμέλ’) Παρασκευαϊδης (Κουλούντζ’), ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που ήταν εγγονός του μουσικοδιδάσκαλου Κομνηνού Αμανίτη, οι Γεωργαντήδες ή Νταλάδες, ο Κώστας και ο Στρατής, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Βασίλειος Χρυσάφης (Μπαγνέζος) και ο Τζάνος Κουρός (Κ’τσάφτ’ς). Παράλληλα με τη δουλειά, ανάλογα με την εποχή, μας απασχολούσαν και άλλα. Μαζεύαμε «αξ’νηθρουγούλια» και καμπανάρια, που έμεναν στα αμπέλια μετά τον τρύγο. Εγώ είχα το γάιδαρο του ράφτη Κομνηνού Τσουκαρέλη και με αυτόν κουβαλούσα τα ξύλα.
 

Αυτός που με παρότρυνε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που έπαιζε βιολί, όπως και ο παππούς του. Μια μέρα, που είχαμε πάει μαζί στα ξύλα, μου πρότεινε ν’ αγοράσω ένα μουσικό όργανο. Η ιδέα του μου άρεσε, αλλά με προβλημάτισε το είδος του οργάνου. Τελικά αποφάσισα και αγόρασα μια κορνέτα, μια τρόμπα. Πήγα, σε ηλικία δεκαεφτά περίπου χρονών, στον Ευστράτιο Ρόδανο (Άννα) και παρακολούθησα συστηματικά μαθήματα. Έδινα 25 δραχμές το μάθημα. Επιθυμία μου ήταν να μου γράψει σκοπούς, για να βγαίνω να παίζω. Θυμάμαι που μου έγραψε το σκοπό «Τα ξύλα». Αργότερα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, προχωρούσα μόνος μου.

Default 9
Το δελτίο ταυτότητας του Δημητρίου Αγρίτη, ως μέλους του Σωματείου Μουσικών Λέσβου (23-12-1955)
 

Αρχικά συνεργάστηκα ως μουσικός με το βιολιτζή Κομνηνό Παπουτσέλη, με τον Προκόπιο Μπουρλή, που ήταν φούρναρης, αλλ’ έπαιζε και μπάσο, και με το σαντουριέρη Κωστή Καχιλέλη. Αν δεν κάνω λάθος, πρωτοέπαιξα το 1937 στο καφενείο του Αγγελή Καραγιάννη, που ήταν στη θέση του σημερινού καφενείου του Σταύρου Ψαρρού. Προπολεμικά επίσης πήγαινα στο Αμπελικό και συνεργαζόμουνα με τους ντόπιους Βερβέρηδες (Φράγκους), τους γιους του καφετζή Νικολάου Βερβέρη (Φράγκου), τον Αντώνη, που έπαιζε κλαρίνο, και το Σωκράτη, που έπαιζε βιολί. Στο χωριό αυτό γίνονταν τα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου και συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Το 1938, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το Αμπελικό, πληροφορήθηκα πως στο χωριό μας έγινε ένα φοβερό έγκλημα, με θύματα συγγενείς του Νικολάου Καζαντζή (Καρακάση).

 

Ήμουνα της κλάσης του 1938 και στις 28 Οκτωβρίου κατατάχτηκα στον 7ο Λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού Μυτιλήνης, στο οποίο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μπαλής. Το 22ο Σύνταγμα Πεζικού μαζί με το 18ο Σύνταγμα Σάμου και με το 23ο Σύνταγμα Χίου ανήκαν στη XIII Μεραρχία. Ως μουσικός πήγα στη στρατιωτική μπάντα. Λοχαγό στον 7ο Λόχο είχα το Μανόλη Οικονομάκη. Επιλοχεύων ήταν κάποιος Μαρινάτος, από τη Μόρια. Θυμάμαι πως στον 6ο Λόχο, διοικητής του οποίου ήταν ο λοχαγός Τριχιάς, υπηρετούσε ως δόκιμος ο συχωριανός Γεώργιος Πασχαλίδης, που ήταν ο πιο μερακλής αξιωματικός. Στον 6ο Λόχο υπηρετούσε τότε και ο Σαμιώτης ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Μελαχρινίδης, που αργότερα εκτελέστηκε στο μέτωπο της Αλβανίας. Η μπάντα έδρευε στον Άγιο Γεώργιο Μυτιλήνης, στο Τζαμί. Απέναντι ήταν το σπίτι του διοικητή της Ασφάλειας Γαλούση. Στην μπάντα υπήρχαν μόνιμοι και κληρωτοί. Από τους μόνιμους Λέσβιους θυμάμαι το δεκανέα Ευστράτιο Μυρσίνη, από το Πλωμάρι, ο οποίος αργότερα αποστρατεύτηκε ως ταγματάρχης, το δεκανέα κορνετίστα Θεόδωρο Παπά, από το Μεσαγρό, και τον ανθυπασπιστή Μανόλη Συκά, από τον Πολιχνίτο. Κληρωτοί στην μπάντα ήμασταν οι Σαμιώτες Πρόδρομος Σοφατζής και Ιωάννης Διακογεωργίου, οι Πλωμαρίτες Γεώργιος Πατρέλης και Ιωάννης Παντελέλης, ο Δημήτριος Μπουρλέλης ή Στεριανέλης, από την Πλαγιά, ο Χαράλαμπος Γιάννου, από το Μανταμάδο, ο Στρατής Κουτσaφτής, από το Μεσαγρό, ο δεκανέας Ερμόλαος Ζωγράφος, από τον Παλαιόκηπο, ο Όμηρος Μεταξάς από την Ερεσό, γιος του κλαριντζή Κώτσου Μεταξά, οι Τουρκογιάννηδες, ο Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Παλαιοκηπιανός Κώστας Τσόλος, ο Αμπελικιώτης Σωκράτης Βερβέρης ή Φράγκος και ο Κατωτριάτης Χαράλαμπος Δάλας, ο πατέρας των αδελφών Δάλα, οι οποίοι κάνουν σήμερα γεωτρήσεις.

 

Στη Μυτιλήνη υπηρέτησα 28 μήνες. Έπρεπε ν’ απολυθώ το 1940, αλλά εντωμεταξύ κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και με κράτησαν. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω μουσική. Ανανεώναμε το ρεπερτόριο της Μεραρχίας. Με την κήρυξη του πολέμου ήρθαμε για ένα διάστημα στους Λάμπου Μύλους, αλλά μετά κατεβήκαμε πάλι στη Μυτιλήνη. Εμείς, οι άντρες της μπάντας, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Μέλαγκας, στον πύργο του Μαν’τάπ’. Ο Εφοδιασμός ήταν στη Σκούντα. Αποστολή μας ήταν η ψυχαγωγία των οπλιτών. Στη Μυτιλήνη παραβγάζαμε τους στρατιώτες, που προορίζονταν για το μέτωπο και που έφευγαν με μεταγωγικά. Αρχιμουσικός μας ήταν ο Γεράσιμος Κανιόρος, ο οποίος ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα και ήρθε στη θέση του ο επίσης μόνιμος Λάκης Κυριακίδης, ο οποίος έπαιζε κορνέτα.

 

Τέλη του 1940 είχαμε έρθει με το καράβι «Έλλη» 10 έφεδροι της μουσικής στον Πειραιά, για να προωθηθούμε στο Σύνταγμά μας, αν και έπρεπε να περιμένουμε σχετική διαταγή. Ανάμεσά μας ήταν ο δεκανέας Δημήτριος Μπολέτης, από το Μαρούσι, και ο Αθηναίος Μίμης Μακρίδης, που έπαιζε κορνέτα. Πήγαμε στην Αθήνα, στο Φρουραρχείο, αλλά δεν μπορούσαν να μας στείλουν στο μέτωπο, όπου ήταν η μονάδα μας, γιατί δεν είχε εκδοθεί ακόμη η σχετική διαταγή. Γυρίζαμε από εδώ και από εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά ζητήσαμε ακρόαση και παρουσιάστηκα αυτοπροσώπως στον Παπάγο, ο οποίος ενέκρινε την αναχώρησή μας για το μέτωπο. Στο Γουδί μας έδωσαν από δυο μουλάρια. Ταξιδέψαμε με το τρένο και φτάσαμε στη Φλώρινα, τη μέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά του 1941. Μέσω Κρυσταλλοπηγής φτάσαμε με τα ζώα στην Κορυτσά, από όπου μας έστειλαν σε αποδεκατισμένες μονάδες. Πρέπει να πω πως δεν είχαμε κανονική εκπαίδευση στα όπλα.

 

Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 ήμουνα στην Αλβανία, αποσπασμένος στη X Μεραρχία. Θυμάμαι την Άνω Μογλίτσα, την Κάτω Μογλίτσα, το Μοράβα… Αρρώστησα και αναγκάστηκαν να με κατεβάσουν σε ορεινό χειρουργείο και στη συνέχεια να με προωθήσουν στο Αναρρωτήριο της Κορυτσάς «Τούρτουλη», γιατί μου βρήκαν 140 σφυγμούς. Τελευταία πήγαμε στην Κομμένη Πέτρα, στο ύψωμα 2800. Από τα Τίρανα μας χώριζε ένα ύψωμα.

 

Με την επίθεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας και την είσοδό τους στη χώρα, οπισθοχωρήσαμε και εμείς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εγώ με το Σαμιώτη Ιωάννη Διακογεωργίου ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Κομμένη Πέτρα, φτάσαμε στα σύνορα και θέλαμε να κατεβούμε στην Αθήνα. Προτού φτάσουμε στην Καλαμπάκα, συναντήσαμε Γερμανούς και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Οι Γερμανοί έσπαζαν τα όπλα και τα πετούσαν. Εδώ υπήρχαν σταθμευμένα στο δρόμο λεωφορεία, ένα από τα οποία, μάλιστα, έγραφε «ΑΓΙΑΣΟΣ». Οι Γερμανοί μας διέταξαν να τα βγάλουμε από το δρόμο, για να περάσουν τ’ άρματά τους. Φορούσαμε τα στρατιωτικά ρούχα, γιατί δεν ήταν εύκολο να προμηθευτούμε άλλα. Πεινούσαμε και για να επιβιώσουμε αναγκαζόμασταν να κλέβουμε. Φτάσαμε στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Εδώ σούβλιζαν αρνιά και πουλούσαν κρέας, αλλά δεν είχαμε χρήματα για ν’ αγοράσουμε. Μετά από μέρες κατεβήκαμε στο Σταθμό Λαρίσης και στη συνέχεια στον Πειραιά, στα Καμίνια. Εδώ συνάντησα το συχωριανό μου Κώστα Πανάγη. Για να εξοικονομήσουμε τα προς το ζην ζητιανεύαμε. Ο Κώστας είχε τυλίξει το πόδι του με επίδεσμο και έκανε τον τραυματία και εγώ έκανα πως τον υποβάσταζα, για να πετύχει το κόλπο. Κάποια οικογένεια συγκινήθηκε, μας έδωσε κατάλυμα και μας περιέθαλψε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες. Όταν προθυμοποιήθηκαν να φροντίσουν και το πόδι του «τραυματία», αλλάζοντας τους επιδέσμους, είπαμε πως την προηγούμενη μέρα πήγαμε κάπου και έκαναν αλλαγή οι Γερμανοί. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μη ρεζιλευτούμε.

Default 12
Ως κιθαρίστας ο Δημήτριος Αγρίτης (δεύτερος από δεξιά) με ξένους μουσικούς και με τραγουδίστρια, στο Κέντρο διασκέδασης ( Πάρκο της Καρυάς), που εκμεταλλευόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης.
 

Για να πάμε στο νησί, έπρεπε να εξοικονομήσουμε τα ναύλα μας. Ο Παναγιώτης Γλεζέλης, ο πλούσιος συμπατριώτης μας, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος της Ford, έδινε από ένα πενηντάρι στους Αγιασώτες. Με καΐκι ήρθαμε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Μαριγλής, ο γιος του Ευριπίδη, και εγώ. Από το Πλωμάρι όμως δεν ξέραμε να έρθουμε στην Αγιάσο με τα πόδια, γιατί ήταν νύχτα. Ο Μαριγλής έδωσε σ’ έναν Πλωμαρίτη 200 δραχμές και μας έφερε στ’ αγιασώτικα. Φτάσαμε χαράματα στο «Σκουτ’νό» στο κτήμα του Καραγιάννη (Ατζιλέλ’). Από εκεί και πέρα ήξερα το δρόμο.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκα ως μουσικός. Συνεργάστηκα με το Γεώργιο Ζαφειρίου (Ζουγή), με τον Προκόπιο Μιχαήλ Σουσαμλή, με το Ραφαήλ Σουσαμλή και με το Θεόφιλο Ψύρρα. Κάθε Σαββατοκύριακο παίζαμε σε χωριά και επιστρέφαμε στην Αγιάσο τη Δευτέρα. Παίρναμε ως αμοιβή από ένα σακίδιο «τσολάκια». Τότε δεν είχε πολλά παπούτσια. Ο συνάδελφος Ραφαήλ Σουσαμλής μας είχε κάνει «τσοκαρέτες», που ήταν ένα είδος τσόκαρα με μεντεσέδες από κάτω. «Τσοκαρέτες» έφτιαχνε και ο Θεόδωρος Καραμανλής, ο Ανανίας. Τα παπούτσια, για να μη χαλάνε, τα είχαμε στα σακίδια και τα φορούσαμε, όταν φτάναμε κοντά στο χωριό. Τα «τσολάκια» τα δίναμε στο Γεώργιο τον Κλόκα, τον μετέπειτα οπωροπώλη και φιστικά. Παίρναμε σιτάρι, το κάναμε «κουρκούτη» με το μύλο και τη μαγειρεύαμε.

 

Πηγαίναμε σε πολλά χωριά, στο Αμπελικό, στα Βασιλικά, στα Βατερά, στο Βούρκο, στη Βρίσα, στη Μόρια, στα Μυστεγνά, στα Πάφλα, στη Σκάλα Πολιχνίτου, στο Πλωμάρι, όπου υπήρχαν πλούσιοι γλεντζέδες, όπως ο Γεώργιος Δαδιώτης, ο Λαγουμίδης ή Λαγός και άλλοι, στο Καμένο χωριό, όπου παραθέριζαν οι Πλωμαρίτες, και αλλού. Ο Λαγός, όταν ύστερα από πολλά χρόνια μας συνάντησε, μας είπε: Δεν ήξερα πως το γήρας είναι η πιο μεγάλη ασθένεια! Μόνο στην Ερεσό και στο Σίγρι δεν πήγαμε. Ήμασταν γυρολόγοι. Στα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου παίρναμε πολλά χρήματα.

Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από χοροεσπερίδα που πραγματοποιήθηκε, επί βασιλείας, στον Κινηματογράφο «Όλυμπος» (Αποκριές 1958;). Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Παπάνης, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Χαρίλαος Ρόδανος και Δημήτριος Αγρίτης. Κάτω, δεύτερος από αριστερά, ο ειρηνοδίκης Αγιάσου Ναούμ…
 

Δεν έφτανε που πήγα στο μέτωπο της Αλβανίας, επιστρατεύτηκα και κατά τον Εμφύλιο και υπηρέτησα ένα χρόνο. Κατατάχτηκα στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς Θεσσαλονίκης, στον 3ο Λόχο. Μαζί μου ήταν και οι συχωριανοί Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Οδυσσέας Κλήμος, Γεώργιος Χατζηπαυλής, Ευστράτιος Αβδελέλης, Κώστας Πανάγης, Μιχαήλ Γαλετσέλης (Καρίπης) και Στρατής Γαββές. Από αυτούς οι τέσσερις πρώτοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο. Τον τελευταίο τον αιχμαλώτισαν οι αντάρτες. Από τη Θεσσαλονίκη προωθηθήκαμε στο Τσοτίλι και μας αποσπάσανε. Εγώ τοποθετήθηκα στο Λόχο Στρατηγείου της 22ας Ταξιαρχίας και είχα λογαχό τον Ανδρέα Γαλάνη. Εδώ δεν ήρθα ως μουσικός, αλλά ως ημιονηγός. Ανέβηκα στο Βίτσι και στην οροσειρά Μάλι Μάδι. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι το λοχία Φώτιο Καναρέλη (Μπούκατο), το Στρατή Βουνάτσο (Κνα), το γιο του Χαρίλαου, που ήταν καταδρομείς, το Στρατή Χατζηφώτη, το Γεώργιο Χρυσάφη και άλλους. Υπηρέτησα κοντά στον ταξίαρχο πεζικού Δημήτριο Μαρκόπουλο, που καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν ο πιο κακός, ο πιο σκληρός άνθρωπος. Έσφαζε και σκότωνε αντάρτες. Τα αφτιά του είχαν πάθει από κρυοπαγήματα. Όταν έμαθε πως είμαι από την Αγιάσο, με ρώτησε αν γνωρίζω τον αξιωματικό Φώτιο Τάλιο και του είπα ναι. Έτσι με κράτησε και έγινα σαν ιδιαίτερός του.

 

Στο Μάλι Μάδι μας κυνήγησαν οι αντάρτες και οπισθοχωρήσαμε. Ο ταξίαρχος τραυματίστηκε. Εγώ παράτησα το τουφέκι και το έβαλα στα πόδια. Έφτασα στον Αλιάκμονα ποταμό και κρύφτηκα. Μετά ανασυνταχτήκαμε στο χωριό Απόσκεπος Καστοριάς. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι στον Απόσκεπο τον Κώστα Πανάγη, το Λευτέρη Καζαντζή (Καρακάση), το Δημήτριο Κουρβανιό (Καρότο) και το Στρατή Ρουμπάπη (Αφαλή). Όσοι πέρασαν τον ποταμό θεωρήθηκε ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως όσοι παράτησαν τα όπλα τους θα τουφεκιστούν. Εγώ βρήκα και πήρα ένα άλλο. Το όπλο όμως αυτό αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο και πως δεν ήταν το δικό μου, γιατί είχε άλλον αριθμό. Τελικά ομολόγησα πως το δικό μου το έχασα και πως βρήκα ένα άλλο πεταμένο και το πήρα. Έτσι γλίτωσα.

 

Μέχρι το 1944-1945 πήγαινα βοηθητικός στην κομπανία των Ρόδανων. Αργότερα όμως, από το 1947 και εδώ, συνεργάστηκα κανονικά ως τρομπονίστας με τους Ρόδανους. Πρέπει να πω πως έπαιζα και κιθάρα και τζαζ. Στις 6-3-1955 παντρεύτηκα τη Μαρία Ηλιογραμμένου Τσουκαρέλη. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν ευτύχησα ν’ αποκτήσω παιδιά. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985. Έμεινα ο τελευταίος μουσικός φυσερού οργάνου στην Αγιάσο. Το 1960 πήγα με τους Ρόδανους στη Μυτιλήνη και εργάστηκα το χειμώνα στο Κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατάρα, του Γιώργου και του Μιχάλη, που και οι τρεις σήμερα είναι πεθαμένοι. Από αυτούς παντρεμένος ήταν μόνο ο Μιχάλης, που έχει τρεις κόρες. Οι Ρόδανοι συνέχισαν να εργάζονται στη Μυτιλήνη. Εγώ έμεινα στην Αγιάσο και συνεργάστηκα με το Γρηγόρη Κουρβανιό και με το Στρατή Σουσαμλή (Σιλέμ’). Στη Μυτιλήνη έφυγε και ο καλός σαντουριέρης Στρατής Ψύρρας ή Μουζού, που εργάστηκε στον «Ξενύχτη» του Στρατή Παναγιώτη Κουταλέλη, για να συμπληρώσει ένσημα του ΙΚΑ.

Default 18
Αναμνηστική φωτογραφία της λαϊκής ορχήστρας, που έλαβε μέρος στην παρουσίαση το 1965 από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» της δραματικής οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί: Ευστράτιος Παπάνης, Δημήτριος Αγρίτης, Πάνος Πράτσος (πρόεδρος του Αναγνωστηρίου), Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), Κώστας Ευριπίδη Ζαφειρίου και Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο).
 

Η παρουσία μου σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε χοροεσπερίδες, σε σχολικές εκδηλώσεις, σε γλέντια, σε θεατρικές παραστάσεις, ήταν έντονη. Για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» έπαιξα αρκετές φορές, κυρίως σε οπερέτες. Θυμάμαι τα έργα «Η τύχη της Μαρούλας», για το οποίο κάναμε επί 60 μέρες πρόβες, «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα». Επίσης έπαιξα ως μουσικός στο έργο «Στραβογιώργης», το οποίο παρουσίασε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος», σε σκηνοθεσία Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Τζίνης. Θυμάμαι πως το έργο παίχτηκε στο «Φουλίδ’» και πως πήρε μέρος σ’ αυτό το «Μαρικέλ’», η κόρη του Προκοπίου Στεφάνου. Επίσης έπαιξα για τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης, στα έργα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη και «Ο Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Μυριβήλη, που σκηνές της ο Κώστας Αριστόπουλος γύρισε στην Αγιάσο. Μας φώναξε για τη σκηνή που αφορούσε κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Τέλεσαν λοιπόν το τρισάγιο στο Νεκροταφείο μας και κάναμε μια πρόβα. Βάλαμε το πένθιμο, δηλαδή το αγιασώτικο, και τρελάθηκε ο Αριστόπουλος από τη χαρά του. Το έβαλε μάλιστα και ως προανάκρουσμα, πριν αρχίσει το έργο. Ηθοποιοί ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Βασίλης Κολοβός, ο Χρίστος Τσαγανέας, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μουσικοί ήμασταν ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Γιάννης Σουσαμλής ή Κακούργος, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου, ο Κώστας Ευριπίδη Ζαφειριού, ο Ευστράτιος Παπάνης και εγώ.

 

Η παρουσία μου σε Κέντρα της Αγιάσου από το 1950 και μετά, μαζί με τους άλλους μουσικούς, ήταν συνεχής. Της «Παναγίας» άλλη φορά γινόταν το πανηγύρι στην Αγορά, στην Καφενταρία και στα άλλα καφενεία. Μετά άλλαξε, έφερναν δηλαδή τραγουδίστριες. Εμείς κατεβήκαμε στου Παναγιώτη Καμαρού και παίζαμε. Εργαστήκαμε επί ένα χρόνικό διάστημα και στο Κέντρο «Χαραυγή», της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί όπου σήμερα είναι χτισμένο το Αναγνωστήριο. Το Κέντρο αυτό το δούλευε τότε ο Βασίλης Γραμμέλης, ο οποίος είχε φέρει και μια χορεύτρια, την Καίτη, που έλεγε και κανένα τραγουδάκι. Αν θυμάμαι καλά, έφερε και το Σπύρο Ζαγοραίο με τη γυναίκα του Ζωή, που συνεργάστηκαν μαζί μας. Έπειτα πήγαμε στο Κέντρο του Γρηγόρη Χατζηραβδέλη ή Σουλουγάνη, ο οποίος είχε φέρει και ένα μπαλέτο, με το Βασίλη BANΣΤΑΝ, που ήταν ένας μεγάλος χορευτής με δύσκολο πρόγραμμα. Ο Χατζηραβδέλης είχε την πλατεία, το πάρκο. Δουλεύαμε με μεροκάματο. Στον καθένα έδινε 40 δραχμές, καθώς και τα τυχερά, αν παίρναμε. Ήταν σωστός άνθρωπος. Και κανένας πελάτης να μην ερχόταν, πλήρωνε όχι μόνο εμάς, αλλά και ό,τι νούμερο είχε, γιατί έφερνε καλές τραγουδίστριες. Κάποτε έφερε μια που έπαιρνε 600 δραχμές τη μέρα. Την είχε κλείσει για 15 μέρες. Τις καθημερινές όμως έρχονταν στο Κέντρο πολύ λίγοι πελάτες, γιατί το πιοτό είχε 1,70, ενώ αντίκρυ, στου Δουλά, είχε 1,50 και τον προτιμούσαν, με αποτέλεσμα να μπαίνει μέσα το Κέντρο. Για να τιμωρήσει τους απέναντι, πήγε και πήρε ένα τόπι κάμποτο και έφραξε όλο το δρόμο. Είχαμε τότε δυο τραγουδίστριες, τη Ζωζώ και τη Νανά, και υπήρχαν πελάτες «Ζωζωικοί» και «Νανικοί». Έπειτα περάσαμε στου Γρηγόρη Δουλαδέλη. Παίζαμε με ποσοστά, δηλαδή είκοσι τοις εκατό στις καθαρές εισπράξεις. Παίξαμε πολλά χρόνια. Περάσαμε καλά, γιατί ο Γρηγόρης και η Βαγγελιώ ήταν καλοί άνθρωποι. Από τον Απρίλιο μέχρι της Αγίας Τριάδας παίζαμε στη Φαμάκα. Είχαμε και εκεί τραγουδίστριες. Το Κέντρο το είχε ο Ιωάννης Τραγέλης. Πέρασαν πολλοί από τη Φαμάκα, που ανήκε στο Δημήτριο και στη Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Ζερδελέλη, που είχαν τέσσερις κόρες, πολύ αγαπημένες. Η Ευστρατία, ήταν σύζυγος του Φωτίου Βερβέρη, η Αγγελική είχε το Χριστόφα Φραντζή, η Σοφία το Νίκο Τσουλέλη και αργότερα το Γιάννη Πατράκη και η Γιώτα τον Ιωάννη Τραγέλη. Εδώ παίζαμε πολλά καλοκαίρια.

 

Ευκαιριακά ήθελα να πω λίγα και για τον Κωνσταντίνο Φραντζή, το σημερινό σεβασμιότατο μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο. Όταν πηγαίναμε στο πάλκο, ερχόταν και κάθιζε αμίλητος κοντά μας και μας βοηθούσε στα όργανα. Φορούσε ένα καπελάκι με την κουκουβάγια, το πηλήκιο. Εκτός από τον Κωνσταντίνο ερχόταν και ο αδερφός του, ο Τάκης, μακαρίτης σήμερα. Αυτός ήταν πολύ ζωηρός. Καθόταν κοντά μου και κοίταζε τι «κατσπουδιά» θα κάνει. Έπιανε την «πατήτιρια» του τζαζ, για να μην μπορώ να παίξω. Και ο Κωνσταντίνος φώναζε: Τάκη, φρόνιμα! Ο Κωνσταντίνος φαινόταν από μικρός πως θα προοδέψει».

Default 21
Τα μουσικά όργανα του Δημητρίου Αγρίτη, τοποθετημένα με τάξη σε πατάρι του σπιτιού, έπαψαν πια να ηχούν…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 3-1-2003)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 135/2003

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ (7)

taxydromos_19310821_i-agiasos-eksetazomeni-(7)-ΑΓΙΑΣΟΣ,ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΗΣ,ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ,ΒΑΛΕΣΗ,ΒΑΜΒΟΥΡΕΛΗΣ,ΒΙΝΙΚΙΟΥ,ΓΑΛΕΤΣΕΛΛΗΣ,ΓΟΥΓΟΥΤΑΣ,ΔΙΓΚΑΣ,ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ,ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ,ΚΑΒΒΑΔΕΛΗ,ΚΑΛΛΑΝΤΖΗΣ,ΚΑΜΠΑ,ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ,ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ,ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΗΣ,ΚΟΥΝΕΛΗ,ΚΟΥΦΕΛΗΣ,ΚΥΠΡΙΟΣ,ΚΥΠΡΙΩΤΕΛΗΣ,ΛΙΑΚΑΤΟΣ,ΛΙΒΑΝΟΣ,ΜΠΡΑΤΣΟΣ,ΝΟΥΛΕΛΗΣ,ΞΕΝΕΛΗΣ,ΠΑΙΔΕΙΑ,ΠΑΠΑΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ,ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,ΠΑΠΑΝΗ,ΠΑΠΑΝΗΣ,ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ,ΠΟΛΥΠΑΘΟΥ,ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ,ΣΚΟΝΙΓΛΟΥΣ,ΣΧΟΛΕΙΑ,ΣΧΟΛΗ,ΤΑΚΙΔΕΛΗ,ΤΑΛΕΛΗΣ,ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ,ΤΖΑΝΕΤΗΣ,ΤΡΑΓΕΛΗΣ,ΤΣΑΤΣΟΣ,ΤΣΟΚΑΡΟΣ,ΦΟΙΤΗΤΕΣ,ΦΡΟΥΤΑ,ΦΩΤΕΙΝΕΛΗΣ,ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗΣ,ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ,ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ,ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ,ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ,ΧΑΤΖΗΣΤΑΥΡΟΥ

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 21-08-1931