21-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Δεν ξέρω αν πέθανα και βρίσκομαι στην κόλαση. Τούτα τα γράφω σε μια σπηλιά περ’ απ’ τ’ Αγρίνιο. Είναι ο κρυψώνας μας απ’ τ’ αεροπλάνα που λυσσάξαν σήμερα

Δεν ξέρω αν πέθανα και βρίσκομαι στην κόλαση. Τούτα τα γράφω σε μια σπηλιά περ’ απ’ τ’ Αγρίνιο. Είναι ο κρυψώνας μας απ’ τ’ αεροπλάνα που λυσσάξαν σήμερα. Χθες έκαψαν την Άρτα. Κι εμείς κρυμμένοι στα χαντάκια. Πήγαν να σπάσουν τα νεύρα μου απ’ τους κρότους. Μας χτύπησαν 4 αυτοκίνητα. 300 θύματα στην Άρτα. Τη νύχτα φεύγω για τ’ Αγρίνιο επικεφαλής.


Μεγάλο Σάββατο 19/4/1941

Ξημέρωμα στ’ Αγρίνιο. Βομβαρδισμός. Στο δρόμο μας μυδραλιοβολούν τ’ αυτοκίνητα. Δεν κοιτάμε να σηκώσουμε κεφάλι.


Πάσχα 20/4/1941

Πάσχα στη σπηλιά, νηστικός και λυπημένος. Όλη μέρα πέρασε με καρδιοχτύπι αντικρίζοντας το θάνατο. Ξεκινάμε στις 5 το βράδυ. Στο δρόμο μας βάλουν. Κόσκινο τ’ αυτοκίνητα.


21/4/1941

Επιτέλους. Ανακωχή. Χαρά. Σε λίγο βομβαρδισμοί πάλι. Απογοήτευση. Κι έτσι περνούν οι μέρες στην Άρτα.


23/4/1941

Έχουμε φύγει πίσω προς τα Γιάννενα. Σε μια χαράδρα κάνουμε κατασκήνωση 25 χιλιόμετρα έξω απ’ τα Γιάννενα. Ένα χωριό είναι πάνω στο βουνό. Μελιά το λένε. Στα μισά του βουνού είναι μια λιμνούλα μικρή μα όμορφη, που αναβλύζει νερό μπόλικο,ποτάμι. Γαλάζιο υγρό που τρέχει ανάμεσα από πλατάνια. Σαν μαγικό τοπίο με χαϊδεύει την ψυχή την κατατρεγμένη.

Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Η κίνισις της Μ. Εβδομάδος δεν έχει σχεδόν τίποτα το εξαιρετικό. Απ’ τη Μ. Δευτέρα ως τη Μ. Πέμπτη, οι μέρες περνούν με αδιαφορία, μπορεί να πει κανείς

agiassos_19310426_kinisi-m-evdomadas

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΓΙΑΤΚΑ

Το Πάσχα είναι μέρα χαράς, αγάπης, ειρήνης. Εμείς όμως οι Έλληνες είμαστε, ως γνωστόν, ανάποδος λαός. Καταφέρνουμε λοιπόν να εκδηλώνουμε τη χαρά μας με πολεμικές εκδηλώσεις, με κροτίδες, με ντουφεκιές, με βαρελότα και έτσι μετατρέπουμε το βράδυ της Ανάστασης από νύχτα ειρήνης σε μέρα (από τις λάμψεις!) εμπόλεμων πρώτης γραμμής.

Και από τη… μάχη αυτή δε λείπουν δυστυχώς ούτε οι τραυματίες (πολύ συνηθισμένο) ούτε οι νεκροί (καμιά φορά). Εμ λαός με τέτοια ιστορία, γεμάτη πολέμους και περιπέτειες, δε θα μπορούσε να αντιδρά και πιο ήρεμα! Και βέβαια πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, ποιος άλλος από μας τα παιδιά, που προετοιμαζόμαστε βδομάδες πριν γι’ αυτή τη νύχτα της μεγάλης έκρηξης.

Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ο πόλεμος όμως θέλει και πολεμοφόδια, γι’ αυτό όλο και κάποιο κατώι κάποιου σπιτιού της γειτονιάς θα μεταμορφωνόταν λίγο πριν από κάθε Πάσχα σε… εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού. Και μιλάμε για οργανωμένη μαζική παραγωγή από βαρελότα και πολύκροτα, τόσα πολλά, ώστε στο άψε σβήσε μπορούσαμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε… Σεράγεβο!

Αρχίζαμε λοιπόν με την προμήθεια των υλικών. Το πιο δύσκολο ήταν το μαύρο μπαρούτι, που χρειαζόμαστε και που έπρεπε να το αγοράσουμε με τη βοήθεια πάντα κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου, γιατί σ’ εμάς δύσκολα έδιναν τα μαγαζιά – βέβαια υπήρχε και η περίπτωση της λαθροχειρίας από τις προμήθειες του κυνηγού της οικογένειας, αλλά αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά! Κατόπιν χρειαζόμαστε χοντρό στρατσόχαρτο και το πιο κατάλληλο ήταν από χάρτινα τσουβάλια που χρησιμοποιούσαν για τις ζωοτροφές, που τα βρίσκαμε σχετικά εύκολα.

Με αυτά τα βασικά υλικά άρχιζε η κατασκευή του βαρελότου (λέξη ιταλικής προέλευσης) ή με το ελληνικό του όνομα «τρίγωνο», εξαιτίας του σχήματός του. Κόβαμε το χαρτί σε λουρίδες πάχους ως 10 εκατοστών και μήκους 60-70. Μετά, αφού βάζαμε στην άκρη του χαρτιού λίγα γραμμάρια μπαρούτι, αρχίζαμε να το διπλώνουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί στο τέλος ένα τρίγωνο αρκετά φουσκωτό, στο μέγεθος και στο σχήμα που έχουν τα σημερινά τρίγωνα που αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος με λίγη αλευρόκολλα κολλούσαμε την άκρη του χαρτιού και το βαρελότο ήταν σχεδόν έτοιμο.

Αφού κάναμε αρκετά κομμάτια, έπρεπε να κατασκευάσουμε και να τοποθετήσουμε το φιτίλι, το ζωτικότερο σημείο της όλης κατασκευής. Παίρναμε λοιπόν λίγο μπαρούτι και το μουσκεύαμε με οινόπνευμα (κλεμμένο από το ντουλάπι της γιαγιάς που το είχε για εντριβές) μέχρι να γίνει ένας πολτός. Μέσα στον πολτό βαφτίζαμε κομμάτια σπάγγου και μετά τα αφήναμε να ξεραθούν, πράγμα που γινόταν πολύ γρήγορα λόγω της εξάτμισης του οινοπνεύματος. Τα φιτίλια μας τώρα ήταν έτοιμα. Τέλος με ένα μυτερό καρφί ανοίγαμε μια τρύπα μέχρι την καρδιά του βαρελότου και χώναμε ένα κομμάτι φιτίλι μέχρι να ακουμπήσει στο μπαρούτι. Τα πυρομαχικά αυτού του τύπου ήταν τώρα έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα.

Περισσότερο περίπλοκη ήταν η κατασκευή του πολύκροτου (του πολυβόλου δηλαδή, όπως λέει και το όνομά του). Στην περίπτωση αυτή το άπλωμα του μπαρουτιού στο χαρτί και το τύλιγμα ήταν διαφορετικά. Οι λουρίδες τώρα του χαρτιού διπλώνονταν κατά πλάτος και γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας σωλήνας γεμάτος μπαρούτι, που τον τσακίζαμε μετά, κατά μήκος, σε 5-6 σημεία και τον δέναμε με σπάγγο πολύ σφιχτά, αφού κάναμε τα ανάλογα κολλήματα στο χαρτί. Τέλος τοποθετούσαμε με τον ίδιο τρόπο το φιτίλι σε μια αρχή και τώρα είχαμε αντί μιας, πέντε ή έξι εκρήξεις σε ρυθμό πολυβόλου. Τέλος για συμπλήρωμα ετοιμάζαμε και από ένα δυο κλειδιά ο καθένας για το ενδεχόμενο της έλλειψης άλλων πυρομαχικών. Θα απορείτε ίσως πώς τα κλειδιά μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά μας. Όλα γίνονται όμως, όταν υπάρχει λίγη φαντασία. Και πρώτα πρώτα, όταν μιλάμε για κλειδιά, εννοούμε τις κλειδάρες εκείνες που είχαν οι… καστρόπορτες των σπιτιών της Αγιάσου που ζύγιζαν κοντά ένα κιλό το καθένα. Αυτά συνήθως ήταν… θηλυκά με μια βαθιά τρύπα στην άκρη και γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για τη δουλειά μας. Παίρναμε λοιπόν το κλειδί από κάποια άχρηστη κλειδαριά και βάζαμε στην τρύπα πέντε έξι κεφάλια από σπίρτα. Μετά βάζαμε μέσα στην τρύπα μια μεγάλη και χοντρή πρόκα. Με ένα κομμάτι σύρμα δέναμε το κεφάλι της πρόκας και την άλλη του σύρματος τη δέναμε στο κεφάλι του κλειδιού.

Κρατώντας τώρα την όλη κατασκευή από το σύρμα με μια απότομη κίνηση χτυπούσαμε την πρόκα με το κλειδί σε έναν τοίχο. Αποτέλεσμα; Ένας δυνατός κρότος ή καμιά φορά και κάποιο χέρι τραυματισμένο από θραύσματα του κλειδιού, αν δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό ή αν η δόση των σπίρτων έπεφτε μεγαλύτερη.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και τους φελλούς με την εκρηκτική ύλη στη μέση, που τους βάζαμε σε ειδικά πιστολάκια και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο. Επειδή όμως τα πιστολάκια χαλούσαν εύκολα, η εφευρετικότητά μας έκανε και εδώ το θαύμα της. Ανακαλύψαμε ένα καινούργιο σύστημα πυροδότησης των φελλών, που μας διευκόλυνε κιόλας να τους πετούμε μακριά και να σκάνε μπροστά σε κείνους που θέλαμε να τρομάξουμε. Παίρναμε ένα κομμάτι σύρμα και του δίναμε σχήμα ενός μικρού κύκλου χωρίς να ενώνονται τελείως τα άκρα του. Ανάμεσα στις δύο άκρες του σύρματος προσαρμόζαμε το φελλό και το πετούσαμε ψηλά. Με το που έπεφτε η όλη κατασκευή στο έδαφος, το σύρμα πυροδοτούσε το φελλό και το τρόμαγμα του ανύποπτου περαστικού ήταν… εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό!

87_1995_lamprigiatka2
Πολύκροτο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μια φορά μάλιστα συνέβη και το εξής απίστευτο. Μια γειτονοπούλα μου επέστρεφε από το γαλατά με ένα πιάτο γιαούρτι που την είχε στείλει να αγοράσει η μάνα της. (Την εποχή εκείνη το γιαούρτι το πουλούσαν χύμα με την οκά, από μεγάλες πήλινες κούπες κατευθείαν στο πιάτο του καταναλωτή). Εγώ είχα έτοιμο το σύρμα με το φελλό και το πέταξα ψηλά, για να πέσει μπροστά της και να την τρομάξει. Για κακή μου τύχη όμως ο φελλός πέφτει μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι και εκεί εξερράγη, κάνοντας το γιαούρτι κατάμαυρο από την καπνιά. Στη συνέχεια το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του τρομαγμένου κοριτσιού και γίνεται χίλια κομμάτια. Η συνέχεια της ιστορίας καταντά θλιβερή, γιατί έφαγα διπλό το ξύλο της χρονιάς μου: και από τη μάνα του κοριτσιού και από τη δική μου, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και το σπασμένο πιάτο με το περιεχόμενο του.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στη διήγησή μας. Κάποτε τέλειωναν όλες αυτές οι προετοιμασίες, ενώ παράλληλα πλησίαζε η μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Τώρα όλη η παλιοπαρέα με τις τσέπες, τους κόρφους και όπου αλλού, γεμάτες από πυρομαχικά, είχαμε αραδιαστεί σε κάποιο ψηλό σημείο στο προαύλιο της εκκλησίας και σαν καλοί χριστιανοί με το αναμμένο κεράκι στο χέρι περιμέναμε το “Χριστός Ανέστη”. Και πριν καλά καλά τελειώσει ο παπάς τη φράση του, μια ομοβροντία από μαζικές εκρήξεις συντάραζε το χώρο της εκκλησίας. Τα βαρελότα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν φωτιά από τα αναμμένα κεράκια και μετά εκσφενδονίζονταν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πιστών και… όποιον πάρει ο χάρος. Οι γυναίκες, αλαλιασμένες έτρεχαν να απομακρυνθούν πατείς με πατώ σε. Η όλη επιχείρηση πάντως δεν κράταγε πάνω από ένα δυο λεπτά, γιατί όλο και κάποιος χωροφύλακας θα μας έπαιρνε στο κυνήγι, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αλλά πού να μας πιάσει, που ήμαστε όλοι κατοστάρηδες και εκείνος βέβαια δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στο νυχτερινό κυνηγητό στα καλντερίμια του χωριού. Εμείς πάντως ήμαστε ικανοποιημένοι που και κείνη τη χρονιά είχαμε καταφέρει να μετατρέψουμε τη νύχτα της Ανάστασης σε νύχτα του… Αγίου Βαρθολομαίου. Του χρόνου πάλι βλέπουμε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

Η ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΟΤΕΣ

Οι κάτοικοι τότε νήστευαν όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όλο το Σαραντάμερο, τις νηστείες των Αγίων Αποστόλων, του Δεκαπενταυγούστου, του Σταυρού και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, υπήρχον όμως και πολλά φαγητά νηστίσιμα, «θαλασσινά» της Πύρρας εις σωρούς, ταραμάδες της Ρωσίας εκλεκτοί, μαύρο χαβιάρι στις βαρέλλες, γλώσσες παστωμένες, και ρόζα Σαχαλίνης.
Από την ημέραν του Ευαγγελισμού, ή από την Κυριακήν των Βαΐων, ερρίπτοντο πυροβολισμοί εις εκδήλωσιν χαράς δια το αναμενόμενον Πάσχα, χωρίς να επεμβαίνη η αστυνομία.
Την Μεγάλην Παρασκευήν Τούρκοι της Μικράς Ασίας έφερον προς πώλησιν κοπάδια αρνίων και εριφίων. Την ιδίαν ημέραν εκρεμάζετο ο σπαγκοραμμένος Βριγιός εις την Πλατείαν της Άνω Αγοράς, εκεί δε ευρίσκετο έως την Δευτερανάστασιν” (Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου. Τεύχος τέταρτον. Μυτιλήνη 1950, σ. 404).

Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).

  • Κυριακή των Βαΐων (τ’ Βαγιού).

Βάγια βάγια του Βαγιώ
τρώνι ψάρια τσι κουλιό.

Εξαντλημένος ο κόσμος από τη σκληρή νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. Μια πρόχειρη ματιά όξω από τα ψαράδικα αρκεί να στο αποδείξει. Ουρά ο κόσμος να πάρουν κάνα κολιό, «σκουμπριγιά», ή ό,τι άλλο ψάρι βρουν, να φάνε λίγο, «να πιάσουν τον αφαλό τους», να κάνουν και το έθιμο.
Με την άλλη μέρα το πρωί, μόλις απολύσει η εκκλησία, τρέχουν οι γυναίκες με το βαγιόκλαδο στο χέρι για το σπίτι, να προλάβουν τις δουλειές τους. Στο δρόμο οι καθιερωμένες ευχές.
Τσι τ’ χρόν’, Μάριγω.
Τσι τ’ χρόν’, μουρή. Θιος βουλ(ι)κά α τα φέρν(ι).
Τρέχουν οι νοικοκυρές στο σπίτι, να βγάλουν τα ρούχα τους «τα σκουλιάτκα», να βάλουν την ποδιά, να ξύσουν τα ψάρια, ν’ ανάψουν τη φωτιά, να κάνει κάρβουνα, να τα ψήσουν, να τα περιχύσουν λαδολέμονο, να μοσχολοβήσει ο τόπος. Οι άντρες τραβούν στην αγορά, στον «κάμπο». Στο καφενείο θα πιουν τον καφέ τους, θα πουν τα πολιτικά τους, θα συζητήσουν χίλια δυο… Το βράδυ βγαίνει ο Νυμφίος. «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…» και σβήνουν τα φώτα στην εκκλησιά. Η Μ. Εβδομάδα μπήκε για καλά.

  • Μεγάλη Δευτέρα (Μιγάλ(ι) μαχαίρα).

Νηστεία αυστηρή στο σπίτι. Ούτε λάδι. Θα μεταλάβει ο κόσμος τη Μ. Πέμπτη και πρέπει να προετοιμαστεί. Προετοιμασίες γίνονται και στα σπίτια. Να πλυθούν τα ρούχα, να καθαριστεί λίγο το σπίτι για τη Λαμπρή που έρχεται.

  • Μεγάλη Τρίτη (Μιγάλ(ι) κρίσ’)

Οι προετοιμασίες στα σπίτια συνεχίζονται. Το βράδυ όλος ο κόσμος θα πάει πάλι στην εκκλησιά. Κι είναι μεγάλη η βραδιά. Θα πουν απόψε «τς Κασσιανής του τρουπάρ’» (Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπετούσα γυνή…). Και παρακολουθεί ο κόσμος μ’ ανοιχτό το στόμα το πασίγνωστο αυτό κι όμορφο τροπάρι.

  • Μεγάλη Τετάρτη (Χριστός ιπιάστσι)

Αναβρασμός στο χωριό και ιδιαίτερα στον παιδόκοσμο. Όσα δε μετάλαβαν στο σκολειό, θα μεταλάβουν αύριο, και πρέπει απόψε να φιλήσουν τα χέρια, να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους, να πάρουν καμιά καψούλα ή κανένα βαρελότο, για το Πάσχα. Τ’ απόγευμα θα παν στο ευχέλαιο. «Θα φτσιλιαστεί» ο κόσμος, για να μεταλάβει, κι όταν πάει στο σπίτι θα πλυθεί καλά, και τ’ απόνερα θα τα ρίξει κάπου παράμερα, να μην πατεί τα ευχέλαια.

  • Μεγάλη Πέμπτη (Κότσιν(ι) Πέμτ’)

Πολυάσχολη μέρα. Να σφαχτούν τ’ αρνιά, να βαφτούν τ’ αβγά, να γίνουν οι κουλούρες και τα κουλούρια. Μόλις μεταλάβει ο κόσμος, κατευθείαν στο σπίτι. Περιμένουν πολλές δουλειές. Τ’ αβγά βάφονται πολύχρωμα. Άλλα κόκκινα, άλλα πράσινα, κίτρινα, μπλε. Και τα ομορφότερα απ’ όλα τα πλουμιστά, με το λουλούδι. Κολλούν ένα φυλλαράκι πάνω, το δένουν με μια ψιλή γυναικεία κάλτσα και το ρίχνουν στην μπογιά. Βγάζοντας μετά την κάλτσα και το φυλλαράκι, μένει το πλουμί. Οι κοπέλες μαζεύουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα παιδιά γυροφέρνουν όξω από τα σπίτια, να πουλήσουν καμιά μπογιά, να βγάλουν τίποτε.
Μπουγιές για τ’ αβγάαα…, φωνάζουν. Το βράδυ, «τα δώδικα βγατζέλια», η Σταύρωση… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

  • Μεγάλη Παρασκευή (Κλιάματα τσι δαρμοί)

Μέρα πένθους σήμερα. «Βάφουν» μαύρο τον αγέρα οι καμπάνες των εκκλησιών. Όλος ο κόσμος το πρωί στην εκκλησιά. Θα γίνει η αποκαθήλωση και ο ενταφιασμός του Κυρίου. Τα παιδιά όλη μέρα πάνω στο καμπαναριό σημαίνουν πένθιμα τις καμπάνες. Το μεσημέρι στο σπίτι φαγητό δεν έχει (Μιγάλ(ι) Παραστσιβγή σήμιρα). Το απόγευμα θα πάμε καμιά βόλτα και στην άλλη εκκλησιά να δούμε «ποιο πιτάφλιου είνι πιο όμουρφου». Συνάμα γυναίκες γύρω γύρω στα επιτάφια λένε το καταλόγι της Παναγιάς (τραγδούν του πιτάφλιου), να παρηγορήσουν τη Θεοτόκο. Το βράδυ η περιφορά των επιταφίων. Κοπέλες ψέλνουν τα εγκώμια (Ω γλυκύ μου έαρ…, μονοφωνεί η πλέον καλλίφωνη). Κατά τη συνάντηση της πομπής των επιταφίων και των δυο εκκλησιών στην αγορά γίνεται ο συναγωνισμός για το ποιος επιτάφιος θα σηκωθεί ψηλότερα απ’ αυτούς που τον κρατούν. Τέλος θα «γκζντουρήξιν τα πιτάφλια».

  • Μέγα Σάββατο (Ούλ(ι) γοι Βριγιοί στου θάνατου)

Μέρα χαράς πλέον σήμερα. «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…». Στην εκκλησιά σκορπιούνται βαγιόφυλλα. Κοινωνάει και σήμερα ο κόσμος. Ύστερα προετοιμασίες για το βραδινό αναστάσιμο τραπέζι. Βράζει τ’ αρνί στο «τζιτζιρέ» για να γίνει η βραδινή σούπα. Γεμίζουν τ’ αρνί, να ’ναι μισοέτοιμο για αύριο, που έχει πάλι «διφτιρανάστασ’ στν Αγια-Τριγιάδα». Οι εκκλησιές γιορτινοστολίζονται. Βγάλανε πια τα μαύρα.
Μεσάνυχτα χτυπά η καμπάνα για την Ανάσταση.

Σήκου, μουρή Μαργέλ(ι), θα ν’ ανιστήσιν.

Τίντα ’νι, μουρή, σήμανι τσιόλα.

Στην τσέπη τα σπίρτα και τ’ αβγά για ν’ αναστηθούν. «Άφραστον θαύμα», απόψε, χαρούμενα τα πρόσωπα όλων. Σβήνουν τα φώτα και «δεύτε λάβετε φως…». Ξαναφωτίζεται η εκκλησιά με φως αναστημένο. Κι ύστερα όλοι στην αυλή. Μπροστά στην εξέδρα για το «Χριστός ανέστη», και χαλάει ο κόσμος από τα βαρελότα, τις καψούλες, τις τράκες. Οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα. Γυρίζοντας στην εκκλησιά, οι πόρτες κλειστές. Πρέπει να βροντοφωνάξει ο παπάς το «άρατε πύλας…», για ν’ ανοιχτούν. Και θα γίνει η αναστάσιμη θεία λειτουργία, η ομορφότερη όλης της χρονιάς. Ο κόσμος θα κάτσει να πάρει την ευχή, να ευχηθεί το «Χριστός ανέστη», κι ύστερα γρήγορα στο σπίτι, με τη λαμπάδα και το φως στο χέρι. Στην είσοδο του σπιτιού θα κάνει ένα σταυρό με την κάπνα της λαμπάδας και ύστερα θα μπει. Θ’ ανάψει το καντήλι κι ύστερα η αχνιστή σούπα περιμένει για τ’ αναστάσιμο φαγοπότι.

  • Κυριακή του Πάσχα «Πανήγυρις πανηγύρεων»

Γέλια, χαρές, γιορτινοί στολισμοί. Σήμερα καλημέρα δεν υπάρχει. Μόνο «Χριστός ανέστη», «αληθώς ανέστη». Όλοι, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες με τα «λαμπριγιάτκα» τους, ανεβαίνουν στην Αγια-Τριάδα για τη Δευτερανάσταση. Το απόγευμα γίνεται η Δευτερανάσταση στην κάτω εκκλησιά, στην Παναγιά. Θα πετάξουν και το ποτήρι. Όποιος το πιάσει μεγάλη χαρά γι’ αυτόν.
Κλείνοντας αναφέρουμε και κάτι από τα πιο παλιά χρόνια, για το οποίο κάνει λόγο και ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης. «Τ’ Διφτιρανάστασ’ κριμάζαν του Βριγιό στου πλάτανου τ’ απάνου κάμπου. Τσι μαζιβγόνταν τα παλκάρια, μι τα τσόχ(ι)να τα βρατσιά τσι μι τα τφέτσια τσ’ άμα ν’ ακούγαν του «Ξστος ανέστ’» τς Λαμπρής, λέγαν τσι του χουρατό»:
Ανάστα ου Θιός,
κρίνουν τη γη,
σήκου, Αμιρσούδα,
να φάμι του τυρί.

Καλή Ανάσταση λοιπόν. Σ’ όλους, όπου κι αν βρίσκονται. Χριστός ανέστη, σ’ όλης της γης τα πέρατα! Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης, να μπει η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αδελφοσύνη.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 33/1986