ΑΓΙΣΤΡΟ ΚΑΙ ΚΛΗΔΟΝΑΣ

Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου

Τ’ ΑΓΙΣΤΡΟΥ
Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου (Αγιού Γιαννιού, τ’ Λιουτρουπιού). Ίσως να ‘ναι τούτη η εκδήλωση ένα απομεινάρι από τις αρχαίες πυρολατρίες, κατά τις οποίες ανάβονταν φωτιές για τη λατρεία κάποιου θεού, για τον εξευμενισμό του, για καθαρισμό και εξαγνισμό από τις αμαρτίες. Η σημαδιακή επίσης ημέρα, κατά την οποία γίνεται η εκδήλωση αυτή (τ’ Αγιού Γιαννιού-Λιουτρουπιού), κατά την οποία παίρνει πλέον τροπή ο ήλιος και μπαίνουμε στο θερινό ηλιοστάσιο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι με τις φωτιές αυτές (άγιστρου) καλωσορίζουμε το καλοκαίρι και με τις εκδηλώσεις μας αποσκοπούμε στο να είναι καλό και φιλικό μαζί μας.
Αποσπερού λοιπόν οι κοπέλες, μόλις βασίλευε ο ήλιος, μάζευαν ξερά κλαδιά σε διάφορα κεντρικά σημεία μέσα στις γειτονιές, στα οποία έβαζαν φωτιά και κατόπιν πηδούσαν πάνω από τις φλόγες. Στο «χορό της φωτιάς» όμως αυτό έπαιρναν μέρος και τα παλικάρια και άλλοι μεγαλύτεροι στην ηλικία. Όλοι πηδούσαν τη φωτιά με την ελπίδα να γίνει «πέτρα το κεφάλι τους» και «σίδερο η μέση τους», δηλαδή γεροί και δυνατοί. Στη φωτιά πηδούσαν οι περισσότεροι τρεις φορές και από την ίδια κατεύθυνση. Στις φωτιές αυτές έκαναν και ένα είδος «τηγανόπιτας» από αλεύρι, μέλι (για να γλυκάνουν τις επιθυμίες τους) και αλάτι. Την πίτα αυτή την έψηναν «πα στ’ άγιστρου». Κατόπιν μοιραζόντουσαν την πίτα μεταξύ τους οι κοπέλες, την οποία έτρωγαν, όταν πήγαιναν για ύπνο, ή έβαζαν κάτω από το προσκέφαλό τους. Πίστευαν ότι έτσι όποιον Άγιο δουν στον ύπνο τους, τ’ όνομα αυτού του Αγίου θα έχει και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Αλλά τ’ Άγιστρου είχε και τα παρεπόμενά του. Οι φωτιές στους δρόμους, τα γέλια και τα τραγούδια ενοχλούσαν και ορισμένους «ραχατλίδες», που ήθελαν να κοιμηθούν νωρίς, ή και μερικούς παράξενους. Τότες άρχιζαν οι φωνές, τα κυνηγητά, το σβήσιμο της φωτιάς και τα καταβρέγματα.

 

ΚΛΗΔΟΥΝΑΣ
Την ίδια μέρα, κατά την οποία ανάβονταν τ’ άγιστρα, ετοιμαζόταν και ο «Κλήδουνας». Έπαιρναν δηλαδή ένα πήλινο δοχείο, αργότερα ένα κουβαδάκι, το οποίο γέμιζαν με νερό. Μέσα σ’ αυτό έριχναν τα «ριζικά» ή «σημάδια», διάφορα δηλαδή μικροαντικείμενα (κουμπιά, δαχτυλίδια, δαχτυλήθρες κτλ.), τα οποία ονοματιζόντουσαν από πριν. Το καθένα δηλ. ανήκε και σε μια ορισμένη κοπέλα. Κατόπιν το δοχείο σκεπαζόταν μ’ ένα πανί και το έβαζαν μέσα σε φούρνο που έβλεπε ανατολικά. Με την αύριο έπαιρναν το δοχείο, το έβαζαν στη μέση και γύρω γύρω μαζεύονταν οι κοπέλες και πολύς άλλος κόσμος. Ένα παιδί, γονατιστό δίπλα στο δοχείο, σκεπαζόταν με το ύφασμα του «Κλήδουνα» και είχε την υποχρέωση να βγάζει τα πράγματα που είχαν ρίξει μέσα. Οι πιο πνευματικοί λοιπόν και στιγμιαίοι ποιητάδες, από αυτούς που ήτανε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Κλήδονα, έφτιαχναν ένα ανάλογο δίστιχο, και το παιδί το σκεπασμένο έβγαζε ένα ριζικό. Το δίστιχο που είχε προηγηθεί ήταν χρησμός για την κοπέλα στην οποία ανήκε το ριζικό. Όταν τέλειωναν τα πράγματα τα οποία είχανε ρίξει μέσα στον Κλήδονα, οι ενδιαφερόμενες κοπέλες έπιναν από το νερό του Κλήδονα και το κρατούσαν μέσα στο στόμα τους χωρίς να το καταπιούν, μέχρι να ακούσουν ένα όνομα ή να μάθουν το όνομα του πρώτου περαστικού. Πίστευαν έτσι ότι αυτό το όνομα θα είχε και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Άλλοτε πάλι, μόλις άδειαζε ο Κλήδονας, χωρίς όμως να το πάρουν είδηση οι γύρω, αυτός που ήτανε σκεπασμένος με το πανί σηκωνότανε απότομα και τους κατέβρεχε. Γι’ αυτό όλοι είχανε το νου τους. Οι άνδρες βέβαια δεν έδιναν και πολλή σημασία σ’ όλα αυτά, γι’ αυτό και πολλές φορές αναποδογύριζαν τον Κλήδονα και τις συγκεντρωμένες κοπέλες τις κατάβρεχαν. Ένεκα τούτου και σήμερα, όταν ακούμε λόγια που δεν έχουν καμιά σημασία, τα λέμε «λόγια του κλήδονα» ή «αυτά να τα πεις στον κλήδονα». Ο αείμνηστος ιστορικός και λαογράφος της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης ή Κακάβης μας παραθέτει και ορισμένα δίστιχα από αυτά που λεγόντουσαν στον Κλήδονα από τους στιγμιαίους ποιητάδες.

Ανοίξιτι του κλήδουνα να βγει χαριτουμένους,
να κατιβεί γιου βασιλιάς μι τ’ άστρα στουλισμένους.
Καρσί μου ήρτις τσ’ έκατσις σαν ήλιους, σα φιγγάρι,
τσι ρούφηξις του αίμα μου σαν άγριου λιουντάρι.
Μικρή μαλαματένια που φαίνεις του πανί,
τ’ αντρούμ μια καναβάτσα τσι μόνα ένα βρατσί.
Σώπα, κόρημ, μη φουνάζεις του τζιρό μην ανιγκάζεις
τσι τσιρός θα σι τουν φέρ’ ντάσταν ντάσταν με στου χερ

Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε και τις άοκνες προσπάθειες που γίνονται στο χωριό μας για την αναβίωση όλων αυτών των παλαιών εθίμων. Έτσι σ’ όλους θα είναι γνωστή η αναβίωση του εθίμου αυτού του Κλήδονα, που γίνεται κάθε χρόνο με μεγάλη επιτυχία και πλήθος κόσμου.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

ΠΗΓΗ: περιοδικό «ΑΓΙΑΣΟΣ» τ. 53/1989

ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ. Ένας Αγιασώτης πολυτεχνίτης…

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Αντώνη Πρωτοπάτση (Pazzi) (Μελάνι, 14X20. Κάτοχος: Παν. Ρ. Σουσαμλής)

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.

Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.

Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.

Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.

Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.

Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.

Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.

Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,

θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Χαράλαμπου Πανταζή

Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.

Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.

Στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας
Αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας (3 Αυγούστου 1936). Εικονίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Χατζηνικολάου, Στρατής Καβαδέλης, Στρατής
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης

Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΣΟΦΟΒΙΑ

Το Φλεβάρη του 1936 η Αγιάσος ήταν ανάστατη. Είχε διαδοθεί πως ένα γουρούνι, που σφάχτηκε και πουλήθηκε σε πολλούς Αγιασώτες και Μυτιληνιούς, ήταν λυσσασμένο και πως υπήρχε κίνδυνος να λυσσάξουν κι όσοι έφαγαν κρέας απ’ αυτό. Για την ενημέρωση των κατοίκων πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση

Το Φλεβάρη του 1936 η Αγιάσος ήταν ανάστατη. Είχε διαδοθεί πως ένα γουρούνι, που σφάχτηκε και πουλήθηκε σε πολλούς Αγιασώτες και Μυτιληνιούς, ήταν λυσσασμένο και πως υπήρχε κίνδυνος να λυσσάξουν κι όσοι έφαγαν κρέας απ’ αυτό. Για την ενημέρωση των κατοίκων πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στο Αναγνωστήριο κι έγινε σχετική συζήτηση. Πήραν μέρος πολλοί, επιστήμονες και μη, και διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου του Αναγνωστηρίου Αγιάσου (αρ. 36/24-2-1936)

Το θέμα τής λυσσοφοβίας ήταν αρκετά ενδιαφέρον , γι’ αυτό και το εκμεταλλεύτηκε ο καρνάβαλος της χρονιάς εκείνης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε:

Όλοι του φάγανι του γρούν(ι)

βρασμένου τσι ψημένου,

μόνου Βασίλ’ς γιου Τσιραμ’διάρ’ς

το ’φαγι παστουμένου.

Τώρα ανησυχεί γιου φουκαράς,

μην τύχει τσι λυσσάξει,

τσι στην Αθήνα θενά πα

γιατρός να τουν κοιτάξει.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Έκτακτος Συνεδρίασις 24 -2 – 1936 Πρακτικόν 36ον

… Μετά την διαπίστωσιν της παρουσίας των ανωτέρω ο Πρόεδρος κ. Ηλίας Κουφέλλης προβαίνει εις την ανακοίνωσιν του θέματος δια το οποίον εκάλεσεν την έκτακτον ταύτην μεικτήν συνεδρίασιν.
Θέμα:     Επιστημονική συζήτησις επί του θρυλουμένου κινδύνου να πάθουν εκ λύσσης δύο χιλιάδες (αρ. 2000) άτομα της κωμοπόλεως, επειδή έφαγον από κρέας χοίρου, όστις είχεν δηχθή εκ λυσσώντος κυνός.

ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ

Μετά την υπό του κ. Προέδρου γενομένην επίσημον ανακοίνωσιν του θέματος, λαμβάνει τον λόγον ο κ.
Ιωάννης Κοντός, υποδιοικητής Χωροφυλακής Αγιάσου, όστις λέγει περίπου τα εξής: Κύριοι, εξ όσων μέχρι στιγμής γνωρίζω, τα κύρια σημεία της υποθέσεως ταύτης έχουσιν ως εξής: 1) Ο χοίρος εδαγκάθη την 14ην Σεπτεμβρίου 1935. 2) Ηγοράσθη και εσφάγη υπό του κρεοπώλου Νικολάου Στεφανή την 14ην Φεβρουαρίου 1936, ήτοι εξ ολοκλήρους μήνας βραδύτερον. 3) την 14ην Φεβρουαρίου και 15ην ιδίου επωλήθησαν εκ τούτου ενενήκοντα (αρ. 90) οκάδες ενταύθα και εξήκοντα εις Μυτιλήνην, μεταφερθείσαι δι’ αυτοκινήτου υπό του εισπράκτορος των αυτοκινητιστών κ. Δημ. Παπουτσέλλη.

Εν συνεχεία ο κ. υποδιοικητής αναφέρει ότι, μόλις επληροφορήθη τα ανωτέρω, προέβη εις τας ενδεδειγμένας ενεργείας παρά τη Υγειονομική Υπηρεσία, τηλεγραφήσας συνάμα και εις την Δ/σιν του Δ. Λυσσιατρείου Αθηνών.

Μετά τον κ. Ιωάννην Κοντόν λαμβάνει τον λόγον ο κ. Ευάγγελος Παπασταματίου, όστις αναπτύσσων το ιστορικόν της υποθέσεως εν γένει λέγει τα ακόλουθα: Κύριοι, ως εξηκρίβωσα, προ εξ μηνών κύων τις λυσσών (περί την 14ην Σεπτεμβρίου 1935) και ευρισκόμενος εις την αγροτικήν περιφέρειαν Αγίου Δημητρίου, επετέθη κατά τινος όνου και κατά τινος γυναικός, ους έδηξεν εις τους πόδας, ο αυτός κύων επετέθη και κατά του αναφερομένου χοίρου, τον οποίον και έδηξεν εις το ους (αυτίον). Και η μεν γυνή μετέβη εις το Δημόσιον Λυσσιατρείον Αθηνών και υπεβλήθη εις την σχετικήν θεραπείαν, ο δε όνος έμεινεν έκτοτε εις την τύχην του, ότε πρό 15 ημερών (της σήμερον) επαρουσίασεν συμπτώματα λύσσης και κατεσπάραξεν εαυτόν. Ο χοίρος, ανήκων εις τον Βασίλειον Μώλην, εδέθη υπ’ αυτού αμέσως και παρηκολουθήθη επί δίμηνον. Επειδή δε επί εξήκοντα (60) ολοκλήρους ημέρας ουδέν σημείον έδειξεν ασθενείας, αφέθη ελεύθερος, χωρίς όμως και να διαλύση τας υπονοίας κυρίου και περιοίκων. Ο καιρός παρήρχετο και η υπόθεσις συν τω χρόνω υπέκυψεν εις τον νόμον της φυσικής του λήθης, ότε απροόπτως, μετά πάροδον πέντε (5) ολοκλήρων μηνών, όνος τις εις την αυτήν περιφέρειαν (Αγίου Δημητρίου) επαρουσίασεν συμπτώματα λύσσης και κατεσπάραξεν εαυτόν. Ήδη, ως εξηκριβώθη, ο κατασπαράξας εαυτόν όνος ήτο ακριβώς ο όνος όστις εδήχθη κατά τον Σεπτέμβριον υπό του ως άνω αναφερθέντος σκύλου. Τούτο εβεβαίωσεν και ο κύριος του όνου. Μετά 15-20 ημέρας ακριβώς από της εκδηλώσεως της λύσσης επί του όνου, ο δηχθείς χοίρος επωλήθη υπό του κ. Βασιλείου Μώλη εις τον κρεοπώλην Νικόλαον Στεφανήν, όστις αφού έσφαξεν αυτόν τον επώλησεν ενταύθα και εις Μυτιλήνην.

Μετά την εξιστόρησιν του κ. Ευαγγέλου Παπασταματίου, ο φαρμακοποιός κ. Ιωάννης Β. Χατζηλεωνίδας και σύμβουλος του Αναγνωστηρίου επερώτησεν τον κ. Ευάγγελον Παπασταματίου, εάν τότε που εφάνη ο λυσσών κύων κατηγγέλθη (το γεγονός) εις την αστυνομίαν. Εκ της γενομένης διαλεκτικής συζητήσεις των παρευρισκομένων διεπιστώθη ότι το γεγονός και κατηγγέλθη και η αστυνομία απέστειλεν την κεφαλήν του σκύλου εις το Λυσσιατρείον, το οποίον διεπίστωσεν συμπτώματα λύσσης.

Ο κ. Πάνος Ευαγγελινός επερωτά εάν τα συμπτώματα της λύσσης τα εκδηλωθέντα εις τον όνον ήσαν πραγματικά ή μη τυχόν είναι θρύλοι, εμφανιζόμενα ως αληθή υπό της κοινής γνώμης. Εξηκριβώθη ότι ουδείς εκ των παρευρισκομένων είδεν τον όνον να κατασπαράζη εαυτόν, πλην του κ. Χριστόφα Κανεμά, όστις εβεβαίωσεν το γεγονός, εφ’ όσον ούτος ήκουσεν την τραγικήν ιστορίαν του όνου εκ στόματος του ιδίου κυρίου και ιδιοκτήτου του όνου.

Εξακολουθών κατόπιν ο κ. Ευάγγελος Παπασταματίου συμπληρώνει την ιστορίαν του σκύλου – γυναικός – όνου -χοίρου, τονίσας εν τέλει ότι το γεγονός δεν είναι σύνηθες και ακίνδυνον και συνεπώς η ανησυχία του λαού του δηχθέντος είναι δικαία και λογική. Άλλωστε το γεγονός του όνου καθιστά έτι ανησυχητικόν το γεγονός. Τελειώνων αναφέρει και άλλας περιπτώσεις, κατά τας οποίας χοίροι δηχθέντες υπό λυσσώντος κυνός επαρουσίασαν συμπτώματα λύσσης.

Ο κ. Χατζηγιάννης, αστίατρος, υποστηρίζει ότι ούτε ο γάιδαρος είχε λύσσα ούτε ο χοίρος, εφ’ όσον δεν έδειξαν συμπτώματα λύσσης εντός του υπό της επιστήμης καθοριζομένου χρονικού ορίου. Ότι (θεωρεί διαγράφεται μία λέξις) πρέπει να υπάρχη το ελάχιστον ξύσιμον και έκδηλος η λύσσα και θεωρεί τον θόρυβον άσκοπον και τον φόβον επιζήμιον. Τονίζει ότι ο χοίρος έπρεπε μετά ένα μήνα να εκδηλώση συμπτώματα λύσσης κ.λ.π. Αναφέρει ότι πρακτικώς δια του πεπτικού σωλήνος είναι αδύνατος η μετάδοσις της νόσου. Υπάρχει φόβος εις την παρούσαν περίπτωσιν 1/1000 και τούτο απίθανον. Συνεπώς δεν πρέπει να ανησυχούμεν και να προκαλούμεν συζητήσεις, αφού η δια του πεπτικού σωλήνος μετάδοσις της νόσου είναι σχεδόν αδύνατος, εφ’ όσον ακόμη εις τον χοίρον δεν υπήρχον εκδηλώσεις λύσσης. Τον αστίατρον επερωτά  ο κ. Ι. Χατζηλεωνίδας, δια ποίον λόγον δεν εγένετο η δέουσα ανακοίνωσις. Ο κ. Χατζηγιάννης απαντών λέγει ότι ως αστίατρος προέβη εις την δέουσαν ανακοίνωσιν μέσον της τοπικής εφημερίδος «Ηχώ της Αγιάσου» την 23ην Φεβρουαρίου 1936. Ο κ. Ι. Χατζηλεωνίδας λέγει ότι η ανακοίνωσις δεν διασαφηνίζει το πράγμα καλώς και συνεπώς ήτο απαραίτητος η σημερινή συζήτησις. Ο κ. αστίατρος Χατζηγιάννης λέγει ότι εγκρίνει την σημερινήν συζήτησιν του Αναγνωστηρίου με μόνην την διαφοράν ότι έπρεπε να περιμένη την απάντησιν του Λυσσιατρείου και μετά να καλέση συζήτησιν επιστημονικήν.

Ο κ. Ευάγγελος Παπασταματίου υπό τύπον απαντήσεως λέγει ότι, εφ’ όσον και 1/1000 υπάρχη φόβος να μεταδοθή η νόσος, είναι εύλογος ο φόβος, δικαία και απαραίτητος η σημερινή συζήτησις, η οποία θα μας παρουσιάση εν τέλει εν ασφαλές και πειστικόν συμπέρασμα. Ακολουθεί διαλογική συζήτησις μεταξύ Παπασταματίου και Χατζηγιάννη δια τον όνον και κατόπιν ο έφορος της βιβλιοθήκης κ. Όμηρος Κοντούλης λέγει: Εφ’ όσον δια την ιδίαν περίπτωσιν εις άλλην περιφέρειαν του κράτους εστάλη συνεργείον, πρέπει να γίνουν αι επιβαλλόμεναι ενέργειαι, είτε μεταδίδεται η νόσος είτε όχι είτε ο φόβος είναι μικρός είτε μεγάλος.

Ο κ. Περικλής Τζαννετής λέγει: Εφ’ όσον δεν ημπορούμεν να αποκλείσωμεν τον φόβον της μεταδόσεως, οι έχοντες αμυχάς να μεταβούν αμέσως εις Αθήνας και να υποβληθούν εις θεραπείαν. Ο κ. Δημήτριος Σκλεπάρης (φιλόλογος) συγχαίρει το Αναγνωστήριον δια την πρωτοβουλίαν του ταύτην και τονίζει ότι θά πρέπη να γίνη διεξοδική και λεπτομερής ανακοίνωσις προς τον ανησυχούντα λαόν.

Ο κ. Γρηγόριος Μαστραντωνάς (όστις έφαγεν και αυτός κρέας) προκαλεί τον αστίατρον Χατζηγιάννην να φάγη και αυτός από το υπάρχον ακόμη κρέας, δια να πεισθή ότι δεν υπάρχει φόβος μεταδόσεως της νόσου. Ο κ. Δημ. Σκλεπάρης τονίζει ότι εις το εξής πρέπει να προσέχεται η σφαγή των ζώων. Ο κ. Σωκράτης Φραντζής, αντιπρόσωπος της Ενώσεως Εφέδρων, έρωτά τον ιατρόν εάν κατά την σφαγήν του χοίρου έγιναν τα κεκανονισμένα. Ο κ. αστίατρος απαντά ότι δεν ύπήρχε τραύμα ούτε σημείον τι έκδηλον. Ακολουθεί διαλογική συζήτησις μεταξύ ιατρού και Ομ. Κοντούλη και μετά ο κ. Φραντζής Σωκρ. λέγει ότι η πώλησις αυτή αύτη είναι εγκληματική. Ο κ. Ιωάν. Χατζηλεωνίδας λέγει ότι ο κρεοπώλης εγνώριζεν ότι ο χοίρος είχεν δηχθή. Ο κ. Μαστραντωνάς Γρηγ. αναπτύσσει και παρουσιάζει επιχειρήματα  ότι υπάρχει ενοχή. Ο Περικλής Τζαννετής λέγει ότι πρώτον υπεύθυνοι είναι παρουσιάζοντες σήμερον στοιχεία, διότι δεν κατήγγελον ταύτα εγκαίρως εις τους αρμοδίους. Ο κ. Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Ηλίας Κουφέλλης υπεραμύνεται του κ. Μαστραντωνά και λέγει ότι δεν ημπορούμεν να αποδίδωμεν ευθύνας εις τα άτομα τα οποία είναι άξια ευχαριστιών, διότι και αυτήν την στιγμήν ενδιαφέρονται με ζηλευτήν πρωτοβουλίαν δια την ανεύρεσιν της αληθείας.

Κατόπιν γενομένης συζητήσεως αποφασίζεται τελικώς να γίνη επείγουσα συνδιάλεξις του αστιάτρου με τον νομίατρον Λέσβου δια ν’ άποφανθή, κατόπιν δε να γίνη επίσημος ανακοίνωσις του Αναγνωστηρίου προς τον λαόν.

Απεφασίσθη, εγένετο και υπογράφεται.

Ο Πρόεδρος                  Ο Γεν. Γραμμ.

Ηλίας Γ. Κουφέλλης    Ε. Π. Αναστασέλλης

Tα μέλη

Όμηρος Κοντούλης

Ιωάννης Χατζηλεωνίδας

Σταύρος Σταυρακέλλης

Ευστράτιος Καβαδέλλης

Πάνος Δ. Πράτσος

Oι συμμετάσχοντες

Σωκράτης Φραντζής

Παναγιώτης Καββαδάς

Δημήτριος Σκλεπάρης

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, Τευχ. 8/1982

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ. Κοινωνικό πλαίσιο και σημασία

Το περιοδικό «Αγία Σιών» άρχισε να εκδίδεται από τον Ιούνιο του 1937 στην Αγιάσο και σταμάτησε τον Ιούνιο του 1941, αφού είχαν εκδοθεί συνολικά 25 τεύχη, κατανεμημένα κατά έτος ως εξής:

Έτος Α’ 1937-1938_8 τεύχη

Έτος Β’ 1938-1939_7 τεύχη

Έτος Γ’ 1939-1940_3 τεύχη

Έτος Δ’ 1940_4 τεύχη

Έτος Ε’ 1941_2 τεύχη

Κάθε τεύχος αποτελείται από 36 σελίδες 17X24,5 εκατοστά. Ο λογότυπος «Αγία Σιών» είναι χαραγμένος με βυζαντινού τύπου χαρακτήρες μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με εικόνα της Θεομήτορος βρεφοκρατούσης, εγγεγραμμένης σε κύκλο. Ο πλήρης τίτλος του περιοδικού είναι: «Αγία Σιών. Μηνιαίον Δελτίον του εν Αγιάσω της Λέσβου Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου». Εκδιδόμενον υπό της Επιτροπείας αυτού, ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρίου Ιακώβου.

Η πρωτοβουλία για την έκδοση του Δελτίου ανήκει στον τότε πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Προσκυνήματος της Αγιάσου λόγιο θεολόγο Εμμανουήλ Μυτιληναίο και στον ιστορικό της Αγιάσου, διδάσκαλο Στρατή Κολαξιζέλη, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς αρθρογράφους και χρωματίζουν την ταυτότητα του εντύπου. Ο πρώτος μάλιστα είναι και ο Διευθυντής του. Το περιοδικό τυπώνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Πρωινή» στη Μυτιλήνη.

101_1997_agia-sion

Η «Αγία Σιών» ασχολείται με θέματα θεολογικά και κυρίως θεομητορικά, με την ιστορία και τις ιστορικές πηγές της Αγιάσου, με τη λαογραφία και τις παραδόσεις, καθώς και με την κοινωνική κίνηση, της οποίας κέντρο και κορμό αποτελεί το ιερό προσκύνημα. Ήδη με την εγκριτική επιστολή του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθορίζονται τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινηθεί το έντυπο: «Το νέον περιοδικόν θ’ ασχοληθή αποκλειστικώς με τα αφορώντα εις το αυτόθι Ιερόν Προσκύνημα και την Αγιάσον». Το περιοδικό, μολονότι προαναγγέλλεται ως «Μηνιαίον Δελτίον», λίγες φορές μπόρεσε να εκδοθεί ανά μήνα. Συνήθως κυκλοφορούν 7-8 τεύχη ανά έτος, πλην του τελευταίου, κατά το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο 2.

Η σπουδαιότητα της εκδόσεως τοπικού περιοδικού θεολογικού και ιστορικού-λαογραφικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα εκδιδόταν επί τέσσερα έτη συνεχώς, είναι προφανής. Η «Αγία Σιών» έγινε το βήμα των εντοπίων λογίων και ενθάρρυνε τη δημοσίευση πηγών και ντοκουμέντων για την ιστορία της Αγιάσου. Ο Διευθυντής του Δελτίου Εμμανουήλ Μυτιληναίος δημοσιεύει το «Περισωθέν παλαιόν αρχείον του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου», το οποίο περιλαμβάνει 266 έγγραφα από το 1752 μέχρι το 1848. Τα έγγραφα αυτά -ιδιωτικά δικαιοπρακτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους- έχουν και γενικότερη αξία, γιατί φωτίζουν πτυχές όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου της Αγιάσου κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

Ο Στρατής Κολαξιζέλλης προδημοσιεύει ουσιαστικά το υλικό, που θα αποτελέσει αργότερα το έργο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου». Ο Ευάγγελος Κλεομβρότου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β’, δημοσιεύει άγνωστα και ανέκδοτα ως τότε ιστορικά έγγραφα για την Αγιάσο από τους παλαιούς κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή και ταξινόμηση των παλαιών βιβλίων της εκκλησίας – το παλαιότερο είναι μία Αγία Γραφή του 1653 – καθώς και η συγκέντρωση, καταγραφή, καθαρισμός από ειδικό τεχνίτη, ταξινόμηση και μουσειακή έκθεση παλαιών φορητών εικόνων, που ανήκαν σε διάφορες οικογένειες της Αγιάσου, μετά από καμπάνια που έγινε μέσω του περιοδικού.

Μέσα από την τακτική στήλη «Χρονικά» ζωντανεύουν και αναδεικνύονται εκδηλώσεις, δραστηριότητες και γεγονότα. Σκιαγραφούνται αξιόλογες ή γραφικές προσωπικότητες της Αγιάσου. Συχνά τα κείμενα και τα χρονικά συνοδεύονται από φωτογραφικά ντοκουμέντα.

Βέβαια η «Αγία Σιών» άνθισε σε έδαφος γόνιμο και ιδιαίτερα πρόσφορο, αφού στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία 1930-1940 σημειώνεται μοναδική εκδοτική κίνηση. Ο Αντώνης Πλάτων καταγράφει έντεκα έντυπα (9 εφημερίδες και 2 περιοδικά), που εκδίδονται στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία αυτή, τα εξής:

Α. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

1. Αγιάσος, από 19.4.1931 ως το 1940. 2. Λαϊκή Φωνή, από 12.2.1932 ως το 1935. 3. Φουρτουτήρα, από το 1932 ως το 1934. 4. Παρατηρητής, από 4.6.1934 ως το Σεπτέμβριο του 1934. 5. Συνεταιριστής, 1934. 6. Επαρχιακή, από 22.6.1935 ως το 1936. 7. Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου, 1935. 8. Ηχώ της Αγιάσου, από 23.2.1936 ως το 1937. 9. Τα Νέα της Αγιάσου, από 4.8.1939 ως τις 25.8.1940.

Β. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

1. Η Φωνή του Συνεταίρου (δεκαπενθήμερο), από 15.6.1932 ως 15.6.1933. 2. Αγία Σιών (μηνιαίο), από Ιούνιο 1937 ως τον Ιούνιο 1941.

Η συμβολή της «Αγίας Σιών» στην καταγραφή της ιστορίας της Αγιάσου, στην ανάδειξη και αξιοποίηση τόσο των προφορικών όσο και των γραπτών πηγών αυτής της ιστορίας, αλλά και στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας της κοινότητας είναι βεβαία. Αρχισε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πρώτη οίκηση και την ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγιάσος, το οποίο συνδέθηκε από τον Στρατή Κολαξιζέλη με την εικονολατρική παράδοση της Λέσβου και με τους Αγίους Τόπους (Ιερουσαλήμ), όπου ο κάθε Αγιασώτης ονειρευόταν να πάει μια φορά στη ζωή του (ιερά αποδημία) και να γίνει χατζής.

Σε επίπεδο κοινωνιολογικό το Δελτίον σφυρηλάτησε τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και καλλιέργησε αρετές, όπως η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η αλληλεγγύη. Επιβεβαίωσε τον αξιακό κώδικα των Αγιασωτών με την εμμονή στην παράδοση και με την επικύρωση και θετική προβολή των φιλανθρώπων. Όμως δεν απέφυγε την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Συχνά υμνείται ο δικτάτορας Μεταξάς, οι μεταξικές οργανώσεις νεολαίας της Αγιάσου, οι μεταξικοί υπουργοί και ο βασιλιάς που επισκέπτονται το Προσκύνημα. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την αξία του περιοδικού και τη συμβολή του στην ιστορία, αλλά και στη μυθολογία της Αγιάσου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 101/1997