ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ De Launay ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το προσκύνημα στην Αγιάσο, το εσωτερικό ελληνικού σπιτιού, το βουνό Όλυμπος και η Μεγάλη Λίμνη

Ο L. De Launay, Γάλλος γεωλόγος, έρχεται στη Λέσβο το 1887 και το 1894, κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του στο Αιγαίο. Ο σκοπός του ταξιδιού του είναι επιστημονικός. Ενδιαφέρεται να μελετήσει τη σύσταση του εδάφους και τον ορυκτό πλούτο του νησιού. Παράλληλα επιδιώκει να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
Ως ευαίσθητος και διορατικός παρατηρητής παρακολουθεί και καταγράφει το καθετί, πάντα με σεβασμό και φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους του νησιού, και καμιά φορά παρασύρεται σε κρίσεις εντελώς επιφανειακές, κάνοντας κάποια άστοχα σχόλια, όπως θα δούμε στο παρακάτω κείμενο.
O De Launay γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής σε μας για τα φιλελληνικά του αισθήματα και για τη θέση που παίρνει ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και που δεν παραλείπει να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία.
Το ήθος και τα φιλελεύθερα φρονήματα του Γάλλου γεωλόγου φαίνονται καθαρά από τον τρόπο που παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής του.
«Κάθε λαός», γράφει, «έχει το ιερό δικαίωμα να έχει την εθνικότητά του, την πατρίδα του και κάθε
προσπάθεια στέρησής τους, παρά τη θέλησή του, κάτω από έναν ξένο ζυγό, πρέπει να προκαλεί την αγανάκτηση των ευαίσθητων ανθρώπων».
Από το οδοιπορικό του στη Αέσβο έχουμε δημοσιεύσει, μεταφρασμένο από το γαλλικό κείμενο «Chez les Grecs de Turquie» (Paris 1897), τις εντυπώσεις του από την Αγία Παρασκευή («Αιολικά Φύλλα», χρονιά Ε’, τεύχος 16, Ιανουάριος 1990, σελ. 33-35), όπως και τις σχετικές με την περιοδεία του στο νότιο τμήμα του νησιού, τον Ποταμό (Πλωμάρι), τη Βρίσα και τον Πολιχνίτο («Μυτιλήνη», τόμος Δ’, Μυτιλήνη 1990, σελ 147-156).
Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στη γνωριμία του με την Αγιάσο και τους κατοίκους της (σελ. 46-59).
Πολλές από τις πληροφορίες που παρέχει είναι λίγο πολύ γνωστές από τα ιστορικά και λαογραφικά κείμενα του νησιού και ακόμα μένουν στη μνήμη των παλιών κατοίκων της Αγιάσου, που βίωσαν νεαροί τότε την εποχή εκείνη. Όμως όλα αυτά δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα ενδιαφέρουσα πηγή μαρτυρίας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.

kamarosd_396

Δυο μέρες μετά τον ερχομό μου στη Μυτιλήνη ξεκίνησα με συντροφιά να γνωρίσω το εσωτερικό του νησιού, αρχίζοντας από την ορεινή περιοχή της Αγιάσου και του Ολύμπου.
Αποτελούσαμε στ’ αλήθεια ένα ωραίο «καραβάνι», με τέσσερις άνδρες και τέσσερα άλογα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Μπροστά πήγαινε ο «τζαντάρμας» (χωροφύλακας), ο Χασάν τσαούσης, με μπλε αμπέχονο και κόκκινα σιρίτια, ως απεσταλμένος του διοικητή, για να με προστατεύει κι όπου χρειαζόταν να με επιβλέπει, κατόπιν εγώ και ο κύριος Σημαντήρης¹, ο οποίος με πολλή ευγένεια προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Ακολουθούσε ο γάιδαρος, φορτωμένος με αποσκευές, και τελευταίος ερχόταν ο αγωγιάτης, ο Στρατής, που κατά τη συνήθεια του τόπου έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια, τρέχοντας πίσω μας.
Αυτός ο Στρατής ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νέος, με μακριά μουστάκια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, φουσκωτές βράκες, κόκκινο ζωνάρι, σαντάλια (τσαρούχια) και μια πολύχρωμη μαντίλα, τυλιγμένη περίτεχνα στο κεφάλι.
Το νησί της Μυτιλήνης² μοιάζει στο σχήμα με ένα είδος τριγώνου, του οποίου η βάση στα νότια κόβεται από δυο βαθείς κόλπους, της Γέρας ή των Ελαιών (Oliviers) και της Καλλονής. Στις τρεις κορυφές υπάρχουν τρία λιμάνια, οχυρωμένα, ο Μόλυβος στα βόρεια, το Σίγρι δυτικά και η Μυτιλήνη ανατολικά. Προς τη βόρεια κορυφή βρίσκεται το βουνό Λεπέτυμνος που φτάνει τα 917 μ., στο δυτικό άκρο ο Όρδυμνος με 515 μ., τέλος από την ανατολική πλευρά ο Όλυμπος με 1.000 μ. υψόμετρο.
Προς αυτό το τελευταίο κατευθυνόμασταν, ακολουθώντας το γύρο του κόλπου της Γέρας. Από κει σκοπεύαμε να προχωρήσουμε ως το Σίγρι, έπειτα στο Μόλυβο και θα επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη σε δυο βδομάδες.
Στην αρχή ο δρόμος προς την Αγιάσο ανηφορίζει σ’ ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα σε φυτείες από λαμπερούς ελαιώνες, όπου φυτρώνει τούφες τούφες ο ασφόδελος, το λουλούδι με τον ψηλό μίσχο, που αρωμάτιζε τις νύχτες της Ιουδαίας, την ώρα που κοιμόταν ο Booz (Βοόζ), αν πιστέψουμε τον Ουγκό. «Ένα δροσερό άρωμα ξεχυνόταν από τις τούφες του ασφόδελου».
Όταν φθάσεις ψηλά, βλέπεις το γαλάζιο κόλπο της Γέρας με τους κατάφυτους ελαιώνες να σκεπάζουν τις πλαγιές. Μέσα στο αστραφτερό φως, που το σκιάζουν τα φυλλώματα των δέντρων, λάμπουν ρουμπίνια οι ανεμώνες και στο βάθος αντίθετα προς το φως υψώνεται πάνω από τη θάλασσα η μεγαλόπρεπη σιλουέτα του Ολύμπου, που μοιάζει στο σχήμα με το βουνό της Ruy-de Dome στην Οβέρνη.
Όσο ακολουθείς τις ακτές του κόλπου της Γέρας, το τοπίο θυμίζει πολύ τις δικές μας ακτές της νότιας Γαλλίας με τις χλωμές ελιές, τους ροζιασμένους των κορμούς, τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια και τη γαλάζια θάλασσα. Μόλις όμως αρχίσεις πάλι ν’ ανεβαίνεις ψηλότερα, ο χαρακτήρας της βλάστησης αλλάζει. Δεν υπάρχουν πια ελιές, αλλά πελώρια πλατάνια, βαλανιδιές, καρυδιές, λεύκες, λαγκαδιές κατάφυτες από θάμνους, πρίνους και φράχτες από αγριομουριές, ένα δάσος με πυκνή βλάστηση. Μεγάλες πλατύφυλλες φτέρες, κάτω απ’ τις οποίες ακούγονται από παντού τα κελαρύσματα τρεχούμενου νερού, ένα τοπίο πολύ πράσινο, πολύ δροσερό, σαν αυτό που απαντά κανείς καμιά φορά στα δικά μας βουνά της Γαλλίας.
Ένας δρόμος φαρδύς, στρωμένος με λευκή πέτρα, ο οποίος ξεκινά από την αρχή της ανηφοριάς, εκεί στην όμορφη πηγή της Καρίνης, που είναι κρυμμένη κάτω από την πυκνή φυλλωσιά γιγάντιων πλατανιών, ανεβαίνει προχωρώντας μέσα από τα δάση και τους ανθισμένους οπωρόκηπους στην πλαγιά μιας απότομης χαράδρας και φτάνει ως το χωριό της Αγιάσου ή «Αγία Σιών», που ήταν και ο προορισμός της ημέρας εκείνης.
Μπαίνουμε σ’ έναν κατηφορικό δρόμο με ξύλινα καστανόχρωμα σπίτια και επικλινείς στέγες, με ρυάκια που τρέχουν πάνω στα λιθόστρωτα, μια άποψη της Savoie³, μάλλον από έναν πίνακα του Decamps4.
Οδηγώντας από τα γκέμια τα άλογά μας, που γλιστρούν πάνω στα γυαλιστερά καλντερίμια, φτάνουμε, όπως θα γίνεται από δω και μπρος κάθε βράδυ, και περιμένουμε ήσυχα μπροστά στο καφενείο να οργανώσουν το κατάλυμά μας.
kamarosd_401Αυτό το καφενείο είναι υπαίθριο με μια στέγη που στηρίζεται σε μερικούς ξύλινους στύλους, με παγκάκια γύρω γύρω και δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους. Είναι στην άκρη ενός πολύ απότομου δρόμου. Πίσω του βρίσκεται το μαγαζί του καφετζή, όπου καταφεύγουν τις βροχερές μέρες και στο λιγοστό φως διακρίνουμε να γυαλίζουν στη σειρά οι ναργκιλέδες και τα φιλτζάνια του καφέ.
Το ελληνικό καφενείο έχει πάντα κόσμο, οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Οι Έλληνες κάθονται σοβαροί με το κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Στο στόμα το «μαρκούτσι» του ναργκιλέ, που προχωρεί και φτάνει ως μέσα στη γυάλινη φιάλη. Δε λένε πολλά και κάθε τόσο παίρνουν μια ρουφηξιά που κάνει μέσα στο ναργκιλέ γκλου γκλου. Πάνω στο λαιμό της φιάλης τα κάρβουνα σιγοσβήνουν.
Αφού καθίσαμε, ο σύντροφός μου είπε λίγες λέξεις στα ελληνικά. Αμέσως η σιωπή αποκαταστάθηκε και ένας Τούρκος έφερε δυο ποτήρια νερό και δυο φιλτζάνια με καφέ. Ένας νεαρός παπάς που ήταν εκεί, με μακριά τετράγωνη γενειάδα και με τα μαλλιά στους ώμους, όπως συνηθίζουν όλοι οι ιερείς εδώ, επιχείρησε να αρχίσει κάποια κουβέντα με τον κ. Σημαντήρη και σχεδόν καταλαβαίνω τις απαντήσεις του. «Είναι Γάλλος γεωλόγος και ξέρει ελάχιστα ελληνικά».
Καθόμαστε εκεί περίπου ένα τέταρτο και τα άλογα φορτωμένα περιμένουν. Έρχεται ο πρόθυμος νοικοκύρης, που θα μας δεχθεί απόψε και τον οποίον είχαν στείλει να φωνάξουν. Του δείχνουν το συστατικό γράμμα, το διαβάζει και χωρίς περιττές διαχύσεις θα εξηγήσει στον οδηγό μας πού πρέπει να οδηγήσει τα ζώα. Σε λίγο μας ρωτά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε και μας παίρνει μαζί του στο σπίτι.
Το σπίτι που μπήκαμε είναι πολύ καθαρό και ακόμα πολύ άνετο, παρά την ιδέα που μπορεί να έχει κανείς στη Γαλλία για μια ανατολίτικη κατοικία και όμως δεν είναι παρά μια κατοικία ορεινών, όπως επέμεναν να με προειδοποιήσουν, την οποία οι πιο πολιτισμένοι κάτοικοι των μικρών προαστίων της Μυτιλήνης δε θα καταδέχονταν.
Η Αγιάσος που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων, εκεί που αρχίζουν οι απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου, παρ’ όλο τον αριθμό των κατοίκων της, που ξεπερνά τις 6.000, και τα πλούτη μερικών, θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού ένας τόπος λίγο τραχύς και άγριος, όπου πηγαίνεις για προσκύνημα, αλλά δε θέλεις να μείνεις.
Ίσως στον τραχύ χαρακτήρα του τόπου και ακόμα στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ανατολή να οφείλεται η βαθιά εντύπωση που μ’ άφησε στη μνήμη η βραδιά που πέρασα στην Αγιάσο. Καθώς περίπου τέτοιου είδους σκηνές επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ, κατά την παραμονή μου στο νησί και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο να δοθεί μια ακριβής ιδέα του τόπου, θα αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες.

Στο βάθος ενός εσωτερικού μαγαζιού, που ήταν γεμάτο από εκείνα τα μαύρα σακιά και υφαντά από κατσικότριχα, που οι Ελληνίδες υφαίνουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, για την παραγωγή των οποίων είναι γνωστοί οι κάτοικοι της Αγιάσου, που τα εμπορεύονται επίσης με επιτυχία, από μια σκάλα με σκούρο ξύλο ανεβήκαμε σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο χώρο, στρωμένο με ψάθα και φωτισμένο μ’ εκείνες τις λάμπες του πετρελαίου, που είναι η πρώτη πολυτέλεια των Ελλήνων που λατρεύουν το φως. Γύρω γύρω υπήρχε ένα μακρύ μιντέρι, στο οποίο ο Μιχελής Στέφανος, ο οικοδεσπότης, μας έβαλε να καθίσουμε. Εκεί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν άργησε να ξεθυμάνει και αιτία ήταν οι ελάχιστες γνώσεις μου στα ελληνικά.
Σε λίγο μπαίνει η οικοδέσποινα, η οποία σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια της Ανατολής (λιγάκι επηρεασμένη, χωρίς αμφιβολία, από την επαφή με τα ήθη των Μουσουλμάνων) δεν έπρεπε να παρατείνει την παρουσία της παρά όσο χρειαζόταν για να μας σερβίρει. Φορεί τη συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών του νησιού. Για φούστα ένα είδος μεγάλου σάκου, το «βρακί», που σχηματίζει στους άνδρες, όπως και στις γυναίκες, μια φαρδιά «κιλότα» φουσκωτή, για τους άνδρες κάτω από το γόνατο και για τις γυναίκες δεμένη στον αστράγαλο. Έπειτα μια μπλούζα από ύφασμα άσπρο με ρίγες κόκκινες, σκεπασμένη από μια μαύρη ζακέτα, πολύ ανοιχτή μπροστά και πάνω στα μαλλιά ένα μαντίλι χρωματιστό, τυλιγμένο κατά τον τρόπο των Βάσκων γυναικών. Μας χαιρετά με ένα ντροπαλό «καλησπέρα σας» και ξαναβγαίνει, για να μας φέρει αμέσως σε δίσκο καφέ τουρκικό, μετά γλυκά, (από τα οποία ο καθένας πρέπει να πάρει μόνο μια κουταλιά, πίνοντας στη συνέχεια μια γουλιά νερό), σταφίδες, φιστίκια, αμύγδαλα και το απαραίτητο ρακί της μικρασιάτικης περιποίησης, ένα είδος ποτού από γλυκάνισο ή μαστίχα της Χίου και το οποίο δίνει, όπως και το αψέντι, μια όψη γαλατένια στο νερό.
Δυο ώρες άσκοπης κουβέντας, όπου η πολιτική παίζει μεγάλο ρόλο, και στη διάρκειά τους παρελαύνουν διαδοχικά μπροστά μου οι κυριότεροι προύχοντες του τόπου που επέμεναν να δουν τον ξένο. Μπαίνουν αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, φορώντας το μεγάλο κόκκινο φέσι με το μαύρο βαλανίδι στην κορφή, παίρνουν από την καπνοσακούλα, πάντα ανοιχτή πάνω στο τραπέζι, ό,τι χρειάζεται για να τυλίξουν ένα τσιγάρο, το καπνίζουν σιωπηλά και φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα άλλο από τις απαραίτητες ευχές αυτής της περιόδου του Πάσχα που είμαστε τώρα, «Χριστός ανέστη», στην οποία όλοι απαντούν μαζί «Αληθώς ανέστη».
Το συνηθισμένο ένδυμα των ανδρών στη Μυτιλήνη (Λέσβο), που δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να περιγράψω, αποτελείται από ένα γιλέκο μαύρο, κατά την παλιά μόδα, κουμπωμένο σε σχήμα ρόμβου, που σχηματίζει «πλαστρόν» με δυο ανοίγματα τριγωνικά στο λαιμό και στο στομάχι, όπου διακρίνεται το πολύ άσπρο πουκάμισο. Ένα ζωνάρι κόκκινο, μια βράκα φουσκωτή μαύρη ή σκούρα μπλε, που πέφτει ανάμεσα στις γάμπες σαν μεγάλη σακούλα, και σαντάλια δεμένα, κατά τον αρχαϊκό τρόπο, πάνω από κάλτσες άσπρες ή μπλε. Το μεγάλο και βαρύ κόκκινο σκουφί, στην πραγματικότητα είναι ένα φέσι, το οποίο φοριέται όμως τελείως διαφορετικά από το μικρό σε σχήμα γλάστρας, που φέρουν οι Τούρκοι στο κεφάλι. Είναι τσακισμένο και ριχμένο με χάρη προς τα πίσω, αφήνοντας να φαίνονται από τις δυο μεριές του προσώπου μπούκλες σγουρές, καστανές ή ξανθές, που πλαισιώνουν συχνά μια φυσιογνωμία πολύ έξυπνη και λεπτή.

Επιτέλους κατά τις 9.30 οι επισκέπτες αποχωρούν και περνούμε στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο, που οι λευκοί του τοίχοι διακόπτονται από ξύλινη επένδυση με σκαλιστό και ζωγραφιστό ξύλο (μεσάντρα), έχουν βάλει μια λάμπα σχεδόν καταγής, στο βάθος του φωτεινού τζακιού, που είναι στολισμένο με πολύχρωμα πράσινα και καφέ γυαλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για όλους εμάς, που καθόμαστε στο πλάι πάνω σε μαξιλάρια γύρω από ένα πολύ χαμηλό τραπεζάκι, ένα φωτισμό που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες και συγχρόνως το πολύ συμπαθητικό.
Το τραπεζομάντιλο και οι πετσέτες είναι καμωμένα από εκείνα τα ωραία υφάσματα με την απαλή κλωστή και με σχέδια κόκκινα ή ανοιχτό μπλε, που οι γυναίκες εδώ υφαίνουν μόνες τους στον αργαλειό, όπως και τα φορέματα και τα ρουχικά τους.
Ένα μεγάλο χάλκινο μαγκάλι ζεσταίνει το δωμάτιο. Το δείπνο αρχίζει σιωπηλά. Ο Μιχελής Στέφανος και τα δυο αγόρια του δειπνούν μόνο μαζί μας, πολύ σοβαροί, ενώ η γυναίκα μένει όρθια να μας σερβίρει και πρώτα μας χύνει νερό πάνω στα χέρια με ένα μπρίκι. Το σύνολο προσφέρει μια πολύ συγκινητική αρχαϊκή σκηνή, που σε κάνει να σκέπτεσαι κάποιες παλαιές αναπαραστάσεις των Αποστόλων στους Εμμαούς.
Το γεύμα που μας προσφέρουν, ένα «μενού» που θα επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα, είναι σούπα με αρνάκι βραστό, όλο πάχος, ψάρι τηγανητό, σαλάτα και τυρί στο λάδι. Η πιατέλα πάνω στο τραπέζι και ο καθένας παίρνει από το ίδιο φαγητό, κεντώντας με το πιρούνι του μέσα στο σωρό. Έπειτα κρασί του τόπου, πολύ γλυκό, άνοστο με ένα μόνο νεροπότηρο, από το οποίο ο καθένας μας πίνει με τη σειρά του.
Ορισμένες τέτοιου είδους μικρολεπτομέρειες που τις ξανασυναντήσαμε, εδώ που τα λέμε, σε πολλές γωνιές της Γαλλίας, ξαφνιάζουν λίγο μέσα στην πολυτέλεια που έχουν αυτά τα κατάλευκα δωμάτια υποδοχής με τα ανατολίτικα υφάσματα, τους ασημένιους δίσκους που μας προσφέρουν τα δροσιστικά, με τη φωτισμένη κουβέντα αυτών των ανδρών, οι οποίοι, όπως όλοι οι Έλληνες της Ασίας, έχουν πάει σχολείο και γνωρίζουν την ιστορία και γεωγραφία της χώρας τους.
Έντεκα η ώρα ετοίμασαν τα δωμάτιά μας και πηγαίνουμε μέσα γρήγορα. Στρώματα στο πάτωμα με ένα σεντόνι και ένα πολύχρωμο σκέπασμα. Σε μια γωνιά ορθάνοιχτη η «θέση», όπου τα στρωσίδια μας θα ξαναμπούν αύριο πρωί, για να περιμένουν έναν καινούριο επισκέπτη. Πάνω στα ράφια κεραμικά βερνικωμένα και τα στέφανα του γάμου, όπως και στη Γαλλία, Δε χάνουμε τον καιρό σε κουβέντες και κοιμόμαστε σε λίγο στο προστατευτικό αμυδρό φως του καντηλιού των Εικόνων.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, μια χαρούμενη αχτίδα γλιστρώντας μέσα από τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, που στην Ανατολή συχνά αντικαθιστούν τα τζάμια, ήρθε να με ξυπνήσει και να θυμίσει ότι δεν είχα ακόμα
επισκεφθεί την Αγιάσο, που είχα αντικρίσει μια στιγμή το δειλινό. Σε λίγο ήμουν στο δρόμο προς την εκκλησία, της οποίας η φήμη απλώνεται σ’ όλο το νησί.
Αυτά τα όμορφα απριλιάτικα πρωινά στη Μυτιλήνη! Μου φαίνεται ότι πουθενά αλλού από τότε δεν έχω βρει ένα φως τόσο γλυκό, αυτή την αίσθηση από έναν ήλιο, που νιώθεις κιόλας πολύ λαμπερό να διαπερνά τα απομεινάρια της ελαφράς ομίχλης, αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, που παρουσιάζουν οι δρόμοι με τις πράσινες κληματαριές και τα πολύχρωμα υφαντά, όπου η ζωή αρχίζει νωρίς, για να τελειώσει πριν πιάσει η ζέστη, αυτή την παρουσία του κόκκινου, των φωτεινών πολύχρωμων φορεμάτων μέσα στις σκιές, με εκείνο το ξεχείλισμα της νιότης, τη γεμάτη τόλμη ελευθερία, που παρόμοια δε χάρηκα σε κανένα μέρος και σε καμιά εποχή.
Και σήμερα ακόμα η παραμικρή εύθυμη αχτίδα της Άνοιξης, που ξυπνά μέσα μου τη θύμηση, με ξαναφέρνει αμέσως σ’ αυτόν το γοητευτικό τόπο, από τον οποίο θα κρατήσω μέσα μου παντοτινά τη νοσταλγία. Ξαναβλέπω τις γυναίκες με τα μαύρα μάτια, με μια στάμνα στους ώμους, να φλυαρούν γύρω από τη βρύση, τους άνδρες να καπνίζουν και να πολιτικολογούν μπροστά στο καφενείο που το σκιάζει ένα μεγάλο πλατάνι, τα πέταλα των αλόγων που αντηχούν, καθώς γλιστρούν πάνω στο πλακόστρωτο, και αισθάνομαι ευθύς τον αέρα να γεμίζει απ’ αυτό το άρωμα το τόσο χαρακτηριστικό (λίγο παράξενο στην αρχή), στις χώρες της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπου ανακατεύονται, δεν ξέρεις τι είδους ακαθόριστες μυρουδιές από καμένο λάδι, από μόσχο, πορτοκαλιές ή γιασεμιά ανθισμένα.
Η εκκλησία της Αγιάσου έχει το θρύλο της. ‘Αλλοτε, καθώς λένε, υπήρχε, σε κάποια απόσταση από κει, μέσα σ’ένα ταπεινό ξωκλήσι μια Παναγία Βυζαντινή, ζωγραφισμένη σε ξύλο με την επιγραφή «Αγία Σιών».
Πολλά βράδια συνέχεια η Παναγία εξαφανιζόταν και κάθε φορά που τη γύρευαν παρουσιαζόταν στο σημείο που είναι η τωρινή κώμη, μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν τότε πως είχαν κακώς διαλέξει τη θέση του ιερού κι ήρθαν να χτίσουν, στο σημείο που τους φανερωνόταν από το θαύμα, μια ωραία εκκλησία που πήρε δικαίως το όνομα της Αγιάσου. Εκεί έβαλαν την παλαιά εικόνα, σκεπασμένη από μια άλλη που είναι αντίγραφό της, για να την προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου και κάθε χρόνο την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου δέκα χιλιάδες προσκυνητές έρχονται να τη λατρέψουν.
Ενώ μου διηγόταν αυτή την ιστορία, μπαίναμε στην αυλή της εκκλησίας, η οποία είναι μεγάλη και πλαισιώνεται από κελιά, που προσφέρονται δωρεάν ως κατάλυμα στους ξένους, τους ταξιδιώτες και τους φτωχούς.
Αυτό είναι μια γενικευμένη και πολύ αξιέπαινη συνήθεια στις ελληνικές εκκλησίες. Σ’ αυτά τα μέρη τα υποδουλωμένα στους Τούρκους, όπου η θρησκεία είναι ο συνδετικός κρίκος του έθνους, η Εκκλησία που αποτελείται από το σύνολο των πιστών, είναι αληθινή δύναμη, κατοχυρωμένη με την εγγύηση διεθνών συνθηκών, στην οποία πολλοί Έλληνες κάνουν δωρεές όχι μονάχα από φιλανθρωπία ή από ευλάβεια, αλλά επίσης με τη σκέψη ότι, την ημέρα που οι Τούρκοι θα εκδιωχθούν, οι απόγονοι τους θα έχουν εκεί ένα απόθεμα, για να μοιραστούν.
Η Εκκλησία (τα «Φιλανθρωπικά Καταστήματα») είναι λοιπόν σχετικά πλούσια και χρησιμοποιεί, πάνω απ’ όλα, τα πλούτη της, για να ανακουφίσει τους δυστυχείς.
Η κοινωνική θέση αυτών των συμπαθητικών πληθυσμών του Αρχιπελάγους, που βρίσκονται υποταγμένοι στους Τούρκους τυράννους, είναι στο βάθος παραδόξως αξιοζήλευτη, παρ’ όλο που η σκλαβιά τους μπορεί να προξενεί σε μας, από μακριά, τον οίκτο. Γιατί είναι η πρακτική και περιορισμένη εφαρμογή ενός είδους κολεκτιβισμού, που βασίζεται στη φιλανθρωπία και ο οποίος σε μια χώρα ευλογημένη από τους Θεούς μ’ έναν ουρανό φιλεύσπλαχνο και ένα κλίμα που κάνει πιο εύκολη τη ζωή, χωρίς τα κυβερνητικά βάρη, χωρίς την αφαίμαξη των εξοπλισμών, χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη κι όπου οι άνθρωποι παραδομένοι με μαλθακότητα στη μακαριότητα μιας μισοκαλοπέρασης και με την απαραίτητη ομοψυχία, που δημιουργεί η ανάγκη της αντιμετώπισης του Οθωμανού αφέντη, ανακουφίζει κάπως τις δυσκολίες τους.
Εδώ δεν υπάρχουν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί. Ο καθένας κατέχει μια γωνιά γης, με κάποιες ελιές για τη συντήρησή του. Οι δασμοί πολύ μικροί στην πραγματικότητα και προπάντων άνισα κατανεμημένοι, δε βαραίνουν παρά το δημιουργικό άνθρωπο, τον έμπορο, του οποίου παραλύουν την προσπάθεια. Οι φτωχοί σχεδόν τους αγνοούν. Οι υλικές ανάγκες περιορίζονται σε μικρά πράγματα με τους ανθρώπους που αρκούνται να ζουν με πολύ λίγα τη μέρα. Ανάμεσά τους δε βλέπεις ποτέ ένα μεθυσμένο και η μόνη διασκέδαση, πολύ λίγο δαπανηρή, είναι να πίνουν μερικά φιλτζάνια καφέ και να καπνίζουν τσιγάρο. Όλοι εκεί έχουν μια σχετική ευτυχία μέσα σε μια μετριότητα γεμάτη νωθρότητα και εγκαρτέρηση.

esoteriko-spitiou
Μερική άποψη του εσωτερικού του παραδοσιακού αγιασώτικου σπιτιού. (Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη)

Η εκκλησία στην Αγιάσο είναι πολύ μεγάλη και χωρισμένη σε τρία κλίτη με μαρμάρινες κολόνες. Στο βάθος το επιχρυσωμένο εικονοστάσι με τις εικόνες του τις μαυρισμένες και καλυμμένες με ασήμι.
Απ’ όλες τις πλευρές έπιπλα, παγκάρια με ένθετα σιντέφια και καντήλια διαφόρων ειδών, κρεμασμένα άτακτα, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα πολυάριθμα στρώματα καταγής, στα οποία είναι ξαπλωμένες άρρωστες γυναίκες, ανάπηροι κουβαριασμένοι, πληγωμένοι που γογγύζουν, ενώ παιδιά παίζουν δίπλα τους.
Αυτοί οι απροσδόκητοι φιλοξενούμενοι του ιερού είναι προσκυνητές που έκαναν τάμα να περάσουν εκεί δυο τρεις νύχτες, όπως οι πρόγονοι τους εδώ και αρκετούς αιώνες στο ναό του Ασκληπιού, περιμένοντας τη γιατρειά τους.
Η συνήθεια είναι εξάλλου αρκετά γενικευμένη στις ελληνικές εκκλησίες, που είναι χώροι προσκυνήματος, και είναι γνωστό ότι στην Ιερουσαλήμ κατά το Πάσχα, όταν κατά χιλιάδες κατασκηνώνουν πολλές νύχτες στη συνέχεια στον Άγιο Τάφο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να γίνονται πολλά έκτροπα και σκάνδαλα, τα οποία έχουν ταράξει πολλές φορές τη Χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μου λένε ότι μόνο οι άνδρες είναι δεκτοί στο ιερό, όσο για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται παρά μόνο στις ηλικιωμένες (και μόνο στα πλαγινά κλίτη), χωρίς αμφιβολία για να μην αποσπάται η προσοχή των πιστών. Οι νέες είναι απομονωμένες μέσα στον καφασωτό γυναικωνίτη. Αυτή η διάκριση μου φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτή στην πρακτική εφαρμογή της.
Από την Αγιάσο ως την κορυφή του Ολύμπου σκαρφαλώνει κανείς σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Αυτό το βουνό δεν είναι παρά ένας πελώριος όγκος από μάρμαρο, εκθαμβωτικό και γυμνό πάνω στη δυτική πλαγιά, στην οποία ελίσσεται ένα απότομο μονοπάτι. Είναι μια απόσχιση των αρχικών πετρωμάτων, απομονωμένη από γεωλογικές πτυχώσεις, και η βορινή της πλευρά υψώνεται σαν τοίχος πάνω από τα οροπέδια που κατεβαίνουν προς τον κόλπο της Καλλονής.
Το βουνό Όλυμπος, που δεσπόζει σ’ όλο το νησί, μοιάζει από πέρα μακριά σαν ένας φάρος και από την κορυφή, επομένως φαίνεται ένας μεγάλος κύκλος γαλάζιας θάλασσας, σπαρμένης από νησιά που ακτινοβολούν. Εκεί στα ψηλά έχουν χτίσει, όπως σχεδόν σ’ όλες τις βουνοκορφές, στα ελληνικά μέρη, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Οι άνθρωποι πάντοτε φαντάζονται ότι σκαρφαλώνοντας στα βουνά πλησιάζουν πιο πολύ το Θεό. Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, γίνεται εκεί λειτουργία ή πανηγύρι.
Όταν κατεβαίνεις το βουνό του Ολύμπου προς τα βόρεια, βρίσκεις αμέσως, στα ριζά του απόκρημνου μαρμάρινου βράχου που προκαλεί τον ίλιγγο, καθώς υψώνεται απ’ αυτήν την πλευρά σαν ένας μεγαλοπρεπής κάθετος τοίχος 200 μ., μεγάλους όγκους από μάρμαρο σε αποχρώσεις πράσινου σκούρου ή κοκκινωπού, με θέα μελαγχολική και άγρια, σκαμμένους από βαθιές χαράδρες, όπου κυλούν βουερά οι χείμαρροι και αυλακώνονται από μικρές λίμνες φυτεμένες με ψηλά πεύκα σε σχήμα ομπρέλας και πιο σπάνια από βαλανιδιές. Απλώνονται από τη μια πλευρά στα βόρεια, προς το δάσος «Τσαμλίκι», από την άλλη στα νότια, προς το στόμιο του ποταμού Βούρκος, διασχίζοντας το νησί από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Πάνω σ’ αυτούς τους απότομους βράχους κανένα χωριό, καμιά καλλιέργεια, τίποτα που να ταράσσει τη σκέψη και να την αποσπά από την ενατένιση της φύσης. Είναι ίσως το τμήμα του νησιού που παρουσιάζεται αμετάβλητο στην αρχική του μορφή, την τόσο μεγαλόπρεπη.
Στο μέσον αυτής της ερημιάς είναι η Μεγάλη Λίμνη, μια μεγάλη ρηχή λίμνη, τριγυρισμένη από δάση και τόσο πυκνή βλάστηση, που μόλις ξεχωρίζεις από πού αρχίζει. Βρίσκεται μέσα στα βουνά, στα πόδια των απόκρημνων πλευρών του Ολύμπου. Χαράδρες απόκρημνες και σκοτεινές φτάνουν ως εκεί από τις γειτονικές κορφές. Κανένα τραγούδι πουλιού δεν τις φαιδρύνει. Καθώς προχωρούμε, ακολουθώντας τις όχθες της λίμνης, κάτω από τα μεγάλα πεύκα με τους κοκκινωπούς κορμούς, τη βλέπουμε από μακριά να ρυτιδώνεται από ένα φύσημα της αύρας, που κάνει να κυματίζουν τα μακριά μεταξένια χόρτα, τα οποία καθρεφτίζονται στα νερά της με τις ακαθόριστες οσμές του έλους.

Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο…
(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Αυτή τη νύχτα θα την περάσουμε στο αγρόκτημα της Πύρρας, στον κόλπο της Καλλονής, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μια μεγάλη αρχαία πόλη που καταποντίστηκε, κατά τον Πλίνιο, στη θάλασσα.
Μας υποδέχτηκαν τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκύλων και εκεί κάναμε ένα βιαστικό δείπνο, ψήνοντας πάνω σε κλαδιά κοχύλια, από εκείνα που οι αρχαίοι έβγαζαν την πορφύρα.

Μετάφραση
Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου

Σημειώσεις

  1. Είναι ο Απόστολος Σημαντήρης, που εκτελούσε χρέη επίσημου μεταφραστή και προξένου της Γαλλίας στη Μυτιλήνη την εποχή εκείνη.
  2. Μυτιλήνη συνήθιζαν να ονομάζουν τη Λέσβο οι ξένοι από τα μεσαιωνικά χρόνια.
  3. Περιοχή της Ν.Α. Γαλλίας στα σύνορα της Ιταλίας.
  4. Decamps (Alexandre-Gabriel, 1803-1860), Γάλλος ζωγράφος, διάσημος για τη δύναμη και την ένταση των χρωμάτων.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ, ΒΡΑΧΙΑΔΗΣ, ΘΗΣΑΥΡΟΣ, ΟΛΥΜΠΟΣ, ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ, ΠΡΩΙΝΗ, ΦΟΥΡΤΟΥΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΡΩΙΝΗ, 27-12-1936