17-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Πάω αποστολή 2 αυτοκίνητα στο Κλιμάκιο Αμυνταίου. Έχω μείνει στην Καπέτιστα. Τα ρυμουλκούμε ένα ένα. Έχω 5 συντρόφους. Απ’ τις 11 το πρωί ως τα μεσάνυχτα καταφέρνουμε να πάμε το ένα στ’ Αμύνταιο

16/3/1941

Σήμερα είχαμε 4 επιδρομές. Ένα αεροπλάνο έπεσε απ’ τ’ αντιαεροπορικά.


17/3/1941

Πάω αποστολή 2 αυτοκίνητα στο Κλιμάκιο Αμυνταίου. Έχω μείνει στην Καπέτιστα. Τα ρυμουλκούμε ένα ένα. Έχω 5 συντρόφους. Απ’ τις 11 το πρωί ως τα μεσάνυχτα καταφέρνουμε να πάμε το ένα στ’ Αμύνταιο. Μένουμε στη Ροδώνα. Με φιλοξενούν οι Σπυρόπουλοι. Νιώθω με το φιλικό σπίτι την καλοσύνη που μ’ αγκαλιάζει στοργικά. Με περιποιούνται σαν παιδί.


18/3/1941

Πρωί χιονισμένα. Πάμε στη Φλώρινα φορτίο πετροκάρβουνο απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό και ρυμουλκούμε το άλλο στ’ Αμύνταιο. Το βράδι πάλι στη Ροδώνα. Κρύο. Στη σόμπα κουβεντιάζουμε με το Νίκο, το παιδί της «γιαγιάς», που ‘ναι τραυματίας μ’ άδεια.


19/3/1941

Ξεκινάμε πρωί για την Κορυτσά. Στάση στη Φλώρινα. Το Πισοδέρι πάλι στις δόξες του με τα χιόνια. Φτάνουμε στην Κορυτσά βράδυ.


20/3/1941

Χαρά θεού. Ήρθε ο γιατρός Χατζηλεωνίδας απ’ την πρώτη γραμμή. Χαρά, συγκίνηση, μουστάκια. Μιλάμε ώρες. Βγάλαμε φωτογραφίες.

Όρθιος από δεξιά ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΑΤΖΗΛΕΩΝΙΔΑΣ και δύο αξιωματικοί. Κάτω ο ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ

10-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Σήμερα Πρωτοχρονιά στη Ροδώνα. Τίποτα δε μας θυμίζει απ’ την πατρίδα. Πάντα ίδια. Η καλομάνα μας δίνει βασιλόπιτα, στα παιδιά μοιράζουμε λεφτά και γλυκά

1/1/1941

Σήμερα Πρωτοχρονιά στη Ροδώνα. Τίποτα δε μας θυμίζει απ’ την πατρίδα. Πάντα ίδια. Η καλομάνα μας δίνει βασιλόπιτα, στα παιδιά μοιράζουμε λεφτά και γλυκά που αγοράσαμε. Όλη μέρα καθένας χώρια σκέφτεται το σπίτι του. Ένας γιος της καλομάνας ήρθε απ’ το μέτωπο. Μας διηγείται τη ζωή του μετώπου, τη φριχτή ζωή των πολεμιστών. Στα νοσοκομεία κόβαν γραμμή πόδια απ’ τα κρυοπαγήματα. Πάει κι ο χρόνος τούτος. Ένας χρόνος ακόμα στην πλάτη μου. Πάτησα 33 χρόνω.

Αποκλεισμένοι στη Ροδώνα

2/1/1941

Λάσπες. Ο καιρός μαλάκωσε. Τίποτα το ξεχωριστό.


3/1/1941

Πάντα τα ίδια. Της νύχτας κάτι (σκ…)  με κρατάνε άγρυπνο.


4/1/1941

Τσαλαβουτάμε στη λάσπη. Υπηρεσία πάντα στο λόχο. Τα πόδια μου πονάνε. Σήμερα έβγαλα το δόντι μου στο Αμύνταιο. Οι πόνοι ξεχάστηκαν. Υπέφερα τρομερά. Όλα περνάνε.

Πήρα γράμμα απ’ τον αδερφό μου Αντώνη.


5/1/1941

Ίδια κι όμοια


6/1/1941

Σήμερα τα Φώτα. Πήγαμε στην εκκλησιά. Αυτοσχέδιοι ψάλτες μας ξεκουφαίνουν. Ήρθε μια δασκάλα σπίτι μας να μείνει. Ένα πεταχτό κορίτσι. Όλοι αγρυπνούν με διάφορες σκέψεις και ομολογίες. Ο διάβολος είναι σπίτι μας. Δαιμονίζονται όλοι. Τίποτα δε μου κάνει αίσθηση. Ο νους μου πετά στο κορίτσι που με περιμένει.


7/1/1941

Ίδια κυλάει η ζωή. Λάσπη.


8/1/1941

Στεναχώρια. Ανία.


9/1/1941

Χτες βράδυ την ώρα που πλάγιασα μούφεραν 15 γράμματα. Όλα απ’ αγαπημένα πρόσωπα. Απ’ την αγάπη μου, απ’ το σπίτι, από φίλους. Μια καρτούλα της με λίγα λόγια μα πόση χαρά μου κουβάλησε. Κάτω απ’ την κουβέρτα όλη νύχτα ήμουν χαρούμενος έτσι που κάθε τόσο ………….. στη καζόλαμπα, διάβαζα και πάλι έφερνα και νοσταλγούσα τα περασμένα. Τι χαρά.

7-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

15/12/1940

Ο ύπνος μου ήταν βαθύς μα λίγος. Ξυπνάνε οι άλλοι κι αναγκάζουμαι να σηκωθώ. Νιώθω κουρασμένος πολύ. Είναι Κυριακή σήμερα. Ταχτοποιώ τα ρούχα μου, συγυρίζω. Νοικοκυριό σήμερα. Έξω χιονίζει. Τα βουνά χάνουνται μες την ομίχλη. Κι όμως τ’ αυτοκίνητα φεύγουν για την Κορυτσά. Φορτώνω τ’ απόγευμα άλευρα. Ο λοχαγός με διατάζει να παραδώσω τ’ αμάξι. Από τώρα θα’ μια στο γραφείο του λοχαγού. Ο Δουκάκης φεύγει στην Κορυτσά το μεσημέρι.


16/12/1940

Όλη νύχτα κρύωνα. Ο ύπνος είναι μαρτυρικός. Τα πόδια μου είναι σίδερο. Κι όμως είμαστε σε σπίτι. Κανένας δεν τολμά να παραπονεθεί. Σκέφτονται όλοι τ’ άλλα παιδιά που πολεμάνε στην πρώτη γραμμή με τούτο το κρύο. Πρέπει να’ ναι 12 κάτω απ’ το μηδέν. Ο αέρας φέρνει το χιόνι, το στροβιλίζει και το στοιβάζει στις λακκούβες. Χώνεται κανείς ως το γόνατο καθώς περπατάει.

Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν. Δουλεύω πάνω στ’ αμάξι δυο ώρες να το βάλω μπρος για να φύγει με το νέο οδηγό μα τίποτα. Είναι παγωμένο. Παγώνω. Δεν βαστώ πια. Τα χέρια μου είναι σαν ξένα κι όμως κάνω την τελευταία προσπάθεια. Το βάζω μπρος. Φεύγει. Σε λίγο φτάνει μια είδηση. Τ’ αμάξι πάγωσε, τα νερά πετάνε απ’ το ψυγείο που έσπασε. Όλα μένουν στο δρόμο. Ούτ’ ένα δεν προχωρεί. Έχουν σπάσει οι μηχανές απ’ τον πάγο. Δεν μπορεί κανείς να τα βάλει με τα στοιχειά της φύσης. Είμαι άρρωστος. Τ’ απόγευμα λυγίζω. Η γριά, η «γιαγιά» με νοιάζεται σαν μάνα. Πόσο καλόκαρδη είναι! Αχ η γυναίκα, νιώθεις πως σε φυλάγει κάτω απ’ τις φτερούγες της. Κρύο φοβερό. Ως πότε θα κρατήσει τούτο το μαρτύριο θεέ μου. Είναι βράδυ πια. Ο Δουκάκης δε γύρισε. Τι να ‘γινε με τα χιόνια; Θε μου, φύλαγε τ’ αδέρφια μας. Οι τρεις παλιολαδίτες  γελάνε με το Γιάννη το συνοδηγό μου. Είναι απλό παιδί, λένε παραμύθια κι αστειεύονται. Ο ένας ρίχνει στον άλλο (βιτζες) .


17/12/1940

Είμαστε αποκλεισμένοι απ’ τα χιόνια. Ο αέρας μανιασμένος σφυρίζει και στοιβάζει το χιόνι μπρος στις πόρτες. Χάθηκαν τ’ αυτοκίνητα. Σπάσανε οι μηχανές, όλα σταμάτησαν. Δεν έχουμε τρόφιμα. Το μεσημέρι βρίσκουν το συνάδελφο Καλατζή απ’ την Αθήνα παγωμένο μες τ’ αυτοκίνητο. Με κόπο τον πάνε στο νοσοκομείο τ’ Αμυνταίου. Όλη μέρα κλεισμένοι μες το σπίτι. Δεν έχουμε ειδήσεις για τα παιδιά που λείπουν τόσες μέρες. Τι να ‘γιναν;

18/12/1940


Η νύχτα ήτανε μαρτυρική. Τα πόδια σίδερο. Από μι’ αραμάδα του παραθυριού μπουκάρει το χιόνι κι ασπρίζει την κουβέρτα μου. Ένα ψιλό χιόνι σαν σκόνη παγωμένη. Δε ζεσταινόμαστε. Όλοι παραπονιούνται. Τι κακό είναι τούτο. Πότε θα ξημερώσει!

Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Προσπαθώ να πάρω φαΐ δικό μου και του συντρόφου μου το μεσημέρι. Είμ’ αξούριστος 10 μέρες-στα γένια και τα μουστάκια μου κολλάει το ψιλό χιόνι. Στο φύσημα παγώνει στο πρόσωπό μου. Ο αέρας με τυφλώνει. Κρατώ τις καραβάνες και τα χέρια μου μουδιάζουν. Τ’ αυτιά μου πονάνε. Παρατώ το φαΐ και γυρίζω. Χώνουμε στο χιόνι. Κανένας δεν μπορεί να ξεμυτίσει. Έχουμε αυτοκίνητα που κατάντησαν ακίνητα. Χαθήκαμε απ’ τον άλλο κόσμο. Δεν έχουμε κουραμάνα. Τα κλαδιά σπάζουν παγωμένα τρίζοντας απ’ τ’ αγριόδεντρα. Στη Ροδώνα πάντα γίνεται τούτο το κακό. Αέρας και χιόνι που κρατάει βδομάδες. Γι’ αυτό δα και δε γίνονται τα γεννήματα. Καταραμένος τόπος. Αγοράζουμε απ’ τη σπιτονοικοκυρά ψωμί και φαΐ. Τι να ‘γιναν οι σύντροφοί μας! Τρεις παγωμένους βρήκανε σήμερα. Τόσος κόσμος χάνεται θεέ μου!

5-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Βρίσκω στους στρατώνες της Κορυτσάς τους χωριανούς μου Χαλέλη, Δελόγγο, Σπλιαδή, Σουσαμλή. Όλοι τους αδύνατοι, αξύριστοι. Γυρίσανε απ’ τις μάχες

7/12/1940

Σήμερα ξεκούραση. Δεν έχω καθόλου κέφι. Ακόμα κουρασμένος είμαι. Γράφω γράμματα για το χωριό. Τ’ απόγευμα φορτώνουμε για τ’ αυριανό ταξίδι της Κορυτσάς.


8/12/1940

278 χιλιόμετρα ταξίδι και 20 του Αμυνταίου 298. Απ’ το πρωί βρέχει. Ο δρόμος είναι επικίνδυνος,γλιστράνε τ’ αυτοκίνητα. Έχουν γκρεμιστεί καμιά δεκαριά στο δρόμο. Πάλι γυρεύω τον Αντώνη μα λείπει στο χωριό. Βρίσκω στους στρατώνες της Κορυτσάς τους χωριανούς μου Χαλέλη, Δελόγγο, Σπλιαδή, Σουσαμλή. Όλοι τους αδύνατοι, αξύριστοι. Γυρίσανε απ’ τις μάχες. Ένας χάθηκε, ο Φίλιππος Ψυρκούδης.

ΔΟΥΚΑΚΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ

Γυρνάμε την Κορυτσά. Είναι Κυριακή. Ο κόσμος γυρνάει μες τη βροχή σαν κυνηγημένος. Φεύγουμε στις 4μ.μ. Φτάνουμε στις 9 το βράδυ.


9/12/1940

Τ’ είναι τούτο το κακό! Βρέχει αδιάκοπα όλη νύχτα κι όλη τη μέρα. Κολυμπάμε στη λάσπη και δουλεύουμε. Κουβαλάμε βενζίνη απ’ τ’ Αμύνταιο. Το βράδυ φορτώνουμε. Αύριο ταξίδι στην Κορυτσά.


10/12/1940

Χτες όλη νύχτα έβρεχε.Ξύπνησα κάποτε απ’ το βήχα του συντρόφου μου Στρατή Δουκάκη. Πόσο βήχει! Μες το δωμάτιο κοιμόμαστε 7 στρατιώτες κι ο επιλοχίας του συνεργείου Κοντής δεν ταράζεται απ’ το βήχα του Δουκάκη. Όλοι τους κοιμούνται βαθειά. Μόνο που ο βήχας που τον τραντάζει ολόκληρο ακούγεται και το ξυπνητήρι, ένα παλιό ξυπνητήρι που στο χαμηλό φως της γκαζόλαμπας δείχνει 2½ μετά τα μεσάνυχτα. Έξω βρέχει. Μια βροχή που δε λέει να πάψει.

Ξυπνούμε πρωί. Χιόνια φωνάζουν όλοι. Τα ξημερώματα ένας άγριος χιονιάς άσπρισε τα γύρω βουνά. Η Ροδώνα μοιάζει με τις χόρτινες στέγες και τις χιονισμένες σαν μια σκηνοθεσία χριστουγεννιάτικη. Μοιάζει με πολλά σπήλαια που μέσα τους ζούνε άλογα, βόδια και τόσοι Χριστοί που θα μαρτυρήσουν τούτο το χειμώνα. Με τέτοιο χιονιά, με τόσο κρύο θα πρέπει να φύγουμε, να πάμε άλωρα στην Κορυτσά στα παιδιά που πολεμάνε.

Μας δίνουν ρόφημα, σταφίδες, κονιάκ και ξηρή τροφή.

Ξεκινάμε μια σειρά από 48 αυτοκίνητα. Στο δρόμο βρίσκουμε άλλη φάλαγγα κ’ η σειρά γίνεται ατέλειωτη. Ο δρόμος χιονισμένος κι επικίνδυνος. Γλιστρούν τ’ αυτοκίνητα και 4-5 γκρεμίζονται. Αλλάξαμε δρόμο σήμερα. Πάμε απ’ το δρόμο της Καστοριάς. Ο δρόμος της Φλώρινας δεν περνιέται. Έφραξε απ’ τα χιόνια. Τι φριχτό ταξίδι! Στο δρόμο πέρα απ’ την Καστοριά συναντούμε αντίθετα να’ ρχονται δύο φάλαγγες αυτοκινήτων.

Χρειάστηκε 1½ ώρα να ξεμπλέξουμε. Ο δρόμος στενός, δεν χωράει τόσα αυτοκίνητα κι η σιχαμένη λάσπη, το φόβητρο των οδηγών. Η λίμνη της Καστοριάς είναι μια ρομαντική εικόνα μες τ’ άγριο περιβάλλον και μου ξυπνάει κάτι παλιές αναμνήσεις. Καθρεφτίζει μέσα της τα ψηλά βουνά και κάτι βάρκες που μοιάζουν με γόνδολες την αυλακώνουν.

Φτάσαμε στην Κορυτσά στις 3½ μ.μ. Το ταξίδι βάσταξε 7½ ώρες. Κουράστηκα. Στα μαγαζιά μεγάλη κίνηση. Αγοράζω κάρτες για να στείλω στο χωριό. Πουλάμε μια κουραμάνα σ’ έναν Αρβανίτη με 4 LEK.

Γυρνάμε για τη Ροδώνα. Φύγαμε στις 4 και φτάνουμε στις 10½. Σχετικά καλό το ταξίδι μα είμαι τόσο κουρασμένος. Γράφω τις εντυπώσεις μου και τώρα πρέπει ν’ απλώσω τις κουβέρτες για ύπνο.

Ένας σύντροφος απόψε ο Σωτήρης ο Πειραιώτης είναι άρρωστος. Τώρα που γράφω παραμιλάει κάτι ακαταλαβίστικα. Πονάει η καρδιά μου. Μάνα μου πονεμένη σε θυμάμαι τώρα που στερήθηκα το χάδι σου και τη λάτρα, τις περιποιήσεις στο ζεστό το σπίτι μας. Βαγγελίτσα που δε βγαίνεις απ’ το μυαλό μου, παρηγοριά και σύντροφε στη μοναξιά μου τούτη.

Η μάνα
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ετεροθαλ. αδερφή του δάσκαλου ΧΡΙΣΤΟΦΑ, σύζ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗ