ΤΟΥ ΠΟΥΔΑΡ

Του γιατρό του Σάκη τουν θμούμι χρόνια στου Σανατόριου. Τ’ άριζι να κατιβαίν’ πουρπατάμινους απ’ του Σανατόριου στου χουριό, να κνει ένα μπαστούν’ καλαμένιου στου χέριντ τσι σιγά σιγά να ψέν’. Πουλλές φουρές, για να κόψ’ δρόμου, κατέβινι τ’ κατφόρα απ’ του Μπιζάν’ τς Αμπουτζαλιάς. Γοι γριγιές τουν ξέραν. Ήνταν καλός άθριπους τσι πουλλές φουρές τουν σταματούσαν τσι τουν ρουτούσαν για καμιά αρρώστια ή να τς ιξιτάσ’ ιπιτόπου.

Μια γριγιά βρακού, του Φτιχέλ’, μια μέρα τουν σταμάτ’σι.

Ω γιατρέ τσι συ, του διξιό μ’ του πουδάρ’ πουνεί, τσι συ.

-Μμμ… κάν’ γιατρός! Κατέβασε τη βράκα σου να το κοιτάξω.

-Όξαπιδω, τρόμαξι του Φτιχέλ’! Γω ντρέπουμι να τα κατιβάσου στουν άντρα μ’ τσι συ θέλ’ς να τα κατιβάσου καταμισή στου δρόμου.

Μα πώς να το δω μες στη βράκα, παραπουνέστσι γιου γιατρός.

Μι τα πουλλά του Φτιχέλ’ κάτσι πα σ’ ένα πιζλέλ’, έλ’σι του καλαμουβράτσ’ τσι ανέβασι του βρατσί τς ίσιαμι του γόνατου. Γιατρός του είδι, του πασπάτιψι τσι είπι:

Δεν έχει τίποτα, είναι της ηλικίας.

Άγ’ντι, γιατρέ, κάν’ του Φτιχέλ’, τσι του ζιρβό μ’ του πουδάρ’ είνι τς ίδιας τς ηλικίας, φτο όμους ε πουνεί!

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991