ΟΠΩΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Μεταφορά στο μονοτονικό και επεξεργασία από την εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 30/03/1956

Το άρθρο αναφέρεται στο συγκρότημα των Ανανία Καραμανλή-Παναγιώτη Ταμβάκη με θέμα «Το Καραβάνι»

Να μάς ζήσει η Αγιάσος. Η πρασινολουσμένη, η γεροδεμένη, η ατίθαση, η μερακλού, η θυμόσοφη Αγιάσος. Είναι το τελευταίο οχυρό τής ωραίας λεσβιακής παράδοσης που στέκει αλύγιστο κι’ ακατάλυτο στις διαβρωτικές επιθέσεις του ξενόφερτου επιθέσεις του ξενόφερτου πολιτισμού, με τους μοντερνισμούς του, με τις λόξες του, με τα άνοστα και τα κακά κοσμοπολίτικα γούστα του.

Η Αγιάσος είναι η Ιερά Καλύβη στην οποία βρήκε καταφύγιο η κυνηγημένη από το σνομπισμό και τη ξενομανία μας λεσβιακή παράδοση, αυτή που αποτελεί την ιστορική συνέχεια τής φυλής, δια μέσου ιών οιωνών, αυτή που περισώζει μέσα στην πλούσια έκφρασή της την ιστορική καταγωγή μας και την πορεία μας μέσα στο χρόνο.

Στην εποχή που ζούμε, για μας, τους πολλούς, η Αποκριά έχασε το νόημά της, δε μιλά στην ψυχή μας σαν πανάρχαιο έθιμο, δεν προσθέτει κανένα τόνο, κανένα παλμό στην καθημερινή ζωή μας. Ενώ στα παλιά χρόνια…

Ο τελευταίος πόλεμος και η ψυχολογία που δημιούργησε έδωσαν τη χαριστική βολή στη συνέχεια της παράδοσης – και φυσικά της αποκριάτικης εθιμοτυπίας. Θέρισε τους γεροντότερους, που ήταν οι φορείς και οι θεματοφύλακες των παλαιών ηθών και εθίμων, που δε συγκινούν πια, μήτε εμπνέουν τη μεταπολεμική γενιά. Στα χωριά «εισέβαλε» ο πολιτισμός, ο βιομηχανοποιημένος, με το ραδιόφωνο, με τους μουσικούς εκφυλισμούς του, με τις ερωτικές ξετσιπωσιές του, με την πολυτέλεια των εμφανίσεων και των επιδείξεών του, με την προσποίηση και την υποκρισία του.

Μέσα στο λεσβιακό μας περίγυρο, μονάχα η Αγιάσος μπόρεσε να διατηρήσει ένα τρόπο ζωής που επιτρέπει, αν όχι πάντα, σε καθορισμένες περιστάσεις, τη συμβίωση της ιθαγενούς αρχαίας παράδοσης με τα νέα στοιχεία που εισάγει στη ζωή μας ο κοσμοπολιτισμός που καταργεί τα φυλετικά σύνορα, εξαφανίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιό σύμβολα, αποχρωματίζει και αφομοιώνει.

Μια εκδήλωση αυτής της θερμής πίστης που περισώζει ο Αγιασώτης προς τα «πάτρια», προς τα πατρογονικά ήθη και έθιμα είναι και το ιδιότυπο, το σπαρταριστό και σπινθηροβόλο χρονιά­ρικο Καρναβάλι της που — χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει – εξακολουθεί να τελετουργείται μέσα στα γραφικά σοκάκια της, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, «εν πανδήμω συναγερμώ». Ένα Καρναβάλι που πέρα απ’ το σκηνοθετημένο θεαματισμό του, με παλιά και με νέα πρότυπα, προσφέρει τη ζωντανή του σάτιρα, με το εκφραστικότατο αγιασώτικο γλωσσάρι, χωρίς γλωσσοδέτη, με αριστοφάνεια ελευθεροστομία, σάτιρα δουλεμένη με πηγαία στιχουργική δεξιοτεχνία, σάτιρα που ξεσκεπάζει, απογυμνώνει, γελοιοποιεί, καυτηριάζει, ρεζιλεύει, τιμωρεί και διδάσκει. Δεν της διαφεύγει τίποτε. Είναι ένα πλήρες αποκριάτικο σατιρικό χρονικό, γεμάτο από εκρήξεις σπιρτόζικης λαϊκής εξυπνάδας, από χιούμορ που η τσουχτερή του γεύση προκαλεί στο ακροατήριο πυρετώδη κατάσταση ευθυμίας.

Θα δώσουμε παρακάτω μερικά απολαυστικά κομμάτια από το φετινό αποκριάτικο χρονικό — όσα επιτρέπει η σεμνότυφη λο­γοκρισία – αν και εκείνα που έ­χουν το πιο καλό ζουμί είναι αυτά ακριβώς που εμπίπτουν στην απαγορευτική δικαιοδοσία της.

ΣΕΙΡΙΟΣ

Στην οργάνωση του φετινού Αγιασώτικου Καρναβαλιού συνέβαλαν δυο κυρίως τοπικοί παράγοντες: Το λαμπρό «Αναγνωστήριο» που ενεθάρρυνε την προσπάθεια με την προκήρυξη επάθλου και ο ενθουσιώδης γυμναστικός Σύλλογος «Όλυμπος», με το θυμελικό του θίασο, που ανέλαβε τη φροντίδα και τα έξοδα και το συντονισμό της δουλειάς. Και στις δυο οργανώσεις οφείλεται θερμός, θερμότατος έπαινος.

Δε θα κάνουμε περιγραφή, γιατί είναι πια εκτός τόπου και χρόνου. Θα περιοριστούμε στο σατιρικό χρονικό που απαγγέλθηκε απ’ τους Τσιγγάνους αποκριάτικους τροβαδούρους. Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην Κύπρο. Βρυγμός και τριγμός οδόντων εναντίον του Τυράννου και μπόλικη πατριωτική έξαρση.

Ύστερα απ’ την απαραίτητη αυτή εισαγωγή, ο Καρνάβαλος βρίσκει το γνήσιο εαυτό του καθώς απευθύνεται στους συγχωριανούς του αρσενικούς και θηλυκούς:

Γεια σας, χουριανοί. καλμάνδις νιες,

γριγιές, τσι νοι, τσι γερ,

χρόνια τώρα σάς διουβάζου

σεις του γδι τσι του γδουχέρ.


Αλλάξιτί του του διουλί

κάτσιτι τσι στσιφτείτι

κι’ απ’ ένα πάριτι παπά

στου σπιτ τσι διαβαστείτι.


Γιατί σαν που παγαίνιτι

σάς δίνου τα προυφόνια∙

ούλ σας τρουβά θα πιάσιτι

σι πέντι δέκα χρόνια.


Φουνάγ’ς·γαβγίγ’ς, μο πους φουνάγ’ς

να ρε διαβόλ’ η μέρα!

Μπόμπα θα ρίξου να τναχτούν

τα γδια σας στουν αγέρα!


Κάνιτι πους δεν έχιτι

μηδί στουν ήλιου μοίρα

του καλουτσαίρ’ μες τ’ Σουλουγάν’

τρέχ’ πουταμός γη μπύρα.


Αμπείς μες τ’ Παναγιώτ’ τ’ Αβγού

έγ’τσι ’νι τα σπουδαία

ρατσί, μιζέ, τραγούδ’, χουρό

Ρηνούλα τσι ιδέα.


Μι μια ματιά που θα τουν ρίξ

τα πουρτουφόλια αδειάζιν

άλλους τα δαμασνέλια τρω

τσι φνουν τα δόντια μδιάζιν.


Αμ στουν τσινηματόγραφου

την κάθα Τσυριατσή

γη πιο πουλλές σα τς πασπατέψ

είνι χουρίς βρατσί.


Άμα δεν πάν στου σινιμά

δεν τόχιν σι καλό ντουν.

Δίν’ του πιν’τάρ στα μούζικα

τσι ζλουν τουν αφαλό ντουν.


Είχαν γ’ αθρώπ’ κουμάτ λαδέλ’

να πλιούν να κάν’ τη δλιά ντουν,

ξουδιάσαντου στα θέατρα

στσ’ πούντρις τσι στα μαλλιάντουν.


Μι τσ’ μόδις, μι τα θέατρα,

τσι μι τα πανηγύρια

πληθήκαν κβάρα πράματα

πριβόλια τσι σουθήρια.


Ότ’ λουγιους γ’νατσής τσ’ αν είσι

έφτου π’ θέλ’ αυτή θά γέν’

Μη σας φαίνιτι σπουδαίου,

τσ’ νύχτας γιου καδής κμαντέρν!


Και αποτεινόμενος προς το ασθενές φύλον:

Δείτι να συμμουρφουθείτι,

να γινείτι ν’κουτσαρές,

γιατ’ αλλιώς του γαργαλούπ’ σας

έ θα δει πουτές χαρές.


Σ’ όποιου ρουμνίδ’ πας τσι σταθείς

παντού γουτζμοί ακγιότι,

-τσι δε ξέριν τι κάν’

-όπ’ φτάξ ……..


Α μπεις σαν έρτ’ του καλουτσαίρ

τσι βάλιν τσ’ ζαπουνέδις

κβάρα πουδάρια παραλούν

μι σας παλιουκαχπέδις.


Επακολουθούν οι συμβουλές του Καρνάβαλου – Ατσίγκανου προς τις Αγιασώτισες περί του πώς δέον να συμπεριφέρονται προς τους αρσενικούς. Τις παραλείπουμε για ευνόητους λόγους και φθάνουμε στα φιλοσοφικά συμπεράσματά του:

Θα μας καταπουντίσ’ ου Θιός

μι τα μυαλά που πάτι, ιμκρές,

μιγάλις στα σκουτνά

παλούτσα σαλαγάτι.


Ποίτσι του σίφνα τσ’ άλλ’ φουρά

ποίτσι σεισμό, πλημμύρις

που για να σάσιν οι ζημιές

παγήκαν τσβάλια λίρις.


Ύστιρα έκαψι τσ’ ιλιές

χάλασι του μαξούλ’

τσ’ ίσαμ’ να ξιχμουνιάσουμι

χ…. μι τσίτσβου ούλ’.


Πατήσαμί του στου χουρτάρ

σαν του σαρανταένα

τα σώβρακά μας ολουνούν

πράσνα ‘νι καμουμένα


Αλλά για να μη ξανασυμβούν όλα αυτά τα δεινά και τα ξορκισμένα πρέπει και οι αρσενικοί ν’ αλλάξουν τρόπο συμπεριφοράς:

Τσι γναίτσις να τσ’ αφήνητι

να μην τσ’ αυγουλουγάτι

μι κάθι ψυλλουπήδημα

που πίσου τους κουλλάτι.


Να σφίξιτι τουν π…. σας

να πα να παντριφτείτι

σα θέλιτι ξιθαρριτά

καρπέτα να πατείτι.


Οι Αγιασώτες δε βρίσκουν έλεος στη σκέψη του Ατσίγγανου:

Στου χουρό τσι στα τραγούδια

σ’ έφτα μόνον έχιν τ’ χάρ’

σαν τους πεις κουμάτ’ για δλιούδα

πεισματώνιν σα τσ’ γαδάρ’.


Γι ουκνιά πας τα τουμάρια ντουν

τσείτι μι του καντάρ’

γι’ αυτό τσι του μπακέτου ντουν

έχ’ πάντα δυο τσιγάρ’.


Δραχμή, δραχμή, ξοικουνουμούν

τσι πέρνιν τουν καπνό ντουν,

τίλιγια γ’ οι διαβόλ’ θα δουν

τσι γ’ναίκα στου πλιβρό ντουν;


Απί ταχτέρ ίσαμ’ του βράδ’

στουν καφινέ καθούντι

βαστούν πλια τα τσιφάλια ντουν

τσ’ ούλ’ μέρα διαλουγούντι.


Έχιν τσι δίτσου γ’ οι καϊμέν’

γιατί σαν που μας ποίκαν

δεν έχουμι πια άκαρου

τα στμόνια μας κουπήκαν.


Πίνιν καφέδις βιρισέ

παίζιν τσι τα σκαμπίλια,

τσ’ οι καφιτζήδις κάντι ούλ’

μι κριμασμένα χείλια.


Ροζ ποίκαν τα δαχτύλια ντουν

απί του γράψι-γράψι

θα χάσιν τσι τα μάτια ντουν

απί του κλάψι -κλάψι.


Και έρχεται η σειρά των κοτζαμπάσηδων της Αγιάσου που η συμπόνια τους προς τους φτωχούς είναι, ως γνωστόν, παροιμιώδης. Ο Καρνάβαλος τούς περνά κι’ αυτούς γερό μπερντάκι:

Φέτου που ήταν μαγκουσιά

γ’ αρχόντ’ ξιπατουθήκαν

τα σπίτια ντουν αδιάσαντα

τίπουτα δεν αφήκαν.


Ρούχα, τσι λάδια, τσι φαγιά

σ’τσ’ φτουχοί τσ’ αθρώπ μοιράζαν

τσ’ ότ’ γύριβγις τσι δεν τούχαν

απόξου ταγουράζαν.


Έφτου που δίδαξι Χριστός

κάνα του τα καημένα

όσ’ είχαν δυο χιτώνια

δίναν σ’τσ’ φτουχοί του ένα.


Γυμνό τσ’ αξπόλ’τουν άμα δουν

δεν ξέριν τα τουν κάν’

η γ’ όριξή ντουν κόβιτι

δε θέλιν μήδ’ α φάν.


Σαν πας τσι πείς ντουν του γκα’μόσ’

τα σκότια ντουν στρατζίζιν.

σι μουρμουρίγ’ς τσι φτοί πί τνάλλ’

τα μούτσνα ντουν γυρίζιν.


Στιάνου σα δουν μπρος τ’ μπόρτα ντουν

τα μάτια ντουν δακρύζιν

μέσα σφαλιόντι τσι μι μιας

του πέτρουμα κουρντίζιν.


Εδώ η οργή του Καρνάβαλου ξεχειλίζει ακράτητη:

Έδγιου γιου κόσμους υπουφέρν’

γιατί λείπ’ η γι’ αμόνοιασ’

στ’ παράδσου κάθντι μιτρητοί

γι’ άλλ’ είνι ούλ’ μες τ’ κόλασ’.


Ταχιά σα δείξι του μαξούλ’

τσ’ φτουχοί θα χρειγιαστείτι

φτοι θα καλντίζιν μες τη δλιά

τσι σεις θα σουδιαστείτι.


Πολλά ’νι τα παράξινα

π’ γέντι μες του χουριό

τσι δυο-τρεις είνι γι’ οι γνουστσοί

π’ τρών’ τ’ παλαβού του βιό.


Δλιά θελ’ γιου κόσμους, ρε πιδιά,

τσ’ αφήτι τα μπαμπάγια

μι τ’ άγριου μη ντούν πιάνιτι

μο αλλάξιτι τα χνάρια.


Γοι χουρτασμέν’ τσ’ νηστσοί έ τσ’ ρουτούν

δε τσ’ δίνιν σημασία

μό που γι’ ου Θιος θα τσ’ κανουνίσ’

στ’ Διφτέρα Παρουσία.


Σαν π’ λέγιν είνι τσι κουντά,

πα δεν πα δυο βδουμάδις

προυχτές του έμαθα τσι γω

απί κάτ’ Γιαχουβάδις.


Έγτουτι όσ’ είνι φτουχοί

θά γένιν αρχουντάδις

τσι τ’ φτώχτια θα τνη μοιραστούν

γι’ Αρχόντ’ μι τσ’ γιαχουβάδις


Η τελευταία παράσταση του Καρναβαλιού έγινε μέσα στο γυμναστήριο που έγινε με δαπάνη που διέθεσε ο εν Αμερική φιλόπατρις νοσταλγός Γεώργιος Χριστοφίδης. Ο αποκριάτικος τροβαδούρος δεν τον ξέχασε:

Να ζήσ’ η Χριστουφίδης μας

τσ’ Αγιάσους του καμάρ’

που φτος μουνάχα βρέθιτσι

τσι ποίτσι μας μια χάρ’.


Μας έκανι του Γήπιδου

μι σινδρουμή μιγάλ’

τσι φέτους του γιουρτάσαμι

ιδώ του Καρναβάλ’.

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑΣΟΣ

Default 2
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Default 8
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Default 10
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Default 12
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

“ΓΚΡΙΝΙΑ” Μια αγιασώτικη σατιρική εφημερίδα

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης

skleparis_mihalisΟι Αγιασώτες από την εποχή του μεσοπολέμου άρχισαν ν’ ασχολούνται συστηματικά ή ερασιτεχνι­κά με τον τύπο, με τη δημοσιογρα­φία. Έθεσαν σε κυκλοφορία εφημε­ρίδες και περιοδικά, που τυπώνο­νταν στην Αγιάσο ή στη Μυτιλήνη, όπου τα μέσα ήταν περισσότερο σύγχρονα. Εκτός από τα κανονικά έντυπα, υπήρχαν κι άλλες εκδόσεις χειρογραφημένες ή δακτυλογραφη­μένες. Δυστυχώς κι από τις πρώτες κι από τις δεύτερες δεν υπάρχουν στη διάθεση του μελετητή πλήρεις σειρές. Συνέπεια τούτου είναι η αδυ­ναμία για μια σωστή έρευνα κι αξιο­λόγηση. Ευχής έργο θα ήταν να συγκεντρωθούν όλες. Σ’ αυτό θα μπορούσαν να βοηθήσουν όσοι έχουν σκόρπια φύλλα. Το Αναγνω­στήριο είναι ο καλύτερος χώρος για τη διασφάλισή τους.

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης. Τη σατιρική αυτή εφημερίδα την έβγαζε ο αδελ­φός του Μιχάλης Σκλεπάρης, που ή­ταν λαογραφικός συνεργάτης του «Τρίβολου». Ήταν δακτυλογραφη­μένη ή χειρογραφημένη. Φαίνεται ότι βγήκε αρκετές φορές. Στο κύριο άρθρο του φύλλου της 1-1-1946 αναφέρεται ότι «Το αγαπημένο όργανο των καβγατζήδων χασομέρηδων, πι­στό σα γάτα στις προγραμματικές δηλώσεις του, συνεχίζει τον αγώνα που ανέλαβε για γκρίνια, κέφι, χα­ρά και υψηλή φιλολογία, χωρίς να δίνει διάρα στους κουφιοκεφαλάκηδες, που πασχίζουν με κάθε τρόπο να του φράξουν το δρόμο που πέ­ντε χρόνια ακολουθεί».

gkrinia

Για να δοθεί μια εικόνα της ποιό­τητας της «Γκρίνιας», θα πρέπει ν’ α­ναφερθούμε σε κάποια κείμενά της. Το πρώτο φύλλο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι δακτυλογραφημέ­νο, εικονογραφημένο, διαστάσεων 23X35, και κυκλοφόρησε την 1η Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμενα αξίζει να δώσουμε το κύριο άρθρο:

ΓΙΑΤΙ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ

Καθετί που γίνεται έχει τις αφορ­μές του, τα αίτια και τους σκοπούς του. Η επανέκδοση λοιπόν της «Γρίνιας» γίνεται για τους παρακάτω λό­γους. Τα παράξενα π’ ακούμε και μα­θαίνουμε, τα παράναγκα που γίνον­ται, οι λόξες και τα φάλτσα που βλέ­πουμε, οι αδιαντροπιές και οι παλαβάδες αρκετών μάς δώσανε τις αφορμές και γίνανε αιτία να βγάλου­με στη φόρα τ’ άπλυτα και τις μπομπές όχι δυστυχώς όλων, παρά αυτουνών που θα ’χουν την τύχη να τους αρπάξει το σχέδιο. Σκοπός μας είναι να δώσουμε ένα καλό λούστρο μερικούς – που να το θυμούνται σ’ όλα τους τα χρόνια – για να ξεθυμάνουμε.

Το όφελος που θα έχει αυτό το κοπάνισμα είναι μεγάλο. Γιατί από τώ­ρα και μπρος ο καθένας θα προσπα­θεί το καθετί που κάνει να το λογα­ριάζει. Την κάθε κουβέντα που θα πει να τη σκέφτεται. Θα βάζει ο νους του τα χτυπήματα της «Γκρίνιας» και θα πιάνεται η καρδιά του. Μα είναι μερικοί – θα μου πείτε – που δε δί­νουν διάρα ή, πιο σωστά, κάνουν πως δεν τους πιάνουν τα γράμματα. Λίγο μας νοιάζει για τους τέτοιους. Γιατί μας φτάνει κι ευχαριστούμα­στε και με τούτο μονάχα, πως όλοι οι αναγνώστες και οι συνεργάτες μας θα κατατοπίζουνται σ’ όλα και θα μαθαίνουν το καθένα απ’ την όρτα κι απ’ την ανάποδη.

Κατοπινούς σκοπούς μας βάζου­με το κέφι, τη χαρά και την υψηλή φιλολογία! Μα πιο πολύ επιδιώκου­με και θα προσπαθήσουμε να φέρου­με με τ’ αρθρίδιά μας σε διάσταση και καβγά τον ένα με τον άλλο συ­νεργάτη και φίλο κι έτσι, βάζοντας μεις τα φτίλια, θα βλέπουμε τη φα­γωμάρα και τη γκρίνια από μακριά και θα σπούμε πλάκα.

Γρινιάρης

Στη συνέχεια υπάρχουν «Μποναμάδες» (Αναστασέλη Στρατή= τον Ηλία Ψυρκούδη. Σουσαμλή Όμηρον = Μια μετρική κτλ.), σατιρικά δίστιχα αφιερωμένα σε πρόσωπα, με το γε­νικό τίτλο «Το κασιάνι μας», κι άλλα τσουχτερά και πικάντικα, όπως «Γοι ψόφ» (αναφορά στην παράσταση του έργου του Στρατή Αναστασέλη «Γοι ψοφ» στη Μυτιλήνη το Σεπτέμ­βρη του 1944, «Νέα βιβλία», «Οι κυ­νηγοί μας», «Αγώνας για τη ζωή», «Αποφάσεις» (Να ανοιχθεί λουκουματζίδικο στο Ξενοφών Σουσαμλή. Να σταλούν συλλυπητήρια στον Παπανδρέου και Γλύξμπουργκ για την απώλεια της Ελλάδας. Να σταλεί Σδαναός, να μεσολαβήσει για τη συμφιλίωση αυτουνών που έβαλαν ίσκα το Αναγνωστήριο. Να κάνουμε διανομή 17,50 δράμια κάστανα στους Εγγλέζους. Να ανατεθεί η ε­πιχείρηση της τρίχας του λουτρού, που θα ανοίξει αυτές τις μέρες, στον Προκόπη Λιγέλη. Να μοιραστεί για το πρώτο 10ήμερο του Γενάρη η α­νάλογη ποσότητα ξιδιού, για να καλ­μάρουν τα νεύρα της αντίδρασης. Να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πο­σότητα αχλιάς, για να γίνει ο σχετι­κός έλεγχος. Να δοθεί τραχονοπάρτι τα μεσάνυχτα των Φώτων κτλ.), “Τι λένε οι προσωπικότητες της ΣΔΑ και της ΣΤΑ» κτλ.

Το δεύτερο φύλλο είναι επίσης δακτυλογραφημένο και εικονογρα­φημένο, διαστάσεων 20X29 1/2, εξασέλιδο, αλλά λειψό κατά τις πρώτες δυο σελίδες, και κυκλοφόρησε στις 16 Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμε­να του αξίζει να σημειώσουμε τα παρακάτω:

ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΙΑ

Πραγματικά είναι αδιάντροπος. Κατάργησε στο θέατρο το ρόλο των γυναικών και κάνει αυτός τη γυναί­κα. Τουλάχιστον παιδί δεν είναι. Εί­ναι αρκετά μεγάλος και έπρεπε να το σκεφθεί πριν ανεβεί πάνω στη σκηνή και κάνει την κυρία Ντόνα Λουκία. Κοντά σ’ αυτόν έμπλεξε κι ο Ηλίας, γιατί, μπορούμε να πούμε ότι αυτός είναι αιτία και χαρακτηρί­στηκε η κωμωδία αχαζάδα. Ναι, η Ντόνα Λουκία κατέστρεψε την Κω­μωδία. Γιατί απλούστατα ο αδιάντροπος που ανέβηκε στη σκηνή με τη στάση του και με τους μορφα­σμούς του και με τα διάφορα ανάλα­τα αστεία που έκανε κατόρθωσε να εξισώσει την Κωμωδία με τους «Ψόφους».

Στη συνέχεια υπάρχει ένα κείμε­νο με τίτλο «Εντυπώσεις απ’ το ΦΟΜ», «Ο χορός του Βούδα», κτλ.

Το τρίτο φύλλο είναι τετρασέλιδο, χειρογραφημένο, διαστάσεων 19 1/2Χ29 1/2, χωρίς εικονογράφηση, και κυκλοφόρησε την 1 Γενάρη 1946. Σημειώνουμε το κύριο άρθρο «Θα τη βγάζουμε», τους «Μποναμάδες» (Ευστρ. Βαμβουρέλην: Μουστακοδέτη. Σαρ. Μαλιάκα, Γιαν. Κουρβανέλη: Διαβουλόξλου, κτλ.), μια διαμαρ­τυρία «θιγομένου» με τίτλο «Τάδε λέγει Κύριος», τις «Σελίδες απ’ το η­μερολόγιο…» (7 Δεκέμβρη 1939), τις «Αποφάσεις», τις «Ειδήσεις» (Εξ ημιεπισήμου πηγής αγγέλλεται ότι ο Ευσ. Δελόγκος ενυμφεύθη με τη δίδα Άντρια. Παράνυμφοι παρέστη­σαν η Λαξ και Καλό Πριβόλ). Χαρα­κτηριστική είναι και η ακροτελεύτια είδηση: Τελευταία ώρα. Πή­ραμε απ’ τις ποινικές το παρακάτω τηλ/μα: Πάτερα, πε του α μι βγάλιν.

gkrinia_paper

Η έκδοση της «Γκρίνιας» ήταν μια καλή προσπάθεια, παρά τις ατέ­λειες. Ξεπήδησε από το κλίμα που καλλιέργησε ο «Τρίβολος» του Στρα­τή Παπανικόλα κι από την αγιασώτικη σατιρική διάθεση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

ΣΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΜΟ

ΑΓΙΑΣΟΣ,ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ,ΚΟΠΣ,ΣΑΤΙΡΑ,ΤΡΙΒΟΛΟΣ

ΤΡΙΒΟΛΟΣ, 14-06-1940