12-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Ο πόλεμος, ο πολιτισμός του αιώνα μας. Φτου σου άνθρωπε που ρεζιλεύεις και μολύνεις τη γη!

16/01/1941

Το χιόνι λαμποκοπά στου ήλιου τις αχτίδες που σήμερα λούζουν τα χιονισμένα βουνά. Μεγάλη κίνηση έχουμε, διορθώνουμε τ’ αυτοκίνητα, ταχτοποιούμε καθετί. Το πρωί ο Λάζαρος, ο εγγονός της καλομάνας του σπιτιού μας ήρθε λυπημένος. Του ψόφησε ένα μοσχάρι, ήταν αδύνατο και το κρύο το τσάκισε. Το τράβηξαν έξω από το στάβλο οι φαντάροι και το ‘γδαραν. Το μεσημέρι βγάζουν τα βόδια απ’ όλους τους στάβλους οι χωριάτες για πότισμα. Περνούν απ’ το ψοφίμι, μυρίζουν το ψόφιο ζο το γδαρμένο κι αρχίζουν να φωνάζουν, να κλαίνε. Όλα τους αγριεύουν, δε γίνονται ζάπι κι οι φωνές τους μοιάζουν θρήνος. Τα βόδια που κλαίνε ένα μοσχάρι, σηκώνονται πάνω στα πισινά τους, ορμούν πάνω στους σωρούς, στο χωριό γκρεμίζουν καλύβες. Τα βόδια που έδειξαν τον πολιτισμό τους σε μας που γελούμε κι ευφραινόμαστε σα δούμε πτώματα.


17/1/1941

Παγωνιά. Ο παγωμένος αέρας μας τσακίζει.


18/1/1941

Όλο τα ίδια. Ως το Αμύνταιο πήγα κι ο αέρας μου έφερε πονόδοντο. Τα χέρια και πόδια είν’ αναίσθητα.


19/1/1941

Κυριακή σήμερα. Ο καιρός μαλάκωσε λίγο. Τ’ απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο τ’ Αμυνταίου. Είναι πολλοί Μυτιληνιοί τραυματίες. Οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα. Ένας θάλαμος από βαριά κρυοπαγήματα, κομμένα πόδια. Ένας γέρος φαντάρος έχει τα δυο του πόδια χαμένα. Ο διάδρομος γεμάτος. Ανεβαίνω στον απάνω όροφο. Κι εκεί η φρίκη των σακάτηδων σου ματώνει την καρδιά. Ο θάλαμος βρομολογά από τα σάπια κρέατα.

Ένας Ερεσώτης μου μιλάει για τις μάχες για τους χωριανούς μου κι ακούω απ’ το στόμα του το σκοτωμό του Στέλιου Σκανέλη. Ήτανε πέντε στ’ αμπρί. Ένας όλμος τους έκανε άνω κάτω. Ο Στέλιος βρέθηκε χωρίς τραύμα. Ίσως ο αέρας της οβίδας να του έφερε το θάνατο. Καημένο παιδί. Φεύγω ζώντας τη φρίκη τούτη και τον καημό του πατέρα του. Πόσοι να χάθηκαν. Ο πόλεμος, ο πολιτισμός του αιώνα μας. Φτου σου άνθρωπε που ρεζιλεύεις και μολύνεις τη γη!


20/1/1941

Σήμερα το πρωί η καλομάνα κλαίει απαρηγόρητα. Είδε άσχημο όνειρο και φοβάται για το παιδί της στο μέτωπο. Ξεφωνίζει μέσα σ’ αναρουφητά. Νίκο μου, Νίκο! Την παρηγορούμε μα δε θέλει ν’ ακούσει τις παρηγοριές μας. Η μάνα, η μάνα που τον πόνο της δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς ανθρώπινος πόνος.


21-26/1/1941

Τίποτα ξεχωριστό. Λάσπη, βροχή.

Ποίημα στο Ημερολόγιο του Στρατή Αναστασέλη

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1896. Ο αντίκτυπός τους στην Αγιάσο της τουρκοκρατούμενης Λέσβου

Το 1896 αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο. Περιττό ν’ αναφερθώ στις δυσκολίες πρόσβασης σ’ αυτούς τους αγώνες. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να σταματήσεις; Από την τουρκική κατοχή, από την ενημέρωση, από την επικοινωνία, από τα μεταφορικά μέσα; Αντίθετα, όλα αυτά που διαθέτουμε στις μέρες μας, τα οπτικοακουστικά ηλεκτρονικά μέσα, με την τελειότητά τους μας χαρίζουν την αμεσότητα στα γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο. Είναι αδιανόητο πάντως, και σήμερα ακόμη, να βρεθούν στις κερκίδες του καλλιμάρμαρου Σταδίου δυο Αγιασώτες, με τις εξάπαντος βρακοφορεμένες γυναίκες τους, να παρακολουθούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όχι, βέβαια, τυχαία. Πήγανε, σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες, με αποκλειστικό σκοπό να παρακολουθήσουν τους Αγώνες, οι άνδρες τουλάχιστον. Είναι σα να λέμε τώρα πως κάποιος Αγιασώτης πέταξε με το «Κολούμπια» στη σελήνη.

Το εγχείρημα των δυο αυτών ζευγαριών ήταν κάτι το πολύ τολμηρό, το άκρως πρωτοποριακό, αφού υπήρχαν άνθρωποι, προπαντός γυναίκες, που δεν είχαν δει από κοντά ούτε θάλασσα.

Ήταν μεγάλο το τόλμημά τους γι’ αυτή την εποχή. Για να ξεμυτίσει Αγιασώτης από το χωριό, έπρεπε να υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Λόγοι υγείας, βασικά, ή ξενιτεμός. Δεν ήταν εξάλλου μόνο οι δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού, ήταν και το οικονομικό πρόβλημα. Γι’ αυτό πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι όχι μονάχα ήταν προοδευτικοί και τολμηροί, αλλά όπως φαίνεται, είχαν και κάποια δόση ιδιορρυθμίας, τρέλας. Ιδιότροπος και οξύθυμος άνθρωπος ήταν ο Στυλιανός. Τη γυναίκα του την πήρε από σφοδρό έρωτα. Κι όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να της τις βρέχει με το παραμικρό. Μια μέρα που ράβδιζε ελιές στα «Σιντούτσια», εφτά φορές κατέβηκε από την ελιά και την ξεσκόνισε, καταπώς διηγόταν η γιαγιά του Δημήτρη Καμαρού. Το πραγματικό επίθετό του ήταν Συναδινός, αλλ’ επικράτησε το παρατσούκλι Σκανέλης.

Ο Στυλιανός Παναγιώτη Σκανέλης ήταν ξυλογλύπτης και μαθήτεψε στη Σμύρνη. Ήταν άριστος τεχνίτης. Κατασκεύαζε ακόμη και μουσικά όργανα και κυρίως σαντούρια. Ένα από αυτά σωζόταν εδώ στην Αγιάσο και το είχε ο δισέγγονός του ξυλουργός Παναγιώτης Ευστρατίου Σκανέλης. Δυστυχώς όμως, σε κάποια επισκευή του σπιτιού του, καταστράφηκε από τον εκσκαφέα. Η γυναίκα του καταγόταν από τα Βασιλικά. Ήταν ψυχοκόρη στην οικογένεια Χατζηπροκοπίου και την έλεγαν Τριανταφυλλιά. Το σπίτι τους ήταν εκεί που είναι σήμερα τo Ξενοδοχείο του Αναστάση Καζαντζή, δίπλα στο Βενζινάδικο του Χατζηχρυσάφη. Την παντρεύτηκε από έρωτα. Απέκτησαν τρία κορίτσια. Η Περσεφόνη παντρεύτηκε τον Ευστράτιο Μουτζουρέλη, η Μυρσίνη μετανάστευσε στην Αμερική και παντρεύτηκε τον Τζάνο Ρουμπάπη. Η τρίτη παντρεύτηκε στη Σύρο, όπου χάθηκαν τα ίχνη της μαζί και το όνομά της.

Λέγεται πως όταν ήρθαν στο χωριό άρχισαν τα καλωσορίσματα. Όλη η γειτονιά ήταν στο πόδι. Τα σχόλια έπαιρναν και έδιναν. Η Τριανταφυλλιά, γεμάτη περηφάνια, απαντούσε στα ερωτήματα των γειτόνων, που άλλα ήταν από πραγματικό ενδιαφέρον, και άλλα πονηρά, γεμάτα φθόνο και ζήλια. Ο Στυλιανός ντύθηκε τα καλά του, έκλωσε το μουστάκι, φόρεσε το φέσι του και έτοιμος πια βγήκε στην πόρτα, για να πάει στο καφενείο, στην Αγορά, για τα εύσημα. Όπως ήταν και καλός αφηγητής, φανταζόταν τον εαυτό του τριγυρισμένο από όλους στο καφενείο, να κρέμονται από τα χείλη του, για ν’ ακούσουν τα των αγώνων από πρώτο χέρι, μια και δεν υπήρχε άλλη πληροφόρηση. Δεν πρόλαβε να βγει καλά καλά έξω και ακούει τη θεία γριά Χατζηπροκόπαινα να ρωτά. Ε, τούλουγια, μουρή Τριγιανταφ’λλιά; Αρέσασί σ’ γι αγώνις; Ποια, ω θεία; Έφτα τα χαζλαρέτα που κάναν γι μ’κρήδις; Την άκουσε ο Στυλιανός και του ’ρθε πολλή μαυρίλα και τον πλάκωσε. Το θριαμβευτικό χαμόγελο του προσώπου του έσβησε και έγινε μαύρος σαν την πίσσα από το κακό του. Πλησίαζε με βήματα αργά την Τριανταφυλλιά. Ώστε χαζλαρέτα, ε Τριγιανταφ’λλιά! Σηκώνει το χέρι του και πάρε αυτή, πάρε και εκείνη, για να μάθεις ποια είναι τα χαζλαρέτα, παλιουκουτούτσ’… Θ’μούσ’ του, άμα θα σι ξουνουπάγου πούβιτα, παλιουανιστόρητ’, ανισόρρουπ’… Ξόδιψα ένα σουρό γρόσια, να σι πάγου να δουν, ναν ανοίξιν τα στραβά σ’, τσι συ μ’ λέγ’ς τα χαζλαρέτα. Έτσι άδοξα τέλειωσε το ταξίδι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για την καλοκάγαθη, ανενημέρωτη Τριανταφυλλιά…

Το άλλο ζευγάρι, καταπώς λένε, ήταν ο Πολύδωρος Αναστασέλης με τη γυναίκα του. Ήταν ένας άνθρωπος που προέτρεχε της εποχής του. Ήταν προοδευτικός, εφευρετικός, πολυτεχνίτης. Ήταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που έφερε αυτοκίνητο, ταξί, στην Αγιάσο. Ακόμη και σήμερα λέγονται ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε κατά κόρον, όπως «μη ομιλείτε εις τον οδηγόν», «Αποβιβασθείτε να πάρω την στροφήν μου»… Δεν μπόρεσα να πληροφορηθώ πότε και γιατί παράτησε το αυτοκίνητο, γιατί προσωπικά τον θυμάμαι να ασκεί το επάγγελμα του υποδηματοποιού και το μαγαζί του ήταν δίπλα από του Λευτέρη Ταμβάκη. Σήμερα το χρησιμοποιεί ως γραφείο ο γιος του γιατρού Στρατή Βαμβουρέλη. Ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και στο μαγαζί του μαζεύονταν όλοι οι προοδευτικοί Αγιασώτες. Ήταν δε και εξαιρετικός μάστορας στο παπούτσι. Ακολουθούσε την εξέλιξη, τη μόδα. Δεν έκαναν όποιοι όποιοι παπούτσια σ’ αυτόν. Έπρεπε να έχεις οικονομική ευχέρεια. Η ειδικότητά του ήταν το γυναικείο παπούτσι.

Γυναίκα του είχε πάρει τη Δέσποινα Χατζηπαναγιώτη, την ετεροθαλή αδελφή του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, η οποία μας έλεγε ότι έκανε δεκαεφτά γέννες, αλλ’ αυτό δεν την εμπόδισε να φτάσει στα ενενήντα τρία.

Από αυτές τις γέννες επέζησαν μόνο εφτά παιδιά, η Μαριάνθη, η Αφροδίτη, η Γεωργία, η Ελένη, ο Στρατής, που διακρίθηκε ως λογοτέχνης, ο Αντώνης και ο Βενιζέλος…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΕΥΣΤΡ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 144/2004

ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ, ΦΟΝΙΑΣ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΛΗΣΤΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ…

Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού

Ήταν τα χρόνια που έλεγαν πως έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Δουλειές είχε πολλές και συνέχεια όλο το χρόνο. Μόνο το μεροκάματο που ήταν μικρό και δεν έφτανε. Απαιτήσεις η ζωή τα χρόνια εκείνα δεν είχε, όπως έχει σήμερα. Οι νέοι, οι εργένηδες, μπορούσαν και τα βόλευαν. Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού.

Την πρώτη μέρα της εβδομάδας την είχαν καθιερώσει αργία και μέρα γλεντιού για τους τσαγκαράδες. Γι’ αυτό και τη λέγανε Τσαγκαροδευτέρα. Τώρα πώς και από πού καθιερώθηκε στους τσαγκαράδες είναι άλλη ιστορία. Τσαγκαροδευτέρα στην ουσία ήταν κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα γλέντιζαν όλοι οι επαγγελματίες και όλος ο κόσμος, όχι μόνο οι τσαγκαράδες. Ήταν σαν το λύκο που έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη. Κοντά στην Τσαγκαροδευτέρα όσοι γλέντιζαν κολλούσαν και δικαιολογούσαν κι όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας.

Απαραίτητη βάση του γλεντιού τις καθημερινές ήταν το γιουβέτσι στο φούρνο. Ψηνόταν μέσα σε πήλινα σιφνιώτικα ειδικά τέστα, που έκαναν εξαιρετικό φαγητό. Τα γιουβέτσια τα διέθεταν οι φουρναραίοι. Ώσπου να ψηθεί το φαγητό, τα κουτσοπίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής με τον απαραίτητο αμανέ. Τον τραβούσε ο καλλίφωνος της παρέας με το μερακλίδικο, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, τραγούδι, ανάλογα με την περίπτωση. Τακτικά ακουγόταν κι ο κλαψιάρικος, τραβηχτός κι ατέλειωτος πλωμαρίτικος σκοπός. Τον τραγουδούσαν Πλωμαρίτες που κατέβαιναν κάθε μέρα απ’ τα χωριά του Πλωμαριού, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, μυζήθρες, τυριά, απίδια, ξύλα και κάρβουνα. Γλέντιζαν κι αυτοί παρέα με τους Αγιασώτες ή και σε χωριστές παρέες μοναχοί τους. Τον ήξεραν όμως και τον τραγουδούσαν και Αγιασώτες.

Όταν άναβε και φούντωνε το γλέντι, φωνάζανε, ανάλογα με τα οικονομικά που διέθετε η παρέα, ή τη μουσική κομπανία του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ(ι)) ή το όργαλο του Θεμιστοκλή Χατζηκομνηνού (Κακέλ’) με τον Αντρέα Χατζηκινάνη, που έπαιζε γκάιντα ή ζουρνά. Τις βραδινές ώρες έπρεπε να κάνουν και την πατινάδα τους, δηλαδή βόλτα μέσα στις γειτονιές κι ας ήταν κλειστά τα κουιτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, να δουν και να τραγουδήσουν τα κορίτσια τους, να κάνουν και το χορό τους. Έτσι τέλειωνε το γλέντι. Όταν το ρακί έβγαινε από την νταμετζάνα και πέρναγε στα στομάχια των νέων, ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσει μικρά ή μεγάλα καβγαδάκια. Αιτία τα αγαπητιλίκια και οι μικροπαρεξηγήσεις.

Στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Χαράλαμπου Γιάννιγρη και του Αντώνη Παλιβάνη, που ήταν κυνηγοί και οι δυο τους, σύχναζε, εκτός από τους άλλους, το σινάφι τους. Είναι γνωστό πως, όπου συναντηθούν οι Νεμρώδ, είναι αδύνατο να μη συζητήσουν για τα κυνηγετικά τους κατορθώματα που δεν έχουν τελειωμό. Λένε μάλιστα και τα πιο μεγάλα ψέματα, τα πιο φανταστικά και απίθανα, ξεπερνώντας κι αυτόν τον πατέρα του ψέματος τον Μυνχάουζεν.

moysiki
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιά διασκέδαση στη Στσια τ’Κουντουρέλ(ι). Διακρίνονται από αριστερά οι «μουσικοί» Παναγιώτης Δούκαρος (κτηματίας) και Γρηγόρης Βατρικάς (σιδηρουργός) κι οι πραγματικοί μουσικοί Θεόφιλος Ψείρας και Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος)

Ένας κυνηγός, μπαρουτοχαλαστής, που σε λίγα μέτρα να έριχνε πάνω σε άνθρωπο δε θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει, έλεγε τέτοια ψέματα, που άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Παρεξηγήθηκε. Επενέβησαν οι φίλοι του και οι γνωστοί του και έγιναν μαλλιά κουβάρια. Ο αστυνόμος ήταν καινούριος, ένας ανθυπασπιστής που δεν είχε δέκα μέρες που ήρθε. Απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε στο χωριό τον βαφτίσανε κιόλας Περισπωμένη, επειδή το μουστάκι του έμοιαζε με την περισπωμένη. Από τις πρώτες μέρες έδειξε πως είναι αυστηρός σε όλα. Και πράγματι ήταν, όπως φάνηκε ύστερα. Κατεβαίνοντας απ’ το Σταυρί που ήταν το σπίτι του, του είπαν πως γίνεται καβγάς και χαλάει ο κόσμος στον Κάτω Κάμπο. Όντας καινούριος και μη ξέροντας ακόμα τοποθεσίες, νόμισε πως με το Κάτω Κάμπος εννοούσαν το Ίππειος, που υπαγόταν στην Αγιάσο. Τους ρώτησε πώς θα πάει δυο ώρες δρόμο χωρίς άλογο. Του εξήγησαν και του έδωσαν να καταλάβει τι εννοούσαν με το Κάτω Κάμπος. Πριν φτάσει στον Κάτω Κάμπο, απ’ τα καφενεία Βερβέρη, σημερινό αρτοποιείο, και Γεωργίου Ματζουράνη, σημερινό Πουδαρά, για να τους χαμπαρλαντίσουν πως κατεβαίνει, έριξαν μια φωνή: «Περισπωμένη». Αυτό ήταν. Εκεί που ήταν μαλλιά κουβάρια, σκόρπισαν έν ριπή οφθαλμού σαν ψιλό νταρί και χάθηκαν όλοι. Έμεινε μόνο δίπλα στον ποτηριώνα μια παρέα μέσα στο πρώτο καφενείο του Γιάννιγρη, που συνέχιζε το πιοτό της, χωρίς να της καίγεται καρφί για τίποτα. Έφτασε η Περισπωμένη, στάθηκε ανάμεσα στα δυο καφενεία, έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα κι έξω και μπήκε στο πρώτο του Γιάννιγρη, όπου υπήρχε η παρέα και τα έπινε ατάραχη, αφού στο άλλο καφενείο δεν υπήρχε ψυχή. Ρώτησε τον καφετζή να του πει τι έγινε. Ο καφετζής σκεπτικός και ταλαντευόμενος έκανε πως δεν άκουσε, πως δεν κατάλαβε, και δεν έδωσε απάντηση. Στη δεύτερη επιτακτική και αυστηρή ερώτησή του, αν και την απάντηση την έδιναν τα πεταμένα τραπέζια κι οι καρέκλες, είπε πως τσακώθηκαν κάτι νεαροί για μικροπράγματα. Ρώτησε και την παρέα που έπινε. Αυτοί του είπαν κοφτά πως πέρα από το γλέντι τους και το τσούγκρισμα του ποτηριού τους με την παρέα τους δεν ακούν και δε βλέπουν τίποτα, γιατί δεν τους ενδιαφέρει και τίποτα. Η Περισπωμένη παρεξηγήθηκε κι απόρησε με τον τρόπο που του μίλησαν και ζήτησε τα ονόματά τους. Πρόθυμοι κι αμέσως άρχισαν να λένε τα ονόματά τους ο ένας ύστερα από τον άλλο και γρήγορα: Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς. Στο άκουσμα των ονομάτων ξαφνιάστηκε και ήταν σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Στάθηκε λίγο, τους κοίταξε με ένα βλέμμα ερωτηματικό και περίεργο. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα ή όποτε βρουν καιρό από το Τμήμα, τους χαιρέτησε κι έφυγε. Στα αυτιά του ακούγονταν ακόμα τα ονόματα Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε και αν συναντιέται κάθε μέρα αυτό το κακό συναπάντημα. Και απορούσε με την τύχη του που τον έριξε μέσα σε Κακούργους, Φονιάδες, Ακίνδυνους, Ληστές και Ζορμπάδες. Όταν πήγε στο Τμήμα, ρώτησε γι’ αυτούς και του είπαν πως είναι παρατσούκλια και πως είναι όλοι τους καλοί, ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και πως ποτέ δεν απασχόλησαν την υπηρεσία τους. Το μόνο ελάττωμά τους είναι το ποτηράκι που αγαπούν και τραβούν τακτικά. Τότε πήρε βαθιά ανάσα και είπε. Μακάρι όλοι οι Κακούργοι, οι Ακίνδυνοι, οι επικίνδυνοι ληστές και Ζορμπάδες όλου του κόσμου να’ ναι σαν της Αγιάσου. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά.

neoi_1933
Οι νέοι της Αγιάσου διασκεδάζουν (16-9-1933). Διακρίνονται από αριστερά: Αντώνης Λαλαδέλης, Χριστόφας Τζιτζίνας, Μιχάλης Ταλέλης, Βρανιάδης Γλεζέλης, Στυλιανός Σκανέλης (ένα από τα θύματα του ελληνοϊταλικού πολέμου), Στρατής Τζανετόγλου (καθήμενος) κι οι μουσικοί Στρατής Κουνταχιλέλλης και Προκοπής Κατσαμπός (Νταγέλης) με το νταβούλι …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΡ. ΚΑΜΑΡΟΣ

Όταν απολαμβάνουμε μια θεατρική παράσταση, σκεφτήκαμε πόσοι άνθρωποι συνεργάζονται για να υλοποιηθεί και να πούμε πως η παράσταση ήταν όμορφη; Επί σκηνής βλέπουμε τους ηθοποιούς, τους χειροκροτούμε ή τους επικρίνουμε για το παίξιμό τους.

Για να γίνει μια παράσταση συνεργάζονται πολλοί άνθρωποι, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο μουσικός, ο φωτιστής, ο τεχνικός σκηνής, και πάνω απ’ όλους ο ηθοποιός.

Μεγάλη συμβολή έχει στη σωστή παρουσίαση ενός έργου η σκηνογραφία, η τέχνη της δημιουργίας σκηνικών, που μας βοηθάει να φαντασθούμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να δούμε, να αισθανθούμε το χώρο και το χρόνο, όπου διαδραματίζεται το έργο. Πάρα πολύ δύσκολη τέχνη που απαιτεί γνώσεις ποικίλες, φαντασία πλούσια και επινοητικότητα, για να κάνει το θεατή, όταν ανοίγει η αυλαία, να χειροκροτήσει προτού μιλήσουν οι ηθοποιοί, σύμφωνα πάντοτε με τους οραματισμούς του συγγραφέα και το πνεύμα του σκηνοθέτη.

Ο Δημήτριος Καμαρός δεν ήταν ηθοποιός, έχει όμως έντονη την παρουσία του στο πίσω μέρος της σκηνής, τα παρασκήνια, και ευρύτερα στην καλλιτεχνία, βάζοντας τη σφραγίδα του στη διάσωση και προαγωγή του λαϊκού μας πολιτισμού.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΜΑΡΟΣΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΚΑΜΑΡΟΥΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΚΑΝΕΛΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΣΓεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 του Μάρτη το 1934. Πατέρας του ο υλοτόμος Χαράλαμπος Καμαρός και μητέρα του η Αρτεμισία το γένος Μουτζουρέλη. Ο παππούς του Δημήτριος Καμαρός, επίσης υλοτόμος. Ο προπάππους του Στυλιανός Σκανέλης ήταν κι αυτός ξυλογλύπτης. Η τύχη το έφερε να κάνει και πεθερό μαραγκό, το Γεώργιο Κοντό από το Ακράσι.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Η οικογενειακή του παράδοση αλλά και η εσωτερική του παρόρμηση τον ώθησαν να στραφεί στη σμίλευση του ξύλου, της καστανιάς και ιδιαίτερα της καρυδιάς, με τα οποία είχε καθημερινά επαφή λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, αλλά και των θείων του. Στην αρχή, σε ηλικία 13 ετών, εμαθήτευσε ως «τσιρακέλ» κοντά σε μαραγκούς του χωριού μας που έκαναν ξύλινες κατασκευές σπιτιών. Οι δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες του εμφυλίου τον ανάγκασαν να διακόψει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο.

Slide6Slide8

Ανήσυχο πνεύμα, σε ηλικία 17 ετών στήνει έναν πάγκο μαραγκού στο ξυλεμπορικό μαγαζί του πατέρα του, πιο κάτω απ’ το Ηρώο, και στη συνέχεια ανοίγει δικό του εργαστήριο στο στενό του Καλφαγιάννη. Γίνεται πλέον μάστορας και μαθητεύουν κοντά του και «τσιράκια». Πρωτοασχολήθηκε με την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων σε τμήματα των οποίων σκαλίζει σχέδια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική του ξεχωριστή σφραγίδα. Αυτή είναι η πρώτη πορεία του.

Slide7Slide9

Το 1956 πηγαίνει στο στρατό. Υπηρετεί ως λοχίας σε διάφορα μέρη, κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου απ’ όπου απολύεται αρχές του 1958. Πίσω πάλι στην Αγιάσο. Δύσκολα χρόνια. Πρέπει να πιάσει απ’ την αρχή. Σκέπτεται πως θα ήταν καλύτερα να πάει πίσω στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει.

Slide10Slide12

Φαίνεται πως οι γονείς τον μετέπεισαν και παραμένει στο χωριό ανοίγοντας άλλο μεγαλύτερο εργαστήρι λίγο πιο πάνω απ’ το σημερινό και αρχίζει εκ νέου την οργάνωση της δουλειάς του. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Γιαννούλα Κοντού απ’ το Ακράσι, κόρη μαραγκού.

Slide14Slide16

Αρχίζουν δυο δρόμοι παράλληλοι, δημιουργικοί. Ο ένας ο επαγγελματικός. Το 1960 μεταφέρεται στο σημερινό μεγάλο εργαστήρι. Ανασυντάσσεται και αξιοποιεί τις πρωτοποριακές του εμπνεύσεις στην ξυλογλυπτική κυρίως. Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού και τα έπιπλά του ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάνοντας σχεδόν το γύρο του κόσμου.

Slide15

Κοντά του μαθήτευσαν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι ξυλογλύπτες, γύρω στους εκατό.

Στην πορεία επεκτείνει την επιχείρηση με τη συνεργασία δύο μαθητών του. Προμηθεύονται πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό για την καλύτερη ποιότητα των ξυλόγλυπτων επίπλων και παράλληλα τη διασφάλιση της αξίας του χειροποίητου.

Slide18Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κοντά του μαθήτευσε και δούλεψε και η γυναίκα του απ’ το 1958 μέχρι το ’80 και ο γιος του Χαράλαμπος (Μπάμπης), που απ’ τα μαθητικά του χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με την τέχνη του πατέρα του και μετά από την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, απασχολείται αποκλειστικά μ’ αυτήν. Μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την όλη δραστηριότητα της επιχείρησης.

Ο άλλος παράλληλος δρόμος είναι ο οικογενειακός.

Ο Δημητρός ευτύχησε να κάνει σύντροφό του μια εξαίρετη σύζυγο, τη Γιαννούλα. Κοντά του σε όλες τις στιγμές, καλές και κακές, του γέννησε ένα γιο τον Μπάμπη και μια κόρη την Ειρήνη. Του σπούδασαν, τους πάντρεψαν και σήμερα νιώθουν πανευτυχείς καμαρώνοντας τα εγγόνια τους.

Slide19

Για τον ίδιο και το έργο του έχουν γίνει εκτενείς αναφορές σε αρκετές εφημερίδες (ΤΑ ΝΕΑ 27/8/2012) και περιοδικά (ΙΔΕΕΣ & ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, Ιούλιος 1995). Ακόμα και από Πανεπιστήμια όπως το ερευνητικό πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου» καθώς κα σε αρκετά τοπικά διαφημιστικά φυλλάδια, το διαδίκτυο και διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

Κλείνοντας το βιογραφικό του Δημήτρη Καμαρού συμπεραίνουμε πως με την τέχνη του και το επαγγελματικό του ήθος διασώζει το λαϊκό μας πολιτισμό και προάγει την παράδοση του τόπου μας σεβόμενος το παλιό και ακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη της εποχής μας. Και το πιο σημαντικό: Με την τέχνη της ξυλογλυπτικής δημιουργεί προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της Αγιάσου καθιερώνοντας και προάγοντας την Αγιασώτικη ξυλογλυπτική, ταξιδεύοντας σ’ όλα τα πλάτη της γης, Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, απ’ το ναό του Αγ. Γεωργίου στη Χάλκη και στο Πατριαρχείο μέχρι τη Ζιμπάμπουε της Αφρικής.

Slide27Slide32bSlide28aSlide28bSlide28cSlide29a

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Slide36
«Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η καλλιτεχνική φύση του Δημήτρη Καμαρού ζητούσε τρόπο έκφρασης σε κάποιο χώρο κοινό, πέραν του μικρού εργαστηρίου του.

Ακολούθησε αραιά το θείο του Παναγιώτη Μουτζουρέλη, δάσκαλο, τα βράδια στο παλιό Αναγνωστήριο, όπου εκεί το περιβάλλον ήταν καλλιτεχνικό με συζητήσεις και προετοιμασίες για θέατρο, χορωδίες, μουσικοφιλολογικές βραδιές.

1954. Ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης διέβλεψε την καλλιτεχνική φύση του νεαρού Δημήτρη και τον παρακίνησε να βοηθήσει στο ανέβασμα των θεατρικών παραστάσεων μαζί με φίλους άλλους όπως το Μιχάλη Χριστοφαρή, Προκόπη Κουτσκουδή, Νίκο Τσεσμελή, το Στρατή Χατζηπαναγιώτη.

Στις 21 & 22 Μαΐου το Αναγνωστήριο παρουσίασε το ηθογραφικό δράμα του Δημήτρη Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» και την κωμωδία του Νίκου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη.

Εδώ γίνεται το πρώτο βάπτισμα του Δημήτρη. Παίζει το ρόλο του γκαρσόν αλλά περισσότερο συμμετέχει στα σκηνικά με την κατασκευή μιας πανέμορφης κληματαριάς, που απέσπασε το θαυμασμό όλων. Καθιερώνεται πλέον τακτικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Αναγνωστηρίου και ο «Δάσκαλος» Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης καυχιέται πως αποκάλυψε ένα μεγάλο ταλέντο στη σκηνογραφία.

Την ίδια χρονιά 1954, στις 25 Ιουλίου και 13 Αυγούστου το Αναγνωστήριο ανεβάζει τη γνωστή ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα παπα-Κανιμά στον υπαίθριο θερινό κινηματογράφο «Όασις» στο χώρο του Κήπου της Παναγίας σε σκηνοθεσία του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού. Η ηθογραφία επαναλήφθηκε στο θέατρο της Λεσβιακής Εκθέσεως μέσα στο προαύλιο του Γυμνασίου Μυτιλήνης σε τρεις παραστάσεις με την ευκαιρία της οργάνωσης της Γ’ Εμποροπανηγύρεως.

Slide46
Μακέτα «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας»

Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 1955 παρουσιάστηκε για μια ακόμη φορά απ’ το Αναγνωστήριο το δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού και Μιχάλη Χριστοφαρή (Καμπά).

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και κολακευτική η αναφορά στους παραπάνω που κάνει ο τότε πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Μιλτιάδης Σκλεπάρης στον πρόλογό του πριν την παράσταση.

Ανάμεσα στα άλλα λέγει: «Είναι άξιοι θερμών συγχαρητηρίων οι κ.κ. Μιχαήλ Χριστοφαρής ή Καμπάς και Δημήτριος Καμαρός που κατόρθωσαν με το ανήσυχο και δαιμόνιο μυαλό τους να φιλοτεχνήσουν τον σκηνικόν διάκοσμον της παραστάσεως χωρίς την καθοδήγηση και υπόδειξη κανενός και χωρίς να έχουν ασχοληθεί άλλη φορά προς τούτο. Κείνο όμως που προκαλεί τον θαυμασμό και την έκπληξη όλων μας είναι ο μεγάλος τεχνικός πλάτανος που συναρμολογείται σε βαλίτσα και η τεχνητή βρύση με το μπόλικο τρεχούμενο νερό που σε λίγο θα δείτε και θα θαυμάσετε και σεις. Τα παιδιά αυτά είναι εύρημα και ένας μεγάλος θησαυρός για το Αναγνωστήριο στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις…»

Σε ερώτησή μου ποιο ήταν το μυστικό αυτής της σκηνογραφικής επιτυχίας μου απάντησε: «… Αυτό που έκαμα έπρεπε να το κάνω σωστά. Το κουβεντιάζαμε με το φίλο μου Μιχάλη και ξεκινούσαμε με την κατασκευή πρώτα μιας μακέτας και προχωρούσαμε σε συνεργασία με το σκηνοθέτη στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν τα σημερινά υλικά και τα μηχανικά μέσα. Έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα φτιάξουμε και να κρεμάσουμε την αυλαία να ανοιγοκλείνει. Τον πλάτανο με τα φύλλα αλλά και τα βούτλα στον κορμό, το νερό να τρέχει. Τα υλικά των σκηνικών ήταν από χαρτιά και κόλες, ακόμα και τα φύλλα των δέντρων. Πίστευα πως τα σκηνικά πρέπει να μένουν στο μέλλον, γιατί είχανε πάνω τους δουλειά και μεράκι. Δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα».

Παράλληλα με το Αναγνωστήριο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «ΟΛΥΜΠΟΣ», που στην αρχή ήταν παράρτημα του Αναγνωστηρίου, απ’ τη δεκαετία του ’30 ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με σκηνοθεσία κυρίως του Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη. Σ’ αυτές τις παραστάσεις έπαιρναν μέρος και ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου.

Έτσι το 1956, 6 Μαρτίου από Ερασιτεχνικό Παράρτημα του Γυμναστικού Συλλόγου ΟΛΥΜΠΟΣ ανέβηκε το Μουσικό Κωμειδύλλιο του Δ. Κόκκου: «Η λύρα του γερο-Νικόλα» με σκηνοθεσία του Ηλία Ψυρκούδη και κατασκευαστές σκηνικών το Δημ. Καμαρό και Μιχάλη Χριστοφαρή.

Slide51
«Η λύρα του γερο-Νικόλα»

Το έργο πλαισιώθηκε στο τέλος με ένα σκετσάκι επιθεωρησιακό «Το 7 Τραμ» με τους ίδιους σκηνογράφους. Τα σκηνικά εξέπληξαν τους πάντες. Τότε είχαν έρθει στην Αγιάσο για να παρουσιάσουν ένα θεατρικό τους έργο οι γνωστοί μας μεγάλοι κωμικοί Μίμης Φωτόπουλος και Ντίνος Ηλιόπουλος. Χρησιμοποίησαν αυτά τα σκηνικά και εδώ και στο Σανατόριο που παρουσίασαν το έργο τους. Στο τέλος φεύγοντας πήραν το σκηνικό απ’ το «7 Τραμ» μαζί τους στην Αθήνα εκτιμώντας την πρωτοτυπία και την ευρηματική κατασκευή.

Slide52

Στις 18 Μαρτίου 1958 ο Γυμναστικός Σύλλογος «ΟΛΥΜΠΟΣ» σε σκηνοθεσία πάλι του Ηλία Ψυρκούδη ανεβάζει το έμμετρο δράμα «Ο Κουρσάρος» του Πολύβιου Δημητρακοπούλου με μηχανικό σκηνής το Δημήτρη Καμαρό.

Slide53
Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Απ’ το 1959 ο Δημήτρης θα απέχει ως πρωταγωνιστής σκηνογράφος απ’ τις θεατρικές παραστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε κάλεσμα δεν τρέχει να βοηθήσει και να δώσει λύσεις, ιδιαίτερα σε δύσκολες κατασκευές, σε έργα του Αναγνωστηρίου αλλά και του Δημοτικού Σχολείου. Έτσι τον βλέπουμε το 1964 να βοηθάει τον αείμνηστο Χαράλαμπο Πανταζή στη σκηνογραφία της κωμωδίας του Δημ. Ψαθά «Οι Μικροί Φαρισαίοι».

Το 1967 βοηθάει στο γνωστό δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» που ξαναπαίχτηκε.

Το 1981 ανέλαβε με έπιπλα τη διακόσμηση της παράστασης του κοινωνικού δράματος του Γιώργου Σκούρτη «Οι Νταντάδες».

Slide58
«Οι Νταντάδες»

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα παρασκηνιακής μόνο βοήθειας και πρόθυμης συνεργασίας με το Αναγνωστήριο, όποτε του ζητείτο, θα τον δούμε πάλι περισσότερο ενεργό συνεργάτη το 1999.

Στις 7 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του παρεκκλησίου οσίου Αγάθωνος, στο ναΰδριο της Ζωοδόχου Πηγής και στη συνέχεια στο κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου έγινε τιμητική εκδήλωση για τη δεκάχρονη αρχιερατεία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβου Φραντζή. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε το ιστορικοθρησκευτικό έργο του Αντώνη Μηνά «ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ», ειδικά γραμμένο για τις προηγούμενες εκδηλώσεις. Και εδώ την κατασκευή των σκηνικών ανέλαβε ο Δημ. Καμαρός με το Μιχάλη Χριστοφαρή που είχε έρθει για διακοπές από την Αυστραλία και τη σκηνογραφία ο Τάκης Καμπουρέλης, ενώ οι ζωγραφιές των ταμπλό ήταν του Χαράλαμπου Πανταζή. Μεγάλη επιτυχία είχαν οι απομιμήσεις των κειμηλίων που έφερε ο Αγάθωνας και κατασκεύασε ο Δημ. Καμαρός.

Slide60
«ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ»

Το ίδιο έργο παίχτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1999 στην Πάτμο στο πλαίσιο της 12ης Συνάντησης Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, και στις 12 Αυγούστου 2006, πάλι στην Αγιάσο στο πλαίσιο πανηγυρικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τον εορτασμό της επετείου συμπλήρωσης διακοσίων χρόνων απ’ την ανέγερση του δεύτερου ιερού ναού του Προσκυνήματος της Παναγίας μας. Την επιμέλεια των σκηνικών είχε πάλι ο Δημ. Καμαρός.

Η συνέχεια είναι αδιάλειπτη σε σκηνική συμμετοχή:

Slide66
2000 ΕΙΡΗΝΗ – ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ απ’ την παιδική σκηνή

Slide69
2002 ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ απ’ την πειραματική σκηνή

Slide68
2003 ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Αριστοφάνη απ’ την παιδική σκηνή

Slide67
2003 ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ του Δημ. Ψαθά

Slide71
2004 ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ… επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά

Slide68
2005 Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ απ’ την παιδική σκηνή

Slide73
2005 ΓΙΟΡΤΗ Τ’ ΑΧΝΟΥ καρναβαλική επιθεώρηση

Slide74
2007 ΡΑΝΤΙΒΟΥ ΣΤΑ ΚΑΘ’ΣΤΑ καρναβαλική επιθεώρηση

Slide75
2012 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ με την παιδική ομάδα της Ειρήνης Μουτζουρέλη

Slide76
2014 ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ καρναβαλική επιθεώρηση

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Οι καλλιτεχνικές του εμπνεύσεις και η διάθεσή του για ανιδιοτελή προσφορά δεν ήταν δυνατόν να λήψουν απ’ την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων του Λαογραφικού Μουσείου. Με χαρά δέχτηκε να οριστεί ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μουσείου και να βάλει κι εκεί τη σφραγίδα του, ανασυγκροτώντας τους χώρους και στήνοντας ζωντανές εικόνες παλιών επαγγελμάτων και οικογενειακών συνηθειών, πάντα πιστός στην παράδοση.

Slide77Slide79

Slide81Slide82

Slide80

Slide78

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Ασχολήθηκε με το αγιασώτικο καρναβάλι συμμετέχοντας στην κατασκευή των σκηνικών από τη δεκαετία του ’50, που ο Ανανίας χρησιμοποίησε.

Slide83

  • 1949 στο Χάνι με τον όμιλο της Περικεφαλαίας
  • 1971 ΙΝΔΟΣ ΦΑΚΙΡΗΣ
  • 1972 ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
  • 1978 ΝΑΣΤΡΑΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑΣ
  • 1980 ΑΓΙΑΤΟΛΑΧ ΧΟΜΕΪΝΙ-Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ
  • 1987 ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ … ΑΓΕΡΑ
  • 2000 ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΤΡΑΒΕΣΤΙ
  • 2008 ΜΑΚΑΚΙΣΤΑΝ
  • 2011 ΤΑ ΟΡΝΙΑ

Για την προσφορά του Δημ. Καμαρού στο Καρναβάλι ο Καρναβαλικός Σύλλογος «ΣΑΤΥΡΟΣ» τον κήρυξε επίτιμο μέλος.

Slide93

Ακόμη μαζί με το γιο του Χαράλαμπο, άξιο συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης, προσέφεραν αρκετά και πρωτότυπα ξυλόγλυπτα κομμάτια τους για τον εμπλουτισμό του Καρναβαλικού Μουσείου του Δήμου και συνέδραμαν στην καλύτερη παρουσίαση των καρναβαλικών εκθεμάτων. Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά είναι έργα δικά τους, απ’ αυτά που κατασκεύασαν κατά καιρούς στα καρναβαλικά συγκροτήματα.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Είναι σίγουρο πως οι καταβολές που σέρνουμε μέσα μας, όσο κι αν μείνουν κρυμμένες έρχονται κάποτε να ξυπνήσουν και να εκδηλωθούν.

Slide97
Παπαχαραλάμπους

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δημήτρης Καμαρός έχει στενή σχέση με την εκκλησία και μεγάλη προσφορά. Προπάππος του ο Χαράλαμπος Κουρούς, μετονομάσθει Παπαχαραλάμπους, και η γιαγιά του, μοδίστρα που έραβε ιερατικά άμφια τον προόριζε για την εκκλησία, γι’ αυτό και τον φώναζε «παπαδέλ’».

Ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθάει στα εξωκλήσια αφιλοκερδώς. Το 1947 χτιζόταν το εκκλησάκι στον Προφήτη Ηλία, βοήθησε με την παρέα του, και όταν ο τότε Δεσπότης Ιάκωβος ο Α’ ήθελε να δει πώς ήταν το κτίσμα, μια και δεν μπορούσε να ανεβεί επάνω, ο Δημ. Καμαρός έφτιαξε τη μακέτα και την παρουσίασε στο Δεσπότη. Τότε δε, καρφώσανε και δυο σανίδες και κάνανε τον πρώτο ξύλινο σταυρό για να φαίνεται από μακριά.

Ένα πολύ ωραίο προσκυνητάρι αφιερωμένο στον Ταξιάρχη στο Καστέλι στο παλιό εκκλησάκι είχε κατασκευάσει το 1949, το οποίο δυστυχώς χάθηκε ή εκλάπη μετά την ανακαίνισή του το 1960.

Επίσης εντυπωσίασε η έμπνευσή του να φτιάξει το 1948 ένα περιστέρι με ανοιχτά τα φτερά που θα υποβάσταζαν το Ιερό Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη της Παναγίας και θα ήταν κινητή κατασκευή.

Είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη που έκανε, όταν πήρε στο μαγαζί του το παλιό παγκάρι στο ναό της Παναγίας να το επισκευάσει, και κάτω απ’ τη λεία βαμμένη επιφάνεια, απ’ τη μέσα πλευρά, βρήκε καταπληκτικά ξυλόγλυπτα που ήταν κομμάτια απ’ το παλιό καμένο τέμπλο της Παναγίας. Τα συναρμολόγησε δημιουργώντας τις ξυλόγλυπτες σκηνές που βλέπουμε σήμερα στην πρόσοψη και το πλάι του παγκαριού.

Slide103

Ο σημερινός Επιτάφιος της Παναγίας και της Αγ. Τριάδος είναι επίσης έργα του Δημ. Καμαρού, καθώς και η Φάτνη των Χριστουγέννων, ο ξύλινος κεντρικός πολυέλαιος, κατασκευή και τάμα του από προσωπική περιπέτεια υγείας που είχε.

Το έργο όμως που θα μείνει στην ιστορία, γιατί αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι στη Ζωοδόχο Πηγή. Θα θυμούνται οι παλιότεροι πώς ήταν ο χώρος, πώς είναι σήμερα και τί θαυμασμό αποσπά απ’ τους χιλιάδες επισκέπτες! Και επειδή έζησα από κοντά αυτήν την προσπάθεια εδώ και δεκαεπτά χρόνια, καταθέτω πως είναι ο μπροστάρης αυτού του δημιουργήματος και φέρνει τη σφραγίδα του. Δείχνει την επιμονή του να μην κάνει πίσω, να βρει χορηγούς, δωρητές και συμπαραστάτες, να αγοραστεί το διπλανό οικόπεδο, να γίνουν όλες οι κατασκευές με μεράκι και γνώση, σεβόμενος την ιερότητα του χώρου, την παράδοση και το περιβάλλον. Σ’ αυτό τον βοήθησε και όλη η οικογένειά του.

Slide109Slide112

Τέλος η πιο πρόσφατη προσφορά του είναι η κατασκευή βρύσης στο δρόμο προς τον Ταξιάρχη στο Καστέλι στη μνήμη των γονιών του και των πεθερικών του.

Slide116

Αυτή είναι εν ολίγοις η υπερεξηντάχρονη πορεία του Δημήτρη Καμαρού, έτσι όπως της είδα μέσα από γραπτές και προφορικές πηγές, μέσα από έργα ζωντανά που θα μείνουν στην ιστορία.

Άριστος καλλιτέχνης, άριστος οικογενειάρχης, καρτερικός και επίμων στην επίτευξη των στόχων του, πάντα πρόθυμος για ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά, πάνω απ’ όλα άνθρωπος και καλός φίλος.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ