ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ

Το μνημόσυνο στη μνήμη των αδελφών Δημητ. και Γρ. Σκορδά

eleftheros-logos_19290819_skorda

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 19-08-1929

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ. Ένας δεξιοτέχνης του βιολιού

Default 1
Ο δεξιοτέχνης του βιολιού Χαρίλαος Ρόδανος… Από τη χοροεσπερίδα του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» στο Κέντρο της Αγιάσου «Φαμάκα» (6-8-1996)
Ο Νίκος Διονυσόπουλος στην έκδοση “Λέσβος Αιολίς”. Τραγούδια και χοροί της Λέσβου» γράφει, αναφερόμενος στους μουσικούς της Αγιάσου (σελ. 81):«Ο Χαρίλαος και ο Σταύρος Ρόδανος, οι τελευταίοι μουσικοί από την περίφημη αγιασώτικη κομπανία «Οι Άννες», εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το αγιασώτικο μουσικό χρώμα. Το γεγονός ότι ένα πλούσιο ρεπερτόριο από παλιούς σκοπούς και τραγούδια επιβιώνει ως τις μέρες μας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία και στη μουσική τους μνήμη. Ο Χαρίλαος είναι η περίπτωση του λαϊκού βιολιστή, του οποίου η μουσική παιδεία τίθεται στην υπηρεσία της παραδοσιακής μουσικής…».
Προσωπικά θυμάμαι το Χαρίλαο Ρόδανο εδώ και πολλά χρόνια να μη λείπει από καμιά μουσική εκδήλωση στην Αγιάσο: πανηγύρια, γλέντια, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου, χοροεσπερίδες και άλλα. Οι ήχοι του βιολιού του, πραγματικά μαγευτικοί, ευφραίνουν την ψυχή, κερδίζουν το ζεστό χειροκρότημα. Η δεξιοτεχνία του αναγνωρίζεται απ’ όλους, γι’ αυτό άλλωστε και οι σόλο εκτελέσεις παραδοσιακών και κλασικών συνθέσεων είναι απολαύσεις μοναδικές. Στην πλάτη του έχει οκτώ δεκαετίες ζωής και πάνω από εξήντα χρόνια μουσικής προσφοράς. Όταν συζητάς μαζί του, νιώθεις τα μουσικά πράγματα από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα να παρουσιάζονται ζωντανά μπροστά σου. Είναι πραγματικά βαρύ το φορτίο του πολιτισμού που κουβαλά στις πλάτες του, ανεξάντλητος ο πλούτος των εμπειριών του, ατέλειωτες οι γνώσεις του. Ανταμώσαμε το πρωί της Κυριακής του Πάσχα σ’ ένα καφενείο της Αγιάσου. Αρχικά κουβεντιάσαμε για τις δύο πρόσφατες κυκλοφορίες, μια του Συλλόγου Αγιασωτών και μία του Πανεπιστημίου Αιγαίου και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στις οποίες συμμετείχε. Γρήγορα όμως ανοίξαμε τη συζήτηση και σε άλλα θέματα. Χείμαρρος αληθινός ο Χαρίλαος, σε προκαλεί και σε προσκαλεί να τον ρωτάς συνέχεια και σε καθηλώνει με τις γνώσεις του. Γέμισα το μπλοκάκι μου με σημειώσεις, χωρίς βέβαια να εξαντλήσω το θέμα. Με την ικανοποίηση όμως ότι κάτι απέσπασα τον ευχαρίστησα και ανανεώσαμε το ραντεβού και για μια άλλη φορά.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Χαρίλαος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το Νοέμβριο του 1914. Ο πατέρας του Στρατής ήταν μουσικός και παρέδιδε μαθήματα μαντολίνου και πνευστών. Σε ηλικία 15 χρόνων ο Χαρίλαος αγόρασε μαντολίνο και άρχισε μαθήματα, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο με νότες. Όταν ολοκλήρωσε τη μέθοδο, άρχισε να βοηθά τον πατέρα του και να παραδίδει και ο ίδιος μαθήματα μαντολίνου. Στα 1930 έπαιζε στο κέντρο του «Κήπου της Παναγίας» στην Αγιάσο μια ορχήστρα, που ο βιολιστής της ήταν Ούγγρος. Ο Χαρίλαος μαγεύτηκε από τους ήχους του βιολιού που άκουγε για πολλές μέρες και αποφάσισε να μάθει βιολί. Το 1931 αρχίζει μαθήματα βιολιού στον παππού του Παναγιώτη, που ήταν κι αυτός μουσικός. Επειδή δεν είχε χρήματα να αγοράσει βιολί, ταχυδρομεί γράμμα σε μία θεία του στην Αμερική και της ζητάει να του στείλει ένα βιολί. Εκείνη ανταποκρίνεται στέλνοντας ένα φτηνό βιολί, που για προσωρινά τον ικανοποιούσε. Το 1932 πεθαίνει ο παππούς του και ο εγγονός, αφού κληρονόμησε το βιολί, άρχισε να αγοράζει και μεθόδους. Ήταν τέτοια η επιθυμία του, που ενώ το πρωί δούλευε ως μαθητευόμενος επιπλοποιός, το βράδυ μελετούσε βιολί. Το 1933 η κομπανία του πατέρα του τον κάλεσε να παίξει σ’ ένα γάμο. Εκείνος αρχικά δίστασε, αλλά πήγε. Έπαιζε όλη τη νύχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μαζί με τις 700 δραχμές, πάρα πολλά λεφτά για τα χρόνια εκείνα, κέρδισε τη φήμη του πολύ καλού οργανοπαίχτη. Σε λίγες μέρες μια παρέα Αγιασωτών που διασκέδαζε στο Σταυρί κάλεσε την κομπανία και ζήτησε και το «μικρό». Με τη δεύτερη εμφάνισή του καθιερώθηκε και δούλεψε επαγγελματικά μέχρι το 1935 που πήγε στρατιώτης.

 
Μετά τον πόλεμο του ’40, με τον πατέρα του, τον αδελφό του και άλλους μουσικούς συγκροτούν κομπανία με έγχορδα και πνευστά, ξακουστή σε όλο το νησί με την προσωνυμία «Άννις». Από το 1959, εξαιτίας της μετανάστευσης, μειώνεται ο κόσμος στα χωριά και οι δουλειές λιγοστεύουν απελπιστικά. Αναγκάζεται να κατέβει στη Μυτιλήνη και να δουλέψει σε διάφορα κέντρα, με πρώτο ένα «καμπαρέ» πολυτελείας της εποχής, το «FEMINA», που είχε ένα πλούσιο πρόγραμμα και του έδινε πολλά χρήματα. Στη Μυτιλήνη μένει μέχρι το 1975 που επιστρέφει στην Αγιάσο, την οποία βέβαια δεν είχε εγκαταλείψει, αφού συμμετείχε τόσο στις εκδηλώσεις του «Αναγνωστηρίου» όσο και στις γιορτές και στα πανηγύρια του χωριού. Συνεργάζεται με την οικογένεια Ζαφειρίου και δημιουργούν νέα ορχήστρα. Από το 1990, στο χώρο του Αναγνωστηρίου αρχίζει να παραδίδει μαθήματα βιολιού, μαντολίνου, κιθάρας και μπουζουκιού στα παιδιά του χωριού, δημιουργώντας παιδική ορχήστρα. Μέχρι σήμερα ο Χαρίλαος, παρά τα 83 του χρόνια, αεικίνητος, προσηνής και δημιουργικός, παρέα με το βιολί του εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα, να συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου, στις μικρές και στις μεγάλες χαρές των Αγιασωτών τόσο στο χωριό όσο και στην Αθήνα.

 

– Κύριε Χαρίλαε, ύστερα από τόσα χρόνια στις ορχήστρες, πότε νομίζετε ότι οι άνθρωποι διασκέδαζαν καλύτερα;
– Τα παλιότερα χρόνια, πριν από το 1960, οι άνθρωποι αισθάνονταν την καλή μουσική και ξεχώριζαν τους καλούς μουσικούς. Ευχαριστιόνταν πολύ να ακούνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν παραδοσιακά και σμυρνέικα τραγούδια. Πολλές φορές οι ορχήστρες έπαιζαν μέχρι το πρωί και οι γλεντιστάδες δεν πήγαιναν στη δουλειά. Προτιμούσαν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους. Οι καινούργιες γενιές δεν καταλαβαίνουν, δεν αισθάνονται την καλή μουσική, δεν ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο. Διασκεδάζουν με κατασκευάσματα που δεν έχουν μουσικότητα ούτε στίχο ούτε τίποτα. Η τηλεόραση και η δισκοπαραγωγή έχουν χαλάσει και το μουσικό αισθητήριο και την «ακουστική» των νέων ανθρώπων.

 

– Ποιος νομίζετε ότι φταίει γι’ αυτή την αλλαγή; – Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Θα σου πω μερικούς.
– Φταίνε οι μουσικοί που έβγαλαν από το ρεπερτόριο τους τα παραδοσιακά και τα σμυρνέικα τραγούδια. Φταίνε οι οργανοπαίκτες που όταν παίζουν χρησιμοποιούν μηχανήματα με πολλά βατ, τα οποία είναι πολύ ενοχλητικά στους κλειστούς αλλά και στους ανοιχτούς χώρους. Αυτοί οι θόρυβοι χαλάνε, παραμορφώνουν τη μουσική και δε γίνονται δεκτοί από τα αυτιά των ακροατών. Φταίνε και τα ΜΜΕ που προβάλλουν συνεχώς φτηνά μουσικά κατασκευάσματα,, παρασύροντας τους νέους και αλλοιώνοντάς τους το μουσικό αισθητήριο.

 

– Παλιότερα διασκέδαζε ο κόσμος περισσότερο ή σήμερα;
– Παλιότερα οι άνθρωποι διασκέδαζαν περισσότερο και διασκέδαζαν πραγματικά. Συγκινούνταν από τη μουσική και συμμετείχαν στα γλέντια. Σήμερα έχουν χορτάσει από την τηλεόραση, το βίντεο και τις κασέτες και δείχνουν αδιαφορία. Γι’ αυτό άλλωστε οι μοναδικές δημόσιες διασκεδάσεις είναι κάποιες χοροεσπερίδες. Παλιότερα κάθε λίγο και λιγάκι είχαμε και ένα γλέντι: σε σπίτια, σε καφενεία, σε πλατείες.

 

– Ποιοι ήταν οι πιο γλεντζέδες στο νησί;
– Πολύ γλεντζέδες ανθρώπους είχαν τα Βασιλικά, η Αγία Παρασκευή, η Συκαμιά, η Γέρα, η Συκούντα, το Ίππειος, το Πλωμάρι και η Αγιάσος. – Μουσικούς καλύτερους είχαμε παλιότερα ή σήμερα;

 

– Η Λέσβος παλιότερα ήταν ξακουστή για τους μουσικούς της.
– Την ονόμαζαν Κέρκυρα, γιατί είχε πολλές και καλές ορχήστρες, τόσο λαϊκές όσο και ελαφρές ευρωπαϊκές και σπουδαγμένους μουσικούς, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Οι περισσότεροι από τους καινούργιους, κυρίως τα μπουζούκια, δεν ξέρουν μουσική. Μαθαίνουν πρακτικά και παίζουν από κασέτες. Δεν είναι σε θέση ούτε νότες να διαβάσουν ούτε διασκευή να κάνουν. Σήμερα το νησί μας πάσχει τόσο από μουσικούς όσο και από ορχήστρες.

 

– Ποιες αλλαγές έφερε στις ορχήστρες και στα μουσικά πράγματα η εμφάνιση του μπουζουκιού;
– Το μπουζούκι μπήκε στις ορχήστρες ύστερα από το 1950 και αμέσως έγινε αρχηγός και τα άλλα όργανα έγιναν δευτερεύοντα. Πριν, αρχηγός ήταν το βιολί. Με την είσοδο του μπουζουκιού αλλάξανε οι συνθέσεις των τραγουδιών και όλα έγιναν σε στιλ μπουζουκιού. Οι αλλαγές που έφερε ήταν προς το χειρότερο, γιατί το μπουζούκι δε δένει με όλα τα όργανα. Πολλές φορές μοιάζει ξένο. Γι’ αυτό άλλωστε και στα δημοτικά τραγούδια δεν υπάρχει μπουζούκι, δεν έχει θέση. Στη δημοτική μουσική πρωταγωνιστούν τα άλλα έγχορδα και τα πνευστά, το μπουζούκι δεν ταυτίζεται μαζί τους, δε χωράει. Γενικά πιστεύω ότι το μπουζούκι χάλασε τη μουσική μας.

Default 5
Ο Χαρίλαος Ρόδανος με το σαντουριέρη Κώστα Ζαφειρίου και τον κιθαρίστα αδελφό του Σταύρο Ρόδανο (Αγιάσος 1994). (Λέσβος Αιολίς. Τραγούδια και χοροί της Λέσβου. Συλλογή-επιμέλεια: Νίκος Διονυσόπουλος, [Αθήνα 1996], σ. 89)
– Γιατί πιστεύετε ότι η παραδοσιακή μουσική συγκινεί και αρέσει;
– Η παραδοσιακή μουσική, τα δημοτικά και τα σμυρνέικα τραγούδια είναι βγαλμένα από τη ζωή και την ψυχή των απλών ανθρώπων, είναι βιώματα, φέρνουν αναμνήσεις και προκαλούν συγκίνηση. Η παραδοσιακή μουσική είναι αθάνατη, γιατί είναι πραγματική, δεν είναι κατασκεύασμα της στιγμής, για να καταναλωθεί δύο τρεις μήνες και μετά να εξαφανιστεί. Εγώ προσωπικά έκανα και κάνω αγώνα για να τη διασώσω. Έχω γράψει σε νότες 200 περίπου παραδοσιακούς σκοπούς, αλλά δεν έχω χρήματα να τα εκδώσω. Έχω κάνει ηχογραφήσεις στο Αναγνωστήριο και έχω παίξει σε πέντε δίσκους του Συλλόγου Αγιασωτών, του Σίμωνα Καρρά και του Νίκου Διονυσόπουλου. Από το 1990 κάνω μαθήματα σε μικρά παιδιά, δημιούργησα παιδική ορχήστρα και έκανα εφτά εμφανίσεις με τους μαθητές μου.

 

– Κύριε Χαρίλαε, είσαστε ευχαριστημένος από την αναγνώριση της προσφοράς σας;
– Τα τελευταία χρόνια η προσφορά, το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη μουσική αναγνωρίστηκαν από πολλούς. Χρήματα δεν έχω κερδίσει. Άλλωστε και τώρα που κάνω μαθήματα δεν έχω οικονομική υποστήριξη από κανένα φορέα. Μέχρι το 1993 έπαιρνα κάποια χρήματα από τη ΝΕΛΕ, μετά όμως τα έκοψαν. Εγώ όμως δεν μπορούσα να σταματήσω τη δουλειά που είχα ξεκινήσει. Δεν μπορούσα να διώξω τα παιδιά, να κόψω το σεβντά τους. Συνεχίζω να διδάσκω και ικανοποιούμαι που αύριο κάποια από αυτά θα λένε ότι με είχανε δάσκαλο. Πάντως το χειροκρότημα που έχω κερδίσει είναι ανεκτίμητο. Γι’ αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος.(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. «Αιολικά Νέα». Δευτέρα 5 Μαΐου 1997, αρ. φύλλου 1834, σ. 20).

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 108/1998

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Αν προσπαθούσε κάποιος να εντοπίσει τους παράγοντες που έχουν κάνει γνωστή την Αγιάσο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, θα έπρεπε οπωσδήποτε να δώσει το ανάλογο μερτικό σ’ ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, σε ένα δεξιοτέχνη του σαντουριού, σ’ έναν αυτοδίδακτο «μαέστρο», που γνώρισε το σαντούρι στα έξι του χρόνια, το ερωτεύτηκε παράφορα και από τότε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν έχει ανάγκη από δημοσιότητα, δε χρειάζεται πορτρέτα και παρουσιάσεις, αφού πάμπολλες φορές οι εφημερίδες, τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν ασχοληθεί μαζί του. Αν σήμερα συζητάμε με το Γιάννη Σουσαμλή, είναι γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της πενηνταεξάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά συγχρόνως και για να μεταφέρουμε ένα μεγάλο του παράπονο.

Μουσικός απ’ τα γεννοφάσκια

Ο Κακούργος γεννήθηκε το 1928 στην Αγιάσο. Οι γονείς του ήταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. «Πριν δέκα γενιές – μας τονίζει – ήταν μουσικοί, μαραγκοί, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Το σόι των Σουσαμλήδηδων ήταν το πιο καλλιτεχνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα. Αλλά το κύριό του ήταν το κλαρίνο. Επειδή ήταν και μαραγκός, είχε κατασκευάσει ένα μικρό σαντουράκι με όλες τις νότες βέβαια. Μου έδειξε τις κλίμακες πάνω στο σαντούρι και ξεκίνησα να παίζω από έξι χρονών. Ο πατέρας μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Εγώ όμως δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Το αγάπησα, το ερωτεύτηκα, το πόνεσα απ’ την πρώτη στιγμή. Το κρατώ στα χέρια μου 10 ώρες την ημέρα. Το σαντούρι είναι δύσκολο όργανο. Θέλει να παθιαστείς μαζί του. Εγώ παίζω 56 χρόνια και το πάθος μου δεν έχει σβήσει. Χωρίς εγωισμό πιστεύω ότι έγινα ένας απ’ τους καλύτερους σαντουριέρηδες της Ελλάδας. Αυτοσχεδιάζω διάφορα ταξιμάκια, φαντασίες, κλέφτικα, και παίζω τραγούδια της Μικράς Ασίας, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, απτάλικα, τσιφτετέλια, καλαματιανά, σέρβικα». Σταματάει για λίγο να μιλάει, πιάνει στα χέρια του τις μπαγκέτες και καλεί με τις νότες τους τουρίστες, που ανηφορίζουν προς το μαγαζί του. «Το όνομά μου είναι Κακούργος, φωνάζει. Εγώ όμως είμαι ο πιο άκακος άνθρωπος του κόσμου».

 

Αν και άκακος… Κακούργος το παρατσούκλι

«Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, στο μητρικό του σπίτι είχε σκοτώσει μια «κάτα» (γάτα) και ο παππούς μου, αφού τον έδειρε, γιατί σκότωσε την «κάτα», του είπε: «Ρε κακούργε άνθρωπε, που σκότωσες τ’ κάτα μας. Είσαι χειρότερος κακούργος και απ’ αυτόν που σκοτώνει έναν άνθρωπο». Και από τότε του έμεινε το παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκα εγώ, τον ακολουθούσα στα πανηγύρια και καθόμουν δίπλα του, για ν’ ακούω τη μουσική. Έλεγαν τότε όλοι οι άνθρωποι που μας έβλεπαν: «Γιου Κακούργους τσι του Κακουργέλ’». Από τότε το κληρονόμησα και το κρατώ σαν καλλιτεχνικό παρατσούκλι. Το όνομά μου είναι Γιάννης Σουσαμλής, αλλά αν δεν πεις Κακούργος δεν πρόκειται να με βρεις». Ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, παίζει ένα μικρό σκοπό και σηκώνεται, για να διαφημίσει τα τσουκαρέλια του σε μια άλλη παρέα από ξένους, που πλησίασαν το μαγαζί του.

 

Τα τσουκαρέλια

«Γω τα κάνω, γω τα πλιω. Είναι όλα ξύλινα και χειροποίητα. Τσουκαρέλια για «μπιμπελό», σαΐτες, ανεμίτσες, ροδάνια, κρεβατούδες, σταυρέλια, αδράχτια, σκεπαρνάκια, πριονάκια και άλλα. Ξεκίνησα πριν 20 χρόνια να φτιάχνω μεγάλα τσόκαρα για τις γυναίκες, που περπατούσαν στα καλντερίμια της Αγιάσου. Όταν πια εξαφανίστηκε αυτό το «είδος», το γύρισα στα διακοσμητικά». Τα τσουκαρέλια όμως είναι συμπληρωματική απασχόληση. Το μεγάλο πάθος είναι το σαντούρι. Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

«Ψοφούν» για το σαντούρι

«Το σαντούρι είναι το πιο πλούσιο όργανο. Είναι «γεμάτο», ηχητικό. Όταν είσαι δεξιοτέχνης και το παίζεις καλά, είναι μια ολόκληρη ορχήστρα. Κάποτε ήταν περιφρονημένο όργανο. Ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτό. Τον συγκινούσε μόνο το μπουζούκι. Τώρα όμως όλοι «ψοφούν» για το σαντούρι». Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο σαντούρι, ο Κακούργος δε βγήκε πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Λέσβου. Αν και η συμμετοχή του στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τον έκανε διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα, αν και δέχτηκε πολλές προσκλήσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Σουσαμλής τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει «κλειστεί» στο μαγαζάκι του.

 

Πάντα μέσα στα σύνορα

«Πριν τριάντα πέντε χρόνια συμμετείχα στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου. Έχω ανεβάσει θέατρα, οπερέτες, κωμωδίες. Πήγα και στην Αθήνα μερικές φορές, στις εκδηλώσεις που έκανε ο Σύλλογος Αγιασωτών. Αρκετές φορές πήρα μέρος και στη «Γιορτή του ούζου». Ύστερα απ’ τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», όπου έπαιζα έναν πένθιμο σκοπό, που συγκίνησε όλη την Ελλάδα και με έκανε πασίγνωστο, δέχτηκα πολλές προτάσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ήταν υπουργός Αιγαίου ο κ. Πέτρος Βάλβης, με κάλεσε και μου πρότεινε να εκπροσωπήσω το Υπουργείο σε κάτι εκδηλώσεις, που θα γίνονταν στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα, και αν κάποτε δεν έφευγα απ’ τη Λέσβο, τώρα πια δε φεύγω ούτε απ’ την Αγιάσο. Είμαι απογοητευμένος απ’ την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την κουβέντα του και μπαίνουν μέσα στο μαγαζί δυο τουρίστες. Συζητάει λίγο μαζί τους, παίζει ένα συρτό, φωτογραφίζεται, πουλάει δυο κασέτες.

 

Το μεγάλο παράπονο

Παρά το διάλειμμα όμως που μεσολάβησε, ο Κακούργος επανέρχεται στο παράπονο του. «Όλα τα χρόνια ήμουν ανασφάλιστος. Πριν δέκα χρόνια πήγα και γράφτηκα στον ΟΓΑ. Κάθε δυο χρόνια, ο ανταποκριτής του ΟΓΑ στην Αγιάσο μου σφράγιζε το βιβλιάριο. Πέρυσι είχα οχτώ παιδιά και τα μάθαινα σαντούρι αφιλοκερδώς. Ήθελα να διαδοθεί το όργανο. Επειδή όμως έκανα μαθήματα, δε μου σφράγισαν το βιβλιάριο. Από τότε και γω πεισμάτωσα και σταμάτησα τα μαθήματα. Έχω παράπονα απ’ την Πολιτεία, τη Νομαρχία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μια σχολή, για να μη χαθεί η παράδοση. Τρεις σαντουριέρηδες έχουμε μείνει σ’ όλη την Ελλάδα. Το σαντούρι είναι γνήσιο, λαϊκό παραδοσιακό όργανο. Δεν πρέπει να χαθεί. Το κράτος όμως δε βοήθησε και δε βοηθάει καθόλου. Κανένας δε με πλησίασε να μου κάνει μια πρόταση, να ανοίξουμε μια σχολή, να πάω κάπου να διδάξω. Γι’ αυτό και γω έχω κλειστεί στο μαγαζί και παίζω μόνο για μένα και για το μεροκάματο. Επιτρέπεται να είμαι ανασφάλιστος;»

Αν στον Κακούργο αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο απ’ το ξακουστό όνομα της Αγιάσου, του ανήκει και μια μεγάλη σελίδα στο βιβλίο της λαϊκής μας παράδοσης. Ίσως, έστω και αργά, θα πρέπει κάποιοι να ενδιαφερθούν, για να μην κλείσει αυτή η σελίδα. Γιατί αυτό θα ήταν κρίμα για όλους μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 98/1997

Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Hμείς, το ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικό γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτον ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας…

Με αυτά τα λόγια οι Έλληνες της Πελοποννήσου στις 26 Μαρτίου 1821 δήλωναν στους προξένους την αμετάκλητη απόφασή τους να πολεμήσουν, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, ζητούσαν τη βοήθεια «όλων των χριστιανών βασιλείων» στο δίκαιο αγώνα τους. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε ξεσπάσει η Επανάσταση.

Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια μέρα μόνο ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν και είχε οριστεί ως μέρα γενικής εξέγερσης η 25η Μαρτίου. Πολλοί παράγοντες και τοπικές ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίσει πριν από την 25η Μαρτίου και ακόμη άλλες περιοχές να προηγηθούν στην εξέγερση και άλλες να ακολουθήσουν, η έναρξη δηλαδή της Επανάστασης να γίνει σταδιακά, να κλιμακωθεί σε χρόνο μικρότερο από δυο μήνες, ενώ μεμονωμένες εξεγέρσεις έγιναν και αργότερα.

Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μέρες, από 21 έως 28 Μαρτίου, είχε γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της, οι οποίες κινήθηκαν με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της έναρξής της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια που είχαν προηγηθεί. Σύσσωμη η Πελοπόννησος και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Από τα νησιά το πρώτο που επαναστάτησε ήταν οι Σπέτσες. Συγχρόνως ή αμέσως μετά την επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά, Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα. Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά, που μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες αποτελούσαν την κύρια ναυτική δύναμη του έθνους.

Ενώ λοιπόν η Επανάσταση άρχισε να επεκτείνεται και στα νησιά, στη Λέσβο η τουρκική διοίκηση πήρε σειρά από μέτρα, για να αποτρέψει τη μεταλαμπάδευσή της. Ο καπετάν Πασάς εξέδωσε διαταγή «να επιδειχθεί δύναμη και να τρομοκρατηθούν και οι άλλες (μη επαναστατημένες) περιοχές. Οι περιουσίες των επαναστατών να κατάσχονται και να εξανδραποδίζονται οι οικογένειές τους». (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).

Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στη Λέσβο. Οι Τούρκοι, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις των Φιλικών της Μυτιλήνης, εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όσοι ήταν ανακατεμένοι στις επαναστατικές ετοιμασίες κατέφυγαν στα βουνά.

Αν αφαιρέσουμε κάποιες μικρές προσπάθειες ξεσηκωμού στη Λέσβο, το επαναστατικό κίνημα, μ’ όλο το προπαρασκευαστικό του στάδιο, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως την τελευταία του φάση, τον ένοπλο αγώνα. Παρ’ όλο που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν γίνει γνωστές στο νησί, παρ’ όλο που τα τραγούδια του Ρήγα είχαν αρχίσει να τραγουδιούνται από τους Λέσβιους, παρ’ όλο που ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Παλαιολόγος Λεμονής είχαν μεταφέρει στη Λέσβο τις επαναστατικές ιδέες της «Φιλικής Εταιρείας» και είχαν μυήσει αρκετούς ντόπιους, η Λέσβος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης στο άρθρο του «Η Λέσβος κατά το 1821» (περ. “Τα Ψαρά”, 37,38,39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1983) προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που εμπόδισαν την εξέγερση της Λέσβου. “Στο νησί δεν υπήρχε αντάρτικο, κλέφτες και αρματολοί, ο στρατιωτικός δηλαδή πυρήνας, που θα σήκωνε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον ενός στρατού οργανωμένου, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου. Τα μυαλά του «μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν έλειψαν ποτέ, και στους χρόνους του ξεσηκωμού πλήθυναν, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική παράδοση, απαραίτητη για μια επιτυχημένη διεξαγωγή του αγώνα… Ο ανεφοδιασμός του νησιού σε όπλα και πυρομαχικά, και γενικά η διατήρηση του μετώπου σ’ αυτό, θα ‘ταν συνεχώς υπό την αίρεση του τουρκικού στόλου, που εύκολα και γρήγορα θα κατέβαινε από τις βάσεις του στα Στενά. Ακόμα και η απέναντι Μικρασία ήταν ακένωτη πηγή ενισχύσεων για τους Τούρκους και κοντινή. Πεινασμένοι και φανατισμένα άτακτα στίφη ήταν πρόθυμα να περάσουν από τη Μικρασία στα νησιά για πλιάτσικο και ανεμπόδιστη σφαγή. Τα τρία μεγάλα κάστρα, Μυτιλήνης, Μολύβου, Σιγρίου, καλά οχυρωμένα και εφοδιασμένα, θα ‘πρεπε να πολιορκηθούν από στεριά και θάλασσα, για να πέσουν. Ο διοικητής της Μυτιλήνης είχε τα δικά του πλοία, και στο σημερινό Δημοτικό Κήπο υπήρχαν ναυπηγεία σουλτανικά που ‘φτιαχναν και φρεγάδες ακόμα“.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές εκείνης της περιόδου, η γεωγραφική θέση της Λέσβου στάθηκε ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην εξέγερση της. Η Λέσβος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και τα στενά των Δαρδανελίων και επομένως ήταν εύκολη η καταστολή της επανάστασής της με στρατεύματα, που μπορούσαν να μεταφέρουν οι Τούρκοι με ευχέρεια από το απέναντι μέρος. Εκτός απ’ αυτό, η γεωγραφική της θέση είχε δημιουργήσει δυο πολύ σοβαρά εμπόδια στην εξέγερσή της: ότι χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Επανάστασης από τον τουρκικό στόλο ως ναυτική βάση και ότι το νησί θεωρήθηκε θέση στρατηγικής σημασίας και ενισχύθηκαν από την αρχή σημαντικά οι φρουρές του με επιπρόσθετους στρατιώτες. Φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα, η «Le Spectateur Oriental» (Ανατολικός Θεατής), που έβγαινε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρει στο φύλλο της 19ης Απριλίου 1821 ότι 3.000 Τούρκοι υπό τη διοίκηση ενός πασά έφτασαν στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ελληνικό σπίτι να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σπίτια που επιτάχθηκαν από τους στρατιώτες (Στρατή I. Αναγνώστου, Ανεξερεύνητες γραπτές πηγές της Λέσβου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περ. “Ελιόφως”, τεύχος 8-9, 1994).

Παρ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν και στη Λέσβο αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις τόσο κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, όσο και αργότερα. Από αυτές τις επιχειρήσεις ξεχωρίζει η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821. Η είδηση της πυρπόλησης προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού οι Τούρκοι προχώρησαν αμέσως σε συλλήψεις, σφαγές και εκτελέσεις. Η ομαδική σφαγή, γνωστή με το όνομα “μεγάλο τζουλούσι“, που πρέπει να έγινε την ίδια μέρα με την πυρπόληση του δίκροτου, αποδεικνύει την εκδικητικότητα των Τούρκων, αλλά και την αποφαστικότητά τους να μην επιτρέψουν να πάρει διαστάσεις ο ξεσηκωμός στο νησί.

Από αυτό τον αγώνα δεν έλειψε η Αγιάσος. Σύμφωνα με το Στρατή Αναγνώστου, στο φύλλο της 17 Μαΐου 1822 της παραπάνω φιλοτουρκικής γαλλόφωνης εφημερίδας σημειώνονται τα παρακάτω: “Η Λέσβος έχει 67 ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μεταξύ αυτών των χωριών το Πλωμάρι με 4.000 σπίτια και η Αγιάσος με πάνω από 2.000 σπίτια είναι τα πιο σημαντικά και ολωσδιόλου κατοικημένα από Έλληνες. Και τα δυο αυτά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε εναντίον τους” (Στρατή I. Αναγνώστου, ό.π.).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα καρποφορήσει καμιά πολεμική επιχείρηση. Η Λέσβος δε θα μπορέσει να επαναστατήσει. Θα υπομείνει τον τουρκικό ζυγό για άλλα 90 χρόνια. Η πολυπόθητη λευτεριά θα έρθει για το νησί μας το 1912.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995