3-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ. του Πολυδώρου και της Δέσποινας της Κλάσεως 1928

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα

2/12/1940

Όλη μέρα ταξίδι. Νυχτώνει. χιόνια. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Το δόντι μου πονάει φοβερά. Νευριασμένος, κουρασμένος με πόνους συνεχίζω το ταξίδι για τη Φλώρινα.


3/12/1940

Περάσαμε τη Δράμα και τώρα τη Δοϊράνη. Βρήκαμε τον Κ. Σοφιαδή.

Το πρωί τη 4-12-40 φτάνουμε στη Σαλονίκη.


4/12/1940

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα. Το κρύο μας περουνιάζει. Όλοι φυσάνε τα χέρια τους. Χάλια. Τ’ αυτοκίνητα σχηματίζουν φάλαγγα και φτάνουμε στη Φλώρινα. Μας πάνε στην Κλαδόραχη στη Μοίρα 3η Θεσ/νικης. Ένας ανθ/γος είναι σαν διάνος φουσκωμένος. Του λέω να μ’ αφήσει να βγάλω το δόντι μου.

Σκάσε ρε, στην Αλβανία θα σ’ το βγάλουν οι Ιταλοί.

Τώρα κοντά στον πονόδοντο έχω και μια πληγή στην καρδιά απ’ τα λόγια του. Παίρνω τα χωράφια και σκέφτουμαι. Τι θα γίνει; Πώς θα το υποφέρω; Ο θεός το ξέρει. Βραδιάζει. Σ’ ένα ρέμα βρισκόμαστε. Πού θα κοιμηθούμε; Κάτω απ’ ένα γεφύρι που δίπλα κυλάνε ακάθαρτα νερά του χωριού. Οι φαντάροι ανάβουν φωτιά και ζεσταίνονται. Είμαστε ναυτικοί. Κάποιος φαντάρος φέρνει 3 λάχανα. Τα μασάμε. Είναι τόσο γλυκά για την πείνα μας! Το κρύο λάχανο μουδιάζει τα δόντια και ο πόνος γίνεται γενικός σ’ όλα, μα η πείνα είναι τόση που όλα τούτα παραμερίζονται. Μέσα στην απελπισία τους έρχεται ο διοικητής της μοίρας του Ελέφαντα. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή και ενέργεια. Μας παίρνει στη δύναμη της μοίρας του κι έτσι ο ελέφαντας μού γίνεται το πιο συμπαθητικό ζώο. Τραβάμε νύχτα 35 χλμ., περνούμε το Αμύντιο και φτάνουμε στη βάση της Μοίρας στο χωριό Ροδώνα. Όλοι μας υποδέχουνται πρόσχαρα. Μας δίνουν φαΐ, κουβέρτες, σταφίδες, τσιγάρα, κονιάκ. Όλα ξεχάστηκαν.

Ο Στρατής Αναστασέλης στη μοίρα «Ελέφαντας»