Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Υστερα από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στην Αγιάσο, τα υφαντά και οι κρεβατές αραίωσαν αισθητά. Μια μια εξαφανίστηκαν οι υφάντρες, που μείνανε πια μόνο ανάμνηση παλιά. Τώρα ζωντανεύουν στη φαντασία -όπως καλή ώρα – όσων φέρνουν και ρίχνουν προς τα κει το μυαλό. Άλλοτε, ως το 1922, υπήρχαν αρκετές υφάντρες και τα περισσότερα σπίτια, τουλάχιστον όσα είχαν κορίτσια, είχανε τον αργαλειό τους, που ακουγόταν στη γειτονιά από τις αυλές, τις ξαυλές και τ’ αξάτα ο ρυθμικός κρότος του.

Σε ορισμένες γειτονιές, στο δρόμο, μπορούσες να δεις στην Αγιάσο τις γυναίκες που «διάζονταν» το πανί και «παραμάτιζαν», μετρώντας κι ανοίγοντας το στημόνι στα μασούρια και τα καρφιά που στήριζαν -μπήγανε στον τοίχο. Μπορούσες να δεις ακόμη, ανεβαίνοντας στο Σταυρί και στην Πουτζαλιά, να κάνουν το ίδιο με το «καζίλι» οι «μουτάφηδες», που έφτιαναν διάδρομους, βελέντζες και τσόλια, χοντρά πανιά στον όρθιο αργαλειό τους. Οι κρεβατές – αργαλειοί των σπιτιών ήτανε οριζόντιες. Παλαιότερα, το 19ο αιώνα, που γνώρισε άνθηση οικονομική η Λέσβος, στο σημείο του σπιτικού αργαλειού η Αγιάσος, όπως και στην υφαντική και σ’ όλες τις βιοτεχνίες, παρουσίασε μεγάλη ακμή. Από την άνθηση του είδους αυτού της λαϊκής τέχνης, σήμερα θυμούνται μόνο όσοι έχουν διαβάσει το γνωστό (;) ποίημα – με το συμβολισμό του χρόνου, της προσδοκίας και της δουλειάς – του Αργύρη Εφταλιώτη, τον «αργαλειό» …

Γι’ αυτό και οι «φασιές», οι ποικιλίες των υφασμένων ρούχων – πανιών στην κρεβατή, ηχούν παράξενα και μόνο αμυδρή εικόνα είναι δυνατόν να δώσουν, έτσι άχρωμες και ξεθωριασμένες που παρουσιάζονται εδώ και που φυσικά, επιδέχονται, σηκώνουν και περιμένουν συμπλήρωμα. Καταλαβαίνετε πως η αφθονία και η τυποποίησή τους προϋποθέτει εξασκημένες, ειδικές υφάντρες που υπήρχαν ασφαλώς και ξεχώριζαν στο όνομα και στη δουλειά τους. Δυστυχώς δεν έχουμε παρά να προσφέρουμε ονομαστικά, αχνά και μόνο, τις φασιές. Μακάρι αξιότεροι να παραθέσουν και τα χρωματιστά σχέδιά τους – έστω μουσειακά, για να τους ευγνωμονούμε.

Αλατζάς, αστραπή, αρφανό.
Δαχτ’λιά, διουρέλ’, δίμ’του.
Ιλ’γουδέκατου (λ’γουδέκατου), ιμταρέλ’.
Θύρα.
Ζαχαρέλ’.
Καφασέλ’ (καφασουτό), κιναρουτό, κουλουτσθόπ’τα (με κίτρινη φασιά), καρύδα.
Λιαλιάτσ’, λουκούμ’, λ’γουδέκατου (πιο πάνω).
Μαντανέλ’, μαλαντάν, μανταμαδιώτ’κου (ξεσηκωμένο ίσως από το Μανταμάδο), μανταμαδιουτέλ’, μουνουγουφέλ’ (γέρνει από τη μια μεριά), μουνόθυρου (με μια πόρτα…), μουνότριγιου, μουνότιριου.
Ξέρασμα, ξιρασματέλ’.
Πιν’ταρέλ’.
Σαραντάρ’, Σουπγιρούδα (πλατύ σχέδιο σουπιέρας), σταυρέλ’, σταφύλ’, στουρέλ’.
Τ’πλίκ του μάτ’, ταμπακέρα, τσουχόφ, τριγιουδέλ’, τούβλου.
Χ’νόματου (σχέδιο μάτι χήνας), χαγιαλιά.
Ψαθέλ’, φειριαρέλ’ (ο χρωματισμός του θυμίζει…).
 

Από τις φασιές – πατήματα: η χ’νόματ’ είναι δύσκολη και σύνθετη. Ακόμη πιο πολύ δύσκολη και σύνθετη είναι η φασιά σουπιέρα παραμάτς. Για δείγμα παραθέτω ένα δυο απλούστερες: Τσουχόφ: ακριγιανό ζιρβό, ακριγιανό διξιό, μισιό ζιρβό, διξιό μισιό, δυο ακριγιανά. Δίμ’του: ακριγιανό διξιό, ακριγιανό ζιρβό, μισιό διξιό, ζιρβό μισιό. Σταυρέλ’: ακριγιανό μ’ ακριγιανό, μισιό μι μισιό. Μουνόθυρου: μια μι μια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983