Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΑΓΡΙΤΗΣ. Ο κορνετίστας και τρομπονίστας της χτεσινής Αγιάσου

Στις 7-9-2002 είχα την ευκαιρία και συνάμα τη χαρά να πάρω συνέντευξη στην Αγιάσο από τον απόμαχο μουσικό Δημήτριο Ιωάννου Αγρίτη, τον οποίο επισκέφτηκα και δεύτερη φορά, στις 3-1-2003, στο σπίτι του, στην οδό Έλλης, της συνοικίας Αϊ-Γιάννης, για συμπληρωματικά στοιχεία. Επιδίωξή μας να ευαισθητοποιήσουμε με τον τρόπο αυτό τους Αγιασώτες και όχι μόνο, να καλλιεργήσουμε την αρχειακή συνείδηση, να συγκεντρώσουμε χρήσιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, φωτογραφικό, και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουμε.
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 18 Ιουλίου 1917. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Αγρίτης, που είχε το παρατσούκλι Πατσά, και η Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’), κόρη του Νικολάου Ιωάννου Κουλαξίζη ή Κουλαξιζέλη και της Φωτούδας Καραγιάννη. Η Παναγιωτούδα ήταν γνωστή και ως Ιν’κόλινα, από το μικρό όνομα του πατέρα της, που το πήρε και το ψυχοπαίδι, ο Παναγιώτης Κουλαξιζέλης ή Γιαννάκας (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’). Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης και συγγένευε με τους άλλους Αγρίτες της Αγιάσου. Η μάνα μου εκτός από καλή νοικοκυρά ήταν και φημισμένη γιάτραινα. Ήξερε από στραμπουλίγματα και σπασίματα χεριών και ποδιών, θεράπευε τον «αφαλό» και έβγαζε από τα μάτια των ραβδιστάδων «αχνούς». Κάποτε, μάλιστα, γιάτρεψε από μόλυνση το μάτι του σιδερά Ζαχαριά Βατρικά, που οι γιατροί της Αθήνας ήθελαν να το βγάλουν και στη θέση του να βάλουν γυάλινο, όπως ήταν τότε της μόδας. Χρησιμοποιώντας κουκούλι μεταξοσκώληκα, αφαίρεσε με μια δυο επιδέξιες κινήσεις το σφηνωμένο σιδεράκι, επάλειψε το μάτι με ασπράδι αβγού και το θάμα έγινε!

 

Μικρότερος μου αδερφός ήταν ο Κώστας. Αυτός γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμιβρίου 1920 και συχωρέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 68 χρονών. Είχε θήλωμα κύστης, που εξελίχτηκε σε καρκίνο, ο οποίος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες. Υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρήσεις και υπόφερε. Σύζυγός του ήταν η Άρτεμη, η κόρη του Τζάνου και της Γιαννούλας Κουδουνέλη. Παιδιά τους ο Δημήτριος και η Παναγιώτα, που μένουν στο Παλαιό Φάληρο, στην Παναγίτσα.

 

Με βάφτισε η Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Αντωνίου Διαμαντή, το γένος Ευστρατίου Κασέτα, που ήταν στολιδού και πάντα καλοφορεμένη. Μου έδωσε τ’ όνομα του παππού μου, αλλά και του γιου της Δημητρίου, ο οποίος πέθανε από βλογιά. Είχε και έναν άλλο γιο στην Αμερική, το Στρατή. Το παρατσούκλι Παγώνα, που το έχω μόνο εγώ, το οφείλω στο εξής περιστατικό. Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, στην Κατοχή, παίζοντας μια μέρα χαρτιά με το Σταύρο Μπεγιάζη και με το Χριστόφα Συκή, στο καφενείο του δευτέρου, που ήταν στο χώρο του τωρινού σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου, στην Αγορά, έχανα, νεύριαζα και θύμωνα. Ο Συκής, σε κάποια στιγμή, για να με πικάρει περισσότερο, είπε: Θα σι κάνου, Δημητρό, να κλαις σαν του παγόν’! Έτσι από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι σφραγίδα και το Αγρίτης παραμερίστηκε. Πρέπει όμως να βοήθησε στην καθιέρωση και κάτι άλλο. Ντυνόμουνα όμορφα, μερακλίδικα, και φορούσα παπούτσια που έτριζαν. Κάποιοι κοροϊδευτικά έλεγαν: Κ’νιέτι σαν του παγόν’!

Default 4
Ο Δημητριος Αγρίτης πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια. (PHOTO-OLYMPE ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΜΠΑ ΑΓΙΑΣΣΟΣ)
Τέλειωσα το Δημοτικό στην Αγιάσο. Ήθελα να προχωρήσω, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και τα μάθαινα τα γράμματα, αλλά δεν είχαμε παράδες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Στυλιανίδης. Δασκάλους είχα τον Ευστράτιο Φωτεινέλη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, τον Ηλία Λίβανο (Μπασμπάλη) και το Στρατή Κολαξιζέλη (Κακάβη). Συμμαθητές και συμμαθήτριές μου ήταν ο Βασίλειος Αϊβαλιώτης, ο Δημήτριος Βασιλάκης (Αριστίγια), ο Στρατής Γαββές, η άτυχη Έλλη Ηλιογραμμένου, η Έλλη Παναγιώτου Τάλιου-Παγωτέλη, η Ελένη Τσιβγούλη-Αναστασέλη, η Μύρτα Νιγδέλη-Καβαδέλη, η Μαριάνθη Δημητρίου Ψύρρα και άλλοι.

 

Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπρεπε και εγώ να δουλέψω, όπως και άλλα

παιδιά. Είχαμε κάνει ομάδα και πηγαίναμε στα ξύλα, στο δάσος της Μεγάλης Λίμνης, αλλά και στο Αζόπ, από τα Καμπιά. Τα πουλούσαμε στους φουρνάρηδες, 25 δραχμές το γομάρι. Ο Παναγιώτης Χαλέλης εκτός από τα χρήματα έδινε και ένα παξιμάδι. Στην ομάδα ήμασταν Μπουτζαλιώτες, ο Κομνηνός (Κουμέλ’) Παρασκευαϊδης (Κουλούντζ’), ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που ήταν εγγονός του μουσικοδιδάσκαλου Κομνηνού Αμανίτη, οι Γεωργαντήδες ή Νταλάδες, ο Κώστας και ο Στρατής, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Βασίλειος Χρυσάφης (Μπαγνέζος) και ο Τζάνος Κουρός (Κ’τσάφτ’ς). Παράλληλα με τη δουλειά, ανάλογα με την εποχή, μας απασχολούσαν και άλλα. Μαζεύαμε «αξ’νηθρουγούλια» και καμπανάρια, που έμεναν στα αμπέλια μετά τον τρύγο. Εγώ είχα το γάιδαρο του ράφτη Κομνηνού Τσουκαρέλη και με αυτόν κουβαλούσα τα ξύλα.
 

Αυτός που με παρότρυνε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που έπαιζε βιολί, όπως και ο παππούς του. Μια μέρα, που είχαμε πάει μαζί στα ξύλα, μου πρότεινε ν’ αγοράσω ένα μουσικό όργανο. Η ιδέα του μου άρεσε, αλλά με προβλημάτισε το είδος του οργάνου. Τελικά αποφάσισα και αγόρασα μια κορνέτα, μια τρόμπα. Πήγα, σε ηλικία δεκαεφτά περίπου χρονών, στον Ευστράτιο Ρόδανο (Άννα) και παρακολούθησα συστηματικά μαθήματα. Έδινα 25 δραχμές το μάθημα. Επιθυμία μου ήταν να μου γράψει σκοπούς, για να βγαίνω να παίζω. Θυμάμαι που μου έγραψε το σκοπό «Τα ξύλα». Αργότερα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, προχωρούσα μόνος μου.

Default 9
Το δελτίο ταυτότητας του Δημητρίου Αγρίτη, ως μέλους του Σωματείου Μουσικών Λέσβου (23-12-1955)
 

Αρχικά συνεργάστηκα ως μουσικός με το βιολιτζή Κομνηνό Παπουτσέλη, με τον Προκόπιο Μπουρλή, που ήταν φούρναρης, αλλ’ έπαιζε και μπάσο, και με το σαντουριέρη Κωστή Καχιλέλη. Αν δεν κάνω λάθος, πρωτοέπαιξα το 1937 στο καφενείο του Αγγελή Καραγιάννη, που ήταν στη θέση του σημερινού καφενείου του Σταύρου Ψαρρού. Προπολεμικά επίσης πήγαινα στο Αμπελικό και συνεργαζόμουνα με τους ντόπιους Βερβέρηδες (Φράγκους), τους γιους του καφετζή Νικολάου Βερβέρη (Φράγκου), τον Αντώνη, που έπαιζε κλαρίνο, και το Σωκράτη, που έπαιζε βιολί. Στο χωριό αυτό γίνονταν τα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου και συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Το 1938, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το Αμπελικό, πληροφορήθηκα πως στο χωριό μας έγινε ένα φοβερό έγκλημα, με θύματα συγγενείς του Νικολάου Καζαντζή (Καρακάση).

 

Ήμουνα της κλάσης του 1938 και στις 28 Οκτωβρίου κατατάχτηκα στον 7ο Λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού Μυτιλήνης, στο οποίο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μπαλής. Το 22ο Σύνταγμα Πεζικού μαζί με το 18ο Σύνταγμα Σάμου και με το 23ο Σύνταγμα Χίου ανήκαν στη XIII Μεραρχία. Ως μουσικός πήγα στη στρατιωτική μπάντα. Λοχαγό στον 7ο Λόχο είχα το Μανόλη Οικονομάκη. Επιλοχεύων ήταν κάποιος Μαρινάτος, από τη Μόρια. Θυμάμαι πως στον 6ο Λόχο, διοικητής του οποίου ήταν ο λοχαγός Τριχιάς, υπηρετούσε ως δόκιμος ο συχωριανός Γεώργιος Πασχαλίδης, που ήταν ο πιο μερακλής αξιωματικός. Στον 6ο Λόχο υπηρετούσε τότε και ο Σαμιώτης ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Μελαχρινίδης, που αργότερα εκτελέστηκε στο μέτωπο της Αλβανίας. Η μπάντα έδρευε στον Άγιο Γεώργιο Μυτιλήνης, στο Τζαμί. Απέναντι ήταν το σπίτι του διοικητή της Ασφάλειας Γαλούση. Στην μπάντα υπήρχαν μόνιμοι και κληρωτοί. Από τους μόνιμους Λέσβιους θυμάμαι το δεκανέα Ευστράτιο Μυρσίνη, από το Πλωμάρι, ο οποίος αργότερα αποστρατεύτηκε ως ταγματάρχης, το δεκανέα κορνετίστα Θεόδωρο Παπά, από το Μεσαγρό, και τον ανθυπασπιστή Μανόλη Συκά, από τον Πολιχνίτο. Κληρωτοί στην μπάντα ήμασταν οι Σαμιώτες Πρόδρομος Σοφατζής και Ιωάννης Διακογεωργίου, οι Πλωμαρίτες Γεώργιος Πατρέλης και Ιωάννης Παντελέλης, ο Δημήτριος Μπουρλέλης ή Στεριανέλης, από την Πλαγιά, ο Χαράλαμπος Γιάννου, από το Μανταμάδο, ο Στρατής Κουτσaφτής, από το Μεσαγρό, ο δεκανέας Ερμόλαος Ζωγράφος, από τον Παλαιόκηπο, ο Όμηρος Μεταξάς από την Ερεσό, γιος του κλαριντζή Κώτσου Μεταξά, οι Τουρκογιάννηδες, ο Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Παλαιοκηπιανός Κώστας Τσόλος, ο Αμπελικιώτης Σωκράτης Βερβέρης ή Φράγκος και ο Κατωτριάτης Χαράλαμπος Δάλας, ο πατέρας των αδελφών Δάλα, οι οποίοι κάνουν σήμερα γεωτρήσεις.

 

Στη Μυτιλήνη υπηρέτησα 28 μήνες. Έπρεπε ν’ απολυθώ το 1940, αλλά εντωμεταξύ κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και με κράτησαν. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω μουσική. Ανανεώναμε το ρεπερτόριο της Μεραρχίας. Με την κήρυξη του πολέμου ήρθαμε για ένα διάστημα στους Λάμπου Μύλους, αλλά μετά κατεβήκαμε πάλι στη Μυτιλήνη. Εμείς, οι άντρες της μπάντας, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Μέλαγκας, στον πύργο του Μαν’τάπ’. Ο Εφοδιασμός ήταν στη Σκούντα. Αποστολή μας ήταν η ψυχαγωγία των οπλιτών. Στη Μυτιλήνη παραβγάζαμε τους στρατιώτες, που προορίζονταν για το μέτωπο και που έφευγαν με μεταγωγικά. Αρχιμουσικός μας ήταν ο Γεράσιμος Κανιόρος, ο οποίος ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα και ήρθε στη θέση του ο επίσης μόνιμος Λάκης Κυριακίδης, ο οποίος έπαιζε κορνέτα.

 

Τέλη του 1940 είχαμε έρθει με το καράβι «Έλλη» 10 έφεδροι της μουσικής στον Πειραιά, για να προωθηθούμε στο Σύνταγμά μας, αν και έπρεπε να περιμένουμε σχετική διαταγή. Ανάμεσά μας ήταν ο δεκανέας Δημήτριος Μπολέτης, από το Μαρούσι, και ο Αθηναίος Μίμης Μακρίδης, που έπαιζε κορνέτα. Πήγαμε στην Αθήνα, στο Φρουραρχείο, αλλά δεν μπορούσαν να μας στείλουν στο μέτωπο, όπου ήταν η μονάδα μας, γιατί δεν είχε εκδοθεί ακόμη η σχετική διαταγή. Γυρίζαμε από εδώ και από εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά ζητήσαμε ακρόαση και παρουσιάστηκα αυτοπροσώπως στον Παπάγο, ο οποίος ενέκρινε την αναχώρησή μας για το μέτωπο. Στο Γουδί μας έδωσαν από δυο μουλάρια. Ταξιδέψαμε με το τρένο και φτάσαμε στη Φλώρινα, τη μέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά του 1941. Μέσω Κρυσταλλοπηγής φτάσαμε με τα ζώα στην Κορυτσά, από όπου μας έστειλαν σε αποδεκατισμένες μονάδες. Πρέπει να πω πως δεν είχαμε κανονική εκπαίδευση στα όπλα.

 

Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 ήμουνα στην Αλβανία, αποσπασμένος στη X Μεραρχία. Θυμάμαι την Άνω Μογλίτσα, την Κάτω Μογλίτσα, το Μοράβα… Αρρώστησα και αναγκάστηκαν να με κατεβάσουν σε ορεινό χειρουργείο και στη συνέχεια να με προωθήσουν στο Αναρρωτήριο της Κορυτσάς «Τούρτουλη», γιατί μου βρήκαν 140 σφυγμούς. Τελευταία πήγαμε στην Κομμένη Πέτρα, στο ύψωμα 2800. Από τα Τίρανα μας χώριζε ένα ύψωμα.

 

Με την επίθεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας και την είσοδό τους στη χώρα, οπισθοχωρήσαμε και εμείς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εγώ με το Σαμιώτη Ιωάννη Διακογεωργίου ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Κομμένη Πέτρα, φτάσαμε στα σύνορα και θέλαμε να κατεβούμε στην Αθήνα. Προτού φτάσουμε στην Καλαμπάκα, συναντήσαμε Γερμανούς και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Οι Γερμανοί έσπαζαν τα όπλα και τα πετούσαν. Εδώ υπήρχαν σταθμευμένα στο δρόμο λεωφορεία, ένα από τα οποία, μάλιστα, έγραφε «ΑΓΙΑΣΟΣ». Οι Γερμανοί μας διέταξαν να τα βγάλουμε από το δρόμο, για να περάσουν τ’ άρματά τους. Φορούσαμε τα στρατιωτικά ρούχα, γιατί δεν ήταν εύκολο να προμηθευτούμε άλλα. Πεινούσαμε και για να επιβιώσουμε αναγκαζόμασταν να κλέβουμε. Φτάσαμε στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Εδώ σούβλιζαν αρνιά και πουλούσαν κρέας, αλλά δεν είχαμε χρήματα για ν’ αγοράσουμε. Μετά από μέρες κατεβήκαμε στο Σταθμό Λαρίσης και στη συνέχεια στον Πειραιά, στα Καμίνια. Εδώ συνάντησα το συχωριανό μου Κώστα Πανάγη. Για να εξοικονομήσουμε τα προς το ζην ζητιανεύαμε. Ο Κώστας είχε τυλίξει το πόδι του με επίδεσμο και έκανε τον τραυματία και εγώ έκανα πως τον υποβάσταζα, για να πετύχει το κόλπο. Κάποια οικογένεια συγκινήθηκε, μας έδωσε κατάλυμα και μας περιέθαλψε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες. Όταν προθυμοποιήθηκαν να φροντίσουν και το πόδι του «τραυματία», αλλάζοντας τους επιδέσμους, είπαμε πως την προηγούμενη μέρα πήγαμε κάπου και έκαναν αλλαγή οι Γερμανοί. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μη ρεζιλευτούμε.

Default 12
Ως κιθαρίστας ο Δημήτριος Αγρίτης (δεύτερος από δεξιά) με ξένους μουσικούς και με τραγουδίστρια, στο Κέντρο διασκέδασης ( Πάρκο της Καρυάς), που εκμεταλλευόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης.
 

Για να πάμε στο νησί, έπρεπε να εξοικονομήσουμε τα ναύλα μας. Ο Παναγιώτης Γλεζέλης, ο πλούσιος συμπατριώτης μας, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος της Ford, έδινε από ένα πενηντάρι στους Αγιασώτες. Με καΐκι ήρθαμε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Μαριγλής, ο γιος του Ευριπίδη, και εγώ. Από το Πλωμάρι όμως δεν ξέραμε να έρθουμε στην Αγιάσο με τα πόδια, γιατί ήταν νύχτα. Ο Μαριγλής έδωσε σ’ έναν Πλωμαρίτη 200 δραχμές και μας έφερε στ’ αγιασώτικα. Φτάσαμε χαράματα στο «Σκουτ’νό» στο κτήμα του Καραγιάννη (Ατζιλέλ’). Από εκεί και πέρα ήξερα το δρόμο.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκα ως μουσικός. Συνεργάστηκα με το Γεώργιο Ζαφειρίου (Ζουγή), με τον Προκόπιο Μιχαήλ Σουσαμλή, με το Ραφαήλ Σουσαμλή και με το Θεόφιλο Ψύρρα. Κάθε Σαββατοκύριακο παίζαμε σε χωριά και επιστρέφαμε στην Αγιάσο τη Δευτέρα. Παίρναμε ως αμοιβή από ένα σακίδιο «τσολάκια». Τότε δεν είχε πολλά παπούτσια. Ο συνάδελφος Ραφαήλ Σουσαμλής μας είχε κάνει «τσοκαρέτες», που ήταν ένα είδος τσόκαρα με μεντεσέδες από κάτω. «Τσοκαρέτες» έφτιαχνε και ο Θεόδωρος Καραμανλής, ο Ανανίας. Τα παπούτσια, για να μη χαλάνε, τα είχαμε στα σακίδια και τα φορούσαμε, όταν φτάναμε κοντά στο χωριό. Τα «τσολάκια» τα δίναμε στο Γεώργιο τον Κλόκα, τον μετέπειτα οπωροπώλη και φιστικά. Παίρναμε σιτάρι, το κάναμε «κουρκούτη» με το μύλο και τη μαγειρεύαμε.

 

Πηγαίναμε σε πολλά χωριά, στο Αμπελικό, στα Βασιλικά, στα Βατερά, στο Βούρκο, στη Βρίσα, στη Μόρια, στα Μυστεγνά, στα Πάφλα, στη Σκάλα Πολιχνίτου, στο Πλωμάρι, όπου υπήρχαν πλούσιοι γλεντζέδες, όπως ο Γεώργιος Δαδιώτης, ο Λαγουμίδης ή Λαγός και άλλοι, στο Καμένο χωριό, όπου παραθέριζαν οι Πλωμαρίτες, και αλλού. Ο Λαγός, όταν ύστερα από πολλά χρόνια μας συνάντησε, μας είπε: Δεν ήξερα πως το γήρας είναι η πιο μεγάλη ασθένεια! Μόνο στην Ερεσό και στο Σίγρι δεν πήγαμε. Ήμασταν γυρολόγοι. Στα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου παίρναμε πολλά χρήματα.

Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από χοροεσπερίδα που πραγματοποιήθηκε, επί βασιλείας, στον Κινηματογράφο «Όλυμπος» (Αποκριές 1958;). Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Παπάνης, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Χαρίλαος Ρόδανος και Δημήτριος Αγρίτης. Κάτω, δεύτερος από αριστερά, ο ειρηνοδίκης Αγιάσου Ναούμ…
 

Δεν έφτανε που πήγα στο μέτωπο της Αλβανίας, επιστρατεύτηκα και κατά τον Εμφύλιο και υπηρέτησα ένα χρόνο. Κατατάχτηκα στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς Θεσσαλονίκης, στον 3ο Λόχο. Μαζί μου ήταν και οι συχωριανοί Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Οδυσσέας Κλήμος, Γεώργιος Χατζηπαυλής, Ευστράτιος Αβδελέλης, Κώστας Πανάγης, Μιχαήλ Γαλετσέλης (Καρίπης) και Στρατής Γαββές. Από αυτούς οι τέσσερις πρώτοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο. Τον τελευταίο τον αιχμαλώτισαν οι αντάρτες. Από τη Θεσσαλονίκη προωθηθήκαμε στο Τσοτίλι και μας αποσπάσανε. Εγώ τοποθετήθηκα στο Λόχο Στρατηγείου της 22ας Ταξιαρχίας και είχα λογαχό τον Ανδρέα Γαλάνη. Εδώ δεν ήρθα ως μουσικός, αλλά ως ημιονηγός. Ανέβηκα στο Βίτσι και στην οροσειρά Μάλι Μάδι. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι το λοχία Φώτιο Καναρέλη (Μπούκατο), το Στρατή Βουνάτσο (Κνα), το γιο του Χαρίλαου, που ήταν καταδρομείς, το Στρατή Χατζηφώτη, το Γεώργιο Χρυσάφη και άλλους. Υπηρέτησα κοντά στον ταξίαρχο πεζικού Δημήτριο Μαρκόπουλο, που καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν ο πιο κακός, ο πιο σκληρός άνθρωπος. Έσφαζε και σκότωνε αντάρτες. Τα αφτιά του είχαν πάθει από κρυοπαγήματα. Όταν έμαθε πως είμαι από την Αγιάσο, με ρώτησε αν γνωρίζω τον αξιωματικό Φώτιο Τάλιο και του είπα ναι. Έτσι με κράτησε και έγινα σαν ιδιαίτερός του.

 

Στο Μάλι Μάδι μας κυνήγησαν οι αντάρτες και οπισθοχωρήσαμε. Ο ταξίαρχος τραυματίστηκε. Εγώ παράτησα το τουφέκι και το έβαλα στα πόδια. Έφτασα στον Αλιάκμονα ποταμό και κρύφτηκα. Μετά ανασυνταχτήκαμε στο χωριό Απόσκεπος Καστοριάς. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι στον Απόσκεπο τον Κώστα Πανάγη, το Λευτέρη Καζαντζή (Καρακάση), το Δημήτριο Κουρβανιό (Καρότο) και το Στρατή Ρουμπάπη (Αφαλή). Όσοι πέρασαν τον ποταμό θεωρήθηκε ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως όσοι παράτησαν τα όπλα τους θα τουφεκιστούν. Εγώ βρήκα και πήρα ένα άλλο. Το όπλο όμως αυτό αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο και πως δεν ήταν το δικό μου, γιατί είχε άλλον αριθμό. Τελικά ομολόγησα πως το δικό μου το έχασα και πως βρήκα ένα άλλο πεταμένο και το πήρα. Έτσι γλίτωσα.

 

Μέχρι το 1944-1945 πήγαινα βοηθητικός στην κομπανία των Ρόδανων. Αργότερα όμως, από το 1947 και εδώ, συνεργάστηκα κανονικά ως τρομπονίστας με τους Ρόδανους. Πρέπει να πω πως έπαιζα και κιθάρα και τζαζ. Στις 6-3-1955 παντρεύτηκα τη Μαρία Ηλιογραμμένου Τσουκαρέλη. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν ευτύχησα ν’ αποκτήσω παιδιά. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985. Έμεινα ο τελευταίος μουσικός φυσερού οργάνου στην Αγιάσο. Το 1960 πήγα με τους Ρόδανους στη Μυτιλήνη και εργάστηκα το χειμώνα στο Κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατάρα, του Γιώργου και του Μιχάλη, που και οι τρεις σήμερα είναι πεθαμένοι. Από αυτούς παντρεμένος ήταν μόνο ο Μιχάλης, που έχει τρεις κόρες. Οι Ρόδανοι συνέχισαν να εργάζονται στη Μυτιλήνη. Εγώ έμεινα στην Αγιάσο και συνεργάστηκα με το Γρηγόρη Κουρβανιό και με το Στρατή Σουσαμλή (Σιλέμ’). Στη Μυτιλήνη έφυγε και ο καλός σαντουριέρης Στρατής Ψύρρας ή Μουζού, που εργάστηκε στον «Ξενύχτη» του Στρατή Παναγιώτη Κουταλέλη, για να συμπληρώσει ένσημα του ΙΚΑ.

Default 18
Αναμνηστική φωτογραφία της λαϊκής ορχήστρας, που έλαβε μέρος στην παρουσίαση το 1965 από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» της δραματικής οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί: Ευστράτιος Παπάνης, Δημήτριος Αγρίτης, Πάνος Πράτσος (πρόεδρος του Αναγνωστηρίου), Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), Κώστας Ευριπίδη Ζαφειρίου και Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο).
 

Η παρουσία μου σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε χοροεσπερίδες, σε σχολικές εκδηλώσεις, σε γλέντια, σε θεατρικές παραστάσεις, ήταν έντονη. Για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» έπαιξα αρκετές φορές, κυρίως σε οπερέτες. Θυμάμαι τα έργα «Η τύχη της Μαρούλας», για το οποίο κάναμε επί 60 μέρες πρόβες, «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα». Επίσης έπαιξα ως μουσικός στο έργο «Στραβογιώργης», το οποίο παρουσίασε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος», σε σκηνοθεσία Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Τζίνης. Θυμάμαι πως το έργο παίχτηκε στο «Φουλίδ’» και πως πήρε μέρος σ’ αυτό το «Μαρικέλ’», η κόρη του Προκοπίου Στεφάνου. Επίσης έπαιξα για τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης, στα έργα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη και «Ο Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Μυριβήλη, που σκηνές της ο Κώστας Αριστόπουλος γύρισε στην Αγιάσο. Μας φώναξε για τη σκηνή που αφορούσε κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Τέλεσαν λοιπόν το τρισάγιο στο Νεκροταφείο μας και κάναμε μια πρόβα. Βάλαμε το πένθιμο, δηλαδή το αγιασώτικο, και τρελάθηκε ο Αριστόπουλος από τη χαρά του. Το έβαλε μάλιστα και ως προανάκρουσμα, πριν αρχίσει το έργο. Ηθοποιοί ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Βασίλης Κολοβός, ο Χρίστος Τσαγανέας, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μουσικοί ήμασταν ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Γιάννης Σουσαμλής ή Κακούργος, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου, ο Κώστας Ευριπίδη Ζαφειριού, ο Ευστράτιος Παπάνης και εγώ.

 

Η παρουσία μου σε Κέντρα της Αγιάσου από το 1950 και μετά, μαζί με τους άλλους μουσικούς, ήταν συνεχής. Της «Παναγίας» άλλη φορά γινόταν το πανηγύρι στην Αγορά, στην Καφενταρία και στα άλλα καφενεία. Μετά άλλαξε, έφερναν δηλαδή τραγουδίστριες. Εμείς κατεβήκαμε στου Παναγιώτη Καμαρού και παίζαμε. Εργαστήκαμε επί ένα χρόνικό διάστημα και στο Κέντρο «Χαραυγή», της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί όπου σήμερα είναι χτισμένο το Αναγνωστήριο. Το Κέντρο αυτό το δούλευε τότε ο Βασίλης Γραμμέλης, ο οποίος είχε φέρει και μια χορεύτρια, την Καίτη, που έλεγε και κανένα τραγουδάκι. Αν θυμάμαι καλά, έφερε και το Σπύρο Ζαγοραίο με τη γυναίκα του Ζωή, που συνεργάστηκαν μαζί μας. Έπειτα πήγαμε στο Κέντρο του Γρηγόρη Χατζηραβδέλη ή Σουλουγάνη, ο οποίος είχε φέρει και ένα μπαλέτο, με το Βασίλη BANΣΤΑΝ, που ήταν ένας μεγάλος χορευτής με δύσκολο πρόγραμμα. Ο Χατζηραβδέλης είχε την πλατεία, το πάρκο. Δουλεύαμε με μεροκάματο. Στον καθένα έδινε 40 δραχμές, καθώς και τα τυχερά, αν παίρναμε. Ήταν σωστός άνθρωπος. Και κανένας πελάτης να μην ερχόταν, πλήρωνε όχι μόνο εμάς, αλλά και ό,τι νούμερο είχε, γιατί έφερνε καλές τραγουδίστριες. Κάποτε έφερε μια που έπαιρνε 600 δραχμές τη μέρα. Την είχε κλείσει για 15 μέρες. Τις καθημερινές όμως έρχονταν στο Κέντρο πολύ λίγοι πελάτες, γιατί το πιοτό είχε 1,70, ενώ αντίκρυ, στου Δουλά, είχε 1,50 και τον προτιμούσαν, με αποτέλεσμα να μπαίνει μέσα το Κέντρο. Για να τιμωρήσει τους απέναντι, πήγε και πήρε ένα τόπι κάμποτο και έφραξε όλο το δρόμο. Είχαμε τότε δυο τραγουδίστριες, τη Ζωζώ και τη Νανά, και υπήρχαν πελάτες «Ζωζωικοί» και «Νανικοί». Έπειτα περάσαμε στου Γρηγόρη Δουλαδέλη. Παίζαμε με ποσοστά, δηλαδή είκοσι τοις εκατό στις καθαρές εισπράξεις. Παίξαμε πολλά χρόνια. Περάσαμε καλά, γιατί ο Γρηγόρης και η Βαγγελιώ ήταν καλοί άνθρωποι. Από τον Απρίλιο μέχρι της Αγίας Τριάδας παίζαμε στη Φαμάκα. Είχαμε και εκεί τραγουδίστριες. Το Κέντρο το είχε ο Ιωάννης Τραγέλης. Πέρασαν πολλοί από τη Φαμάκα, που ανήκε στο Δημήτριο και στη Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Ζερδελέλη, που είχαν τέσσερις κόρες, πολύ αγαπημένες. Η Ευστρατία, ήταν σύζυγος του Φωτίου Βερβέρη, η Αγγελική είχε το Χριστόφα Φραντζή, η Σοφία το Νίκο Τσουλέλη και αργότερα το Γιάννη Πατράκη και η Γιώτα τον Ιωάννη Τραγέλη. Εδώ παίζαμε πολλά καλοκαίρια.

 

Ευκαιριακά ήθελα να πω λίγα και για τον Κωνσταντίνο Φραντζή, το σημερινό σεβασμιότατο μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο. Όταν πηγαίναμε στο πάλκο, ερχόταν και κάθιζε αμίλητος κοντά μας και μας βοηθούσε στα όργανα. Φορούσε ένα καπελάκι με την κουκουβάγια, το πηλήκιο. Εκτός από τον Κωνσταντίνο ερχόταν και ο αδερφός του, ο Τάκης, μακαρίτης σήμερα. Αυτός ήταν πολύ ζωηρός. Καθόταν κοντά μου και κοίταζε τι «κατσπουδιά» θα κάνει. Έπιανε την «πατήτιρια» του τζαζ, για να μην μπορώ να παίξω. Και ο Κωνσταντίνος φώναζε: Τάκη, φρόνιμα! Ο Κωνσταντίνος φαινόταν από μικρός πως θα προοδέψει».

Default 21
Τα μουσικά όργανα του Δημητρίου Αγρίτη, τοποθετημένα με τάξη σε πατάρι του σπιτιού, έπαψαν πια να ηχούν…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 3-1-2003)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 135/2003

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1864. Ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας, του κτηματία Χατζησπύρου Χατζηδημητριού και της Ρήγαινας Δ. Ντομάνη, συγγενούς του γνωστού μουσικοδιδάσκαλου Γεωργίου του Λεσβίου. Είχε τέσσερα αδέρφια, το Θεοφάνη (1854-1918), τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από την πρώτη σύζυγό του Αικατερίνη Παναγιώτη Βαμβουρέλη, τον Παναγιώτη, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά σε κτήμα, στην περιφέρεια Απέσος, και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1906, την Αφροδίτη (1865-1937), η οποία παντρεύτηκε τον Ασωματιανό κτηματία Λεωνίδα Γεωργίου Σαμοθρακή, και την Ευαγγελούδα (1877-1916), η οποία παντρεύτηκε τον Αγιασώτη έμπορο Δημήτριο Ευστρατίου Πράτσο (Βράτσου, Μπράτσου).

Ο πατέρας του Χατζησπύρος Χατζηδημητρίου, υιοθετημένο παιδί του Χατζηδημητρίου Φρατζέλη, πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούνιο του 1912. Υπήρξε κοινοτικός παράγοντας επί πολλά χρόνια (δημογέροντας, έφορος σχολείων, επιθεωρητής εφορείας σχολείων, εξελεγκτής). Ήταν άνθρωπος με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, αλλά με μεγάλη έφεση για τα γράμματα, την οποία κληροδότησε και στο γιο του. «Αυτός ο ζήλος, γράφει ο Γεώργιος Βαλέτας, τον έκανε να σπουδάσει με κάθε τρόπο το γιο του στην Αθήνα και στη Γερμανία και να τον αναδείξει σπουδαίο φιλόλογο και γυμνασιάρχη της Μυτιλήνης (1899)» Ήταν ένας ζηλωτής του έργου του Βενιαμίν του Λεσβίου. Σ’ αυτόν οφείλονται και δυο χειρόγραφα -αντίγραφα έργων του Βενιαμίν του Λεσβίου, τα οποία φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. (Α. Στοιχεία Μεταφυσικής, συνταχθέντα παρά Βενιαμήν (sic) του Λεσβίου, αντιγραφέντα δε παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου, κατά το έτος 1892. Β. Στοιχεία Ηθικής (sic), συνταχθέντα παρά του σοφού Βενιαμήν (sic) εκ Πλωμαρίου της Λέσβου, αντιγραφέντα δε κατά το έτος 1896 παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου εξ Αγιάσου).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου λειτουργούσαν Δημοτικό Σχολείο Αρρένων, Δημοτικό Σχολείο Θηλέων, που λεγόταν και Παρθεναγωγείο, Ελληνικό Σχολείο Αρρένων και από το 1885 Ημιγυμνάσιο Αρρένων, με μια τάξη το πρώτο έτος και από το 1886 με δυο τάξεις, από το οποίο μπορούσε κανείς να πάει στις δυο ανώτερες τάξεις του τετρατάξιου Γυμνασίου Μυτιλήνης και να πάρει Απολυτήριο.

80_1994_xatzispiroy1
Προσωπογραφία Δημητρίου Χατζησπύρου, φιλοτεχνημένη στο Μόναχο από το γνωστό ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο

Το 1890, σε ηλικία 26 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει το «Βαθμολόγιον 1885-1901» του Γυμνασίου της Μυτιλήνης, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Μυτιλήνης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου έλαβε Απολυτήριο Δ’ τάξης. Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Μυτιλήνης ήταν τότε ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, διαπρεπής κλασικός φιλόλογος, μετέπειτα καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου. Το ίδιο έτος έλαβε Απολυτήριο και ο επίσης Αγιασώτης Χριστόφας Αντωνίου Καρατζάς (1870-1947), ο μετέπειτα φαρμακοποιός της Μυτιλήνης, αδερφός του λαμπρού θεολόγου Ευστρατίου Καρατζά (1867-1907).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, προτού αρχίσει πανεπιστημιακές σπουδές, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, χρημάτισε ελληνοδιδάσκαλος στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Εργάστηκε με νεανικό ενθουσιασμό για την πρόοδο των μαθητών του. Δεν περιοριζόταν μόνο στη μετάδοση ξερών γνώσεων, αλλά στόχευε παράλληλα και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, διδάσκοντας με θάρρος, παρά τις τουρκικές δεσμεύσεις, την ένδοξη ιστορία της φυλής, όπως προκύπτει από περιστατικά, τα οποία μου διηγήθηκαν Αγιασώτες που τον γνώρισαν, αλλά και από την όλη του δράση. Διδάσκαλόν μας είχομεν ήρωα Χατζησπύρον, αδιακόπως ενεργών, καλώς τον σπόρον σπείρων… έλεγε σ’ ένα στιχοπλόκημά του ο μαθητής του Πολύδωρος Αντωνίου Αναστασέλης (1876-1947), ο πατέρας του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη.

Η λήψη του Απολυτηρίου από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης το 1890 απετέλεσε την αφετηρία για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο μητρώο των φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου και κατατάχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως φαίνεται από το οικείο Πιστοποιητικό, το οποίο υπογράφουν ο τότε πρύτανης Γεώργιος Μιστριώτης, καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φανατικός υπέρμαχος της καθαρεύουσας, και ο γραμματέας Αριστομένης Προβελέγγιος, ο γνωστός Σιφνιός ποιητής. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, όπως προκύπτει από το με αριθμό 792/19 Σεπτεμβρίου 1891 Αποφοιτήριο, το οποίο υπογράφουν ο πρύτανης Παύλος Ιωάννου, καθηγητής της εγχειρητικής, και ο πρώην κοσμήτορας Γεώργιος Χατζιδάκης, ο γνωστός γλωσσολόγος.

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου θέλησε να συμπληρώσει τις σπουδές του σε ξένα πανεπιστήμια, όπως έκαναν και άλλοι Έλληνες. Προτίμησε, κατά τη συνήθεια της εποχής, να μεταβεί στη Γερμανία. «Τώρα, έγραφε το 1869 αρθρογράφος του ελληνικού περιοδικού του Παρισιού «Μυρία Οσα», οι πλείστοι λαμβάνουσι τον δρόμον της Γερμανίας, φρονιμώτατα ούτω ποιούντες, διότι εκεί και αι διασκεδάσεις είναι ολιγώτεραι και η διδασκαλία υγιεστέρα και αι δαπάναι μικρότεροι». Αυτό το αυστηρό κλίμα ταίριαζε περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Δημητρίου Χατζησπύρου και άφησε έντονα την επίδρασή του επάνω της.

Μετά το πέρας των σπουδών του στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, ήρθε στη Γερμανία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το Νοέμβριο του 1891. Στην πόλη αυτή της Θουριγγίας έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1892, δηλαδή δύο εξάμηνα (χειμερινό εξάμηνο 1891/1892 και θερινό εξάμηνο 1892). Στο Πανεπιστήμιο αυτό είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα μαθήματα, που δίδασκαν διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο φιλόλογος και ιστορικός Heinrich Gelzer, ο γλωσσολόγος Berthold Delbruck, πατέρας και ιδρυτής της συγκριτικής σύνταξης των ιαπετικών ή ινδογερμανικών γλωσσών, ο λατινιστής Georg Goetz και άλλοι, που αναγράφονται στην τρίτη σελίδα του αποδεικτικού σπουδών.

80_1994_xatzispiroy2
Πιστοποιητικό εγγραφής του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Ιένας (13 Νοεμβρίου 1891)

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στη Λειψία, στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο της Γερμανίας, και φοίτησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιό της, όπως φαίνεται από το Πιστοποιητικό εγγραφής, το οποίο υπογράφει ο γνωστός φιλόλογος Justus Hermannus Lipsius (1834-1920), με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1892. Είχε την ευκαιρία και εδώ να παρακολουθήσει μέχρι 25 Απριλίου 1893 λαμπρούς καθηγητές, το Lipsius, που προαναφέραμε, το γλωσσολόγο Karl Brugmann και το λατινιστή Otto Ribbeck, του οποίου το σημαντικό έργο «Geschichte der Romischen Dichtung» (Ιστορία της Ρωμαϊκής Ποίησης) μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον πανεπιστημιακό Σπυρίδωνα Κ. Σακελλαρόπουλο και εκδόθηκε στη σειρά της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης.

Στις 10 Μαΐου 1893 ο Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο Koniglich Bayerische Friedrich-Alexanders-Universitat της Ερλάγγης, όπου παρακολούθησε μαθήματα επί δύο εξάμηνα, θερινό του 1893 και χειμερινό 1893/1894, και είχε καθηγητές τον κλασικό φιλόλογο Iwan Muller, ο οποίος το 1893 ήρθε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, το Falckenberg, το Romer, το Suchs και τον Pohlmann, οι οποίοι αναγράφονται στο Πιστοποιητικό, το οποίο έχει ημερομηνία 13 Μαρτίου 1894.

Στη συνέχεια, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Ερλάγγης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στο Μόναχο και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο στις 23 Απριλίου του 1894. Πόσο διάρκεσαν οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο αυτό δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, γιατί δε βρήκα το Πιστοποιητικό σπουδών. Πάντως στην πόλη αυτή, την οποία αγάπησε ιδιαίτερα, έμεινε μέχρι το 1896, αλλά την επισκέφτηκε και αργότερα και διέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα (1902-1907), όπως προκύπτει από τις σωζόμενες επιστολές του, αλλά και από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του (ονοματογράφηση, τοποχρονολογίες) σε βιβλία του, τα οποία σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. Για τελευταία, ίσως, φορά επισκέφτηκε τη Γερμανία το 1920, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει το με αριθμό 1847 από Μυτιλήνη/18 Νοεμβρίου 1919 Διαβατήριό του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Μόναχο υπήρχε από παλαιά ανθηρή ελληνική παροικία και Ελληνικός Σύλλογος και ότι σπούδαζαν πολλοί Έλληνες, από τους οποίους ορισμένοι διακρίθηκαν αργότερα στα γράμματα, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην πολιτική και αλλού, όπως ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, ο Νικόλαος Δόσιος, ο Αναστάσιος Μάλτος, ο Λέσβιος ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Χρίστος Τσούντας, ο Δημήτριος Φίλιος και άλλοι. Εδώ έδρασε και ο Γερμανός (Βαυαρός) φιλόλογος και ιδρυτής της Βυζαντινολογίας Karl Krumbacher (1856-1909), ο οποίος μάλιστα σε επιστημονικό ταξίδι του στην Ελλάδα και στην Τουρκία, από τον Οκτώβριο του 1884 έως το Μάιο του 1885, επισκέφτηκε και τη Λέσβο και μας έδωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο «Griechische Reise» (Ελληνικό ταξίδι), που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1886.

Ο Krumbacher κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο και στη Λειψία επιζήτησε και συνδέθηκε με προσωπική γνωριμία και φιλία με πολλούς Έλληνες φοιτητές. Από αυτούς ζητούσε και μάθαινε λεπτομέρειες της νεότερης ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λαογραφίας. Αργότερα, όπως φαίνεται, συνδέθηκε και με το Δημήτριο Χατζησπύρου. Από αυτόν, καθώς και από το Γεώργιο Ιακωβίδη, τον οποίο προαναφέραμε, ζητούσε πληροφορίες για τη λεσβιακή διάλεκτο. Αυτό προκύπτει από μια εργασία του γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη για το «Έποικα», το αγιασώτικο ποίκα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Byzantinische Zeitschrift» IX (1900), σσ. 658-663) και αναδημοσιεύτηκε αργότερα σε βιβλίο του. Στη μελέτη αυτή ο Γιάννης Ψυχάρης αξιοποιεί τις πληροφορίες που έδωσαν στον Krumbacher ο Δημήτριος Χατζησπύρου και ο Γεώργιος Ιακωβίδης.

Στο Μόναχο είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να γνωριστεί με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Εδώ γνώρισε και το ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο, ο οποίος μάλιστα του φιλοτέχνησε την προσωπογραφία, η οποία περιήλθε στον ανεψιό και βαφτιστικό του Πάνο Πράτσο και σήμερα βρίσκεται στο Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου.

Στη Γερμανία ο Δημήτριος Χατζησπύρου, παράλληλα με τις σπουδές του, είναι πιθανόν και να εργάστηκε. Στη διαθήκη του πατέρα του Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 29 Σεπτεμβρίου 1906, αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κληροδοτούνται και σ’ αυτόν και δικαιολογείται η διαφορά που παρουσιάζουν, συγκρινόμενα προς τα αντίστοιχα των άλλων κληρονόμων. «Ικανοποιεί και τούτον, καθότι και δια τας σπουδάς του επί έτη εν Γερμανία ως φιλολόγου, εν μέρει συνέδραμε και συνετέλεσε», δηλαδή ο διαθέτης πατέρας του.

Η μακρόχρονη παραμονή στη Γερμανία επέτρεψε στο Δημήτριο Χατζησπύρου να λάβει άρτια φιλολογική μόρφωση και παράλληλα να δεχτεί επιδράσεις από τα τότε ιδεολογικά ρεύματα. Οι σπουδές του ήταν συστηματικές και μπορούσαν να του ανοίξουν το δρόμο για κατάληψη σημαντικών θέσεων.

Το 1899, λίγο προτού ανατείλει ο εικοστός αιώνας, ο Δημήτριος Χατζησπύρου κατέλαβε την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Μυτιλήνης, του ανώτατου εκείνη την εποχή εκπαιδευτηρίου της Λέσβου, την οποία τίμησαν από το 1840, έτος ίδρυσης, λόγιοι άνδρες, ο Νικόλαος Αργυριάδης, ο Γεώργιος Αριστείδης ή Πάππης, ο Χριστόφας Λαίλιος και οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Γρηγόριος Βερναρδάκης και Πέτρος Παπαγεωργίου. Η γυμνασιαρχία του στάθηκε σύντομη (1899-1900). «Ανεξάρτητος οικονομικά, γράφει ο Παναγιώτης Σαμάρας, μετά το 1900 αποσύρθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου και έζησε ως τα τελευταία του».

Συνεργάτες του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης είχε ο Δημήτριος Χατζησπύρου το Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη, μετέπειτα καθηγητή της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ακαδημαϊκό, τον Ιωάννη Ολύμπιο, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε Γυμνασιάρχης, το Στυλιανό Δ. Μεταξά, το Μιχαήλ I. Μιχαηλίδη, τον Ιγνάτιο Ευστρατιάδη, το Δ. Δημητριάδη και το Δ. Γκίκα. Στους παραπάνω καθηγητές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Αγιασώτη θεολόγο Ευστράτιο Αντωνίου Καρατζά, ο οποίος για λόγους υγείας αποσύρθηκε το 1902.

Επί γυμνασιαρχίας του Δημητρίου Χατζησπύρου στεγάστηκε σε νέο κτίριο το Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης, το οποίο διοικητικά υπαγόταν, όπως και όλα τα κατώτερα σχολεία, στο Γυμνάσιο. Για τα εγκαίνιά του και για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ζαφειρίου Βουρνάζου, που έγιναν το Σεπτέμβριο του 1899, μας δίνει πληροφορίες σε ανταπόκρισή του σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ο καθηγητής Μ.Ι. Μιχαλίδης, ο γνωστός βιογράφος του Δημητρίου Βερναρδάκη, τον οποίο προαναφέραμε.

Η γυμνασιαρχία του Δημητρίου Χατζησπύρου ήταν σύντομη και δεν έδωσε περιθώρια ευρύτερου προγραμματισμού και πλούσιας δράσης, όπως συνέβη με άλλους. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ο Χατζησπύρου ήταν άνθρωπος σοβαρός, αγέλαστος, εσωστρεφής, απλός στους τρόπους, απερηφάνευτος, εχθρός κάθε εθιμοτυπίας, πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Ο modus vivendi που ακολουθούσε φαίνεται ότι παρεξηγήθηκε και αποτέλεσε σημείο τριβής με την Εφορεία των Σχολείων της πρωτεύουσας. Η μυτιληναϊκή αριστοκρατία είχε απαιτήσεις από το Γυμνασιάρχη. Έπρεπε να κινείται με άμαξα, να γευματίζει σε πολυτελή εστιατόρια, να πίνει τον ερατεινό του με πρόσωπα σημαίνοντα, να εμφανίζεται σε δεξιώσεις, να διατηρεί το «κύρος» του. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως απόφευγε τις πολλές επιδείξεις. Προτιμούσε το Αγιασώτικο Μετόχι στη Μυτιλήνη και τους απλοϊκούς θαμώνες του. Δε θεωρούσε κακό να ανοίξει το «μεσάλι» του και να γευματίσει κοντά τους. Ήταν φιλάργυρος, «σφιχτός» για τον εαυτό του, λιτοδίαιτος, όπως και πολλοί από αυτούς που διακρίθηκαν ως ευεργέτες.

Η γυμνασιαρχία του, παρ’ όλο που ήταν σύντομη, ενθάρρυνε τους Αγιασώτες γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκειά της οι Αγιασώτες μαθητές ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνολικά έντεκα.

Το Δημήτριο Χατζησπύρου τον διαδέχτηκε ο φιλόλογος Σπυρίδων Μωραΐτης και αυτόν μετά από υπηρεσία επίσης ενός σχολικού έτους ο Ιωάννης Ολύμπιος (1901-1907). Πρέπει να έφυγε πικραμένος και απογοητευμένος. Διέξοδο βρήκε και πάλι στο Μόναχο, όπου έμεινε πέντε χρόνια, από το 1902-1907, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω.

Από τότε που επέστρεψε στη Λέσβο ως το θάνατό του, ο Δημήτριος Χατζησπύρου δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς. Απερίσπαστος από οικογενειακές φροντίδες, εργάστηκε για την προκοπή του τόπου και διαπότισε το περιβάλλον της μικρής κοινωνίας της γενέτειράς του Αγιάσου. Υπήρξε κατηχητής του λαού, πολίτης φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών, ικανός κοινοτάρχης, δραστήριο στέλεχος διαφόρων σωματείων, πολιτιστικών, αγροτικών, πολιτικών, ευσυνείδητος δάσκαλος, έφορος των σχολείων, επίτροπος του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, χαρισματικός ρήτορας, εργάτης της κοινωνικής πρόνοιας, αγνός οραματιστής. Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον τόπο που αγάπησε. Οι παλαιοί Αγιασώτες μέχρι σήμερα αναφέρουν περιστατικά από τη ζωή του και τον μνημονεύουν με σεβασμό, με πολλή εκτίμηση. Ο λόγιος και ανθρωπιστής Δημήτριος Χατζησπύρου με τις πράξεις του άνοιξε το μακρύ δρόμο της μνήμης.

Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)
Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)

Στις 8 Νοεμβρίου 1912 οι Λέσβιοι υποδέχτηκαν με παραλήρημα χαράς τα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα. Την επόμενη μέρα Επιτροπή Προκρίτων της Αγιάσου κατέβηκε στη Μυτιλήνη και εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη των κατοίκων προς τη Στρατιωτική Διοίκηση. Λίγο αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζανετής, ο οποίος είχε διοριστεί προσωρινά από τη Στρατιωτική Διοίκηση Μυτιλήνης αστυνόμος Αγιάσου και ο δάσκαλος Ευστράτιος Κολαξιζέλης, συγκάλεσαν τους συμπολίτες των στην Αγορά και τους ενημέρωσαν για τις ενέργειες των Τούρκων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να διεκδικούν τα ελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς επίσης και για τους διπλωματικούς χειρισμούς και τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Συντάχτηκε ψήφισμα, με το οποίο οι Αγιασώτες διαδήλωναν τη θέλησή τους για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Την ίδια μέρα έγινε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία προς τιμήν του αξιωματικού Σκοπελίτη και των 55 πεζοναυτών, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αγιάσο από την προηγούμενη. Κατά τη δοξολογία «ωμίλησεν ευφραδέστατα ο τέως γυμνασιάρχης Μυτιλήνης κ. Δ. Χ”Σπύρος και ο αστυνόμος Αγιάσου κ. Ε. Τζαννετής», γράφει σε ανταπόκρισή του στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» ο Αγιασώτης δημοσιογράφος Αλκιβιάδης Μαριγλής. Την επόμενη μέρα, στις 3 Δεκεμβρίου 1912, έγινε επίδοση του ψηφίσματος στη Στρατιωτική Διοίκηση και στα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μυτιλήνη. «Υπερχίλιοι Αγιασώτες, γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, με την ελληνική σημαία και με τις μουσικές έκαμνον ενθουσιαστικές παρελάσεις εις τους δρόμους της Μυτιλήνης και την Αγοράν ψάλλοντες τον Εθνικόν ύμνον, το «Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι» και άλλα άσματα πατριωτικά, και φωνάζοντες το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Ενώθηκαν με αυτούς και πάρα πολλοί Μυτιληναίοι και όσοι ήσαν εκείνη την ημέρα από τα χωριά, και έτσι το συλλαλητήριο των Αγιασωτών δια την ενσωμάτωσιν της Λέσβου εις το σώμα της Ελλάδος πήρε παλλεσβιακήν μορφήν».

 Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ο Δημήτριος Χατζησπύρου έκρινε προσφορότερη την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ζητούσε να ταχθεί η Ελλάδα με το μέρος των Αγγλογάλλων. Αντίθετα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Λαϊκό», ήταν φορέας της πολιτικής της ουδετερότητας και των αντισυμμαχικών τάσεων. Η παραταξιοποίηση σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς ήταν έκδηλη και στη Λέσβο. Στην Αγιάσο μάλιστα, καθώς γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, «ο ιατρός Ευστράτιος Δούκαρος που σπούδασε στη Γαλλία εξεδηλώθη ως φανατικός αντιβενιζελικός και ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρος που σπούδασε στη Γερμανία εξεδηλώθη ως φανατικός βενιζελικός».

Στις 29 Μαρτίου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» γιόρτασε τη 10η επέτειο της ίδρυσής του. Ο Πρόεδρός του Δημήτριος Χατζησπύρου, στο τέλος της λογοδοσίας του, « προυκάλεσε πάντας όπως ζητωκραυγάσωσιν υπέρ του δαφνοστεφούς Βασιλέως, ευχόμενος όπως νέαι δάφναι και νέα τρόπαια εξάρωσιν έτι μάλλον την αίγλην του θρόνου Αυτού. Ο κ. Πρόεδρος προυκάλεσε κατόπιν τους παρεστώτας όπως ζητωκραυγάσωσιν και υπέρ Εκείνου, όστις έδωκεν ημίν το φως της ελευθερίας δια της μεγαλουργού αυτού δράσεως, ευχηθείς όπως ταχέως και πάλιν αναλάβη εις τας στιβαράς αυτού χείρας τας ηνίας του κράτους επ’ αγαθώ της πατρίδος. Και εν ζήτω ο Βενιζέλος εκάλυψε τας τελευταίας λέξεις του Προέδρου».

Στις 3 Μαΐου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» ανακήρυξε σε επίσημη συνεδρίαση ως υποψήφιο βουλευτή τον επανεκλεγέντα πρόεδρο του Δημήτριο Χατζησπύρου. Ηταν οι πρώτες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος Λέσβιοι ως ελεύθεροι Έλληνες πολίτες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παραιτημένος αυτή την εποχή από την κυβέρνηση, επισκέφτηκε και τη Λέσβο. Ήρθε μάλιστα και στην Αγιάσο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και τον αποθέωσαν. Υπήρχαν δύο συνδυασμοί που εκπροσωπούσαν τη Λέσβο, τη Σαμοθράκη και τον Αγιο Ευστράτιο: 1) Ο Συνδυασμός Φιλελευθέρων Λέσβου. 2) Άλλος Βενιζελικός Συνδυασμός. Σ’ αυτόν ανήκε ο Αγιασώτης δικηγόρος, που προαναφέραμε, Ευστράτιος Τζανετής. 3) Βενιζελικοί υποψήφιοι εκτός συνδυασμού. Αυτοί ήταν τρεις, ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Νικόλαος Παρίτσης, ο γιατρός Ορέστης Κυπριανός και ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο – οι εκλογές έγιναν στις 31 Μαΐου 1915 – και ο Δημήτριος Χατζησπύρου ακολουθεί την ενωτική γραμμή του Συνδυασμού των Φιλελευθέρων Λέσβου, η οποία φαίνεται στην Προκήρυξή τους της 14ης Μαΐου 1915. «Συμπατριώται, αποδοθείσης, θεία συνάρσει, μετά μακραίωνα δουλείαν δια των ευκλεών άθλων του Εθνικού Στρατού και Στόλου και δια της διπλωματικής περινοίας του εξόχου εκ Κρήτης πολιτευτού, της ελευθερίας εις την ημετέραν Λέσβον υπαχθείσαν ούτως υπό το σκήπτρον του ενδόξου και πολυφιλήτου ημών Άνακτος, του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου IB’, εγκαινιάζομεν επί χρυσαίς ελπίσι τον πρώτον παρ’ ημίν εκλογικόν αγώνα, εν εποχή μεγάλων ιστορικών γεγονότων και μεταπλάσεων». Λίγο αργότερα οι Έλληνες θα διχαστούν, θα αλληλομισηθούν και θα οδηγήσουν την πατρίδα τους σε περιπέτειες και συμφορές. Η βουλευτική προκήρυξη του Δημητρίου Χατζησπύρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σάλπιγξ», διευθυντής, ιδιοκτήτης και υπεύθυνος της οποίας ήταν ο επίσης υποψήφιος βουλευτής, δικηγόρος Νικόλαος Κ. Παρίτσης, τον οποίο προαναφέραμε.

Συμπολίται.
Κατερχόμενος εις τον εκλογικόν αγώνα ως υποψήφιος βουλευτής, λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω προς τους εκλογείς συμπολίτας μου ότι τασσόμενος υπό την σημαίαν των Φιλελευθέρων και την ηγεσίαν του εκ Κρήτης μεγαλοφυούς πολιτικού ανδρός, θέλω αγωνισθή, όση μοι δύναμις, πιστός εις τας αρχάς του κόμματος, έχων ως πρόγραμμά μου το πρόγραμμα του φιλελευθέρου κόμματος. Όσον δε αφορά τα τοπικά συμφέροντα, θέλω προσπαθήσει, όση μοι δύναμις, υπέρ θεραπείας των κακώς εχόντων και ενισχύσεως των τοπικών συμφερόντων είτε ταύτα την γεωργίαν αποβλέπουσι και το εμπόριον και την βιομηχανίαν είτε τας περί την συγκοινωνίαν και την δημοσίαν ασφάλειαν ελλείψεις είτε τους λοιπούς εν γένει κλάδους. Υπό τοιαύτας αρχάς και τοιούτον πρόγραμμα εκτιθέμενοι, θέλομεν αγωνισθή παρά το πλευρόν των Φιλελευθέρων μέχρις εσχάτων, εάν μας τιμήση η ψήφος των συμπολιτών μας.

Ο υποψήφιος Βουλευτής Δ. Χατζησπύρου Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ευτύχησε να μπει στο ελληνικό κοινοβούλιο. Εξακολούθησε όμως να συμμετέχει στα κοινά και να αγωνίζεται για τα συμφέροντα του τόπου του, από διάφορες άλλες επάλξεις και γραμμές.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ήταν μόνο διανοούμενος. Ήταν και άνθρωπος της δράσης και των πραγματώσεων, Από πολύ νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα τοπικά προβλήματα και εργάστηκε για τη λύση τους ως δημότης, ως μέλος σωματείων, ως πολιτικός παράγοντας, ως κοινοτάρχης. Προτεραιότητα είχαν η εκπαίδευση, η κοινωνική πρόνοια, το προσφυγικό, η οδοποιία, η ύδρευση, η καθαριότητα. Παραλείποντας πολλά, θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Το 1921, όταν Πρόεδρος της τότε Κοινότητας ήταν ο γιατρός Παναγιώτης Σκλεπάρης, επιτροπή από την Αγιάσο επέδωσε στο Γενικό Διοικητή Λέσβου Αντώνιο Σπηλιωτόπουλο αίτηση των κατοίκων για την κατασκευή διακλάδωσης της αμαξιτής οδού Μυτιλήνης-Αγιάσου, η οποία θα άρχιζε από τις εξαντλητικές για τους μετακινούμενους επιβάτες στροφές και θα οδηγούσε συντομότερα και κατευθείαν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και στην Αγορά. Την αίτηση αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της Μυτιλήνης, την οποία διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας, «μόνον 6 άτομα εξ όσων εδόθη αύτη προς υπογραφήν ηρνήθησαν να υπογράψωσι, και τούτο διότι τα άτομα ταύτα έχουν ακίνητα επί της παλαιάς οδού και φοβούνται ότι δια της προτεινομένης διαρρυθμίσεως θα χάσωσι ταύτα μέρος της αξίας των». Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, και ο Δημήτριος Χατζησπύρου, του οποίου το σπίτι ήταν στη συνοικία Καμπούδι, ήταν αρχικά αντίθετος με την κατασκευή του κάτω δρόμου, του δρόμου της Περασιάς. Ήρθε μάλιστα σε ρήξη με το συνεργάτη και φίλο του Στέφανο Βρανιάδη, ο οποίος είχε ακίνητα στην Καρυά. Αργότερα όμως κυριάρχησε ωριμότερη σκέψη και υποχώρησαν τα προσωπικά μπροστά στο κοινό συμφέρον. Ο δεύτερος αυτοκινητόδρομος κατασκευάστηκε το 1923, όταν Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάσου ήταν ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

80_1994_xatzispiroy4
Η σφραγίδα του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου (1929)

Επί προεδρίας Δημητρίου Χατζησπύρου έγινε και ρύθμιση των χρεών της Κοινότητας προς το Νοσοκομείο. Ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης, σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 19 Ιουλίου του 1868, αφιέρωσε τρία ελαιοκτήματα στο Νοσοκομείο Αγιάσου, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί. «Θέλω, γράφει στη διαθήκη του ο μεγάλος ευεργέτης, ίνα πωληθώσι ταύτα παρά των επιτρόπων της παρούσης διαθήκης μου, των κάτωθεν αναφερομένων, εν ειλικρινεί συνειδήσει, και το ποσόν των χρημάτων χορηγηθή τοις Εφόροις του ανεγερθησομένου Νοσοκομείου και εναποτεθή εις τόκον παρ’ αυτοίς εν ασφαλέσι μέρεσι, όπως εκ του τόκου αυτών νοσηλεύωνται οι ασθενείς». Η Κοινότητα Αγιάσου είχε πωλήσει ένα μέρος της περιουσίας του ιεροδιακόνου Βασιλείου Μιχαηλίδη, η οποία ήταν αφιερωμένη στο Νοσοκομείο. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο οποίος από το 1910 ήταν Έφορος του Νοσοκομείου, για να εξοφλήσει το χρέος της Κοινότητας, παραχώρησε στο Νοσοκομείο το «παλαιό» λεγόμενο ελαιοτριβείο και το μισό Κήπο του Δημητρίου Γλεζέλη, τα οποία ήταν κτήματα της εκκλησίας, αλλά το 1919 παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα.

Το 1894, όταν ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου βρισκόταν στο Μόναχο. Αργότερα όμως, όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, εργάστηκε φιλότιμα για την προαγωγή του σωματείου. Διετέλεσε Πρόεδρός του από 19 Σεπτεμβρίου 1912-18 Νοεμβρίου 1913, Αντιπρόεδρος από 12 Απριλίου 1917-21 Ιανουαρίου 1918 και από 20 Μαΐου 1921-10 Αυγούστου 1924. Σύμβουλος από 18 Νοεμβρίου 1913-12 Απριλίου 1917, καθώς επίσης και Έφορος. Το 1927, επί προεδρίας Πάνου Ευαγγελινού, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος του σωματείου, το 1928 ευεργέτης και το 1930 μεγάλος ευεργέτης αυτού.

Οταν ζούσε ακόμα ο Δημήτριος Χατζησπύρου, δώρισε στο Αναγνωστήριο αρκετά αξιόλογα βιβλία, αξίας πολλών χιλιάδων δραχμών, όπως αναφέρεται στη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1935, σε εποχή κομματικού φανατισμού και παθών. Τα βιβλία αυτά όφειλε η Εφορεία του Νοσοκομείου μαζί με τη Διαχειριστική Επιτροπή να τα πάρει πίσω, «καθόσον το σωματείον τούτο, επιλήσμον γενόμενον της αποστολής του, έπαυσε να εκπληροί τον προορισμόν του και συνεπώς εξέλιπε και ο σκοπός δια τον οποίον εδώρισε ταύτα εις αυτό, και ούτω η δωρεά του αύτη κατέστη νόμω ανακλητή και άκυρος, καθότι εξέλιπον αι προϋποθέσεις υφ’ ας εγένετο η δωρεά των βιβλίων του προς αυτό». Η ανάκληση αυτή ήταν αποτέλεσμα δυσαρέσκειας του δωρητή. Η πλούσια βιβλιοθήκη του περιελάμβανε κυρίως βιβλία σχετικά με την αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία, ελληνικά και ξενόγλωσσα, κυρίως γερμανικά (λεξικά, γραμματολογικά, στερεότυπες εκδόσεις, μεταφράσεις κ.ά.). Η βιβλιοθήκη αυτή κινδύνεψε από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από ανάφλεξη αναμμένης πυρήνας στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου, στο Καμπούδι, την πρωτοχρονιά του 1932. Πολλά βιβλία του διατηρούν ως σήμερα ίχνη αυτής της πυρκαγιάς, για την οποία μας δίνει πληροφορίες η τοπική εφημερίδα «Αγιάσος».

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του, το 1938, το Διοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου ζήτησε με έγγραφό του από την Εφορεία του Νοσοκομείου και την Εκτελεστική Επιτροπή της Διαθήκης του Δημητρίου Χατζησπύρου την προσωρινή παραχώρηση και τοποθέτηση των βιβλίων του στην αίθουσα του σωματείου, μέχρις ότου ιδρυθεί και λειτουργήσει το νέο νοσοκομείο. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και έτσι παραχωρήθηκαν, με πρωτόκολλο που συντάχτηκε στις 5 Ιουνίου 1938, 452 συνολικά βιβλία, τα οποία σήμερα πια αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του Αναγνωστηρίου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα βιβλία αυτά ήταν και χειρόγραφα-αντίγραφα των έργων του Βενιαμίν Λεσβίου, τα οποία ανήκαν στο Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω.

80_1994_xatzispiroy5
Δίπλωμα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, με το οποίο αναγνωρίζει το Δημήτριο Χατζησπύρου ευεργέτη (5 Ιουνίου 1928)

Βιβλία του Δημητρίου Χατζησπύρου, εκτός από το Αναγνωστήριο, υπάρχουν και στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου Αγιάσου, στο δωμάτιο 3, τα οποία όμως δεν μπόρεσα να δω. Σύμφωνα με πληροφορία, αρκετά βιβλία της Βιβλιοθήκης του Χατζησπύρου υπήρχαν στο παλαιό ενιαίο Γυμνάσιο Αγιάσου. Σήμερα υπάρχουν μερικά στη Βιβλιοθήκη του Λυκείου Αγιάσου, στο οποίο περιήλθαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, μετά το διαχωρισμό των σχολείων σε Γυμνάσιο-Λύκειο.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου υπήρξε ανθρωπιστής, με την ευρύτερη σημασία του όρου. Κάτω από τον επίπαγο της αποκρουστικής για πολλούς σοβαρότητάς του κυλούσε ο πακτωλός της ευγένειας των αισθημάτων, της καλοσύνης, της φιλανθρωπίας. Εργάστηκε από πολύ νωρίς στον κοινωνικό τομέα. Πρωτοστάτησε σε πολλές προσπάθειες, που απέβλεπαν στο συνάνθρωπο που αναξιοπαθούσε. Πήρε μέρος σε εθνικοκοινωνικούς εράνους και πρόσφερε όχι μόνο υπηρεσίες, αλλά και αξιόλογα χρηματικά ποσά. Στόχος του να βοηθήσει τον άρρωστο, το γέρο, το φτωχό. Σε επιμνημόσυνο λόγο του, αναφερόμενος στους ευεργέτες και δωρητές του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, δίνει και το δικό του πιστεύω «Οι αοίδιμοι ούτοι άνδρες εφλέγοντο από ένα ιερόν πόθον πώς να έλθουν όσον το δυνατόν αποτελεσματικώτερον αρωγοί εις την πάσχουσαν τάξιν των απόρων. Και προς τον σκοπόν τούτον ηγωνίζοντο και εμόχθουν καθ’ όλον αυτών τον βίον, υποβαλλόμενοι αγογγύστως εις μεγάλους περιορισμούς, ήσκουν αυστηράν οικονομίαν, έζων βίον λιτότατον, εις εν και μόνον αποβλέποντες, πώς να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν περιουσίαν προωρισμένην διά την ίδρυσιν Νοσοκομείου, εις το οποίον να ευρίσκουν άσυλον και νοσηλείαν οι απόκληροι ούτοι. Ανελογίζοντο την οικτράν θέσιν εις την οποίαν επόμενον είναι να περιέλθη ένας άνθρωπος στερούμενος των πάντων, όταν πέση κλινήρης και δεν έχη τα μέσα να καλέση ιατρόν προς επίσκεψίν του, δεν έχη χρήματα δια να αγοράση τα αναγκαιούντα προς θεραπείαν του φάρμακα, δεν έχη άνθρωπον να τον παραστέκεται παρά την κλίνην, να του αλλάξη την πληγήν, να του επιδέση τα τραύματα, να του προσφέρη εν κύπελλον γάλακτος ή έστω και εν ποτήριον ύδατος, δια να δροσίση τα καιόμενα χείλη του».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδεσε το όνομά του κυρίως με το Νοσοκομείο Αγιάσου ως Έφορος αυτού από το 1910 και αργότερα ως Αντιπρόεδρος της Εφορείας αυτού ως το 1935, έτος του θανάτου του. Δεν είναι βέβαια ο μόνος. Ο ίδιος στους επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνούσε κάθε χρόνο, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας, δοξολογούσε τους πρωτοπόρους ιδρυτές, ευεργέτες και αφιερωτές του Ιερού Νοσοκομείου, τους οποίους αξίζει και εμείς να μνημονεύσουμε.

Πρώτος συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης Νοσοκομείου στην Αγιάσο ο γιατρός Μιχαήλος Χρυσαφουλιός. Αυτός σπούδασε τον περασμένο αιώνα στην Πίζα και άσκησε το επάγγελμά του στη Ρόδο, όπου και πέθανε. Προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, συνέταξε διαθήκη και όρισε όλη η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Νοσοκομείου στην Αγιάσο. Φοβούμενος μάλιστα μήπως κάποιοι αθετήσουν την τελευταία του θέληση, διατύπωσε στη διαθήκη του ένα φρικτό επιτίμιο, επικαλούμενος τις κατάρες των τριακοσίων δεκαοχτώ Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεύτερος μνημονεύεται ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης. Αυτός όρισε να εκποιηθεί η περιουσία του και να ανεγερθεί Νοσοκομείο στην Αγιάσο. Αν όμως οι συμπατριώτες του αμελούσαν, όριζε η περιουσία του να περιέλθει σε άλλο Νοσοκομείο.

Στη συνέχεια θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τη θεία του Βασιλείου Μιχαηλίδη Χατζηρήγαινα Χ. Γεωργίου, το μοναχό Χατζηπαναγιώτη Μιχαηλίδη, τον Παναγιώτη Χατζηραβδέλη, την Ελένη Δ. Λιβάνου, τον Παναγιώτη Λίβανο, τον Παναγιώτη Βαλασόπουλο από τη Σπάρτη, σύζυγο της Βασιλικής Μιχαήλ Ασπρομάτη, τον Παναγιώτη Παπουτσή, το Δημήτριο Λιγέλη, το Σταύρο Νουλέλη, ο οποίος δώρισε το μεγάλο οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε το Νοσοκομείο, τον Παναγιώτη Χατζησαραντινού, τον Ευστράτιο Αλεντά και τον Παναγιώτη Σαπουναδέλη ή Σαπναδέλη (Τοκιστή). Ο τελευταίος, ενώ ζούσε ακόμα και υπήρχαν άμεσοι συγγενείς του, δώρισε το 1905 στο Νοσοκομείο το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του.

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, επειδή στο Νοσοκομείο της Αγιάσου λειτουργούσε μόνο λαϊκό ιατρείο και στο Νοσοκομείο της Μυτιλήνης από το 1898 δε γίνονταν δεκτοί οι φτωχοί Αγιασώτες άρρωστοι, αποφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο νοσοκομείο, με διάφορα ιατρικά τμήματα. Η ιδέα αυτή δεν επικροτήθηκε από όλους. Ο εγκατεστημένος στη Μυτιλήνη λαμπρός Αγιασώτης γιατρός Ευστράτιος Δούκαρος τόνιζε πως δεν είναι δυνατή η επάνδρωση ενός νοσοκομείου στην Αγιάσο με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Συνιστούσε να παραμείνει το νοσοκομείο που υπήρχε, να λειτουργεί ως σταθμός πρώτων βοηθειών και να βρεθεί τρόπος να δέχεται και πάλι το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης τους Αγιασώτες ασθενείς που ήταν άποροι. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως δεν έδωσε σημασία στις υποδείξεις αυτές, αλλά έθεσε το 1926 το θεμέλιο λίθο ενός μεγάλου και επιβλητικού νοσοκομείου, το οποίο όμως ποτέ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει όπως ο ίδιος το οραματίστηκε.

Το Νοσοκομείο της Αγιάσου πέρασε από διάφορα στάδια. Το 1929 επισημοποιήθηκε με την επωνυμία «Ιερόν Νοσοκομείον Αγιάσου». Αρχικά στεγάστηκε στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου και ονομαζόταν «Κλινική Δ. Χατζησπύρου» του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου. Αργότερα, το 1943, εγκαταστάθηκε στο κτίριο, το οποίο εντωμεταξύ είχε ανοικοδομηθεί.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδειξε την αγάπη του και προς τον άνθρωπο της τρίτης ηλικίας. «Εάν τυχόν, αναγράφεται στη διαθήκη του, κατά την αποβίωσίν του ήθελον ευρεθή έλαια ή άλλα προϊόντα ανήκοντα εις αυτόν, υποχρεούται η Διαχειριστική Επιτροπή να φροντίση δια την εκποίησιν ταύτην υπό τους μάλλον επωφελεστέρους όρους και την είσπραξιν του αντιτίμου αυτών. Το δε εκ της εκποιήσεως προϊόν και τα τυχόν ευρεθησόμενα μετρητά, αι εν Τραπέζαις καταθέσεις, ομολογίαι, πολύτιμα αντικείμενα, θα αποτελέσωσι όλα ομού εν ποσόν δια του οποίου θα φροντίση η Διαχειριστική Επιτροπή να αγοράση εν κτήμα το οποίον μετά της εν Αγιάσω <εν> συνοικία Καμπούδι ιδιοκτήτου οικίας του διαθέτου θα αποτελέσωσι τον πυρήνα της ιδρύσεως Γηροκομείου, χρησιμοποιούμενης προς τούτο της εν λόγω οικίας του, εκτός εάν η Εφορεία κρίνη προσφορώτερον να χρησιμοποιήση προς τον σκοπόν τούτον αριθμόν τινα δωματίων του Νοσοκομείου, επιφυλάσσουσα δι’ άλλην χρήσιν την οικίαν του. Εις το ούτω ιδρυόμενον Γηροκομείον δύνανται να εισέρχωνται κατά πρώτον αιτήσει των γέροντες, αφού δια συμβολαιογραφικής πράξεως μεταβιβάσωσιν επ’ ονόματι του την περιουσίαν των, επιφυλασσομένης της Εφορείας δια την αποδοχήν απόρων, μέχρις εξασφαλίσεως των απαραιτήτων αποθεματικών κεφαλαίων».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν έχει να παρουσιάσει συγγραφικό έργο. Δε μας άφησε κανένα βιβλίο, καμιά σοβαρή φιλολογική εργασία. Η έρευνά μου και προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσε καρπούς. Εκφωνούσε όμως λόγους, επικήδειους-επιμνημόσυνους, πανηγυρικούς. Κάποιοι από αυτούς, που είναι δημοσιευμένοι σε εφημερίδες, μαρτυρούν τη ρητορική του δεινότητα, αλλά παράλληλα και το εύρος των πνευματικών του ενδιαφερόντων. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον άκουσαν πολλές φορές, ήταν χαρισματικός ομιλητής και κατάφερνε πάντοτε να επιβάλλεται και να συγκινεί το ακροατήριο με τον από στήθους καθαρευουσιάνικο λόγο του. Από τους λόγους του θα μπορούσαμε δειγματοληπτικά να αναφέρουμε τους παρακάτω: 1) Το λόγο που εκφώνησε στην Αγορά της Αγιάσου, στις 8 Νοεμβρίου 1931, κατά το συλλαλητήριο που οργάνωσαν οι κάτοικοι υπέρ της αγωνιζόμενης Κύπρου. 2) Το λόγο που εκφώνησε κατά το μνημόσυνο των δωρητών του Ιερού Νοσοκομείου το 1932, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας. 3) Το λόγο που εκφώνησε κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παναγιώτη Σαπουναδέλη στις 14 Ιουνίου 1931. 4) Την ομιλία που πραγματοποίησε στις 10 Ιουλίου 1932, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της «Εθνικιστικής Οργάνωσης Αγιάσου» με θέμα «Αι παραδοξολογίαι του Φαλμεράγερ και οι νεώτεροι Έλληνες».

Το 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έμελλε να δοκιμαστεί μαζί με πολλούς άλλους δημοκράτες. Όπως είναι γνωστό, την 1 Μαρτίου 1935 εκδηλώθηκε το Κίνημα, το οποίο οργάνωσαν δημοκρατικοί αξιωματικοί και του οποίου την ηγεσία αποδέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το κίνημα αυτό βέβαια απέτυχε. Οι κινηματίες, αλλά και πολλοί άλλοι οπαδοί, καταδιώχτηκαν και πέρασαν από έκτακτα στρατοδικεία. Στις 5 Μαΐου 1935 μάλιστα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος εντωμεταξύ είχε καταφύγει στη Γαλλία.

Με το μέρος των κινηματιών τάχτηκαν πολλοί Λέσβιοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Χατζησπύρου. Συμπαθών ήταν και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου (1878-1958). Όπως μας πληροφορεί η αντιβενιζελική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Το Φως», διευθυντής της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Γκράβαλης, από την Αγιάσο στάλθηκε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό των Θρησκευμάτων, την Ιερή Σύνοδο και τις αθηναϊκές εφημερίδες «Τύπος» και «Βραδυνή»: «Λαός Αγιάσου ευλαβώς αξιοί απομάκρυνσιν Μητροπολίτου Ιακώβου, διαπράξαντος μυρίας αυθαιρεσίας και παρανομίας και τέλος συνταχθέντος με Εθνοκτόνον Επανάστασιν και υποστηρίξαντος σκανδαλωδώς σφετεριστάς κρατικής εξουσίας». Το τηλεγράφημα υπέγραψαν ο Πρόεδρος της Κοινότητας Γεώργιος Αλεντάς, καθώς επίσης και οι Ευστράτιος Αλεντάς, εκ μέρους του Αγροτικού Συμβουλίου, Δημήτριος Χατζησπύρου, εκ μέρους της Εφορείας του Νοσοκομείου, και Ευστράτιος Μαγλογιάννης, εκ μέρους της Λαϊκής Πολιτικής Οργάνωσης. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δοκίμασε μεγάλη λύπη τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εξαιτίας αυτής της υπογραφής, την οποία, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλλον υπέκλεψαν, όταν ήταν κατάκοιτος. Τη στάση αυτή των Αγιασωτών καταδίκασε η δημοκρατική παράταξη, όπως φαίνεται και από ανταπόκριση της 8ης Ιουλίου 1935, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος», με τίτλο «Η ζωή της υπαίθρου. Νέα από την Αγιάσο» και με υπογραφή το ψευδώνυμο «Ορεινός». «Τα έκτροπα που έγιναν και εδώ απ’ τους ανθρώπους της Ζούγκλας είναι περιττόν να τ’ αναφέρω. Τα ξέρετε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν σεβάσθησαν και τα πλέον αγαπητά και ιερά πρόσωπα της Λέσβου, σαν τον λατρευτό μας Μητροπολίτη. Τι να πεις λοιπόν γι’ αυτούς τους κανίβαλους».

Την εποχή αυτή, όπως είναι γνωστό, έχουμε αναζωπύρωση παθών, στερέωση του αντιβενιζελισμού και ανάληψη πρωτοβουλίας για παλινόρθωση της δυναστείας των Glucksburg. Στις 9 Ιουνίου 1935 έγιναν, μετά την κατάργηση της Γερουσίας, εκλογές Εθνοσυνέλευσης, από τις οποίες απείχαν όλα τα κόμματα της βενιζελικής παράταξης. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Γεώργιος Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση με τον I. Θεοτόκη και κατάργησαν τη δημοκρατία με ψήφισμα, το οποίο επικύρωσε η Εθνοσυνέλευση. Στις 25 Νοεμβρίου 1935 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ με το διάδοχο Παύλο επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στις 15 Ιουνίου 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδωσε την προσωπική μάχη και νικήθηκε. Την επόμενη μέρα κηδεύτηκε με δαπάνη του Ιερού Νοσοκομείου. Οι συμπατριώτες του τον προέπεμψαν με τιμές στην τελευταία του κατοικία. Το παλαιό ελαιοτριβείο εσύριζε κατά την ώρα της εκφοράς. Το νεκρό αποχαιρέτησαν με επικήδειους λόγους ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου εκ μέρους της Εφορείας του Ιερού Νοσοκομείου ως πρόεδρος αυτής, ο Ευάγγελος Παπασταματίου, ο Περικλής Τζανετής εκ μέρους της Κοινότητας και ο δάσκαλος Στρατής Κολαξιζέλης εκ μέρους της Επιτροπείας του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ψηφίσματα εξέδωσαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, η Επιτροπεία του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, η Εφορεία του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, η Κοινότητα Αγιάσου, καθώς επίσης και η «Λαϊκή Πολιτική Οργάνωσις Αγιάσου», πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ευστράτιος Μαγλογιάννης.

Στις 15 Ιουνίου 1935, δηλαδή την ίδια μέρα που αναγγέλθηκε ο θάνατος του, δημοσιεύτηκε και η διαθήκη του, με την οποία κατέστησε γενικό κληρονόμο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του το Νοσοκομείο Αγιάσου.

Για τη διαχείριση της περιουσίας που άφησε στο Νοσοκομείο ο Δημήτριος Χατζησπύρου όρισε ιδιαίτερη επιτροπή, αποτελούμενη από τον εκάστοτε ειρηνοδίκη Αγιάσου ή το νόμιμο αναπληρωτή του ως πρόεδρο, και από τους Γεώργιο Λεωνίδα Σαμοθρακή, Ευστράτιο Αθανασίου Αλεντά (Μουλαδούλα), Ανδρέα Ιωάννη Δουκάκη και Παναγιώτη Ευστρατίου Βαμβουρέλη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994

Στις 20 Αυγούστου 1989 το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου οργάνωσε στην αίθουσα της βιβλιοθήκης φιλολογικό μνημόσυνο, για να τιμήσει το λόγιο και ευεργέτη Δημήτριο Χατζησπύρου (1864-1935). Ομιλητής ήταν ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Ο λόγος του, με τις αναγκαίες βιβλιογραφικές και άλλες συμπληρώσεις, δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών «Λεσβιακά» (Μυτιλήνη 1993, τόμος ΙΔ’, σσ. 249-296).