ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ. Ένας Αγιασώτης πολυτεχνίτης…

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Αντώνη Πρωτοπάτση (Pazzi) (Μελάνι, 14X20. Κάτοχος: Παν. Ρ. Σουσαμλής)

Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.

Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.

Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.

Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.

Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.

Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.

Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.

Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.

Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,

θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Σκίτσο Χαράλαμπου Πανταζή

Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.

Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.

Στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας
Αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον πλάτανο του Κήπου της Παναγίας (3 Αυγούστου 1936). Εικονίζονται από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Χατζηνικολάου, Στρατής Καβαδέλης, Στρατής
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης

Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982

ΟΠΟΙΟΥΣ EX’ ΒΟΥΛΕΒΓΙΤΙ

Νέστουρας ανέβινι τ’ πατουμέν’ καβάλα πα στου γάδαρού ντ. Γι γ’ναίκα ντ πουρπάτγει απού πίσου. Τουν είδι ένας τσι τ’ λέγ’:

– Ε Νέστουρα, γιατί συ καλ’τσέβ’ς τσι γι γ’ναίκα σ’ πουρπατεί;

– Γιατί φτη δεν έχ’ γάδαρου, απάντ’σι Νέστουρας.


ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 144/2004

Ο ΚΛΑΡΙΝΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ

Στις 27-8-2003 είχα την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτώ στο σπίτι του στην Αγιάσο, στην οδό Πρέσπας, το Σταύρο Ρόδανο, τον απόμαχο πια ουραγό της φαμίλιας, η οποία σημάδεψε τις μουσικές πραγματώσεις της Αγιάσου, αλλά και της Λέσβου γενικότερα, επί έναν αιώνα. Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε παρακάτω αποβλέπει στη διεύρυνση των γνώσεών μας γύρω από τις κομπανίες του παρελθόντος, μια από τις ονομαστές των οποίων ήταν αυτή των Ρόδανων, και στην ευαισθητοποίηση για διάσωση και αξιοποίηση παντοειδούς αρχειακού υλικού.
Default 2
Ο Σταύρος Ρόδανος πριν από πολλά χρόνια. (Photo-Olympe Στρατή Καμπά)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 8 Ιουλίου του 1916. Είμαι παιδί του Ευστρατίου Παναγιώτη Ρόδανου, ο οποίος πέθανε το 1960, σε ηλικία 75 ετών, και της Αικατερίνης Θεμιστοκλή Καχιλέλη, η οποία πέθανε το 1972, σε ηλικία 83 ετών. Ο Βασίλειος Καχιλέλης που σκοτώθηκε στο Σκρα το 1918 ήταν αδερφός της μητέρας μου.

 

Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.

 

Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.

 

Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.

Default 6
Στην αίθουσα του παλαιού Αναγνωστηρίου, στο Χάνι, που δεν υφίσταται σήμερα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
 

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.

Default 9
Το 1958 στο καφενείο του Παναγιώτη Παπαπορφυρίου (Γράμμη), το οποίο σήμερα ανακαινίστηκε σε κατάστημα από το Γεώργιο Ταράνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Δημήτριος Αγρίτης, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), η τραγουδίστρια Λουίζα και ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο).
 

Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.

 

Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.

Default 12
Στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά: Κώστας Αγρίτης (σερβιτόρος), Δημήτριος Αγρίτης (Πα-γώνα), Ευστράτιος Παπάνης, Χαρίλαος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Θεόφιλος Ευστρατίου Ψύρρας (παιδί), Ραφαήλ Σουσαμλής, Σταύρος Ρόδανος και Ευστράτιος Σταύρου Ρόδανος (παιδί).
Ο πατέρας μου προβληματίστηκε, αλλά τελικά βρήκε τη λύση. Από τη Στρατιωτική μπάντα, στην οποία είχε υπηρετήσει ως δεκανέας, είχε γνωστό έναν καλό επιλοχία μουσικό, που έπαιζε κλαρίνο. Τον έλεγαν Μανόλη και τότε εργαζόταν σε ορχήστρα της Μυτιλήνης. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι ήθελε να στείλει το γιο του, δηλαδή εμένα, για να με μάθει κλαρίνο. Έτσι και έγινε. Ο πατέρας μου με έστειλε στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκα σ’ ένα παλιόσπιτο, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έβγαλα την ποδιά του τσαγκάρη, για να γίνω μουσικός. Έκανα τρεις μήνες μαθήματα από μια χοντρή μέθοδο κλαρίνου. Έκανα από αυτά τα μαθήματα, για να καλλιεργηθώ. Είχα τόσο πολύ εξασκηθεί, που καταλάβαινα πως, ό,τι και αν έπαιζα, θα τα κατάφερνα. Κάποτε ο δάσκαλος μου έγραψε ένα συρτό απλό. Εγώ, παίζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν άρμοζε σε μένα, γι’ αυτό και το στόλισα και το παρουσίασα με το δικό μου σύστημα. Περνώντας ο δάσκαλος από το σπίτι, άκουσε που το έπαιζα με το δικό μου τρόπο. Μπήκε μέσα και με ρώτησε αν μου το έχει έτσι γραμμένο. Του απάντησα πως δεν το έχει έτσι γραμμένο, αλλά πως εμείς στην Αγιάσο πρέπει να του δώσουμε χρόνο, για να μπορούν οι άνθρωποι να το χορέψουν. Δε μίλησε. Του ζήτησα να μου δώσει άδεια μια βδομάδα και μου την έδωσε.
Default 15
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς, το οποίο διαχειριζόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης (Σουλουγάνης). Ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ εκτελεί νούμερο με την παρτενέρ του. Στο βάθος διακρίνεται η ορχήστρα.
Όταν ήρθα στην Αγιάσο, ήταν Σάββατο. Την Κυριακή έπαιζε η μουσική στο Σταυρί, στο καφενείο του Ευστρατίου Τάλιου. Την είχε ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης που διασκέδαζε. Μόλις με είδε, μου είπε να πάω στο σπίτι και να πάρω το κλαρίνο. Του είπα ότι δεν ήμουν ακόμη τέλειος, αλλ’ αυτός επέμενε. Έστειλε λοιπόν ένα παιδί στο σπίτι μας και έφερε το κλαρίνο. Με έβαλε κοντά στον πατέρα μου. Εγώ, λόγω του το ότι ήξερα από μικρός όλα τα τραγούδια και τα είχα τυπωμένα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω με το συγκρότημα. Σε ό,τι έπαιζαν δεν έκανα πίσω. Είχα στα χέρια μεγάλη εξάσκηση. Ο κόσμος όλος με τριγύριζε. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, ένα παιδί, και τους παραξένευε που έπαιζα απότομα έτσι κλαρίνο. Όταν τέλειωσε το παίξιμο, ο πατέρας μου είπε πως δε θα πάω πια στη Μυτιλήνη και πως από τη μέρα αυτή ανήκα στην κομπανία. Κατευθείαν μου έδωσαν και το μερδικό μου ολόκληρο.
Αυτό έγινε την ίδια χρονιά με τον αδερφό μου Χαρίλαο. Ο Χαρίλαος άρχισε κατά το Γενάρη, ενώ εγώ κατά τον Αύγουστο. Και από τότε παίζαμε μαζί συνέχεια, εξήντα περίπου χρόνια.

 

Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.

Default 19
Στο Κέντρο του Πάρκου της Καρυάς. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο χορευτής BAN ΣΤΑΝ, ο Ευστράτιος Παπάνης, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και ο Σταύρος Ρόδανος.
Επίσης έμαθα αργότερα και τζαζ, που το όλο σύστημα μου το προμήθεψε ο συμπατριώτης μουσικός Παναγιώτης Ψαριανός. Ασχολήθηκα με τζαζ επί ένα χρόνο στο καμπαρέ Μυτιλήνης «Βράχος», στο οποίο εργάστηκα δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δούλεψα επίσης στο κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατή, του Μιχάλη και του Γιώργου, που ήταν συνέταιροι. Από αυτούς μόνο ο Μιχάλης ήταν παντρεμένος με μια Ασωματιανή, τη Μαρία Χατζηχριστόφα. Στη Μυτιλήνη εργάστηκα δεκαεφτά περίπου χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκα το 1980, αλλά και αργότερα δούλευα κλεφτά στην Αγιάσο, σε κανένα έκτακτο. Αντίθετα ο αδερφός μου Χαρίλαος πήρε σύνταξη όχι ως μουσικός αλλά ως αγρότης. Εργάστηκε και αυτός στη Μυτιλήνη, στο αριστοκρατικό κέντρο «Φέμινα» και μετά στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, το οποίο είχε πολλή χαρτούρα. Του έβαζαν λίγα ένσημα και δε μιλούσε, γιατί φοβόταν μη χάσει την αγροτική σύνταξη. Είχε δυόμισι χιλιάδες ένσημα. Με τρεισήμισι χιλιάδες ένσημα θα μπορούσε να πάρει σύνταξη από το ΙΚΑ.
Default 23
Στο Κέντρο του Προκοπίου Δουλαδέλη, στην Καρυά.
Διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), η τραγουδίστρια και ο Χαρίλαος Ρόδανος.
Default 25
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου, με τις δυο αδελφές, από τις οποίες η μια ήταν τραγουδίστρια (κουτσή) και η άλλη ακροβάτισσα. Διακρίνονται, από αριστερά, ο καταστηματάρχης Ευστράτιος Δουγραματζής (Φουνιάς), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο) μπροστά και ο Ευστράτιος Παπάνης.
(Φωτογραφία αδελφών Χουτζαίου)
Τότε που άρχισα εγώ να εργάζομαι, ήμασταν ξεχωριστή κομπανία, Ρόδανοι. Νομίζω ότι ήταν το 1934. Μετά πήραμε το Γρηγόριο Μαυροθαλασσίτη, στον οποίο ο πατέρας μου έμαθε εμφώνιο. Ήταν από το Ακράσι. Μας βοηθούσε και σε αγροτικές δουλειές. Ερχόταν και στις ελιές μας, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η κομπανία αυτή βάσταξε μέχρι τον πόλεμο του ’40. Μετά αναδιοργανωθήκαμε.
Default 28
Στο Κέντρο των Κατσαναβάκηδων, στη Μυτιλήνη. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό) και ο Σταύρος Ρόδανος. Πίσω διακρίνονται ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού) και ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Εγώ είχα μπει στο Αναγνωστήριο από μικρό παιδί, υπήρξα μάλιστα και μέλος της Χορωδίας. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα από τους δασκάλους Ευστράτιο Φωτεινέλη και Ευστράτιο Λιάκατο, που μας συγκέντρωναν, εκτός λειτουργίας σχολείου, στον «Λουτρό». Αργότερα, στα πλαίσια του Αναγνωστηρίου πια, μας ανέλαβαν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και ο Ευστράτιος Χατζηαποστόλου, το Πιτσλέλ’, από τον οποίο έμαθα πολλά πράγματα. Φαίνομαι σε μια αναμνηστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 134 (2003) του περιοδικού «Αγιάσος». Είχαμε έρθει τότε σε ρήξη με το Αναγνωστήριο και είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί. Μας αποκάλεσαν μάλιστα «γιουβικάδις». Τρεις όμως από τους εικονιζόμενους σ’ αυτή τη φωτογραφία, ο Παναγιώτης Λίβανος, ο Στρατής Τζανετής και ο Στρατής Καμάτσος, ήταν προσκολλημένοι, δεν ανήκαν στη Χορωδία.
Default 31
Ο Σταύρος Ρόδανος συμμετείχε στην εκδήλωση μνήμης του αδελφού του Χαρίλαου, την οποία πραγματοποίησε ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», στις 9-8-2003. (Φωτογραφία Σωτηρίας Βαλαλά)
Με το Αναγνωστήριο συνεργάστηκα και αργότερα και πήρα μέρος ως μουσικός σε έργα που διδάχτηκαν, όπως «Η τύχη της Μαρούλας», οι οπερέτες «Το άνθος του γιαλού», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα», «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες». Επίσης βοήθησα με άλλους στην ηχογράφηση παραδοσιακών τραγουδιών. Το 1975 μάλιστα ήρθε στο Αναγνωστήριο ο μουσικολόγος Σίμων Καράς. Συνεργαστήκαμε για την ηχογράφηση εγώ, ο Χαρίλαος και ο Κώστας Ζαφειριού, ο οποίος τότε δεν είχε σαντούρι και δανείστηκε από το Γιάννη Σουσαμλή, ο οποίος όμως μετάνιωσε που το έδωσε. «Αχ, τι έκανα, να δώσω το σαντούρι και να μην παίξω εγώ!», έλεγε συχνά. Τότε μας είχε καλέσει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Πολύ αργότερα ήρθε στην Αγιάσο και ο Νίκος Διονυσόπουλος και γράψαμε πολλά τραγούδια. Έκαναν όμως στο σπίτι του, στην Αθήνα, διάρρηξη και αναγκάστηκε να ξαναέρθει στην Αγιάσο και να τα ξαναγράψει.
Default 34
Από κάποια εκδήλωση, πιθανότατα από Γυμναστικές Επιδείξεις, στο Γυμναστήριο – Γήπεδο της Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), Χαρίλαος Ρόδανος, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Παπάνης και Προκόπιος Σουσαμλής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Παν. Κουτσαχειλέλης)
Η μουσική που έχει το Αναγνωστήριο είναι δική μας. Την έγραψε ο Χαρίλαος από μνήμης σε ειδικό βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό έγραψε κάποιους σκοπούς και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, που ήταν καλός μουσικός. Ο Χαρίλαος πρέπει να πούμε πως συνεργάστηκε και με το στιχουργό και σατιρογράφο Παναγιώτη Ανεμέλη, ο οποίος έγραφε τραγούδια για μελοποίηση.

 

Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.

 

Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.

Default 37
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος, κάτοικος Παλαιοκήπου με καταγωγή από τα Μυστεγνά, Μιχάλης Μουτζουρέλης (Λαγός), Ευστράτιος Παπάνης, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Η κομπανία μας είχε μεγάλο όνομα και μας καλούσαν σε πολλά χωριά του νησιού. Πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, στο Ακράσι, στο Αμπελικό, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, στον Ασώματο, όπου γινόταν το πανηγύρι των Ταξιαρχών, στα Βασιλικά, όπου γινόταν πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου και παίρναμε πολλά λεφτά από τους γλεντζέδες κατοίκους της περιοχής, στο Ίππειος, όπου γινόταν το πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου, στην Καλλονή, στα «Π’γαδέλια» Κάτω Τρίτους, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, στις Λάμπες, όπου γίνονταν τα πανηγύρια της Ευαγγελίστριας και της «Αγια-Φουτιάς», στο Λισβόρι, στο Μόλυβο, στον Μπορό, στον Παλαιόκηπο, όπου γίνονταν πολλά γαμήλια γλέντια, στον Παπάδο, συνήθως στο «Σπλέντιντ», στο Πέραμα, στην Πέτρα, στο Πλωμάρι, συνήθως σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη, στον Πολιχνίτο, και αλλού.

 

Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.

 

Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.

Default 40
Στιγμιότυπο από την υποδοχή των συνέδρων του Ιατρικού Συνεδρίου Μυτιλήνης (1957) στο θεραπευτήριον Λέσβου «η Υγεία». Διακρίνονται, από αριστερά: Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Δημήτριος Αγρίτης και Χαρίλαος Ρόδανος . Πίσω διακρίνονται οι μαθήτριες και οι μαθητές του άλλοτε ενιαίου Γυμνασίου Αγιάσου, Ευαγγελία Παπουτσέλη, Παναγιώτα (Πίτσα) Δεμιργκέλη, Μυρσίνη Χουτζαίου, Χαρίκλεια Χατζηπροκοπίου, Ελένη (Νίτσα) Ξε-νέλη, Γιάννης Γουγουτάς, Κώστας Ράπτης, Θεμιστοκλής Χατζηνικολάου, Δημήτριος Κουντουρέλης, Ιάκωβος Μουτζουρέλης, Παναγιώτης (Τάκης) Παπάνης και Ευστράτιος Μπόρας.
Εγώ έμεινα όλο το διάστημα στη Λέσνιτσα. Κατά την οπισθοχώρηση αποσυνδέσαμε τα τηλέφωνα. Την Άνοιξη του 1941 πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Μπίγλιστας-Κρυσταλλοπηγής. Κατέβαινα με το Χριστόφα Κατσαμπό, τον πατέρα του Γιάννη. Μας χτυπούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Δεν είχε γίνει ακόμα συνθηκολόγηση. Στο δρόμο μάς έσπασαν οι Γερμανοί τα όπλα. Μας θέριζε η πείνα. Βγάζαμε ωμά πράσα και τα τρώγαμε. Στην Αθήνα μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Κατεβήκαμε στον Πειραιά, βρήκαμε καΐκι και φύγαμε. Φτάσαμε στη Σκάλα Πολιχνίτου και από εκεί με τα πόδια ήρθαμε στην Αγιάσο.

 

Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.

Default 43
Η λαϊκή ορχήστρα επί το έργον… Διακρίνονται, από αριστερά, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), ο Κώστας Ευρ. Ζαφειρίου (Καζίνο), ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Ευριπίδης Ζαφειριού (Καζίνο) και ο τραγουδιστής Φραγκίσκος Μπαγέλης.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Στις 12 Ιουλίου 1944 παντρεύτηκα τη Μαρία Δούκα Κωμαΐτη (Γούλα). Τη μέρα αυτή σκότωσαν στην Αγιάσο τον οδοντίατρο Ευστράτιο Καραφύλλη, τον Πρίνο. Όταν ήρθε στο σπίτι, όπου γινόταν το γλέντι, και μας το είπε η Μυρσινιώ η Γκαγκαμάναινα, ο κόσμος διαλύθηκε. Αποχτήσαμε τρία παιδιά, το Στρατή, που γεννήθηκε το 1945 και πέθανε νέος το 1989, τον Περικλή που έζησε είκοσι μήνες περίπου, και την Ανθούλα, σύζυγο του Παναγιώτη Προκοπίου Βουνάτσου».
Default 46
Ο Σταύρος Ρόδανος (δεξιά) και ο Γιώργος Σαμιακός, ενοικιαστής του Κέντρου Μυτιλήνης «Βράχος».
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
Default 48
Στο Κέντρο της Φαμάκας Αγιάσου. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Χαρίλαος Ροδανός, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Ευστράτιος Ψύρρας (Μουζού), ο Δημήτριος Αγρίτης (Παγώνα), ο Ευστράτιος Παπάνης και η τραγουδίστρια Μάγδα… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Σταύρος Ρόδανος)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 142-143/2004

ΜΙΑ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Default 1
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΦΩΝΗ, 18-06-1959