ΤΟ ΖΑΖΑΡ

Όλοι έχουμε ενοχληθεί μέσα στη νύχτα από το μονότονο θόρυβο, που κάνει με το πέταγμά του το κουνούπι, καθώς μας πλησιάζει με τις… γνωστές του ρουφηχτικές διαθέσεις. Οι Ιταλοί τα κουνούπια τα λένε ζανζάρες (προφανώς ηχοποίητη λέξη).

Ζαζάρ’ λέγαμε και μεις το απλό παιχνίδι που κατασκευάζαμε για τις κρύες μέρες του χειμώνα, τότε που το χιόνι και τα παγωμένα καλντερίμια της Αγιάσου δε μας επέτρεπαν και πολλές εξόδους. Και το όνομα “ζαζάρ” το οφείλει σαφώς στον οξύ και θυμωμένο ήχο του αέρα που δημιουργούσε, καθώς στριφογύριζε σαν τρελό στα επιδέξια χέρια μας.

Τα υλικά που χρειαζόμαστε ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν και η διάθεση για παιχνίδι πάντα απεριόριστη. Ένα κομμάτι γερός σπάγκος και ένα μεγάλο κουμπί από παλτό ήταν ό,τι έπρεπε. Όταν βέβαια η γιαγιά θα χρειαζόταν το παλτό της για τις έτσι κι αλλιώς σπάνιες εξόδους της κι αν έλειπε κάποιο κουμπί, τι πείραζε!

Περνούσαμε λοιπόν το σπάγκο στις δυο τρύπες του κουμπιού και μετά δέναμε τις δυο άκρες. Κατόπιν περνούσαμε στο μεσαίο δάχτυλο του κάθε χεριού τις δυο άκρες της θηλιάς και το κουμπί βρισκόταν στο μέσον της όλης κατασκευής. Με τον ελεύθερο τώρα δείκτη και αντίχειρα δίναμε περιστροφική κίνηση στο κουμπί, ενώ αρχίζαμε αργά και μεθοδικά να τεντώνουμε και να χαλαρώνουμε το σπάγκο. Το κουμπί άρχιζε να περιστρέφεται μια δεξιά με το τέντωμα, μια αριστερά με το χαλάρωμα και η ταχύτητα περιστροφής, που ολοένα μεγάλωνε δημιουργούσε το γνωστό θυμωμένο σφύριγμα του βοριά, που έτσι κι αλλιώς λυσσομανούσε έξω τις άγριες χειμωνιάτικες μέρες.

Το «ζαζάρ'» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «ζαζάρ’» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μερικές φορές τη θέση του κουμπιού έπαιρνε ένα κομμάτι ντενεκές 5×5 εκατοστά τετράγωνος με λυγισμένες τις γωνίες και δυο τρύπες στη μέση. Ο θόρυβος στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερος λόγω των λυγισμένων γωνιών και ήθελε πολύ γερό σπάγκο, γιατί αν έσπαζε, ο ντενεκές εκσφεντονιζότανε μακριά και… όποιον πάρει ο χάρος. Συνήθως την πλήρωνε κανένα δάχτυλο του ίδιου του παίχτη, αλλά ποιος φοβόταν τα αίματα!

Αρκεί που το “ζαζάρ” στριφογύριζε θυμωμένο στα χέρια μας και άφηνε τη φωνή του σαν του θυμωμένου φιδιού, που προσπαθεί να τρομάξει τον εχθρό του. Και μεις, αν θέλαμε να απειλήσουμε κάποιον, που μας ενοχλούσε, είχαμε την κατάλληλη φράση για την περίπτωση. “Κάτσι καλά, ε Δμήτ’, γιατί θα ζαζαρίξου τον στσυλον μ’ τσι θα σι κάν’ θρούβαλου” (κάτσε ήσυχα, Δημήτρη, γιατί θα αγριέψω το σκύλο μου εναντίον σου και θα σε κάνει κομμάτια). Βλέπεις και ο υπόκωφος βρυχηθμός του θυμωμένου σκυλιού έμοιαζε με τον ήχο του “ζαζαριού” και η λέξη “ζαζαρίζου” ήταν η πιο κατάλληλη, για να εκφράσει αυτή την απειλή.

Να που ήμαστε και γλωσσοπλάστες και διαμορφώναμε με τα παιχνίδια μας το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91/1995

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!