Αγιάσου, Παναγία

Η εις τα μεσόγεια της νήσου Λέσβου και τας υπώρειας του Ολύμπου κωμόπολις της Αγιάσου κατέστη γνωστή και πολυσύχναστος χάρις εις τα προϊόντα της, τας φυσικάς καλλονάς της, το υγιεινόν κλίμα της, την βιοτεχνίαν της, κυρίως όμως χάρις εις το ιερόν προσκύνημα της Υπεραγίας Θεοτόκου

Σας παραθέτω ένα ενδιαφέρον λήμμα για την Αγιάσο, από την Θρησκευτική & Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Α’. ΕΚΔΟΤΗΣ: Αθαν. Μαρτίνος. ΑΘΗΝΑ 1962

Η εις τα μεσόγεια της νήσου Λέσβου και τας υπώρειας του Ολύμπου κωμόπολις της Αγιάσου κατέστη γνωστή και πολυσύχναστος χάρις εις τα προϊόντα της, τας φυσικάς καλλονάς της, το υγιεινόν κλίμα της, την βιοτεχνίαν της, κυρίως όμως χάρις εις το ιερόν προσκύνημα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πλήθη προσκυνητών εξ όλης της Λέσβου προσέρχονται εις αυτό κατά τας ημέρας της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ότε εορτάζεται ο ναός ούτος, ως και καθ’ όλην την διάρκειαν του θέρους. Ο ενοριακός ναός της Παναγίας Αγιάσου κατέστη προσκυνηματικός όσον ουδείς άλλος της Λέσβου, χάρις ιδίως εις την εν αυτώ θαυματουργικήν εικόνα της Θεοτόκου.
Ο σωζόμενος μεγάλων διαστάσεων ναός της Παναγίας ανηγέρθη εκ βάθρων το 1815 από τον εξ Άγρας της Λέσβου κάλφαν Χατζηελευθέριον, ο δε διάκοσμός του συνεπληρώθη το 1838, επεσκευάσθη δε και διεκοσμήθη εκ νέου το 1895, κατά την υπέρθυρον επιγραφήν του. Εις το σκευοφυλάκιον του ναού φυλάσσεται ωραίον χρυσοκέντητον επιτραχήλιον μετά εικονογραφικού διακόσμου, εκλεκτόν έργον της μεταβυζαντινής κεντητικής, εις δε την βιβλιοθήκην του υπάρχουν αρκετά χειρόγραφα. Εις τον κυρίως ναόν υπάρχει επιμελώς εκτεθειμένη λαμπρά συλλογή μικρών βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, μερικαί εκ των όποιων είναι αξιολόγου τέχνης.
Το μεγαλύτερον όμως ενδιαφέρον εξ όλων των εικόνων του ναού παρουσιάζουν δύο παλαιοί εικόνες της Παναγίας, η μεγάλη του τέμπλου και η προ αυτής επί προσκυνηταρίου μικροτέρα εικών. Η πρώτη θεωρείται υπό του καθηγητού Κωνστ. Καλοκύρη ως «Παλαιολόγειον έργον (ΙΔ’ αιών), το οποίον κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα επιδιωρθώθη κατά την λεγομένην «Κρητικήν» τεχνοτροπίαν, ίδια μάλιστα εις τα πρόσωπα», η δε μικροτέρα, λίαν εφθαρμένη εκ του χρόνου, εικών, η οποία απεκαλύφθη το 1938, εστερεώθη και ετέθη εν πλαισίω εις κοινόν προσκύνημα, ανάγεται, κατά τον ίδιον, «μάλλον εις τους περί τον ΙΒ’ αιώνα χρόνους» (περ. Ο Ποιμήν, Κζ΄ [1961] σ. 2 παράρτ.). Εις τας επιγραφάς, τας οποίας φέρει η μεγάλη εικών, ονομάζεται η Παναγία, την οποίαν παριστά, Αγία Σιών («μρ ΘΥ η αγία Σιών»), ενώ εις την επιγραφήν της επιχρύσου επενδύσεώς της (1731) αυτή αύτη η εικών.
Η κωμόπολις της Αγιάσου και το προσκύνημά της μαρτυρούνται από του ΙΣΤ’ αιώνος. Εκ των ιστορικών πληροφοριών, τας οποίας έχομεν, συνάγεται ότι η Αγιάσος τότε ήτο μικρόν χωρίον, το οποίον φαίνεται να έχη την αρχήν του εις τον ΙΕ’ αιώνα. Ωνομάζετο δε τότε και μέχρι του ΙΗ’ αιώνος «Αγία Σιών». Το όνομα τούτο προσέλαβεν εκ του εν αυτή ναού, ούτος δε πάλιν εκ της εικόνος της Θεοτόκου ονομαζόμενης «Αγία Σιών» ή πιθανώτερον εκ της προσωνυμίας της Θεοτόκου. Το δε εν χρήσει και σήμερον όνομα της κωμοπόλεως «Αγιάσος», το οποίον απαντά από του ΙΗ’ αιώνος, προέρχεται μάλλον εκ του παλαιοτέρου εκείνου ονόματος της. Ο ναός δε της Παναγίας, ο οποίος από του ΙΕ αιώνος είναι ενοριακός ναός του χωρίου και παλλεσβιακόν προσκύνημα, παρουσιάζεται από του ΙΖ’ μέχρι του ΙΘ’ αιώνος και ως καθολικόν μοναστήριον.

Η θαυματουργή εικών Παναγίας της Αγιάσου
Η θαυματουργή εικών Παναγίας της Αγιάσου

Φαίνεται δ’ ότι συνεστήθη η μονή κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα, ως και αι λοιπαί λεσβιακαί μοναί, παρέμεινεν όμως αύτη υποτυπώδης και ατροφική, καθ’ ο αστική.
Κατά την παράδοσιν, η μονή της Παναγίας Αγίας Σιών είναι μεσαιωνική μονή. Τούτο είναι πολύ πιθανόν, διότι παρουσιάζει υπέρ αυτού τας εξής ενδείξεις : α) Ο χρόνος της κτίσεως του χωρίου συμπίπτει περίπου προς την διάλυσιν όλων των μεσαιωνικών μονών της Λέσβου, λόγω της καταλήψεως της νήσου υπό των Τούρκων ( 1462). Το τοιούτον, η ανάπτυξις δηλ. εγκαταστάσεως εις θέσιν παλαιοτέρου μοναστηρίου, δεν είναι ασύνηθες εις την Λέσβον. Παρατηρείται εις τας μονάς της Παναγίας του Ξηροκάστρου, Παναγίας της Οδηγητρίας του Κάστρου, των Αγίων Θεοδώρων και πιθανώτατα του Ταξιάρχου Μανταμάδου. β’) Ο ναός της Παναγίας προϋπήρχε του χωρίου, ως εικάζομεν εκ των δύο εικόνων αυτού και μεταγενεστέρων μαρτυριών. Και γ’) Κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα, ότε εκδηλούται εις όλην την Λέσβον μία τάσις ανασυστάσεως των διαλυθεισών μεσαιωνικών μονών (Μυρσινιωτίσσης, Αγίου Γεωργίου Παρασιγίου, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου κ. λ. π.), παρατηρείται και η σύστασις της μονής αύτης. Η μοναστηριακή παράδοσις του διατηρηθέντος ναού της Παναγίας Αγίας Σιών ήτο τόσον ισχυρά, ώστε, αν και ούτος είχε μεταβληθή εις ενοριακόν, όμως επέβαλε την ανασύστασιν μοναστηρίου παρ’ αυτώ.
Η μεσαιωνική μονή της Παναγίας, της Αγίας Σιών, φαίνεται ότι ιδρύθη παλαιότερον του μικρού μεσαιωνικού κάστρου, μέρος του οποίου διατηρείται ακόμη επί της κορυφής του παρακειμένου λόφου «Καστέλι» εις απόστασιν 15-20 λεπτών της ώρας, εντός του οποίου υπάρχει ναΐδριον του Ταξιάρχου. Η ίδρυσις του κάστρου φαίνεται ότι επεβλήθη από λόγους ασφαλείας των μοναχών της μονής Αγίας Σιών, η οποία είχε κτισθή εις παλαιοτέρους χρόνους εις θέσιν, ήτις εξησφάλιζε μεν την κάλυψίν της. όχι όμως και την άμυνάν της προς τους συχνούς επιδρομείς του ΙΓ’, του ΙΔ’ και του ΙΕ’ αιώνος. Τοιαύτας δε μεσαιωνικάς μονάς ευρισκομένας πλησίον κάστρων έχομεν και άλλας εις την Λέσβον, όπως η μονή «Βούρκος». Η τάσις λοιπόν της μονής κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Μεσαίωνος να καταστή οχυρά επέβαλε την ίδρυσιν του πλησίον της ευρισκομένου κάστρου.
Αλλά και η παλαιά παράδοσις, ότι υπήρχεν εις την Αγίαν Σιών μεσαιωνική σκήτη, δεν είναι διόλου απίθανος, διότι η ύπαρξις σκήτης πλησίον μονής η μάλλον η μεταβολή παλαιοτέρου ασκητηρίου εις μονήν δεν είναι τι ασύνηθες. Συνέβη εις τας λεσβιακάς μονάς του αγίου Αλεξάνδρου, της αγίας Θεοφανούς και της Παναγίας της Καλής Λαγκάδος.
Περί της αρχής και της παλαιοτέρας ιστορίας του προσκυνήματος υπάρχουν διάφοροι παραδόσεις. Εις όλας τας παραλλαγάς της παραδόσεως γίνεται λόγος περί κληρικού, κομιστού εκ των Αγίων Τόπων εικόνος της Θεοτόκου και άλλων ιερών κειμηλίων και περί ιδρύσεως υπ’ αυτού σκήτης πλησίον του σημερινού προσκυνήματος, η οποία κατέστη προσκύνημα. Επί τη βάσει της παραδόσεως αύτης, υπεστηρίχθησαν διάφοροι απόψεις. Υπεστηρίχθη ότι ο άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Άσσου, ίδρυσε τον ναόν της Παναγίας και κατέστησεν αυτόν μονήν. Η γνώμη αύτη εστηρίχθη μάλλον εις παρετυμολογίαν του ονόματος της Αγιάσου εκ του «άγιος Άσσου» και εις μερικάς ομοιότητας, τας οποίας παρουσιάζει η τοπογραφική περιγραφή του ναού, τον οποίον ίδρυσεν ο άγιος Γρηγόριος, με τον ναόν της Αγιάσου, εις τον βίον του άγιου τούτου. Αι ομοιότητες όμως αύται αποδεικνύονται συμπτωματικοί μετά την ανακάλυψιν των ερειπίων του ναού της μονής, την οποίαν έκτισεν ο άγιος Γρηγόριος, εις την περιφέρειαν Γέρας. Μερικοί, στηριζόμενοι, ως λέγουν, εις την παράδοσιν, συνδέουν την μεταφοράν της εικόνος της Θεοτόκου εκ της Ιερουσαλήμ με τους διωγμούς των εικονομάχων αυτοκρατόρων. Λέγουν δηλ., ότι κληρικός εκόμισε την εικόνα της Θεοτόκου εις την Αγιάσον, «φεύγων οργήν Ισαύρου εικονομάχου, ορμώμενος εξ Αγίας Σιώνος». Αλλά και η εκδοχή αύτη δεν φαίνεται πιθανή δια τον εξής κυρίως λόγον : Δεν είναι νοητόν διατί, είτε επί του Λέοντος Γ’ Ισαύρου (717-740) ,είτε επί του Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775), επί του οποίου κυρίως εξαπελύθη σφοδρός και συστηματικός διωγμός κατά των εικονοφίλων μοναχών, ο κομιστής της εικόνος κληρικός άφησε την αραβοκρατουμένην τότε Παλαιστίνην, η οποία δεν επηρεάζετο από τους εικονοκλαστικούς διωγμούς, και ήλθεν εις Λέσβον, αφού, αντιθέτως, είναι γνωστόν, ότι αποτέλεσμα των μέτρων, τα οποία έλαβεν ο Κωνσταντίνος Ε΄, ήτο να μεταναστεύσουν εκ της Ελλάδος πολλοί μοναχοί εις τας ακτάς της Συρίας και Παλαιστίνης.

Από την λιτάνευσιν της ιεράς εικόνος
Από την λιτάνευσιν της ιεράς εικόνος

Το 1939 εδημοσιεύθη, το πρώτον, εις το περιοδικόν του ιερού Προσκυνήματος «Αγία Σιών» (Γ’, σ. 56-58) αυτόγραφος επιστολή του εξ Αγιάσου Π. Αποστόλου, την οποίαν ούτος απέστειλεν εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Αγιάσον την 8ην Απριλίου 1704 και εις την οποίαν διαλαμβάνεται αντίγραφον εγγράφου του «άρχοντος της Λέσβου Κωνσταντίνου Βαλέριου». Δι’ αυτού εχορηγείτο άδεια εις τους χριστιανούς να κτίσουν τον πρώτον ναόν προς τιμήν της Θεοτόκου εις θέσιν «ένθα μιμνήσιον τύμβου μοναχοπρεσβύτου Αγάθωνος Εφεσίου κομιστού της άγιας εικόνος» της Θεοτόκου. Έφερε δε το έγγραφον την χρονολογίαν : «ΙΑ’ αιώνι Ο’ έτει ΙΖ’ Αυγούστου». Εδημοσιεύθη επίσης εις το αυτό περιοδικόν και «επίγραμμα πλακός ναού» της Θεοτόκου Αγίας Σιών, το οποίον κατείχεν επίσης ο Π. Αποστόλου και το οποίον επαναλαμβάνει τας πληροφορίας του εγγράφου και προσθέτει ότι ο Βαλέριος Κωνσταντίνος ήτο άρχων της Λέσβου επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Φέρει δε τούτο την χρονολογίαν: «ενέτει ςχπι’ ημέραν πεντεκαιδεκάτην μηνός Αυγούστου». Τα ανωτέρω αντίγραφα θα έπρεπε να θεωρηθούν σημαντικοί ιστορικαί πηγαί δια την ιστορίαν του προσκυνήματος, εάν θα ήτο δυνατόν ν’ αποδειχθή η γνησιότης των. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλοί λόγοι πείθοντες μάλλον περί του αντιθέτου. Πλην των άλλων, αι αναγραφόμεναι εις αυτά χρονολογίαι γεννώσιν εύλογους υπονοίας περί της πλαστότητός των. Εν πρώτοις είναι άγνωστος κατά τον Μεσαίωνα η από Χριστού χρονολογία και μάλιστα εις αιώνας, ως παρατηρείται εις το «έγγραφον παροχής αδείας» οικοδομής του ναού. Έπειτα η χρονολογία αυτού «ΙΑ’ αιώνι Ο’ έτει» δεν αντιστοιχεί προς το 1170. έτος της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού, αλλά προς το 1070. Προφανώς ο συντάκτης του ηγνόει ότι ο ΙΑ’ αιών περιλαμβάνεται μεταξύ των ετών 1001 και 1100. Αλλά και εις την από κτίσεως κόσμου χρονολογίαν του «επιγράμματος» αστοχεί ο συντάκτης του, διότι εις την θέσιν της μονάδος μεταχειρίζεται δεκάδα (ι).
Αι ως άνω υποστηριχθείσαι απόψεις αποδεικνύονται ατυχείς. Ως εκ τούτου, η σύστασις και η παλαιοτέρα ιστορία του προσκυνήματος Αγιάσου θα πρέπει να συσχετισθούν προς άλλα ιστορικά γεγονότα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Β. Β ρ α ν η, Το εξακουστόν προσκύνημα, ήτοι περιγραφή της εν Λέσβω κωμοπόλεως Αγιάσσου και της εν αυτή υπαρχούσης άγιας και θαυματουργού εικόνος της Κυρίας ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, Σμύρνη, 1861. Στ. Αναγνώστου, Η Λεσβίας. 1850. σ. 137 – 138. 156. Οικον. Σ. Τάξη. Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου. Κάιρον. 1909. σ. 95, 98. Ευστρ. Δράκου. Μελέτη επί της ιστορίας της Εκκλησίας της Λέσβου, Δράμα, 1928, σ. 24. Του αυτού. Ιστορία της Εικοσιφοινίσσης μονής επί του Παγγαίου και αγιολογία της Λέσβου, Δράμα. 1928. σ. 15. Ο Ποιμήν. περ. Ί. Μητρ. Μυτιλήνης. 6τ. ΙΑ’ (Ι946)-ΚΓ’ (1958). Περ. Αγία Σιών. δελτίον Ι. προσκυν. Αγιάσου. Α’ (1937 – 1938) – Γ’ (1939). Ε. Κλεομβρότου (νυν Μητρ. Μυτιλ. Ιακώβου), Συνοπτική ιστορία της εκκλησίας Λέσβου, ο Ποιμήν, Ε’ 155 παρ. Στρ. Κολαξιζέλη, θρύλος και ιστορία της Αγιάσου, τεύχη 5. M. Richard Repertoire des bibliotheques et des catalogues de manuscrits Grecs Paris 1958, σ. 140. Γαβριήλ, μητρ. Μηθύμνης. Περιγραφή της Λέσβου, εκδ. Ι. Φουντούλη. Αθήναι, 1960, σ. 32.

ΙΩ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ

Ασθένιαι και θεραπείαι αυτών προ 30ετίας

Με το «ιατρικό» επάγγελμα συνέβαινε κάτι το πολύ παράδοξο για την εποχή εκείνη. Δεν το ασκούσαν αποκλειστικά μόνον οι άνδρες, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά κυρίως γυναίκες!
Πιο πολλές ήτανε οι γιατροσόφαινες, παρά οι αγκαθούρες που φύτρωναν στις γειτονιές.

Με το "ιατρικό" επάγγελμα συνέβαινε κάτι το πολύ παράδοξο για την εποχή εκείνη. Δεν το ασκούσαν αποκλειστικά μόνον οι άνδρες, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά κυρίως γυναίκες!
Πιο πολλές ήτανε οι γιατροσόφαινες, παρά οι αγκαθούρες που φύτρωναν στις γειτονιές.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 15-04-1970

ΑΣΘΕΝΙΑΙ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΙ ΑΥΤΩΝ ΠΡΟ 30ΕΤΙΑΣ

Ανάμεσα στους σπουδαίους γιατροσόφους και τις φοβερές γιατροσόφαινες που ασκούσαν “γενική ιατρική” υπήρχαν και μερικοί με…ειδικότητες.
Ο σπουδαιότερος απ’ όλους αυτούς είτανε ο Εξοχώτατος. Τον έλεγαν έτσι γιατί φορούσε φράκο, φιογκάκι

ΑΣΘΕΝΕΙΑΙ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΙ ΑΥΤΩΝ ΠΡΟ 30ΕΤΙΑΣ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 18-05-1970

ΑΓΙΣΤΡΟ ΚΑΙ ΚΛΗΔΟΝΑΣ

Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου

Τ’ ΑΓΙΣΤΡΟΥ
Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου (Αγιού Γιαννιού, τ’ Λιουτρουπιού). Ίσως να ‘ναι τούτη η εκδήλωση ένα απομεινάρι από τις αρχαίες πυρολατρίες, κατά τις οποίες ανάβονταν φωτιές για τη λατρεία κάποιου θεού, για τον εξευμενισμό του, για καθαρισμό και εξαγνισμό από τις αμαρτίες. Η σημαδιακή επίσης ημέρα, κατά την οποία γίνεται η εκδήλωση αυτή (τ’ Αγιού Γιαννιού-Λιουτρουπιού), κατά την οποία παίρνει πλέον τροπή ο ήλιος και μπαίνουμε στο θερινό ηλιοστάσιο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι με τις φωτιές αυτές (άγιστρου) καλωσορίζουμε το καλοκαίρι και με τις εκδηλώσεις μας αποσκοπούμε στο να είναι καλό και φιλικό μαζί μας.
Αποσπερού λοιπόν οι κοπέλες, μόλις βασίλευε ο ήλιος, μάζευαν ξερά κλαδιά σε διάφορα κεντρικά σημεία μέσα στις γειτονιές, στα οποία έβαζαν φωτιά και κατόπιν πηδούσαν πάνω από τις φλόγες. Στο «χορό της φωτιάς» όμως αυτό έπαιρναν μέρος και τα παλικάρια και άλλοι μεγαλύτεροι στην ηλικία. Όλοι πηδούσαν τη φωτιά με την ελπίδα να γίνει «πέτρα το κεφάλι τους» και «σίδερο η μέση τους», δηλαδή γεροί και δυνατοί. Στη φωτιά πηδούσαν οι περισσότεροι τρεις φορές και από την ίδια κατεύθυνση. Στις φωτιές αυτές έκαναν και ένα είδος «τηγανόπιτας» από αλεύρι, μέλι (για να γλυκάνουν τις επιθυμίες τους) και αλάτι. Την πίτα αυτή την έψηναν «πα στ’ άγιστρου». Κατόπιν μοιραζόντουσαν την πίτα μεταξύ τους οι κοπέλες, την οποία έτρωγαν, όταν πήγαιναν για ύπνο, ή έβαζαν κάτω από το προσκέφαλό τους. Πίστευαν ότι έτσι όποιον Άγιο δουν στον ύπνο τους, τ’ όνομα αυτού του Αγίου θα έχει και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Αλλά τ’ Άγιστρου είχε και τα παρεπόμενά του. Οι φωτιές στους δρόμους, τα γέλια και τα τραγούδια ενοχλούσαν και ορισμένους «ραχατλίδες», που ήθελαν να κοιμηθούν νωρίς, ή και μερικούς παράξενους. Τότες άρχιζαν οι φωνές, τα κυνηγητά, το σβήσιμο της φωτιάς και τα καταβρέγματα.

 

ΚΛΗΔΟΥΝΑΣ
Την ίδια μέρα, κατά την οποία ανάβονταν τ’ άγιστρα, ετοιμαζόταν και ο «Κλήδουνας». Έπαιρναν δηλαδή ένα πήλινο δοχείο, αργότερα ένα κουβαδάκι, το οποίο γέμιζαν με νερό. Μέσα σ’ αυτό έριχναν τα «ριζικά» ή «σημάδια», διάφορα δηλαδή μικροαντικείμενα (κουμπιά, δαχτυλίδια, δαχτυλήθρες κτλ.), τα οποία ονοματιζόντουσαν από πριν. Το καθένα δηλ. ανήκε και σε μια ορισμένη κοπέλα. Κατόπιν το δοχείο σκεπαζόταν μ’ ένα πανί και το έβαζαν μέσα σε φούρνο που έβλεπε ανατολικά. Με την αύριο έπαιρναν το δοχείο, το έβαζαν στη μέση και γύρω γύρω μαζεύονταν οι κοπέλες και πολύς άλλος κόσμος. Ένα παιδί, γονατιστό δίπλα στο δοχείο, σκεπαζόταν με το ύφασμα του «Κλήδουνα» και είχε την υποχρέωση να βγάζει τα πράγματα που είχαν ρίξει μέσα. Οι πιο πνευματικοί λοιπόν και στιγμιαίοι ποιητάδες, από αυτούς που ήτανε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Κλήδονα, έφτιαχναν ένα ανάλογο δίστιχο, και το παιδί το σκεπασμένο έβγαζε ένα ριζικό. Το δίστιχο που είχε προηγηθεί ήταν χρησμός για την κοπέλα στην οποία ανήκε το ριζικό. Όταν τέλειωναν τα πράγματα τα οποία είχανε ρίξει μέσα στον Κλήδονα, οι ενδιαφερόμενες κοπέλες έπιναν από το νερό του Κλήδονα και το κρατούσαν μέσα στο στόμα τους χωρίς να το καταπιούν, μέχρι να ακούσουν ένα όνομα ή να μάθουν το όνομα του πρώτου περαστικού. Πίστευαν έτσι ότι αυτό το όνομα θα είχε και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Άλλοτε πάλι, μόλις άδειαζε ο Κλήδονας, χωρίς όμως να το πάρουν είδηση οι γύρω, αυτός που ήτανε σκεπασμένος με το πανί σηκωνότανε απότομα και τους κατέβρεχε. Γι’ αυτό όλοι είχανε το νου τους. Οι άνδρες βέβαια δεν έδιναν και πολλή σημασία σ’ όλα αυτά, γι’ αυτό και πολλές φορές αναποδογύριζαν τον Κλήδονα και τις συγκεντρωμένες κοπέλες τις κατάβρεχαν. Ένεκα τούτου και σήμερα, όταν ακούμε λόγια που δεν έχουν καμιά σημασία, τα λέμε «λόγια του κλήδονα» ή «αυτά να τα πεις στον κλήδονα». Ο αείμνηστος ιστορικός και λαογράφος της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης ή Κακάβης μας παραθέτει και ορισμένα δίστιχα από αυτά που λεγόντουσαν στον Κλήδονα από τους στιγμιαίους ποιητάδες.

Ανοίξιτι του κλήδουνα να βγει χαριτουμένους,
να κατιβεί γιου βασιλιάς μι τ’ άστρα στουλισμένους.
Καρσί μου ήρτις τσ’ έκατσις σαν ήλιους, σα φιγγάρι,
τσι ρούφηξις του αίμα μου σαν άγριου λιουντάρι.
Μικρή μαλαματένια που φαίνεις του πανί,
τ’ αντρούμ μια καναβάτσα τσι μόνα ένα βρατσί.
Σώπα, κόρημ, μη φουνάζεις του τζιρό μην ανιγκάζεις
τσι τσιρός θα σι τουν φέρ’ ντάσταν ντάσταν με στου χερ

Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε και τις άοκνες προσπάθειες που γίνονται στο χωριό μας για την αναβίωση όλων αυτών των παλαιών εθίμων. Έτσι σ’ όλους θα είναι γνωστή η αναβίωση του εθίμου αυτού του Κλήδονα, που γίνεται κάθε χρόνο με μεγάλη επιτυχία και πλήθος κόσμου.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

ΠΗΓΗ: περιοδικό «ΑΓΙΑΣΟΣ» τ. 53/1989