ΓΗ ΚΑΡΔΙΣΤΙΡΓΙΑ

Πενία τέχνας κατεργάζεται” λέγανε πολύ σοφά οι Αρχαίοι. Γι’ αυτό και μεις, γνήσιοι απόγονοι τους, μια και λόγω πενίας δεν είχαμε παιχνίδια αγοραστά, τέχνας κατεργαζόμαστε. Και η φαντασία και η εφευρετικότητά μας έκαναν θαύματα. Τα πιο απλά υλικά στα χέρια μας, χρησιμοποιώντας πάντα και την πείρα των μεγαλυτέρων, μετατρέπονταν σε πολύπλοκες κατασκευές, που όξυναν το νου, καλλιεργούσαν τη δεξιοτεχνία των χεριών και τελικά μας διασκέδαζαν ανέξοδα.

Για παράδειγμα, τι μπορείς να κάνεις με ένα καρύδι, εκτός από το να το σπάσεις και να το φας; Μα μπορείς με λίγη υπομονή και πολύ κόπο να το μετατρέψεις σε “καρδίστιργια”. Όλα τα υλικά που χρειάζονταν ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν. Και φυσικά σαν τις συνταγές της μαμάς, χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο ξερό καρύδι, που έπρεπε να τριφτεί ώρα πολλή πάνω σε άγρια πέτρα από τις δυο πλάγιες μεριές του, ώστε να λεπτύνει το φλούδι μονάχα στο σημείο αυτό.

Κατόπιν με ένα μυτερό σουγιά ή άλλο ανάλογο εργαλείο ανοίγαμε δυο τρύπες αντικριστές, ίσα ίσα να χωράει ένα ξύλο στο πάχος και στο μήκος ενός μολυβιού. Κατόπιν από τις τρύπες ξεκουφαίναμε (αδειάζαμε) το περιεχόμενο του καρυδιού, ώστε να μείνει μόνο το εξωτερικό σκληρό περίβλημα, ό,τι έπρεπε δηλαδή, για να μεταβληθεί το άδειο πλέον καρύδι σε ηχείο. Μια τρίτη τέλος τρύπα μικρότερη έπρεπε να ανοιχτεί σε ένα ακόμα σημείο, στο κέντρο του καρυδιού.

Τώρα δεν έμενε πια παρά να βρούμε ευκαιρία να κλέψουμε το σφοντύλι (ένα μικρό κομμάτι ξύλο σε σχήμα κουραμπιέ) από το αδράχτι της γιαγιάς. Το αδράχτι ήταν το ξύλινο εκείνο εργαλείο, με το οποίο έκλωθαν το νήμα οι παλιές γυναίκες του χωριού. Και στις δυο περιπτώσεις το σφοντύλι έπαιζε το ρόλο του εξισορροποιητικού βαριδιού. Εάν λοιπόν εξασφαλίζαμε και το σφοντύλι, το παιχνίδι μας ήταν σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει και να δώσει εκείνον το μελωδικότατο (για τα δικά μας βέβαια αυτιά!) ήχο κρρρ-κρρρ-κρρρ.

Πώς γινόταν τώρα όλη η συνδεσμολογία. Πώς λέμε στις συνταγές τρόπος παρασκευής; Παίρναμε ένα μικρό και γερό κομμάτι σπάγκο. Τον περνούσαμε από τη μικρή τρύπα του καρυδιού και τον δέναμε σφιχτά στη μέση του ξύλου που είχε σχήμα και μέγεθος μολυβιού, όπως προαναφέραμε. Κατόπιν περνούσαμε το ξύλο στις δυο αντικριστές τρύπες του καρυδιού και τέλος στην κορυφή του ξύλου προσαρμόζαμε σφιχτά το σφοντύλι για αντίβαρο. Το παιχνίδι μας τώρα ήταν έτοιμο να λειτουργήσει.

Η καρδίστιργια (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Η καρδίστιργια
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με τα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού κρατούσαμε σταθερά το καρύδι από τις δυο κορυφές και με το δεξί χέρι τραβούσαμε το σπάγκο, που προηγουμένως είχαμε προσεκτικά τυλίξει γύρω στο ξύλο. Πριν καλά καλά ξετυλιχτεί, χαλαρώναμε το τράβηγμα και με την αδράνεια τυλιγότανε ξανά στο ξύλο, αλλά ανάποδα. Και η κίνηση αυτή συνεχιζόταν αδιάκοπα (τράβηγμα-χαλάρωμα) μέχρι που ή να κάνεις κάποιο λαθεμένο χειρισμό ή…να σε κατσαδιάσει κανένας μεγάλος, που τον ενοχλούσε το διαρκές κρρρ-κρρρ, που ακουγότανε, καθώς στριφογύριζε η όλη κατασκευή.

Αλλά αυτή ήταν η μοίρα μας. Πού να καταλάβει ο κάθε μεγάλος ότι η μελωδία της ευτυχίας δεν είναι απαραίτητα Μότσαρτ, αλλά μπορεί να είναι ένα διαρκές κρρρ-κρρρ, αρκεί να βγαίνει από μια καρδίστιργια, που την έκανες μόνος σου και με τόσο κόπο!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 92/1996

ΤΟ ΖΑΖΑΡ

Όλοι έχουμε ενοχληθεί μέσα στη νύχτα από το μονότονο θόρυβο, που κάνει με το πέταγμά του το κουνούπι, καθώς μας πλησιάζει με τις… γνωστές του ρουφηχτικές διαθέσεις. Οι Ιταλοί τα κουνούπια τα λένε ζανζάρες (προφανώς ηχοποίητη λέξη).

Ζαζάρ’ λέγαμε και μεις το απλό παιχνίδι που κατασκευάζαμε για τις κρύες μέρες του χειμώνα, τότε που το χιόνι και τα παγωμένα καλντερίμια της Αγιάσου δε μας επέτρεπαν και πολλές εξόδους. Και το όνομα “ζαζάρ” το οφείλει σαφώς στον οξύ και θυμωμένο ήχο του αέρα που δημιουργούσε, καθώς στριφογύριζε σαν τρελό στα επιδέξια χέρια μας.

Τα υλικά που χρειαζόμαστε ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν και η διάθεση για παιχνίδι πάντα απεριόριστη. Ένα κομμάτι γερός σπάγκος και ένα μεγάλο κουμπί από παλτό ήταν ό,τι έπρεπε. Όταν βέβαια η γιαγιά θα χρειαζόταν το παλτό της για τις έτσι κι αλλιώς σπάνιες εξόδους της κι αν έλειπε κάποιο κουμπί, τι πείραζε!

Περνούσαμε λοιπόν το σπάγκο στις δυο τρύπες του κουμπιού και μετά δέναμε τις δυο άκρες. Κατόπιν περνούσαμε στο μεσαίο δάχτυλο του κάθε χεριού τις δυο άκρες της θηλιάς και το κουμπί βρισκόταν στο μέσον της όλης κατασκευής. Με τον ελεύθερο τώρα δείκτη και αντίχειρα δίναμε περιστροφική κίνηση στο κουμπί, ενώ αρχίζαμε αργά και μεθοδικά να τεντώνουμε και να χαλαρώνουμε το σπάγκο. Το κουμπί άρχιζε να περιστρέφεται μια δεξιά με το τέντωμα, μια αριστερά με το χαλάρωμα και η ταχύτητα περιστροφής, που ολοένα μεγάλωνε δημιουργούσε το γνωστό θυμωμένο σφύριγμα του βοριά, που έτσι κι αλλιώς λυσσομανούσε έξω τις άγριες χειμωνιάτικες μέρες.

Το «ζαζάρ'» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «ζαζάρ’» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μερικές φορές τη θέση του κουμπιού έπαιρνε ένα κομμάτι ντενεκές 5×5 εκατοστά τετράγωνος με λυγισμένες τις γωνίες και δυο τρύπες στη μέση. Ο θόρυβος στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερος λόγω των λυγισμένων γωνιών και ήθελε πολύ γερό σπάγκο, γιατί αν έσπαζε, ο ντενεκές εκσφεντονιζότανε μακριά και… όποιον πάρει ο χάρος. Συνήθως την πλήρωνε κανένα δάχτυλο του ίδιου του παίχτη, αλλά ποιος φοβόταν τα αίματα!

Αρκεί που το “ζαζάρ” στριφογύριζε θυμωμένο στα χέρια μας και άφηνε τη φωνή του σαν του θυμωμένου φιδιού, που προσπαθεί να τρομάξει τον εχθρό του. Και μεις, αν θέλαμε να απειλήσουμε κάποιον, που μας ενοχλούσε, είχαμε την κατάλληλη φράση για την περίπτωση. “Κάτσι καλά, ε Δμήτ’, γιατί θα ζαζαρίξου τον στσυλον μ’ τσι θα σι κάν’ θρούβαλου” (κάτσε ήσυχα, Δημήτρη, γιατί θα αγριέψω το σκύλο μου εναντίον σου και θα σε κάνει κομμάτια). Βλέπεις και ο υπόκωφος βρυχηθμός του θυμωμένου σκυλιού έμοιαζε με τον ήχο του “ζαζαριού” και η λέξη “ζαζαρίζου” ήταν η πιο κατάλληλη, για να εκφράσει αυτή την απειλή.

Να που ήμαστε και γλωσσοπλάστες και διαμορφώναμε με τα παιχνίδια μας το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91/1995

ΤΟ “ΤΑΝΚΣ”

Παρόλο που ήμαστε παιδιά, που μεγαλώναμε ευθύς μετά τον πόλεμο, τα παιχνίδια μας ήταν γενικά φιλειρηνικά και πολύ λιγότερο πολεμικά. Εξάλλου την εποχή εκείνη δεν είχαμε την αμεσότητα της τηλεοπτικής εικόνας, να μας επηρεάζει, και μόνο κάτι κινηματογραφικά έργα μας θύμιζαν τη φρίκη του πολέμου και μας έφερναν σε επαφή με τις διάφορες πολεμικές μηχανές.

Τη φαντασία μας πάντως πιο πολύ την εξήπταν αυτές οι μυστήριες σιδερένιες μηχανές, που σαν προϊστορικά τέρατα εκινούντο με τις ερπύστριές τους, τσαλακώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και ξερνώντας φωτιά και καταστροφή από τις περίεργες μπούκες τους! Πού να φανταστούμε τότε πως λίγα χρόνια αργότερα (το μαύρο 1967) θα γνωρίζαμε από κοντά την καταπίεση των τανκς με τη σιδερένια πυγμή και το τσαλαπάτημα της ελευθερίας που τα ακολουθούσε. Ας είναι όμως.

Και μια και σαν παιδιά στην εποχή της στέρησης δεν είχαμε καμιά δυνατότητα να αποκτήσουμε τανκς, έστω και πλαστικά, φροντίζαμε να τα κατασκευάσουμε με τα απλά υλικά που διαθέταμε, ενώ τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε η αχαλίνωτη φαντασία μας. Περιμέναμε λοιπόν πώς και πώς να τελειώσει η κλωστή από το καρούλι της μητέρας (καμιά φορά, σαν ήταν βολετό, το βοηθούσαμε κιόλας να τελειώσει πιο γρήγορα), για να πάρουμε το ξύλινο άδειο πια καρούλι, απαραίτητο όμως για το κορμί του «τανκς», που θα μεταμορφωνόταν σε λίγο.

Το «τανκς» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «τανκς»
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με ένα κοφτερό μαχαίρι, παρμένο κρυφά από το «μαγειριό», την κουζίνα του σπιτιού, κάναμε εγκοπές στις άκρες του καρουλιού, ώστε να αποκτήσει δοντάκια, για να γαντζώνει στο χώμα σαν τις ερπύστριες του «τανκς». Το επόμενο τώρα βήμα της μεταμόρφωσης ήταν πολυπλοκότερο. Παίρναμε ένα κομμάτι ως 10 πόντους λάστιχο (από αυτά που περίσσευαν από τις σφεντόνες μας) και το περνούσαμε μέσα στην τρύπα του καρουλιού. Με ένα μικρό δε καρφάκι το στερεώναμε πάνω στο σώμα του καρουλιού από τη μια μόνο πλευρά, ενώ από την άλλη έμενε ελεύθερο. Στην ελεύθερη τώρα πλευρά του λάστιχου στερεώναμε ένα σπιρτόξυλο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούμε να περιστρέψουμε το λάστιχο αρκετές φορές. Με μια τελευταία και επιτήδεια κίνηση τοποθετούσαμε το σπιρτόξυλο σε μια από τις εγκοπές που είχαμε φτιάξει στις άκρες του καρουλιού. Το «τανκς» μας τώρα ήταν σχεδόν έτοιμο να βαδίσει ενάντια στους… εχθρούς. Το μόνο που του έλειπε ήταν το πολυβόλο, ένα άλλο δηλαδή σπιρτόξυλο κολλημένο στο σώμα του καρουλιού, που παρίστανε την κάννη του κανονιού. Τώρα πια όλα ήταν έτοιμα για τη… μάχη. Μόλις απελευθερώναμε το σπιρτόξυλο, το «τανκς» με τη δύναμη του στριμμένου λάστιχου άρχιζε σιγά σιγά να κινείται, ακόμα και σε ανηφορική επιφάνεια (φρόντιζαν οι… ερπύστριες γι’ αυτό) και να… πυροβολεί προς κάθε κατεύθυνση με το δικό μας… στόμα φυσικά.

Παρ’ όλες του όμως τις ατέλειες (βλέπεις δεν ήταν και από τα πιο… εξελιγμένα μοντέλα), στα δικά μας μάτια φάνταζε σαν το πιο άγριο και αιμοβόρο προϊστορικό τέρας, και η νίκη ήταν σίγουρη, για όποιον διέθετε δυο τρία από αυτά έναντι του αντιπάλου, που πάντα υστερούσε ή σε αριθμό ή σε ποιότητα κατασκευής. Ευτυχώς που τα αποτελέσματα της μάχης ήταν αναίμακτα και το πολύ πολύ οι απώλειες να περιορίζονταν σε κάποιο σπασμένο σπιρτόξυλο ή σε κάποιο κομμένο λάστιχο, που αχρήστευε τα πολεμικά μέσα του αντιπάλου. Αλλά γίνεται πόλεμος χωρίς απώλειες;

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 90/1995

ΤΟΥ ΦΑΝΑΡ ΤΣ’ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΓΙΑΔΑΣ

Από την εποχή του Ίκαρου ο άνθρωπος ονειρεύεται να ξεκολλήσει από τη γη, να ανέβει ψηλά, να επικοινωνήσει με το Θεό… Και από τότε που οι αδελφοί Μονγκολφιέροι με την περίφημη “Μονγκολφιέρα” τους, το πρώτο αερόστατο, έκαναν το όνειρο αυτό πραγματικότητα, η εξέλιξη στον τομέα αυτόν υπήρξε αλματώδης, μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή εποχή των υπερηχητικών αεροπλάνων, των πυραύλων και των διαστημοπλοίων.

Μη χειρότερα! Το φανάρι της Αγίας Τριάδας διαφημίζει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν»! (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Μη χειρότερα!
Το φανάρι της Αγίας Τριάδας διαφημίζει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν»!
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο και συμπτωματικό που την ημέρα της γιορτής της Αγίας Τριάδας (του Αγίου Πνεύματος) τη μέρα αυτή διάλεξαν οι Αγιασώτες να στέλνουν μήνυμα στο… Θεό με το περίφημο “φανάρι”, που υψωνόταν μεγαλόπρεπα στον ουρανό μέχρι να χαθεί στα βάθη του ορίζοντα ή να καταπέσει φλεγόμενο, ανάλογα με την περίσταση… και την τέχνη των κατασκευαστών.

Και επειδή εμείς οι μικροί μιμούμαστε συνήθως τους μεγάλους, θα σας περιγράψω την κατασκευή του δικού μας φαναριού, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μικρογραφία της κατασκευής των μεγάλων. Μάλιστα πολλές φορές το δικό μας φανάρι ξεπερνούσε σε ύψος και διάρκεια πτήσης το φανάρι των μεγάλων.

Τα υλικά για την κατασκευή ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν, η τέχνη όμως και το μεράκι των κατασκευαστών μετρούσαν για την επιτυχία. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κατασκευαστεί ένας συρμάτινος σκελετός σε σχήμα αβγού από λεπτό σύρμα, για να μην είναι μεγάλο το βάρος. Στη συνέχεια η όλη κατασκευή ντυνόταν με κόλλες χρωματιστές και λεπτές, κολλημένες μεταξύ τους με αλευρόκολλα και στερεωμένες με τον ίδιο τρόπο πάνω στο συρμάτινο σκελετό. Το αερόστατο μας ήταν σχεδόν έτοιμο και του έλειπε μόνο η δύναμη που θα το ύψωνε στον ουρανό.

Μια φωτιά λοιπόν από φρύγανα πεύκου που βγάζουν μπόλικο καπνό ήταν ό,τι έπρεπε για τη δουλειά μας. Κρατούσαμε προσεκτικά από πάνω της το “φανάρι” μας σε κάποια απόσταση ασφάλειας, μέχρι να γεμίσει με καπνό από το άνοιγμα που είχαμε προβλέψει στη βάση. Για ενίσχυση μάλιστα του καπνού καθ’ οδόν προς τα ύψη είχαμε προβλέψει να εφοδιάσουμε την όλη κατασκευή με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο πετρέλαιο και κατάλληλα στερεωμένο με σύρμα μέσα στο φανάρι, που το ανάβαμε την τελευταία στιγμή. Το φανάρι μας τώρα γεμάτο καπνό και ζεστό αέρα γινόταν σιγά σιγά πανάλαφρο και άρχιζε μεγαλόπρεπα να απογειώνεται προς τον ουρανό.

Γεμάτοι περηφάνια για το κατόρθωμα, το παρακολουθούσαμε με το βλέμμα να χάνεται στα ύψη και τα βάθη του ορίζοντα. Η μόνη μας ευχή ήταν νη μη φυσήξει ξαφνικά κανένας δυνατός αέρας, γιατί πολύ εύκολα μπορούσε να ταρακουνήσει το φανάρι μας και τελικά να το πυρπολήσει και να πέσει φλεγόμενο σε κάποια πλαγιά. Ευτυχώς που γύρω από το χωριό δεν υπήρχαν και πολλά πεύκα και έτσι δεν ήταν άμεσος ο κίνδυνος πυρκαγιάς, αλλιώς τι θα βρίσκανε να κάψουνε οι σημερινοί φερέλπιδες… εμπρηστές;

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 88/1995