Ε ΤΟΥ ΑΠΟΥΓΕΥΚΑ…

Γιώρ’ς του Τσουκαρέλ’, Δμήτ’ς Ντιλόγκους, γι Απδάρα, τσι Νέστουρας Αρβανίτ’ς καθούνταν μες σ’ Καλφαγιάνν’ του καφινέ. Έγτσι π’ καθούνταν πιάν’ μια μπόρα, ένα νιρό άλλου πράμα. Γιου Ντιλόγκους θέλσι να πειράξ’ του Νέστουρα τσι ρώτ’σιντουν:

Ε Νέστουρα, είνι καλό έγιουτου του νιρό;

-Ε του απουγεύκα, Ε Δμήτ’.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 61/1990

ΔΕΣ’ ΤΟΥ ΣΤΣΥΛΟΥ

Γιου Σταύρους πάγινι στα χουριά αρβύλις. Στα Βασιλ’κά αντάμουσι ένα γιουλντάσιντ τσι κάτσαν στου καφινέ τσι ρακουπίναν. Μι τ’ κουβέντα πέρασι γη ώρα, πήγι μισάν’χτα. Λέγ’ φίλουσιντ: τούλουγια θα φυγς μες στ’ νύχτα. Έλα στου σπίτ’ να τσμηθείς τσι φεβς, άμα ξμηρώσ’. Σκουθήκαν τσι παραπατώντας πήγαν στου σπίτ’. Βρότξι τ’ πόρτα τσ’ ίβγι γη γναίκαντ. Μόλις τουν είδι, ίβαλι τς φουνές. Γιου Σταύρους αλαργάριψι. –Έλα, τ’είπι του γιουλντάσιντ. –Δέσ’ του στσύλου, λέγ’ Σταύρους. –Εμ εν έχου στσύλου. Λέγ’ Σταύρους: θαρρείς του!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 58/1990

ΑΣ’ ΤΝΑ ΕΓΤΣΙ

Ένα αγιασώτκου αντρόγ’νου πήγι σι μια κηδεία, σν ακκλησιά. Σάνι τέλειουσι γη ιπικήδεια τιλιτή, γη γναίκα ήθιλι να πα τσι στου νικρουταφείου. Γι άντρας εν είχι όριξ’ για άλλα τριχάματα. Ηύρι όμους ένα άλλου αντρόγνου που πήγινι στου νικρουταφείου τσι γίντσι γιου παρακάτου διάλογους:

-Ε κμπάρι, ε παίρνιτι τσι τη γναίκαμ μαζί, μια που έχιτι χώρου στου αυτουκίνητου.
-Να τν πάρου ρε κμπάρι, αλλά είνι λίγου δύσκουλου να τνι φέρου πίσου.
-Μη σι νοιάζ’, άσ’ τνα έγτσι, πστεύγου να έχιν έτοιμου τόπου…
 

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989

ΕΦΑΓΑ ΠΑΤΣΑ…

Ένας γέρους Αγιασώτ’ς ήνταν άρρουστους στου Νουσουκουμείου τς Μυτιλήνς. Μες στουν ίδιου του θάλαμου πήγι παπα-Κουμής α μιταλάβ’ έναν που ήνταν βαριά άρρουστους. Μόλις τουν είδι γέρους, έκανι πους λαγουτσμάτι τσ’ έκουβι μι τ’ κόχ’ τ’ ματιού τ’ κίνησ’. Παπα-Κουμής ποίτσι κουβέντα μι του γιο τ’ γέρ’. Γέρους τσιμουδιά. Τν ώρα που μιταλάβινι παπα-Κουμής τουν άλλουν, ρώτ’σι γιου γέρους του γιοντ.

-Τίντα ‘λιγι παπάς;
-Να, ρώτ’σι μι, άμα θελς α μιταλάβς…
-Γιατί, μομ είμι για τσίνμα…
 

Φεύγουντας παπάς στάστσι στου κριβάτ’ τ’ γέρου.

-Τι κάνεις, κυρ Στρατή, περαστικά σου.
-Καλά, ω παπά, φχαριστώ. Συ πού γυρίγς;
-Να, γυρίζω και κοινωνώ τους αρρώστους στο Νοσοκομείο. Μήπως θέλεις να κοινωνήσεις και συ ή μήπως έφαγες τίποτα το πρωί;
-Έφαγα… έφαγα, ω παπά… πατσά…
 

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989