ΤΟ ΔΙΣΠΝΟΥΛ’ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ο Στρατής Αναστασέλης, ο εκλεκτός λογοτέχνης της Αγιάσου, πήρε προπολεμικά με το ταξί του τη μάνα του, το Δισπνούλ’, να την πάει στη Μυτιλήνη, στη Χώρα, όπως συνήθιζαν να λένε οι παλαιοί. Κατέβηκαν στην Καρίνη, από εκεί έφτασαν στα Κεραμιά, πέρασαν τον Ευεργέτουλα και έφτασαν στη Λάρσο. Το Δισπνούλ’, γυναίκα απλή και «αταξίδευτη», δε χόρταινε να βλέπει. Ο κόλπος της Γέρας την εντυπωσίασε περισσότερο, με την απλωσιά του και την καταπράσινη δαντέλα του. Ρώτησε το γιο της, για να μάθει ποια είναι τα μέρη που βρίσκονται από την άλλη πλευρά, από τη Βριακή και το Πέραμα. Ο Στρατής, πειραχτήρι πρώτης τάξης, απάντησε σοβαρά σοβαρά πως είναι η Γερμανία. Το Δισπνούλ’ το έχαψε και για να δείξει πως κατέχει γεωγραφία πρόσθεσε: Α, κατάλαβα! Έδιου σπουδάζ’ τ’ Κακάβ’ το μουρό. Πράγματι τότε σπούδαζε στη Γερμανία ο Πάνος Κολαξιζέλης, ο γιος του ιστορικού της Αγιάσου Στρατή Κολαξιζέλη ή Κακάβη, ο οποίος σκοτώθηκε το 1941 στο σερβικό έδαφος, ενώ επέστρεφε στην Ελλάδα.

(Από διήγηση Στρατή Αναστασέλη)

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 54/1989

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ. Ένας ξενιτεμένος αφηγείται…

Τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία για τους Αγιασώτες, αλλά και για όλους τους μετανάστες, ήταν πολύ δύσκολα. Τα προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Δεν ξέραμε τη γλώσσα, δεν είχαμε εξασφαλισμένη στέγη. Όπλα μας ο ενθουσιασμός και η δημιουργική διάθεση. Ριχνόμασταν από την πρώτη μέρα στη δουλειά, στη βιοπάλη, για να μπορέσουμε να μαζέψουμε το καπάρο, deposit το λέγανε, ν’ αγοράσουμε σπίτι, να νοικοκυρευτούμε. Τον πρώτο καιρό μέναμε στο νοίκι, σε δωμάτια με άλλους, πολλές φορές δυο και τρεις οικογένειες σ’ ένα σπίτι. Όπως ήταν φυσικό, συνέβαιναν κάποτε κωμικοτραγικά γεγονότα, σαν το παρακάτω που θα σας διηγηθώ. Δυο χωριανοί μας έμεναν σε δωμάτιο ενός σπιτιού που ανήκε σε Κύπρια. Κάθε Παρασκευή απόγευμα έβαζαν τα λερά ρούχα στο πλυσταριό, σ’ ένα μισό βαρέλι με σαπουνάδα, για να φουσκώσει η «γάζα» και το πρωί το Σάββατο να μπορέσουν να τα πλύνουν πιο εύκολα. Μια Παρασκευή όμως ήρθε από την Κύπρο, μετανάστρια κι αυτή, η αδερφή της σπιτονοικοκυράς. Καθώς ήταν πρωτάρα και ανημέρωτη, έριξε στη σαπουνάδα, που νόμισε πως είναι της αδερφής της, και τα δικά της ρούχα. Πρωί πρωί το Σάββατο οι χωριανοί μας ανασκουμπώθηκαν για το πλύσιμο. Βούτηξε το χέρι ο ένας στο βαρέλι και έβγαλε με έκπληξη ένα κομπινεζόν. Το σήκωσε ψηλά να ξενερίσει, και απευθυνόμενος στο συγκάτοικο του, που επίσης παραξενεύτηκε και κοίταζε σαν χαζός, του είπε: τσιάδε, ε Στυλιάν’, εν του ‘ξιρα πους βαγς τσι κουμπινιζόν απουκάτου!

METANASTES
Αναμνηστική φωτογραφία κατά την αναχώρηση μεταναστών της Αυστραλίας (Μελβούρνη). Διακρίνονται ο παραγγελιοδόχος της Αγιάσου Πάνος Μαϊστρέλης, η σύζυγος του Ανδρέα Λιακατέλη, ο μακαρίτης σήμερα Παναγιώτης Βαρβάκης, κοπέλες και κοριτσόπουλα…

Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε στην Αυστραλία τα πρώτα χρόνια και που το αντιμετωπίζουμε ακόμα και σήμερα, είναι η γλώσσα. Δυσκολευόμασταν, κυρίως όταν είχαμε δοσοληψίες με κρατικές υπηρεσίες, με τράπεζες, αλλά και με ιδιώτες. Οι διερμηνείς τότες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και πού να τους βρεις. Το μεγάλο δράμα ήταν με τους γιατρούς. Οι γονείς έπαιρναν μαζί τους τα παιδιά τους, που μάθαιναν εγγλέζικα στο σχολείο. Τώρα βέβαια όλα τα κρατικά νοσοκομεία έχουν διερμηνείς και πολλοί γιατροί μιλούν ελληνικά, αλλά «αρμένκα».

Μια συμπατριώτισσά μας που είχε έρθει στην Αυστραλία να δει την παντρεμένη κόρη της, παραπονιόταν για κάποιες αδιαθεσίες. Η κόρη της είχε κάμποσα χρόνια εδώ, αλλά το εγγλέζικο λεξιλόγιο της ήταν πολύ περιορισμένο, ένα γιες και ένα νο. Αποφάσισε να πάει τη μάνα της σ’ ένα γιατρό που ήταν και Έλληνας. Η άρρωστη είπε πώς αισθάνεται και ο γιατρός αφού την εξέτασε της έγραψε και μια συνταγή. Περνώντας από το φαρμακείο, πήρανε τα φάρμακα. Όταν έφτασαν στο σπίτι και ανοίξανε το πακετάκι, παραξενεύτηκαν γιατί πρώτη φορά έβλεπαν μεγάλα χάπια. Η μάνα προσπάθησε να καταπιεί ένα αλλά αυτό δεν κατέβαινε με τίποτα. Δοκιμάσαν να το κόψουν κομμάτια, αλλά και αυτό δε γινόταν. Τελικά βρήκαν μια λύση. Κολλήσαν ένα με λευκοπλάστ στον ώμο, γιατί η κόρη κατάλαβε πως ο γιατρός μιλούσε για από πίσω. Πέρασαν πολλές ώρες, αλλά η άρρωστη δεν είδε κανένα όφελος. Το βράδυ ήρθε ο άντρας της κόρης και του είπαν τα καθέκαστα. Του έδειξαν και τα μεγάλα χάπια, που δεν καταπίνονταν με τίποτα. Ο άνθρωπος έπεσε από τα σύννεφα τις κατσάδιασε: Ζαλζμένις είστι τσι γοι δυο. Έγιουτα εν είνι χάπια, είνι υπόθιτα, που τα βάζιν απουπίσω, οχ πα σ’ κτάλα, χαμλά, έφτου π’ ξέριτι

Με τη γλώσσα είχα και εγώ στην αρχή πολλά προβλήματα, παρόλο που έκανα αρκετά μαθήματα μέσα στο καράβι, με το οποίο πηγαίναμε στην Αυστραλία. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτούς που μιλούσαν εγγλέζικα, προπαντός κάτι γέρους που τα μασούσαν. Με τον καιρό όμως τα κατάφερα, συνήθισε το αυτί μου.

Μια μέρα μπήκα σ’ ένα σούπερ-μάρκετ, να πάρω τρόφιμα, σε κονσέρβες κυρίως, μια και ήμουνα εργένης και δεν ήταν εύκολο να μαγειρεύω πάντοτε. Έπιασα μια μικρή χαρτόκουτα, έβαλα μέσα τα πράγματα που ήθελα και περίμενα στη σειρά, για να πληρώσω. Πίσω μου ήταν μια γριά Αυστραλέζα. Μου είπε κάτι, αλλά επειδή δεν την κατάλαβα, έκανα πως δεν την άκουσα. Έβαλα τα πράγματά μου στον πάγκο και κοίταζα μπροστά, αλλά η γρια επανάλαβε, ό,τι είπε προηγουμένως. Νόμισα πως λέει ότι πήρα τα πράγματά της και ήμουν εξαγριωμένος. Η γριά τρίτωσε και εγώ ήμουνα έτοιμος να τη βρίσω με αυτά που ήξερα. Στην αρχή μαθαίνει κανένας τις βρισιές και μετά όλα τα άλλα. Κάποιος δικός μας όμως κατάλαβε την παρεξήγηση και έδωσε τη λύση. Με ακούμπησε στην πλάτη και με ρώτησε αν είμαι Έλληνας. Του απάντησα ναι και μου εξήγησε πως η γριά μού έλεγε πως το κουτί είναι μικρό, πως θα σπάσει και πως θα πέσουν τα ψώνια μου. Τι να κάνω, έπρεπε να επανορθώσω. Ζήτησα συγνώμη από τη γριά στα εγγλέζικα, πλήρωσα και πήρα το δρόμο για το σπίτι ντροπιασμένος…

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 54/1989

ΓΩ ΤΣΛΕΛ’, ΣΥ ΜΑΛΟΥΤΣ’

Προπολεμικά στην Αγιάσο ζούσε το Τσλελ’, ένας χαμάλης που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κάθε μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι του, περνούσε έξω από το φούρνο του Σάββα (Φίδ’). Κάποτε ένας γκεβεζές θέλοντας να γελάσει με τη φτώχεια του άλλου, έδεσε ένα χιλιάρικο στην άκρη μιας κλωστής και το ‘βαλε στο δρόμο. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο και παρατηρούσε τι γινόταν έξω από το φούρνο. Εκτελώντας το συνηθισμένο δρομολόγιο του το Τσλελ’, είδε το χιλιάρικο κι έσκυψε να το πιάσει. Το χιλιάρικο όμως “περπατούσε” και το Τσλέλ’, νομίζοντας ότι το φύσαγε ο αέρας, το ακολούθησε. Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι κάποιος του έκανε καλαμπούρι. Στενοχωρέθηκε γι’ αυτό τον εμπαιγμό και απευθυνόμενος στο δράστη είπε: Ε πειράζ’, θαν έρτ’ τσι γη στσης γη ώρα. Σήμιρα γω Τσλέλ’ τσι συ Μαλούτσ’! Στουν άλλου κόσμου γω Μαλούτσ’ τσι συ Τσλελ’! Ο Βασίλης ο Μαλούκης ήταν τότες ο “Ωνάσης” της Αγιάσου.

ΕΡΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 53/1989

ΕΞ ΠΑΡΑΣΟΛΙΑ ΘΕΛΟΥΜΙ

Κάποτε ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, ένας παλαιός βιολιτζής της Αγιάσου, κάλεσε τον ανιψιό του Ραφαήλ Σουσαμλή, που ήταν επίσης μουσικός, αλλά καταπιανόταν και με άλλες δουλειές, να μετασύρει το σπίτι του που βρισκόταν πάνω από τον κήπο της Παναγίας. Ο Ραφαήλ πήγε στο σπίτι και πάσχισε να πιάσει τους «σταλαμούς». Έκανε όμως προχειροδουλειά, το μετάσυρμα δεν ήταν της προκοπής. Έπειτα από λίγες μέρες συναντήθηκαν στην αγορά και πάνω στην κουβέντα ο Ραφαήλ ρώτησε το θείο του, για το κεραμίδι αν έχουν προβλήματα, όπως είχαν προηγουμένως. Τότε ο Αχιλλέας απάντησε: «Εξ άτουμα είμαστι, ανιψιέ, εξ παρασόλια θέλουμι!»

(Από διήγηση Όμηρου Σουσαμλή)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 53/1989