Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΤΟΥ 1912

O Γεώργιος Ιωάννου Σκλεπάρης ή Θείος (1856-1959) άφησε ένα σημειωματάριο από 12 φύλλα διαστάσεων 11X17,5. Στις σελίδες του υπάρχουν σημειώσεις του ίδιου για συγγενικά πρόσωπα και για την Αγιάσο, καθώς και νεώτερες του γιου του Απελλή και της εγγονής του Ελένης Απελλή Σκλεπάρη. Το παρακάτω σημείωμα γράφτηκε στις 18 Νοέμβρη 1912, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Λέσβου. Αναφέρει τις αρχές που υπήρχαν στην Αγιάσο, πώς έγινε η παράδοση, καθώς κι απογραφικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αν και δε φαίνεται να είναι απόλυτα εξακριβωμένα. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι απογραφές έγιναν το 1884 και το 1905. Στο Αρχείο του Δημαρχείου Αγιάσου υπάρχει «Κατάστιχον Νοφουσίου της Κοινότητος Αγιάσου γενομένου τω 1884 επί γραμματέως Κυρίου Χατζή: Σπυρίδωνος Χατζή Δημ. Φραντσέλλη, Μεϊμούρης δε επί του Νοφουσίου εκ της Σεβαστής Κυβερνήσεως ο κύριος Σιουκουρού Βέης» και «Βιβλίον απογραφής των κατοίκων Αγιάσου 1905 (1321) Ιούνιος». Επειδή το χειρόγραφο παρουσιάζει πλήθος λαθών, κρίναμε σκόπιμο να δώσουμε το κείμενο ορθογραφημένο.

«Τελευταίος μουχτάρης της Αγιάσο ήτον ο Γεώργιος Δούκα Κ’φέλλης. Αυτός επαράδωσε την Αγιάσον εις τας ελληνικάς αρχάς, η δε παράδοσις έγινε κατά τοιούτον τρόπον. Την ογδόη Νοεμβρίου ο ελληνικός στόλος εκατέλαβε την πρωτεύοσαν. Εις την Αγιάσον υπήρχον είς λοχίας Τούρκος, είς αξιωματικός και δέκα χωροφύλακες, είς διοικητής μουδίρης, είς οικονομικός έφορος και είς γραμματεύς των κτηματικών τίτλων. Αλλ’ επειδή ήτον το τουρκικόν βαϊράμιον και τζαμίον δεν υπήρχεν εις την Αγιάσον, έφυγον προ 3 ημέρας εις τα χωρία όπου υπήρχον τζαμία, δια να εωρτάσουν το βαϊράμιον. Έμειναν δε εις την Αγιάσον ο λοχίας και τέσσαρες χωροφύλακες δια την τάξιν. Ο λοχίας εκατάγετο από την Μαγνησίαν της Ανατολής, ήτον δε 22 ετών και καλής ψυχής άνθρωπος. Αγαπούσε τα λούσα, έτρεφε δε μύστακα όρθιον. Ενόμιζες ότι ήτον ο βασιλεύς Γολιέλμος. Τον περισσότερον καιρόν της ημέρας του τον αφιέρωνε εις τα μουστάκια του, να τα βαστά όρθια. Άμα δε επληροφορήθη τήν είδησιν, εσύναξε τους τέσσαρας χωροφύλακας μέσα εις το διοικητήριον, εκάλεσε τον μουχτάρην, τον δήμαρχον, και τους είπε να διορίσωσιν πολιτιφυλακήν και νυκτοφυλακήν, διότι, επειδή αυτός έχει μόνον τέσσαρας άνδρας, δεν είναι εις θέσιν να φυλάξει την πόλιν και ό,τι έκτροπον και αν συμβεί θα είναι αυτοί υπεύθυνοι. Αυτός θα φυλάξει μόνον το διοικητήριον. Επαρακάλεσε τον μουχτάρην να ειπεί εις τους πολίτας να μην πλησιάζονε εις το διοικητήριον, δια να μην γεννηθεί καμία παρεξήγησις. Εκάθισε μέσα τέσσαρας ημέρας, δίχως να φάγει ούτε ψωμί. Κατόπιν επαρακάλεσε τον μουχτάρην να ειδοποιήσει τον αρχηγόν της κατοχής Μανουσάκην να στείλει εις Αγιάσον ένα αξιωματικόν, δια να παραδώσει την σημαίαν και τα όπλα. Κατά διαταγήν δε του Μανουσάκη τη 14 Νοεμβρίου τους αφόπλισαν ο δήμαρχος και ο μουχτάρης και με συνοδείαν 80 πολιτών με εφ’ όπλου λόχην τους επήγαν εις την Μυτιλήνην, πριν δε αφοπλισθούν εμπρός εις τα όμματά των ανεπετάσθη η ελληνική σημαία άνωθεν του διοικητηρίου. Εζητωκραύγασε ο λαός. Η Αγιάσος τότε είχε 2 χιλιάδας κτήρια και κατοίκους 10 χιλιάδας ψυχάς. Επίσημα κτήρια είχεν 5 ελαιομηχανάς, δύο εκκλησίας, δύο πελώρια σχολεία και εν μεγαλύτερον οικοδόμημα σκεπασμένον, Αναγνωστήριον με επίσημην βιβλιοθήκην. 10 ιατρούς, 80 διδασκάλους, όπου εδίδασκον εις όλην την νήσον, Αγιασιώτας δύο χημικούς σαπωνοποιούς, τεχνίτας δε πλείστους, αγγειοπλαστικοί, σιδηρουργοί, μουσικοί, υφαντοποιοί, υποδηματοποιοί, οργανοπαίκται, φαναροποιοί, καλτσοποιοί. Πρόβατα είχεν δύο χιλιάδας και αίγας 4, αγελάδα ούτε μίαν, όρνιθας έως 40 χιλιάδας, μελίσσια έως 1250 κυψέλας. 1912. 18 Νοεμβρίου Γ. I. Σκλεπάρης έγραψε».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 01/1980

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989

ΑΣ’ ΤΝΑ ΕΓΤΣΙ

Ένα αγιασώτκου αντρόγ’νου πήγι σι μια κηδεία, σν ακκλησιά. Σάνι τέλειουσι γη ιπικήδεια τιλιτή, γη γναίκα ήθιλι να πα τσι στου νικρουταφείου. Γι άντρας εν είχι όριξ’ για άλλα τριχάματα. Ηύρι όμους ένα άλλου αντρόγνου που πήγινι στου νικρουταφείου τσι γίντσι γιου παρακάτου διάλογους:

-Ε κμπάρι, ε παίρνιτι τσι τη γναίκαμ μαζί, μια που έχιτι χώρου στου αυτουκίνητου.
-Να τν πάρου ρε κμπάρι, αλλά είνι λίγου δύσκουλου να τνι φέρου πίσου.
-Μη σι νοιάζ’, άσ’ τνα έγτσι, πστεύγου να έχιν έτοιμου τόπου…
 

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989

ΕΦΑΓΑ ΠΑΤΣΑ…

Ένας γέρους Αγιασώτ’ς ήνταν άρρουστους στου Νουσουκουμείου τς Μυτιλήνς. Μες στουν ίδιου του θάλαμου πήγι παπα-Κουμής α μιταλάβ’ έναν που ήνταν βαριά άρρουστους. Μόλις τουν είδι γέρους, έκανι πους λαγουτσμάτι τσ’ έκουβι μι τ’ κόχ’ τ’ ματιού τ’ κίνησ’. Παπα-Κουμής ποίτσι κουβέντα μι του γιο τ’ γέρ’. Γέρους τσιμουδιά. Τν ώρα που μιταλάβινι παπα-Κουμής τουν άλλουν, ρώτ’σι γιου γέρους του γιοντ.

-Τίντα ‘λιγι παπάς;
-Να, ρώτ’σι μι, άμα θελς α μιταλάβς…
-Γιατί, μομ είμι για τσίνμα…
 

Φεύγουντας παπάς στάστσι στου κριβάτ’ τ’ γέρου.

-Τι κάνεις, κυρ Στρατή, περαστικά σου.
-Καλά, ω παπά, φχαριστώ. Συ πού γυρίγς;
-Να, γυρίζω και κοινωνώ τους αρρώστους στο Νοσοκομείο. Μήπως θέλεις να κοινωνήσεις και συ ή μήπως έφαγες τίποτα το πρωί;
-Έφαγα… έφαγα, ω παπά… πατσά…
 

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989