ΜΥΡΤΑ ΑΜΑΝΙΤΟΥ

Η Μύρτα Αμανίτου ήταν ένας άνθρωπος με καλλιτεχνική διάθεση, με προοδευτικές αντιλήψεις, με φιλολογικά ενδιαφέροντα. Είχε δεχτεί την επίδραση του παππού της Κομνηνού Αμανίτου, λαμπρού μουσικού της Αγιάσου, καθώς επίσης και του πατέρα της Γιάννη, ο οποίος, εκτός από την ιατρική που είχε σπουδάσει, αγάπησε υπερβολικά το Αναγνωστήριο της πατρίδας του κι έδωσε ώθηση στο ερασιτεχνικό θέατρο από τις αρχές του αιώνα. Η ίδια ανέβηκε από νωρίς στη σκηνή και κατόρθωσε να επιβληθεί. Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας». Ας σημειωθεί πως στην παράσταση αυτή πήραν μέρος για πρώτη φορά γυναίκες της Αγιάσου. Το 1931 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Αλέξανδρου Μπισσόν «η Άγνωστος». Κι αργότερα όμως, παρ’ όλο που ήταν εγκατεστημένη στη Θερμή, από όπου καταγόταν η μάνα της, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για την Αγιάσο. Πάντοτε στην υπηρεσία του τόπου της, πάντοτε πρόθυμη για το καλό και για την πρόοδό του.

Αναμνηστική φωτογραφία των ερασιτεχνισσών από την παράσταση του έργου «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1924). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ευστρ. Αγγελή, Μερόπη Παπαγεωργίου, Μύρτα Αμανίτου, Μαριγούλα Γρ. Τζανετή (πίσω), Ηλέκτρα Κολαξιζέλη, Μαρίκα Κοντούλη, Αγγ. Κουρτζή, Έλλη Μιχ. Σκλεπάρη και Έλλη Κοντούλη. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρίκα Κοντούλη-ΤοκμακΙδου)
Αναμνηστική φωτογραφία των ερασιτεχνισσών από την παράσταση του έργου «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1924). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ευστρ. Αγγελή, Μερόπη Παπαγεωργίου, Μύρτα Αμανίτου, Μαριγούλα Γρ. Τζανετή (πίσω), Ηλέκτρα Κολαξιζέλη, Μαρίκα Κοντούλη, Αγγ. Κουρτζή, Έλλη Μιχ. Σκλεπάρη και Έλλη Κοντούλη.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Μαρίκα Κοντούλη-ΤοκμακΙδου)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 31/1985

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ. Ένας λαμπρός κορνετίστας

Ευστράτιος Ρόδανος
Ευστράτιος Ρόδανος

Ο Ευστράτιος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1885, πριν από έναν αιώνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης, γνωστός και με τα παρατσούκλια Άννα ή Μαργιουλέλ(ι), ήταν ένας από τους παλαιούς μουσικούς της Αγιάσου. Ήταν βιολιτζής κι άνοιξε το δρόμο και στα παιδιά του.
Ο Ευστράτιος έδειξε από νωρίς πως είχε κλίση στη μουσική, πως ήταν ταλέντο. Η κορνέτα τον είχε μαγέψει. Δεκατετράχρονος μπήκε στην κομπανία του πατέρα του. Όταν έγινε 19 χρονών, έφυγε στην Αμερική και δούλεψε σκληρά σ’ εργοστάσια. Παράλληλα όμως, ιδίως τα σαββατοκύριακα, έπαιζε με κομπανίες σ’ ελληνικά κέντρα της Νέας Υόρκης. Εδώ έμαθε ακόμα ένα μουσικό όργανο, το σαντούρι.
Στην Αμερική έμεινε 8 χρόνια. Το 1913 εγκατέλειψε τη μακρινή ήπειρο, επέστρεψε στο απελευθερωμένο νησί και σχημάτισε στην Αγιάσο κομπανία με τον αδερφό του Νικόλαο, που έπαιζε εμφώνιο, με τον Παναγιώτη Σουσαμλή που έπαιζε κλαρίνο, με τον Αχιλλέα Σουσαμλή που έπαιζε βιολί, καθώς και με άλλους.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου ο Ευστράτιος Ρόδανος στρατεύτηκε κι υπηρέτησε στη γνωστή μπάντα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Εδώ εξελίχτηκε περισσότερο και γνώρισε πολλούς καλούς μουσικούς. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψε πάλι στην Αγιάσο και συγκρότησε την παλαιά κομπανία, η οποία ήταν περιζήτητη κι άφησε εποχή στον τόπο μας. Κοντά του μαθήτεψαν και τα παιδιά του, ο Βασίλης, ο Σταύρος κι ο Χαρίλαος, εκλεκτοί μουσικοί και συνεχιστές μιας παράδοσης…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 28/1985

ΟΙ ΚΕΤΣΕΤΖΗΔΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Άλλοτε στην Αγιάσο υπήρχαν «πιλητές», κετσετζήδες. Η τέχνη τους , είχε πέραση, το προϊόν τους ήταν περιζήτητο σ’ όλο το νησί, ακόμα κι έξω απ’ αυτό. Το δούλευαν οι σαμαράδες, τότε που τα υποζύγια ήταν πολλά. Έντυναν μ’ αυτό τα σαμάρια. Στο πάνω μέρος, κάτω από το δέρμα, έβαζαν λεπτό κετσέ, ενώ στο κάτω, που ακουμπούσε στη ράχη και στα πλευρά, έβαζαν χοντρό, για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το δούλευαν οι καπιστράδες και το ’βαζαν στις μεσιές και στους «καπνουδέτες» (καπουλοδέτες). Το χρησιμοποιούσαν οι τσομπάνηδες, γιατί μ’ αυτό γίνονταν οι ασήκωτες αχειρίδωτες κουκουλάτες κάπες, τα «κιπινέτσια», που προστάτευαν από τις βροχές, τα χιόνια και τις παγωνιές. Επίσης το χρησιμοποιούσαν κάποτε κάποτε κι οι νοικοκυρές σαν καρπέτα. Οι μανάδες το έβαζαν στις κούνιες…

Τα κετσετζήδικα ήταν στο Σταυρί. Φαίνεται πως θα λειτουργούσαν από πολύ παλιά. Οι γεροντότεροι θυμούνται δυο απ’ αυτά. Ίσως να μη χρειάζονται και περισσότερα. Το ένα το είχε ο Πάνος Κτενάς (Χτένα), που έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του Περικλή – κοντά στην Καμάρα, από δεξιά, καθώς αρχίζει ο κατήφορος της Πατωμένης. Ένα διάστημα στον ίδιο χώρο ο Πάνος Κτενάς είχε εστιατόριο -καφενείο, ασκούσε άλλο επάγγελμα. Τώρα είναι ερείπιο. Το άλλο το είχε ο Προκοπής Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς), κάτω από το κέντρο Φαμάκα, προτού φτάσουμε στα σκαλιά. Και τούτο από καιρό έπαψε να λειτουργεί.

Εκτός από τον Πάνο Κτενά και τον Προκόπη Χατζηκομνηνό, υπήρχαν κι άλλοι που δούλεψαν στα κετσετζήδικα. Απ’ αυτούς αναφέρουμε το Στρατή Κτενά, το Χριστόφα Χατζηκομνηνό, το Γρηγόρη Γεωργίου Συναδινό (Βαρού), που διακρίθηκε κι ως ερασιτέχνης του Αναγνωστηρίου, τον Ηλία Χριστόφα Σιάχο, τον Παναγιώτη Νικολάου Νουλέλη (Ρουδιά), ο οποίος μετά, για ένα διάστημα, άνοιξε δικό του εργαστήρι στην Αθήνα, τον Ευάγγελο Ντογραματζή (Φουνιά), το Στρατή Δούκα Γριμανέλη, το μακαρίτη Προκόπη Σαβέλη (Πατάτα) και τα παιδιά του και κυρίως τον Αναστάση που είναι στην Αυστραλία. Επειδή ήταν περιορισμένος ο αριθμός τους, δεν είχαν σινάφι, όπως άλλοι επαγγελματίες. Ήταν ίσως προσκολλημένοι στους τσερβουλάδες – καπιστράδες, που είχαν προστάτη τον Άγιο Σπυρίδωνα και γιόρταζαν στις 12 Δεκεμβρίου.

ketsetzides
Το δοξάρι κι οι δουλευτές του. Διακρίνονται από αριστερά ο Γρηγόρης Συναδινός (Βαρού) κι ο Ηλίας Σιάχος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)

Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν τ’ αρνόμαλλα. Τ’ αγόραζαν από τους τσομπάνηδες, αλλά κι από τους βυρσοδέψες, τους ταμπάκηδες. Τα ταμπάκικα ή ταμπακόμαλλα τα προτιμούσαν, γιατί ήταν περασμένα από ασβεστερές και ξαίνονταν πιο εύκολα, αλλά και γιατί ήταν πιο φτηνά. Αν δεν επαρκούσαν τα «εγχώρια», αγόραζαν κι από άλλα χωριά του νησιού, αλλά κι από αλλού. Σε μικρές ποσότητες χρησιμοποιούσαν και γουρουνότριχες, για να σφίγγει ο κετσές, να «ψήνεται», όπως έλεγαν.

Η επεξεργασία άρχιζε από το «στοίβασμα». Έτσι λεγόταν η ξάνση, το «λανάρισμα» των μαλλιών. Αυτή γινόταν μ’ ένα καμπυλωτό πλατανίτικο δοξάρι, στο οποίο ήταν προσαρμοσμένη μια γερή χορδή, η «κόρδα», όπως την έλεγαν. Έβαζαν μπροστά τα μαλλιά, χτυπούσαν μ’ έναν κόπανο τη χορδή κι αυτή τα πετούσε στην άκρη και τα έξαινε.

Τα ξασμένα μαλλιά, στη συνέχεια, τα άπλωναν σε μια ψάθα, που ήταν φτιαγμένη από καλάμια και καζίλι. Είχε διαστάσεις ίσαμε 10 μέτρα μήκος και 4 μέτρα φάρδος. Το πρώτο αυτό στρώμα το έβρεχαν με λιωμένο σαπούνι, το «ψχουρντίζαν», για να πετύχει η συγκόλληση. Μετά έκαναν ρολό την ψάθα και την πατούσαν με τα πόδια, για να καθίσουν τα μαλλιά (κλότσμα). Στη συνέχεια την άνοιγαν, έβαζαν δεύτερη πάτωση, έριχναν σαπούνι, την έκαναν πάλι ρολό, όπως και πριν. Αυτή η δουλειά συνεχιζόταν, ώσπου να δέσει καλά το μαλλί. Μετά γινόταν το στάφνισμα, το κόψιμο σε μικρότερα κομμάτια, το άπλωμά τους σε τσόλια, το βρέξιμό τους με ζεστό σαπουνόνερο και το νέο «κλότσμα». Αυτό ήταν και το τελευταίο στάδιο. Ο κετσές μετά πια ήταν έτοιμος.

Οι Αγιασώτες κετσετζήδες κάλυπταν τις ανάγκες όχι μόνο του χωριού τους, αλλά κι άλλων χωριών. Στη Μυτιλήνη μάλιστα είχαν κάτι σαν πρατήριο του προϊόντος τους. Πήγαιναν και στα χωριά, στη Γέρα, στο Πλωμάρι, ακόμα και στη διπλανή Χίο. Σήμερα δεν υπάρχουν πια κετσετζήδικα. Γίνεται εισαγωγή κετσέδων απ’ αλλού. Όσοι εργάστηκαν σ’ αυτή την τέχνη αναγκάστηκαν να την παρατήσουν, ν’ αναζητήσουν άλλο βιοποριστικό επάγγελμα…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 27/1985

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ

dimitrios xoytzaios
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ Ένας Μοραΐτης που ρίζωσε στην Αγιάσο.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Χρυσώ Αγγελή-Καρίνη)

Ο Μιλτιάδης Χουτζαίος γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1887. Ο παππούς του Παναγιώτης καταγόταν από το χωριό Κοσμάς της επαρχίας Κυνουρίας κι ήρθε στη Λέσβο για εργασία με το γιο του Δημήτριο, ο οποίος παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Αικατερίνη Καλπακέλη. Είχαν ελληνική υπηκοότητα και το σπίτι τους, που βρισκόταν εκεί περίπου που σήμερα είναι το σπίτι της μακαρίτισσας Μυρσίνης Βατρικά Γαλετσέλη, ήταν σαν προξενείο, σαν άσυλο που δεν μπορούσαν να το παραβιάσουν οι Τούρκοι. Είχαν μάλιστα το δικαίωμα στις ελληνικές γιορτές να υψώνουν τη γαλανόλευκη.

Ο Δημήτριος Χουτζαίος, καθώς κι ο πατέρας του, ήταν γνωστοί και ως Μαγκανάδες. Το παρατσούκλι αυτό το χρωστούσαν στο επάγγελμα που εξασκούσαν. Ήταν πλανόδιοι ξάντες βαμβακιού, είχαν μάγκανο. Αργότερα ακολούθησαν το επάγγελμα του κεραμοποιού. Είχαν κεραμιδαριό στην Αγριά, στου Σαμουήλ τα ράχτα. Κατασκεύαζαν τούβλα (νεμέδες) και κεραμίδια.

Ο Μιλτιάδης, μικρότερος αδελφός του λαμπρού καλλιτέχνη φωτογράφου Σίμου, έφυγε στην Αμερική. Το 1912 κατατάχτηκε στη Λεσβιακή Φάλαγγα ως εθελοντής κι ήρθε στο αγωνιζόμενο νησί του, μαζί με πολλούς άλλους Λέσβιους. Το 1913 παντρεύτηκε την Παναγιωτούδα Ευστρατίου Εμβάλωμα ή Μαγέλη κι απόκτησε ένα γιο, που ως κοιλάρφανος πήρε τ’ όνομά του. Τον σκότωσε ένας συμπατριώτης του, ο Ψείρας, την 1 Ιουλίου 1914 (εφ. «Λέσβοο> 2-7 1914 (689) και 19-7-1914 (704)).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 26/1985