ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Η Αγιάσος βρίσκεται σε υψόμετρο κι ο Όλυμπός της έχει 967 μέτρα. Ευνοήθηκε και προικίστηκε από τη φύση με μεγάλη απλοχεριά, με οργιώδη βλάστηση. Τις ορεινές, βραχώδεις, γυμνές ή με άγρια βλάστηση εκτάσεις της, η εργατικότητα των κατοίκων της, με σέτια, πεζούλες που έφτιαξε και με κουβαλητό χώμα στον ώμο, τις μετέβαλε σε αποδοτικούς και προσοδοφόρους ελαιώνες. Ύστερα από το Πλωμάρι και τη Γέρα έρχεται τρίτη στην παραγωγή της ελιάς. Σε μια καλή σοδειά φτάνει τις 20-22 χιλιάδες μόδια. Το μόδι υπολογίζεται σε 500 κιλά ελιές με απόδοση κατά μέσο όρο σε λάδι 120 με 125 κιλά. Η γη της είναι κατατμημένη σε μικρά κομμάτια. Κτήματα μεγάλα και συγκεντρωμένα δεν υπάρχουν, όπως σε άλλα χωριά. Όλοι έχουν ένα κομμάτι γης, λίγα δέντρα, ένα δυο μόδια, να κρεμάζουν τον τροβά τους και να βάζουν της σοδειάς των το λάδι. Πολλοί λίγοι, ελάχιστοι ήταν οι πραγματικοί ακτήμονες. Λίγα μόδια είχαν οι περισσότεροι. Γύρω στα 70-90 μόδια 15-20 άτομα. Και από τα 100 και πέρα 2-3.

Για το μάζεμα της παραγωγής απασχολιόνταν σχεδόν όλοι όσοι μπορούσαν να εργαστούν. Λίγες οικογένειες μεγάλων, ή με όνομα παραγωγών, δεν παίρναν μέρος στο μάζεμα. Η προετοιμασία για το μάζεμα άρχιζε, άμα περνούσε του Σταυρού. Καπαρώνονταν οι ραβδιστάδες, οι μαζώχτρες και οι δευτερωτήδες. Από τότες οι τσαγκαράδες και οι ραφτάδες αρχίζανε τα νυχτέρια, για να κάνουν τα παπούτσια και τα ρούχα της δουλειάς, κι ύστερα τα λαμπριάτικα. Τα νυχτέρια τους τέλειωναν το μέγα Σάββατο, με τη Λαμπρή. Ύστερα από τα κάστανα που μαζεύανε, κόβανε και τα μεροκάματα για τις ελιές. Από το Νοέμβρη άρχιζε το πρώτο σήκωμα, μάζευαν τ’ αυγουστιάτικα ξεράδια. Άμα είχε μαξούλι και πεσούρα, ακολουθούσαν ακόμα ένα δυο σηκώματα. Πριν από τα Φώτα κανείς δεν μπορούσε να ραβδίσει ελιές. Εκτός, με ειδική άδεια που έπαιρνε από το Ζαϊράτ (Αγροτικό Συμβούλιο) ή από το Αγρονομείο και μόνο για λαγκάδια και μέρη, στα οποία χάνονταν οι ελιές. Ύστερα από τα Φώτα, που άρχιζε ο ραβδισμός, από τις 3.30′ με 4 το πρωί όλη η Αγιάσος ήταν στο πόδι και σε κίνηση. Οι κεχαγιάδες πήγαιναν και ξυπνούσαν τις μαζώχτρες, για να τους πουν, ανάλογα με τον καιρό που επικρατούσε, πού θα παν και αν θα παν στη δουλειά, και πού θα βγουν, για να συγκεντρωθούν για το ξεκίνημα.

Συνήθως η συγκέντρωση και το ξεκίνημα γινόταν από το Σταυρί. Από κει κατευθύνονταν στις περισσότερες περιφέρειες του λιώνα. Γι’ αυτό κάθε μέρα, τις πρωινές ώρες, γινόταν της παλαβής. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν μπορούσες και ήταν αδύνατο να γνωρίσεις άντρα ή γυναίκα, όπως ήταν θωρακισμένοι για το κρύο. Οι άντρες με τις κουκούλες ή τις μαντίλες στο κεφάλι σα σαρίκια, για να μην κρυώνουν τα αυτιά, και οι γυναίκες κουκουλωμένες με τα άσπρα τσιμπέρια με τις πολύχρωμες πούλιες, που φαίνονταν μόνο η μύτη και τα μάτια τους. Για να βρει κανείς τους δικούς του, έτρεχε από τη μια ως την άλλη, φωνάζοντας ονόματα αντρικά και γυναικεία της παρέας του. Μόνο έτσι μπορούσε να τους βρει. Οι άντρες πήγαιναν στα καφενεία που ήταν όλα ανοιχτά. Οι γυναίκες με σταυρωμένα τα χέρια τους στο στήθος βάζαν τις παλάμες τους κάτω από τις μασχάλες τους και ακουμπώντας πάνω στα ντουβάρια, να μην τις βρίσκει το ξεροβόρι, μεταπατούσαν για να ζεσταθούν.

Στις 4.15′ άρχιζε η κάθοδος των μυρίων στην πατωμένη της Καρίνης. Άνθρωποι και ζώα κατέβαιναν μέσα στο σκοτάδι, όπως κατεβαίνει φουσκωμένος χείμαρρος. Την ώρα που ξεκινούσαν σφύριζαν και οι μπουρούδες των μηχανών, φωνάζοντας τους εργάτες των για τη δουλειά, για να προλάβουν να πετάξουν τις ελιές του κόσμου με 12 στόματα που βγάζαν κάθε μέρα. Σφύριζαν το μεσημέρι και το βράδυ που σκολούσαν από τη δουλειά. Στο δρόμο μες στο σκοτάδι είχαμε και τις συναντήσεις των ερωτευμένων, που δεν έχαναν την ευκαιρία. Πριν χωρίσουν συνεννοούνταν και συμφωνούσαν πού και τι σημάδι θα βάλουν, για να ξέρει όποιος φτάσει πρώτος, αν πέρασε ο άλλος ή είναι ακόμα πίσω. Πολλοί ανεβαίνοντας τα βράδια και βλέποντας τα σημάδια τα χαλούσαν, για να τους παιδεύουν. Στα κτήματα φτάνανε ύστερα από μικρή ή μεγάλη πεζοπορία. Άναβαν φωτιές και όρθιοι ένα γύρω περίμεναν να ξημερώσει για να πιάσουν δουλειά. Αρκετές φορές όμως την πάθαιναν. Μόλις έπιαναν δουλειά και περνούσαν μια δυο ώρες, άρχιζε η βροχή ή το χιόνι, που τους ανάγκαζε να τα παρατήσουν και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Να κάνουν έναν πρωινό περίπατο αρκετών ωρών και να μην πάρουν δεκάρα. Αυτό ήταν για του πατέρα τους την ψυχή. Για να πάρουν το μισό μεροκάματο, έπρεπε να φτάσει το μεσημέρι.

Δεν υπήρχε χειρότερο να ανεβαίνεις το Γολγοθά, την πατωμένη της Καρίνης, βρεμένος, με τις βράκες οι γυναίκες μούσκεμα, και να σε πιτσιλίζουν με τη λάσπη από το πρόσωπο ως σ’ όλα σου τα ρούχα τα γλιστρήματα των ζώων μέσα στις λακούβες. Όταν τα πράγματα έρχονταν βολικά, από την Κούστερη, το Κλιτς κι από αλλού σκολούσαν στις 3.30′ κι έφταναν στο χωριό στις 5.30 με 6 η ώρα. Ώσπου να ετοιμάσει η γυναίκα το βραδινό φαγητό και να ρδνιαστεί για την άλλη μέρα, να δει και καμιά δουλειά του σπιτιού ή της φαμίλιας της, φτάνανε μεσάνυχτα. Της μένανε 3 με 4 ώρες να ξεκουραστεί. Αυτή η δουλειά βαστούσε 5-6 μήνες. Πώς άντεχαν αυτοί οι οργανισμοί, ύστερα από τόση σκληρή δουλειά και κακή διατροφή με όσπρια, αρμυρά, τηγανητά, είναι άξιο απορίας.

Σήμερα ξεκινάν το πρωί στις 7 με 7.30′ με το αυτοκίνητο το αγροτικό και στις 3.30′ με 4 όλοι βρίσκονται στα σπίτια τους. Τώρα το λιομάζωμα έγινε διασκέδαση, πανηγύρι. Όλος ο λιώνας γέμισε κονσερβοκούτια και πλαστικά κεσεδάκια από γιαούρτια. Εμάς, που τα φτάσαμε και τα ζήσαμε, μας κάνουν να απορούμε και να διερωτώμεθα πώς άντεχε και βαστούσε ο κόσμος μ’ αυτές τις συνθήκες. Πώς λοιπόν να μη φαίνονται στους νέους διογκωμένες υπερβολές και σαν ψέματα, που τα ακούν σαν παραμύθια από τις γιαγιάδες τους!

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 26/1985

ΤΟΤΕΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΪΤΟΥΚΙΑ

Τα παλικάρια στους καφενέδες όπου σύχναζαν ανυπομονούσαν, όπως και οι κοπέλες στις γειτονιές, πότε θα φτάσει η ώρα της πατινάδας, για να δει ο καθένας την αγάπη του. Και με το δίκιο τους, αφού βλέπονταν από βδομάδα σε βδομάδα.
Οι παρέες των παλικαριών από τα παλιά χρόνια ως το 1935 περίπου ήταν μεγάλες. Μονοιασμένοι όλοι αναμεταξύ τους και με μεγάλη αλληλεγγύη σ’ όλες τις δουλειές και υποθέσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες παρέες ούτε η αλληλεγγύη που υπήρχε τα χρόνια κείνα.
Ώσπου να φτάσει η ώρα της πατινάδας, τα περνούσαν στους καφενέδες με κουβέντες, χαρτιά, κι όλοι τα κουτσοπίνανε. Όταν φτάνανε σε τσακίρ κέφι, φώναζαν και τη μουσική, για να το γλεντήσουν καλύτερα. Επειδή κείνα τα χρόνια ο κόσμος το γλένταγε και τη μουσική τη φώναζαν πολλοί, οι μουζικάντες ζητούσαν πρώτα να μάθουν τα πρόσωπα της κάθε παρέας που τους ζητούσε, για να κάνουν επιλογή και να παν σ’ αυτή που είχε τα περισσότερα κουβαρντόπαιδα, που θα τους έριχναν πολλά και μεγάλα μπαξίσια. Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παράπονα, σ’ όποια παρέα αποφάσιζαν να παν, απαραίτητα έπρεπε να δώσουν καπάρο. Η μουσική μπροστά, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν στις μετακινήσεις της πατινάδας ή στα καφενεία της αγοράς, συνήθως έπαιζε τον ενθουσιώδη και πεταχτό σκοπό, που είχε συνδεθεί με την κατασκευή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, που έγινε το 1877, της παλιάς μηχανής που λέγαμε. Γιατί σήμερα υπάρχει μόνο το φουγάρο της και το κτίριο, που σύντομα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται.
Για χάρη της ιστορίας θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Οι παρέες των παλικαριών αυθόρμητα και προαιρετικά πήγαιναν και κατέβαζαν από τα καστανοσωθύρια σηκωτά στους ώμους τους τα μεγάλα και μακριά, 7 και 8 μέτρα, καστανίτικα ταμπάνια για την κατασκευή της σκεπής του ελαιοτριβείου, χωρίς να δέχονται καμιά πληρωμή. Οι τότε προεστοί, για να τους ικανοποιήσουν ηθικά πήγαιναν με τους μουζικάντες και τον κόσμο στον Απέσο, να τους υποδεχτούν και να τους παραλάβουν πανηγυρικά. Μπροστά οι μουζικάντες και πίσω τα παλικάρια με τα ταμπάνια στον ώμο τους, οι προεστοί και ο κόσμος περνούσαν την αγορά και τραβούσαν για το Καμπούδι, όπου το εργοστάσιο. Σ’ όλη τη διαδρομή παίζανε το σκοπό αυτό, που τον βάφτισαν «ταμπάνια». Από τότες και μέχρι σήμερα ο σκοπός αυτός διατηρεί αυτό το όνομα.
Όταν έφτανε η ώρα της πατινάδας, οι καφενέδες άδειαζαν κι ερημώνονταν. Όλοι οι δρόμοι πάνω στη διαδρομή της πατινάδας ήταν γεμάτοι από παλικάρια. Άλλοι με μουσικά όργανα μπροστά, άλλοι αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας, άλλοι χαριτολογώντας κι αστειευόμενοι τραβούσαν για τα κουϊτούκια. Αν κανείς από την παρέα είχε ή προσπαθούσε να δημιουργήσει αίσθημα, αν βρίσκανε «καριγλιά», καθίζανε, αλλιώς το περνούσανε στο πόδι, ώσπου να βολευτούν. Πίνανε τα καραφάκια το ρακί με μεζέ την αγκουρίδα, τα αρκόμλα και τις μούσκλες τουρσί και τελευταία με τις ζαγλαπίδες (στραγάλια), κάνανε και το χορό τους. Παρ’ όλο που οι χοροί γίνονταν πάντα με τη σειρά, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις, τα μικροκαβγαδάκια και οι καβγάδες. Τα προκαλούσαν οι μερακλωμένοι αγαπητικοί, οι μπελαλήδες και οι εφέδες που ως το 1935 περνούσε ακόμα η μπογιά τους. Γι’ αυτό όχι πολύ σπάνια βλέπαμε κάθε Δευτέρα σαρικωμένα κεφάλια σαν χοτζάδες.
Κάθε Κυριακή και πασιμάδη σ’ όλα τα κουϊτούκια καιγόταν κυριολεκτικά το πελεκούδι. Σ’ όλα γίνονταν της παλαβής και γλέντια τρικούβερτα. Παντού και σ’ όλους επικρατούσε το κέφι, η ευθυμία, η χαρά και το γέλιο. Ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Στο κουϊτούκι που έπαιζε μουσική χαλούσε ο κόσμος από τα φυσερά όργανα (κορνέτες, τρομπόνια, κλαρίνα, μπάσα). Οι χοροί παίρνανε και δίνανε και δε σταματούσαν καθόλου. Άρχιζαν με το συρτό, το ζεϊμπέκικο, το βαρύ ζεϊμπέκικο, που πάνω στο χορό ο ένας από τους χορευτές τραβούσε και τον αμανέ, ενώ ο άλλος τραβούσε το μιντέτι, με τον καρσιλαμά και τον μπάλο. Στον μπάλο ο κορνετίστας Στρατής Ρόδανος (Άννα) ή ο κλαρίνατζης Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος) δημιουργούσαν ένα σόλο με τόσο πάθος, που έκανε τους χορευτές να ανάβουν τα αίματά τους, να φρενιάζουν, να χοροπηδούν, να σφυρίζουν με τα χέρια στο στόμα κι η παρέα τους να χτυπά παλαμάκια πάνω στο χορό και να ξεσπά σε ενθουσιώδη και χαρούμενα ξεφωνητά, που χαλούσαν τον κόσμο. Πάνω στον ενθουσιασμό τους οι χορευτές πετούσαν στο σαντούρι τα μπαξίσια το ένα πάνω στο άλλο. Όσο πολλά και μεγάλα μπαξίσια ρίχνανε πάνω στο σαντούρι, τόσο δυνατά έπαιζαν τα φυσερά όργανα που ξεκούφαιναν τον κόσμο. Κάπου κάπου ορισμένοι απ’ αυτούς χόρευαν και τον τσάμικο. Ο ένας από τους δυο χορευτές κρατούσε στο χέρι του μαχαίρι. Διάγραφε μ’ αυτό κινήσεις, κάνοντας πως κόβει τάχα τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι του συγχορευτή του, που καθόταν ακίνητος και απαθής. Συνέχιζαν το χορό και επαναλάμβαναν τα ίδια. Ακόμα χόρευαν και τσιφτετέλι. Και οι δυο οι χορευτές με τα ποτήρια στα δυο τους χέρια τα χτυπούσαν πάνω στο χρόνο της μουσικής, κάνοντας διάφορες κινήσεις και προσπαθώντας να χορέψουν και το χορό της κοιλιάς, χωρίς να τα καταφέρνουν. Τέλειωναν οι χοροί με το «μαζεμένο», που τον έλεγαν έτσι επειδή σήκωναν στο χορό όλη την παρέα.
Από τον πολύ συνωστισμό που υπήρχε στα κουϊτούκια με μεγάλη δυσκολία κρατούσαν ένα μικρό, πολύ μικρό χώρο για το χορό. Ίσαμε που μπορούσαν οι χορευτές να μεταπατούν και να κουνούν τα πόδια τους. Μέσα στο μικρό αυτό χώρο λέγανε πως χόρευαν, ενώ στην πραγματικότητα πατούσανε σταφύλια στη σταφυλοσκάφη.
Πάνω στο γλέντι και το χορό τα παλικάρια ρίχνανε γλυκές ματιές και τσατίζανε τις κοπέλες, για να πλέξουν τα ερωτικά τους αισθήματα. Οι κοπέλες που ανταποκρίνονταν στα αισθήματα των παλικαριών, κλέφτοντας τη ματιά της μάνας των, απαντούσαν με συγκαταβατικά νεύματα των ματιών και με ντροπαλά γλυκά χαμόγελα. Ντροπιασμένο το παλικάρι, που η άπιστη το τάγιζε κουκιά (απαντούσε στα νεύματα άλλου παλικαριού μπροστά του), άρχιζε τα σπασίματα και το χορό, αν υπήρχαν μουσικά όργανα, που δε σταματούσε να χορέψει και άλλος. Σε παλιά χρόνια στην περίπτωση αυτή, που το παλικάρι ήταν καλά νταλγκαδιασμένο, την αγαπούσε πραγματικά και το έπαιρνε κατάκαρδα, τραβούσε από τη μέση του το μαυρομάνικο και το κάρφωνε στη γάμπα του, παίρνοντας έτσι ανάλια (έτσι λέγανε το μαχαίρωμα αυτό). Την ανάλια αυτή μπορούσε να την πληρώσει με το σακάτεμα του ποδαριού του ή και με τη ζωή του, αν χτυπούσε πάνω σε φλέβα.
Την ώρα που τα παλικάρια χόρευαν με τη μουσική στο κουϊτούκι, οι κοπέλες, που τα παλικάρια τους δε βρίσκονταν εκεί, πήγαιναν στα παρασόκακα ή στις αυλές των γειτονικών σπιτιών κι άρχιζαν κι αυτές το χορό. Έτσι μάθαιναν να χορεύουν οι κοπέλες. Κι όταν έφτανε η μεγάλη ώρα της χαράς των, που ο γαμπρός θα τις σήκωνε να χορέψουν, ήταν όλες τους ξεφτέρια. Και χόρευαν καλύτερα από τα παλικάρια που χαιρόσουνα να τις βλέπεις και να τις καμαρώνεις.
Ήταν η ρομαντική εποχή που το παλικάρι λαχταρούσε και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα αν κατάφερνε να πάρει έστω και μια λέξη από το στόμα της κοπέλας του. Ήταν η πλατωνική εποχή, που τα ραβασάκια με τις ζωγραφισμένες καρδιές με το καρφωμένο βέλος πάνω τους πηγαινοέρχονταν από τους μικρούς ταχυδρόμους της γειτονιάς. Τα γράμματα άρχιζαν με το τραγούδι:

Γράμμα στα χέρια που θα πας,
στα χέρια που θα μείνεις,
τον πόνο της καρδούλας μου
καλά να τόνε κρίνεις.

Ακολουθούσαν κι άλλα τραγούδια, που φανέρωναν τον έρωτα και τέλειωναν πάλι με το τραγούδι και με πολλά αχ-βαχ.

Τελείωσα το γράμμα μου
και τώρα θα το κλείσω,
παρακαλώ την Παναγιά,
για να σε αποχτήσω.

Τα ραντεβού ως το 1935 ήταν σπάνια, δύσκολα και πολύ ακριβά. Δίνονταν κρυφά με χίλιες δυο προφυλάξεις, καρδιοχτύπια, και στα πεταχτά, με την προστασία του σκοταδιού και των φιλενάδων της κοπέλας που φύλαγαν τσίλιες. Σιγά σιγά και με τον καιρό έσπασαν οι μεγάλοι περιορισμοί που είχαν οι κοπέλες. Καθιερώθηκε το μίλημα, όπως το έλεγαν. Σαν νύχτωνε και αραίωναν τα σύρτα φέρτα μέσα στους μαχαλάδες, οι νέοι ξεκινούσαν δυο δυο ή τρεις τρεις, ανάλογα με τα αισθήματα, σε κάθε γειτονιά για το συνηθισμένο μέρος που είχαν ορίσει με την κοπέλα ο καθένας, για να τα πουν από κοντά και ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Όταν μέστωνε καλά η ώρα, οι παρέες παίρναν πάλι βόλτα το χωριό, για να τραγουδήσουν ο καθένας το κορίτσι του κάτω από τα παναθύρια τους. Ο καλλίφωνος της παρέας θα τραβούσε τον αμανέ με το ανάλογο τραγούδι, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, ανάλογα με την περίπτωση. Όπου υπήρχε κρυφός έρωτας, που η κοπέλα δεν ήθελε να μαθευτεί, η παρέα σταματούσε στο τρίστρατο ή στη μέση του δρόμου, για να θολώσει τα νερά. Το πρωί όλη η γειτονιά αναρωτιόταν και προσπαθούσε, αν δεν μπορούσε να μάθει, τουλάχιστον να μαντέψει για ποια ήταν τα τραγούδια και ποιος ο γαμπρός.

Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.
Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.

Δεν έλειπαν και οι κανταδόροι με τα μαντολίνα, που τα χρόνια εκείνα ήταν της μόδας. Τις καντάδες τις φέρνανε από την Αθήνα οι φοιτητές και οι μαθητές από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Τις καντάδες τις τραγουδούσαν τα φραγκέλια, οι λιμοκοντόροι, όπως έλεγαν τους φοιτητές, τους μαθητές Γυμνασίου και τα δασκαλέλια. Με μια λέξη οι Αναγνωστηριακοί. Αυτοί λανσάρανε μέσα στο χωριό τις καντάδες. Όταν ακούγονταν καντάδες να τραγουδούν, ό,τι ώρα και να ήταν, μέρα ή νύχτα, κανείς δε ρωτούσε να μάθει ποιοι τραγουδούν, γιατί ήξεραν πως τις καντάδες τις τραγουδούσαν πάντα τα παιδιά του Αναγνωστηρίου. Τα τραγούδια τις νύχτες μέσα στο χωριό βαστούσαν κοντά στα μεσάνυχτα το χειμώνα και μέχρι τις αυγές, το καλοκαίρι. Γι’ αυτό, το γράψιμο και οι μηνύσεις από την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας ήταν συνηθισμένα. Και η καταδίκη από τον ειρηνοδίκη σίγουρη τις περισσότερες φορές. Τα κάνανε όμως όλα χαλάλι για το χατίρι της μικρής που λέγει το τραγούδι.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος και η καλπάζουσα εξέλιξη σάρωσαν και άλλαξαν τα πάντα. Ύστερα από το 1945-46, που έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι, άλλαξαν και γύρισαν τα πράματα ανάποδα. Οι κοπέλες απόχτησαν μια σχετική ελευθερία. Μπορούσαν να βγαίνουν με τις παρέες τους και τις φιλενάδες τους βόλτα, χωρίς πίσω τους να ακολουθούν οι μητέρες τους. Από του Αγίου Δημητρίου ως της Αγίας Τριάδας οι κοπέλες βγαίνουν στο Καμπούδι. Περνώντας από τα καφενεία, το «Νέο κόσμο» του Μαρίνου Ζαφείρη, «Τα δώδεκα αδέρφια» του Στρατή Καρέτου (Ράρας), τη «Χαραυγή» του Ιγνάτη Γεωργαντή (Κουτσλιάς) πηγαινοέρχονται ως τα Κουρκουλούτσια. Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει τραβούν για το Σταυρί, το Καζίνο. Έτσι το λέγανε ως το 1923, που, ένας Μυτιληνιός ενοικιαστής του, επειδή έχει το σχήμα βαποριού, του έδωσε το όνομα Φαμάκα, ενός από τα δυο αιγυπτιακά βαπόρια, που έκαναν τη γραμμή Χίου-Πειραιά. Από τότες μέχρι σήμερα πήρε και διατηρεί το όνομα αυτό.
Ύστερα από της Αγίας Τριάδας τα σύρτα φέρτα μεταφέρονταν στον κάτω δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Οι κοπέλες με τις παρέες τους περνούν αγκαζέ από τα καφενεία του Βασίλη Γραμμέλη, όπου σήμερα το Αναγνωστήριο, του τότε Νίκου Βουλβούλη, σημερινό Γιάννη Δαγιέλη (Κατσαμπού), των αδελφών Στρατή, Γιάννη και Προκόπη Δουλαδέληδων και το δημοτικό κέντρο, την Τραγιάσκα, όπως το έλεγαν, επειδή έμοιαζε με τραγιάσκα, του τότε Γρηγόρη Χατζηραβδέλη, και κάνουν τον περίπατό τους μέχρι και πέρα από το κτίριο της παλιάς ηλεκτρομηχανής του Αλαμανέλη. Πίσω τους ακολουθούσαν τα παλικάρια. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς τον παραμικρό φόβο, ο ένας δίπλα στον άλλο λεν τους καημούς των. Παρακολουθούν τη μόδα, αρχίζοντας από το φουρό, πέρασαν στο μάξι και στη μίνι φούστα, φτάσανε στα παντελόνια και στα σορτς, λίγα βέβαια ακόμα. Πηγαίνουν στο σινεμά και στα κέντρα μόνες τους κι ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη κι έθιμα.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

Απ’ του Καλάμ’ …

Μες στου Κάμπου φώναζι Αμπλίκους:
Κύριιιιιι, μας φέραν φρέσκα ψάρια στα ψαράδικα.
Ρώτ’σι ένας που φοβούνταν φαίνιτι μην είνι απί του Κόλπου τς Γέρας.
Απού πού είνι, ε Τίν(ι), τα ψάρια;
Λέγ(ι) Αμπλίκους:
Απ’ του Καλάμ’

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 28/1985

ΕΝΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ 1880. ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΦΩΤΙΑΣ

Φαίνεται ότι στα τέλη του περασμένου αιώνα στην τοποθεσία «Μπαμπατσούλα» περιοχής Σκούντας γινόταν κάθε χρόνο πανηγύρι της Αγια-Φωτιάς, με πληθωρική συμμετοχή κατοίκων των γειτονικών χωριών. Πιστεύω ότι στην περιοχή αυτή, που τη χαρακτηρίζει μια αδιατάρακτη παραδοσιακή συνέχεια από τα πανάρχαια χρόνια, το πανηγύρι θα επιζεί μέχρι σήμερα. Τα επεισόδια πάντως που έγιναν το 1880, χάριν κάποιας ωραίας Ελένης, ήταν τόσο σοβαρά, ώστε ο εισαγγελέας της Μυτιλήνης Χουσνή-Βέης πήγε προσωπικά στη Σκούντα μαζί με ιατροδικαστή, που υπέβαλε το ραπόρτο που δημοσιεύουμε πιο κάτω. Ο κόσμος μέσα από τις γραμμές του παλιού εγγράφου μοιάζει σαν όνειρο μακρινό, που ποτέ δεν θα ήταν υπαρκτό, αν τα ονόματα που ακούγονται και σήμερα δε θύμιζαν την αλήθεια.

palikaria
Παλικάρια της Αγιάσου βρακοφορεμένα, γαρουφαλοστόλιστα… Ο φραγκοφορεμένος Βασίλης Σταύρου Μπεγιάζης έφυγε λαθραία και πήγε να καζαντίσει στην Αμερική… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρύσανθος Παν. Χατζηπαναγιώτης)

«Σήμερον, την 24ην Απριλίου 1880, την 3ην μ.μ. ώραν, ανεχωρήσαμεν μετά του Είσαγγελέως Χουσνή-βέη εις χωρίον Σκούδαν (sic) (εφθάσαμεν την 6ην μ.μ.), ίνα εξετάσωμεν τον Κλεάνθην Κωνσταντίνου ηκισθέντα υπό των Ηρακλή Ποδαρά, Γιάννη Χριστοφαρέλλη, Στρατή Μουτζούρη, Δημήτρη Γιαταγανέλλη και άλλων τριών ακόμη ατόμων, όλων Αγιασωτών και μεθυσμένων, την 24η Απριλίου 1880, την πρωίαν, εις την Αγίαν Φωτιάν (Φωτεινήν) εις Μπαμπατσούλα, όπου εγένετο πανήγυρις. Οι Αγιασώται ούτοι εζήτουν να κακοποιήσουν τον άνδρα μιας εξ Ιππείου, άλλοτε φυλακισμένης εις το Νοσοκομείον Αγίου Θεράποντος, Ελένης, διότι εις Μακαρόνης (όστις ήτο φυλακισμένος) ηράσθη αυτής και αυτή αυτού και εξήλθον και εσυγκατοίκησαν επί εβδομάδα. Ο δε Μακαρόνης ούτος ήτο Αγιασώτης και είχε φίλους τους άνω Αγιασώτας, οίτινες, διατί ο ανήρ αυτής εζήτησεν να δεχθή αυτήν πάλιν και μετά το πάθημα αυτό, εζήτησαν να κακοποιήσουν προς εκδίκησιν τον άνδρα της Ελένης, αλλά κατά δυστυχίαν, κατά λάθος ενόμισαν αυτόν, λέγουν οι χωρικοί, ως άνδρα της Ελένης.

Ο αικισθείς εκ χωρίου Θερμής ηρραβωνισμένος εις Σκούδαν, ηλικίας 26 ετών, εύρωστου κράσεως, γεωργός το επάγγελμα, είχε την αριστερόν κτλ». Επακολουθεί λεπτομερής ιατροδικαστική έκθεση, με περιγραφή των τραυμάτων, των οργάνων με τα οποία «κατηνέχθησαν», την πρόγνωση και τη διάρκεια της θεραπείας, την τυχόν αναπηρία που θα παρέμενε, καθώς και το όνομα του πραγματικού συζύγου της Ελένης, ο οποίος στο σημείο αυτό στάθηκε τυχερός και γλίτωσε τις «αικίες».

Ο ιατροδικαστής από επαγγελματικό ενδιαφέρον φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκούντα πληροφορήθηκε και σημειώνει στο περιθώριο: «Εις Ήπιος (αυτή τη γραφή χρησιμοποιεί αντί Ίππειος) υπάρχει ο ιατρός των δηγμάτων των όφεων, εις αράπης, όστις πιπιλίζει το τραύμα καί τα χείλη του πρήσκονται, ως μοι είπον. Εις παις δηχθείς υπό κυνός (ίσως λυσσώντος) εγέμισεν, μοι είπον, από φούσκας και εις την γλώσσαν και επήγε εις Πέργαμον να θεραπευθή».

ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 25/1984