ΑΛΛΑΖΟΥΜΙ;

Νέστουρ’ς, σάνι τέλειουσι τς ιδ’λειέσιντ στου πριβουλέλ’, ανέβ’τσι στου γκαφινέ, στουν Άγιου Δ’μήτ’, κουρασμένους, α πιει ένα γκαφέ γη άθριπους. Στου παραδίπλα τού τραπέζ’ κάτ’ ντου ένας ειρηνουδίκ’ς τσι ίπ’νι τσι φτος τού καφέ ντ. Σάνι είδι του Νέστουρα, πιάσι ντ κουβέντα – πως μαθές εδώ είναι η καλή και υγιεινή ζωή, εσείς θα ζήσετε ατέλειωτα χρόνια, ό,τι θέλετε το έχετε στα χέρια σας, πρέπει να είσθε ευτυχισμένος που είσθε αγρότης – τσι άλλα έγιτια ένα σουρό, λέγ’ς τσ’ ίβγαζι λόγου προυϊκλουγικό. Νέστουρ’ς κάπνιζι τσι δένι μίλα. Σάνι τέλειουσί ειρηνουδίκ’ς, γυρίζ’, λουγιάζ’ ντουν, τσι λέγει ντ:

Αλλάζουμι;

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 03/1981

ΡΟΥΜΑΣΙ ΓΙ ΑΠΔΑΡΑ…

Δημητρός γι Ντιλόγκους, γι Απδάρα, είχι του τρόπου να προυκαλεί του Νέστουρα τσι να τουν κάν’ να λέγ’ τα πθίτκαντ. Μια μέρα λοιπόν ψλόβριχι. Ίβγι γι Απδάρα να φύγ’, αλλά μόλις έκανι δυο ζάλα ιλμπτζώστσι τσ’ έπισι κάτου. Νέστουρας που τουν είδι σχουλίασι: για δε, γι Απδάρα ρούμασι τσ’ έπισι κάτου.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 61/1990

Ε ΤΟΥ ΑΠΟΥΓΕΥΚΑ…

Γιώρ’ς του Τσουκαρέλ’, Δμήτ’ς Ντιλόγκους, γι Απδάρα, τσι Νέστουρας Αρβανίτ’ς καθούνταν μες σ’ Καλφαγιάνν’ του καφινέ. Έγτσι π’ καθούνταν πιάν’ μια μπόρα, ένα νιρό άλλου πράμα. Γιου Ντιλόγκους θέλσι να πειράξ’ του Νέστουρα τσι ρώτ’σιντουν:

Ε Νέστουρα, είνι καλό έγιουτου του νιρό;

-Ε του απουγεύκα, Ε Δμήτ’.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 61/1990

ΙΡΟΥΤΙΒΜΕΝ’ ΕΙΣΤΙ;

Νέστουρας τ’ Αρβαν’τέλ’ μια φουρά πέρνα απόξου απ’ του Γυμνάσιου μι του γάδαρουντ. Ιπειδή του ζο έφτη τ’ μέρα ήνταν κουμμάτ’ αγγρισμένου, βάσταντου σφιχτά, κουντά απ’ του καπίστ’. Δυο σκουλειόπιδα, για να τουν πειράξιν, τουν ρουτησαν: –Ω μπάρμπα, πώς βαστάς έδγιετς του σύντρουφου σ’, ιρουτιβμέν’ είστι; –Όχ’, μουρέλια μ, λέγ’ γιου Νέστουρας, βαστώ τουν, γιατί θέλ’ να έρτ’ να γραφτεί στου Γυμνάσιου.

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 54/1989