Η περίπτωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του πλανόδιου λαϊκού ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, απασχόλησε και εξακολουθεί ν’ απασχολεί, από τις αρχές κιόλας της περασμένης εκατονταετηρίδας ως τις μέρες μας, τους εργάτες της τέχνης, των γραμμάτων και της επιστήμης. Πρώτος καταπιάστηκε ευθυμογραφικά με το Θεόφιλο, ως ιδιόρρυθμο ζωγράφο, ο λόγιος και λαογράφος Γεώργιος Αδρακτάς, ο οποίος δημοσίευσε στο πανελλήνιας εμβέλειας «Εθνικόν Ημερολόγιον» (1901) του Κωνσταντίνου Σκόκου τη «χωριάτικη ιστορία», όπως την υποτιτλίζει, «Ο φουστανελλάς ζωγράφος», εικονογραφώντας την μάλιστα με πέντε γελοιογραφίες-σκίτσα, που φιλοτέχνησε ο νεαρός τότε ζωγράφος και χαράκτης Δημήτριος Γαλάνης. Πρώτος όμως μελετητής στάθηκε ο λαογράφος Κίτσος Μακρής με το πρωτόλειό του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» (1939). Στη συνέχεια το ενδιαφέρον για το Θεόφιλο εκδηλώθηκε εντονότερα και η βιβλιογραφία πλουτίστηκε και συνεχίζει να πλουτίζεται ολοένα και περισσότερο με μονογραφίες, με άρθρα, με λευκώματα, με αφιερώματα, καθώς και με ενδιαφέρουσες αναφορές, μαρτυρίες και πληροφορίες, δικών μας και αλλοεθνών, ειδικών σε θέματα της τέχνης του χρωστήρα και μη. Στον κατάλογο αυτών οι οποίοι εστίασαν κατά καιρούς την προσοχή τους στο Θεόφιλο, ερευνητικά ή απλώς περιστασιακά, συγκαταλέγονται πολλοί και σημαντικοί χρυσικοί του λόγου και της τέχνης, όπως ο Γουναρόπουλος, ο Ουράνης, ο Μυριβήλης, ο Μελάς, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Βενέζης, ο Τόμπρος, ο Τσαρούχης, ο Σπητέρης και ο Σεφέρης, για να περιοριστώ σε ορισμένους μονάχα προδρομικούς, χωρίς να θέλω με αυτή την επιλεκτικότητα να υποτιμήσω τον πνευματικό μόχθο κανενός.
Παρ’ όλες τις φιλότιμες ερευνητικές προσπάθειες υπάρχουν ακόμη σκοτεινά σημεία στη ζωή και στο έργο του ζωγράφου. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναπαράγονται ως την εποχή μας παντοειδείς εικοτολογίες και ανακρίβειες, εναρμονιζόμενες με το συντηρούμενο «παραμύθι» του Θεόφιλου, το οποίο ως προς ορισμένα σημεία θα μπορούσε ν’ απολιπανθεί από την πλεονάζουσα λογοκοπία, χωρίς να χάσει την αίγλη του.
Ο Θεόφιλος, σύμφωνα με επίσημες καταχωρίσεις αρμόδιων θεσμοθετημένων οργάνων και υπηρεσιών της πολιτείας στη Μυτιλήνη (Δήμος, Νομαρχία, Στρατολογία) γεννήθηκε το 1871. Για το πού ακριβώς γεννήθηκε υπάρχει διχογνωμία. Από τους περισσότερους ως τόπος γέννησης θεωρείται η Βαρειά, το γραφικό αυτό προάστιο της Μυτιλήνης, όπου υπήρχε πύργος της οικογένειας του Θεόφιλου. Ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, της φαμίλιας του τσαγκάρη Γαβριήλ Χατζημιχαήλ Κεφάλα – το βαφτιστικό με το πέρασμα του χρόνου υποκατέστησε το επώνυμο – και της Πηνελόπης, θυγατέρας του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου, ο οποίος καταγόταν από τα Μοσχονήσια.
Ο Θεόφιλος υπήρξε εγγονός του αγιογράφου, αλλά δε γνωρίζουμε σίγουρα αν μαθήτεψε κοντά του και αν επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιδικά και για τα νεανικά του χρόνια είναι ελλιπείς και ανεξακρίβωτες. Επομένως δεν έχουμε σαφή γνώση για τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε και για τις όποιες ασχολίες του. Βέβαιο πάντως είναι ότι μετά τη χειραφέτησή του πήρε των ομματιών του και ήρθε στη Σμύρνη, που ήταν πολυάνθρωπη πολιτεία, βασικά ελληνοχριστιανική, όπως και το Αϊβαλί, με έντονη παρουσία Μυτιληνιών. Οι λόγοι της αποδημίας του δε μας είναι γνωστοί. Ίσως να ήθελε ν’ απεγκλωβιστεί από ένα περιβάλλον απόρριψης, εμπαιγμού και χλεύης. Τον θεωρούσαν ονειροπαρμένο, μονόχνοτο, οκνηρό, ανεπρόκοπο, αχμάκη. Πολλά από αυτά που λέγονται για την εδώ περιπετειώδη ζωή του, για τις εκκεντρικές του ενέργειες και για τις καλλιτεχνικές του πραγματώσεις, δεν αποκλείεται να είναι συνηθισμένα μυθεύματα. Αναφέρεται ότι κυκλοφορούσε στο χώρο του Ελληνικού Προξενείου, αυτοπροσδιοριζόμενος «θυροφύλαξ», δηλαδή καβάσης, κλητήρας, φορώντας φουστανέλα, η οποία λειτουργούσε ως σύμβολο εθνικής λεβεντιάς και αντρειοσύνης. Αναφέρεται ακόμη ότι κάποτε, θέλοντας να υπερασπιστεί τη ζωή του Έλληνα προξένου, εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας, σκότωσε έναν Τούρκο, πράξη που τον ανάγκασε να φύγει από τη Σμύρνη και να έρθει στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στα χωριά του Πηλίου. Ενδιαφέρουσα και η πληροφορία που τον θέλει ερωτευμένο με κάποια κοπέλα, την Ειρήνη, την οποία όμως έκλεισαν τ’ αδέρφια της σε σχολείο καλογραιών, για να θέσουν τέρμα σ’ αυτή τη σχέση.
Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος έφυγε πιθανότατα το 1897, τη χρονιά που κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ίσως να του κέντρισαν το ανύπνωτο εθνικό φρόνημα η συνταραχτική είδηση της κατάληψης της Κρήτης και το συνακόλουθο ξεσήκωμα των απανταχού Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και των αλύτρωτων της Μικρασίας και της πατρίδας του Λέσβου. Λέγεται ότι κατατάχτηκε σε αντάρτικό σώμα ως εθελοντής και ότι έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις του παράτολμου και ατυχούς πολέμου, στο Βελεστίνο και στο Δομοκό.
Στα πηλιορείτικα χωριά ο Θεόφιλος έμεινε τριάντα περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με μια από τις αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Εδώ ολοκλήρωσε το δεύτερο κύκλο της ζωής και των πραγματώσεών του στο χώρο της λαϊκής ζωγραφικής. Γνώρισε τον τόπο και τον αγάπησε. Ολοχρονίς γύριζε με τα σύνεργα της τέχνης του, για να ικανοποιεί το μεράκι της ψυχής του και για να εξασφαλίζει παράλληλα την καθημερινή του επιβίωση. Παντού άφησε ζωγραφιές του, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε σπίτια, σε αρχοντικά, σε μαγαζιά, σε μύλους. Χαρακτηριστικές αυτές που φιλοτέχνησε στον Άνω Βόλο, στο αρχοντικό του Γιάννη Κοντού, ο οποίος του συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη.
Το 1927, παρακινημένος πιθανότατα από τη νοσταλγία, αλλά και από ένα ατύχημα που του προκάλεσε κάποιος γκρεμίζοντάς τον από τη σκάλα, στην οποία ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, επέστρεψε στο νησί του. Εντωμεταξύ πολλά είχαν συμβεί, πολλά είχαν αλλάξει. Η Λέσβος είχε απελευθερωθεί το 1912 από τον τούρκικο ζυγό και δυο χρόνια αργότερα είχε ενσωματωθεί στον κορμό της μητέρας πατρίδας. Ο ελληνισμός της Μικρασίας είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς μετά το χαλασμό του 1922 και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επουλώσει τις πληγές του.
Το 1929 συνάντησε στη Μυτιλήνη το Θεόφιλο ο διαπρεπής Λέσβιος τεχνοκρίτης και εκδότης καλλιτεχνικών βιβλίων και περιοδικών Στρατής ΕλευΘεριάδης-Teriade, ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Παρίσι, όντας φίλος μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Τζακομέτι και άλλοι. Του ζήτησε να φιλοτεχνήσει ζωγραφιές, προσφέροντάς του τα υλικά, πανί κάμποτ και χρώματα. Η συμφωνία αυτή ίσχυσε και ο αμητός της στάθηκε πλούσιος και επωφελής για τον τόπο μας.
Στη Λέσβο ο Θεόφιλος συνέχισε τον τρόπο της ζωής του, ολοκληρώνοντας το στερνό κύκλο της δημιουργικής περιόδευσης. Έχοντας ως ορμητήριο την πρωτεύουσα, επισκεπτόταν τακτικά τις κωμοπόλεις και τα χωριά, για ν’ αποτυπώσει την τέχνη του, όπου έβρισκε πρόσφορη επιφάνεια, σε τοίχους, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε χαρτόνια. Φιλοτέχνησε έργα παντού, σε σπίτια, σε πύργους, σε καφενεία, σε μαγαζιά, αλλά πολλά από αυτά, όπως ήταν φυσικό, καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου ξεφεύγουν από τα ασφυχτικά πλαίσια της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Είναι ξεχείλισμα ψυχής που συντηρείται από τη βρυσομάνα της εθνικής παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού. Διακριτικά τους γνωρίσματα η απλότητα, η αφέλεια, η φυσικότητα, η εκφραστική ποικιλία και η ποιότητα, ο αυθορμητισμός, η καλή χρήση του φωτός. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος είναι κατά κανόνα δικής του μείξης και παρασκευής. Οι ιδιόγραφες λεζάντες των έργων του, με ορθογραφικά σφάλματα και με σολοικισμούς, άλλοτε σύντομες και άλλοτε αναλυτικές, μαρτυρούν τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του, αλλά παράλληλα και τον πλούτο και τη ζέση της καρδιάς του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός των άλλων, η ολίσθησή του στον ταυτισμό με πρότυπά του, με το Μεγαλέξαντρο και με αγωνιστές του ’21 και όχι μόνο, η αξιοποίηση χαλκογραφιών, χαλκομανιών, εικονογραφημένων δελταρίων, χρωμολιθογραφιών και φωτογραφιών, με δυνατότητα αισθητής απεξάρτησης, καθώς και ο ετεροχρονισμός, που είναι έκδηλος π.χ. στο έργο «Ο ναύτης και η Ευρυδίκη», στο οποίο συνταιριάζεται το παρόν με το απώτερο παρελθόν.
Θεματολογικά ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε ζωγραφιές, οι οποίες πιστοποιούν το ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και υποδηλώνουν τις ιδέες του, τη φυσιολατρία του, τη θρησκευτικότητά του, την προσήλωσή του στην εθνική παράδοση, το φλογερό πατριωτισμό του, τον έντονο τοπικισμό του και την άδολη αγάπη του προς τον άνθρωπο.
Εμπνευσιακά ο Θεόφιλος αντλεί τα θέματά του από την αρχαία ελληνική μυθολογία και φιλολογία, από τη βυζαντινή ιστορία, από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και από την Επανάσταση του 1821, από τη νεότερη ελληνική ιστορία, από την παγκόσμια ιστορία, από τη χριστιανική παράδοση, από τη ζωή και από τη δράση των γεωργών, των ποιμένων, των αλιέων και των κυνηγών, από το χώρο των επαγγελμάτων, από τα πανηγύρια και από τα γλέντια. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εξάλλου και οι τοπιογραφικές επιδόσεις του Θεόφιλου, καθώς και οι προσωπογραφίες επώνυμων, αλλά και χαρακτηριστικών τύπων, που φιλοτέχνησε με μεράκι.
Τα έργα του Θεόφιλου φυλάγονται σε μουσεία, σε πινακοθήκες, σε ιδιωτικές συλλογές. Ίσως κάποια έργα του να μην έχουν ακόμη εντοπιστεί, να μην έχουν δηλωθεί και να μην έχουν γίνει γνωστά. Από τους χώρους μόνιμης έκθεσης και διατήρησης έργων αξίζει να μνημονεύσουμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά. Το μουσείο αυτό ιδρύθηκε, με δαπάνες του Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, στο προάστιο Βαρειά και στη συνέχεια δωρήθηκε στο Δήμο Μυτιλήνης. Λειτουργεί από το 1965. Ο Teriade το στόλισε με 86 πίνακες, οι οποίοι ανήκαν στην ιδιωτική συλλογή του και φιλοτεχνήθηκαν από το Θεόφιλο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίνακες του Θεόφιλου εκθέτονται και στο πλησιόχωρο Μουσείο – Βιβλιοθήκη Στρατή ΕλευΘεριάδη-Teriade. Έργα όμως του Θεόφιλου σώζονται και αλλού, όπως π.χ. στο καφενεδάκι, που λειτουργούσε άλλοτε στην Καρύνη της Αγιάσου, για τις ζωγραφιές των τοίχων του οποίου έγραψαν ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο Στρατής Μυριβήλης, στη νουβέλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», και για τις οποίες όψιμα εκδήλωσε το σωστικό της ενδιαφέρον η πολιτεία.
Ο Θεόφιλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ήταν άνθρωπος ονειροπόλος, με φλογερή εφηβική καρδιά ως το γέρμα του βίου του. Ήταν καλοσυνάτος, ταπεινός, απερηφάνευτος, απείραχτος, ανεξίκακος. Γνώρισε δυσκολίες, εξευτελισμούς, βάσανα, πειράγματα, κάποτε κακόγουστα, και έλλειψη συμπόνιας. Έζησε παρεξηγημένος, γιατί η συμπεριφορά του σε αρκετές περιπτώσεις λογιζόταν αποκλίνουσα, αφού κυκλοφορούσε ως τσολιάς, παρακινημένος από το μεράκι της εθνικής αντρειοσύνης, αφού μασκαρευόταν αποκριάτικα Μεγαλέξαντρος, αφού συγκροτούσε «στρατό» από μικρά παιδιά, εξοπλίζοντάς τα με ψεύτικα κοντάρια και σπαθιά, με χαρτονένιες περικεφαλαίες και ασπίδες, αφού διηγόταν ως παραμυθάς απίθανες ιστορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους.
Ο Θεόφιλος πέθανε στις 26 του Μάρτη του 1934 στη Μυτιλήνη, στο σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας στην οδό Δήλου 27, στο Βουναράκι. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ξεπεράσει η φήμη του τα σύνορα της Ελλάδας. Ο κατατρεγμένος φουστανελάς ζωγράφος δεν ήταν δυνατό να φανταστεί πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα διέβλεπαν την αξία του και πως οι μεταγενέστεροι θα τον τιμούσαν όσο δεν τίμησαν κανένα λαϊκό μας ζωγράφο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 146/2005
«Ο Θεόφιλος μπήκε στις καρδιές των ανθρώπων και στα μεγάλα σαλόνια. Μπήκε στο Λούβρο με το τσουβαλάκι, τα σύνεργά του κι από κει σίκτίρει τους ακατάδεχτους επικριτές του να γλείφουν εκεί που φτύσανε. Αυτούς που εμπορεύτηκαν την τέχνη του και τη στέρησαν απ’ το λαό, το λαό που πλήρωσε το Θεόφιλο με αγάπη και στοργή». (Στρατής Αναστασέλλης, Ο φίλος μου ο Θεόφιλος, Κείμενα, Αθήνα 1981, σ. 28).
Ο Θείελπης Λεφκίας το 1919 κατά σχέδιο του Αντώνη Πρωτόπατση (1897-1947) εκ του φυσικού, όταν ήταν στρατευμένος και δημοσίευε λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.
Μία ξεχωριστή μορφή της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης», αγιασώτικης καταγωγής, ήταν ο ποιητής, δημοσιογράφος, Βουλευτής και εκδότης του «Ταχυδρόμου» Μυτιλήνης Θείελπης Λεφκίας, που είχε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης, και πατέρα τον Αγιασώτη «ιατροφιλόσοφο» Προκόπιο Λευκία-Βεγιάζη (1840-1918). Για τον Θείελπη Λεφκία (25.2.1898- 21.1.1958) οργανώθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης στις 19 Σεπτεμβρίου 1988, με την συμπλήρωση 90 χρόνων από την γέννησή του και 30 χρόνων από τον θάνατο του, τιμητική εκδήλωση από τον Φιλοτεχνικό Όμιλο Μυτιλήνης «ο Θεόφιλος», κατά την οποίαν μίλησαν ο πρόεδρος του Ομίλου Μηθυμναίος λογοτέχνης Περικλής Μαυρογιάννης και ο συστηματικός ερευνητής της Νεοελληνικής και ιδιαίτερα της Λεσβιακής γραμματολογίας συγγραφέας Βαγγέλης Καραγιάννης με θέμα τον Θείελπη Λεφκία ως πρωτεργάτη της Λεσβιακής Άνοιξης. Ιδιαίτερα ξεχωριστό ενδιαφέρον και για την ιστορία της Αγιάσου παρουσιάζουν και οι λεπτομέρειες που έχει αποκαλύψει με τις έρευνές του ο Βαγγέλης Καραγιάννης και για τον πατέρα του Θείελπη «ιατροφιλόσοφον» Προκόπιον Λεφκίαν-Βεγιάζην και τον πάππον του Βρανάν I. Βεγιαζέλλην (και αργότερα Βεγιάζην).
Ο Θειέλπης Λεφκίας όταν ήταν αρχισυντάκτης της Μυτιληναϊκής εφημερίδας “Ελεύθερος Λόγος”, κατά σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Γενεαλογικά
Κατά τον Καραγιάννην, ο πάππος του Θείελπη Βρανάς ήταν ένας απλός Αγιασώτης, απ’ τους νοικοκυραίους και κτηματίες, που θέλανε τα παιδιά τους να είναι κοντά τους βοηθοί στην καλλιέργεια και τη διαχείριση της περιουσίας τους, και είχε παντρευτεί την Ασωματιανή Ελενούδα Κοντέλλη.
Ο γιος όμως του Βρανά Βεγιαζέλλη Προκόπιος, που γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 20 Αυγούστου 1840, είχε πόθο για γράμματα και αντέδρασε με τρόπο ώστε και το χατίρι του πατέρα του να γίνει και εκείνος να μη χάσει τις σπουδές. Έτσι, όπως αναφέρει ο Καραγιάννης στο βιβλίο του, ο Προκόπιος «με τα χαράματα πηγαίνει και ποτίζει έναν «μπαχτσέ» τους στα Άντρεια, και μετά τρέχοντας προφταίνει και το σχολειό του στο χωριό. Ψέλνει και στην εκκλησία και με τα λεφτά που του δίνουν αγοράζει βιβλία και μελετά. Με τέτοιον αγώνα μπόρεσε και τέλειωσε το σχολείο της Αγιάσου, όπου και διορίσθηκε αμέσως δάσκαλος».
Ο πατέρας όμως του Θείελπη που είχε βλέψεις πιο μεγάλες και με προοπτική για ανώτερες σπουδές πιάνει στη Μυτιλήνη δουλειά ως γραμματικός στο μεγάλο τότε εμπορικό του Κουρουβακάλη.
Αργότερα η Κοινότητα Αγιάσου έχοντας ανάγκη από γιατρό και εκτιμώντας την φιλομάθεια του Προκόπιου, προτείνει να επιβαρυνθεί με τις μισές δαπάνες και να τον στείλει να σπουδάσει στην Αθήνα.
Όταν ο Προκόπιος Βεγιάζης έφθασε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860, μεταγλώττισε το επώνυμο του σε «Λευκίας» και εγγράφτηκε μ’ αυτό στο Πανεπιστήμιο, και το 1865 πήρε το δίπλωμα του γιατρού.
Από υποχρέωση στην Κοινότητα που τον σπούδασε, ο πατέρας του Λεφκία αρχικά σταδιοδρόμησε στην Αγιάσο και κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι, και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου κατά τον Καραγιάννη ανέπτυξε «αξιόλογη δράση και σ’ άλλους τομείς πέρα απ’ το ιατρικό του επάγγελμα. Είναι πολυμαθέστατος και εγκυκλοπαιδικότατος. Διαβάζει στο πρωτότυπο όλους τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και ποιητές. Ξέρει γαλλικά, τούρκικα και λατινικά άπταιστα». Ένα διάστημα ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος Λευκίας ήταν και αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου της Μυτιλήνης «Ο Πιττακός», που έβγαλε στα 1877 το δεκαπενθήμερο ομώνυμο περιοδικό «ποικίλων γνώσεων».
Στην Μυτιλήνη ο πατέρας του Θείελπη παντρεύτηκε την Ειρήνη Χ. Κουγιουμτζή, από τα Πάφλα της Λέσβου, που πέθανε πάνω στην γέννα της κόρης τους Ειρήνης.
Το 1890 ο Προκόπιος Λευκίας παντρεύτηκε στη Μυτιλήνη για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, η μητέρα της οποίας ήταν αδελφή της συζύγου του συγγραφέα της «Συνοπτικής Ιστορίας και Τοπογραφίας της Λέσβου» του 1874 (και 1909) Οικονόμου Σταύρου Τάξη.
Ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος και η Αγλαΐα απέκτησαν παιδιά τον Λέσβανδρο (στις 30 Ιανουαρίου 1894), την Κρινάνθη (στις 23 Απριλίου 1896) και τελευταίο τον Θείελπη (στις 25 Φεβρουαρίου 1898).
Τμήμα οικογενειακής φωτογραφίας που δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην σελίδα 253 του 27ου τεύχους του περιοδικού του Γ. Βαλέτα “Αιολικά Γράμματα”, Μαΐου-Ιουνίου 1975: (1) ο Αγιασώτης πατέρας του Θείελπη “ιατροφιλόσοφος” Προκόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης, (2) η μητέρα του Θείελπη Αγλαΐα, (3) ο αδελφός του Θείελπη Λέσβανδρος, (4) ο Θείελπης στα γόνατα της γιαγιάς του (5).
Το 1901 κατά παραίνεση του φίλου του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (πρώην Μητροπολίτη Μυτιλήνης) Κωνσταντίνου ο Προκόπιος διορίζεται γιατρός στις Καρυές του Αγίου Όρους, και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, όπου έμεινε έως το θάνατο του, τον Ιούλιο του 1918. Νεκρολογία του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγξ» της 8 Ιουλίου 1918.
Άλλα αδέλφια του Προκόπιου αναφέρονται ο Γρηγόριος, ο Δημήτριος, ο Γιαννίκος, η Ευγενούδα και η Σκαρλάτη.
Προφανώς συγγενής του Λεφκία ήταν και ο νεομάρτυς Δημήτριος Μπεγιάζης, που (σύμφωνα με πληροφορίες που μας έδωσε ο Αθανάσιος Τσερνόγλου επικαλούμενος και το «Μαρτυρολόγιον» του 1972) εμαρτύρησε με βασανισμούς στον Κασαμπά της Μικράς Ασίας το 1816 ή το 1819 μαζί με τον Ασωματιανόν επίσης νεομάρτυρα Αναστάσιον Πανέραν, διότι υπεστήριζαν την ανωτερότητα της χριστιανικής θρησκείας έναντι της μωαμεθανικής. Και οι δυο ήσαν καλαθοπλέκτες και εορτάζεται μαζί η μνήμη των στις 11 Αυγούστου. Σχετική αναγραφή έγινε στο περιοδικό «Αγιάσος» (Μαΐου-Ιουνίου 1984, τεύχος 22, σελ. 15) με αφορμή την δημοσίευση παλαιάς φωτογραφίας του Αγιασώτη Στρατή Μπεγιάζη.
Η γενικότερη δράση του
Όταν πέθανε ο ιατροφιλόσοφος Προκόπιος Λευκίας-Μπεγιάζης στο Άγιον Όρος το 1918, ο γιος του Θείελπης ήταν είκοσι χρονών και είχε αρχίσει να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης.
Όταν το 1923 μετά την Μικρασιατική καταστροφή απολύθηκε από το στρατό στην Θράκη και επέστρεφε στην Μυτιλήνη, έγινε αρχικά συντάκτης και κατόπιν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος», που διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας (1894-1952).
Ο Θείελπης έγινε κατόπιν ο στενότερος συνεργάτης του Στρατή Μυριβήλη στην έκδοση των εφημερίδων της Μυτιλήνης «Καμπάνα» και «Ταχυδρόμος», διακρίθηκε με την αρθρογραφία του ως υπέρμαχος των ιδεωδών του πατέρα της Ελληνικής Δημοκρατίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, είχε εκλεγεί δυό φορές βουλευτής του νομού Λέσβου το 1936 και το 1950, εξορίσθηκε στην Αμοργό από την δικτατορία Μεταξά, είχε υποστεί διώξεις από όλα τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα, επήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική αντίσταση του Ε.Α.Μ. Λέσβου, διέφυγε στις 14.10.1943 στην Τουρκία και στην Μέση Ανατολή και μετά την επιστροφή του στη Λέσβο, φυλακίσθηκε ως αντιστασιακός, ύστερα από την «Συμφωνία της Βάρκιζας» το 1945, και βρήκε το 1950 την δυνατότητα να επανεκδώσει τον «Ταχυδρόμο» και να εκλεγεί μαζί με τον λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνο βουλευτής του «Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία («ΣΚΕΑΛ») του Αλ. Σβώλου και του Ηλία Τσιριμώκου.
Ο θάνατος τον βρήκε ξαφνικά νωρίς το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, πριν αρχίσει η κανονική μεταμεσημβρινή εργασία των τυπογράφων του «Ταχυδρόμου», όταν μόνος του στοιχειοθετούσε ένα δικό του κείμενο.
Βιβλιογραφικά
Ο Θείελπης Λεφκίας, κατά σκίτσο του Μίλτη Παρασκευαΐδη, εκ του φυσικού, όταν ήταν διευθυντής της Μυτιληναϊκής εφημερίδος “Ταχυδρόμος”.
Λεπτομέρειες πολλές για την ζωή και τις διάφορες δραστηριότητες του Θείελπη Λεφκία έχει δημοσιεύσει ο μελετητής, ερευνητής και κριτικός της Νεοελληνικής λογοτεχνίας και λαογράφος της Λέσβου Βαγγέλης Καραγιάννης σε δυο τεύχη του διμηνιαίου περιοδικού του Γιώργου Βαλέτα «Αιολικά Γράμματα» 27ο και 28ο του 1975, που είναι αφιερωμένα στον «αγωνιστή ποιητή» Θείελπη Λεφκία.
Εκτός από το εκτενές κείμενο του Βαγγέλη Καραγιάννη για τον Θείελπη Λεφκία, που τον χαρακτηρίζει έναν από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης (και έχει κυκλοφορήσει επίσης το 1975 με πολλές προσθήκες και σε ιδιαίτερο ανάτυπο) τα δυο αυτά τεύχη 27 και 28 των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975, δημοσιεύουν αφιερωματικά κείμενα για τον Λεφκία γραμμένα και από τους Γ. Βαλέταν, Στρατήν Μυριβήλην, Ηλίαν Βενέζην, Ασημάκην Πανσέληνον, Τέρπανδρον Αναστασιάδην, Δημήτρην Λεοντήν, Βασίλην Αρχοντίδην, Π. Σκοπελίτην, Πάνον Ευαγγελινόν, Απόστολον Αποστόλου, Γ. Κορτέσην, Κώσταν Μάκιστον-Παπαχαραλάμπους, Ηλίαν Τσιριμώκον, Μιχ. Γούτον, Χρ. Μολίνον, Στέλιον Κρητικάν κ.ά., καθώς και ένα ποίημα του Αντώνη Πρωτόπατση, αφιερωμένο στον ποιητή Βρανά Μπεγιάζη.
Στο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 δημοσιεύονται επίσης 14 ποιήματα του Λεφκία, καθώς και έμμετρες μεταφράσεις από τον ίδιο 12 ποιημάτων των αρχαίων λυρικών Σαπφώς, Ανακρέοντος, Αλφειού, Αλκμάνος, Βακχυλίδη, Φρυνίχου κ.ά. Το ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 είναι πλούσια εικονογραφημένο και με διάφορα σχέδια και αναμνηστικές φωτογραφίες του Λεφκία και της οικογένειάς του.
Εκτός από τα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα που προαναφέρθηκαν των δύο τευχών (27 και 28) των «Αιολικών Γραμμάτων» του 1975 και από την ολοκληρωμένη λεπτομερειακή μελέτη του βιβλίου του Βαγγέλη Καραγιάννη «Θείελπης Λεφκίας —Ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης» του 1975, πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την αντιστασιακή δράση του περιλαμβάνει και το βιβλίο του Γενικού Γραμματέα του Ε.Α.Μ. Λέσβου «δάσκαλου» και δημάρχου Μυτιλήνης επί πολλά χρόνια Απόστολου Αποστόλου «Μνήμες» του 1985 (σελ. 142-144), καθώς και το επίσης πολυσέλιδο βιβλίο των Παναγιώτη Κεμερλή (πρωταγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου) και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο — Πηγές και πτυχές της» του 1988 (σελ. 106, 108-109, 188,221-222).
Διαφωτιστικά για την ζωή και την δραστηριότητα του Θείελπη Λεφκία είναι και όσα περιλαμβάνονται στα τεύχη 8 και 9 του περιοδικού του Γ. Βαλέτα «Αιολικά Γράμματα» του 1972, που είναι αφιερωμένα στον στενότατο φίλο του Θείελπη Αντώνην Πρωτοπάτσην- Ρazzi (1847-1947).
Αποβλέποντας να παρουσιάσουμε τον Λεφκία και στις νεότερες γενιές όσον το δυνατόν πιο εκλαϊκευτικά, κρίνουμε σκόπιμο να συντάξουμε και σύντομο Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του, καθώς και του περιβάλλοντος της εποχής του. Για την σύνταξη του Χρονολογίου που ακολουθεί, εχρησιμοποιήσαμε όλη την βιβλιογραφία, που προαναφέραμε, και (για λόγους που έχουν εκτεθεί στην σελίδα 8 του 69ου τεύχους του περιοδικού «Ηχώ της Αγίας Παρασκευής Λέσβου», Δεκεμβρίου 1987 από την λογοτέχνιδα και φιλόλογον Τούλα Αμπατζή) επικαλεσθήκαμε τηλεφωνικώς επανειλημμένα τις γνώσεις και την μνήμη του φιλόλογου και ιστορικού Αθανασίου Τσερνόγλου (για τον οποίο σύντομα βιογραφικά στοιχεία δημοσιεύθηκαν στον «Δημοκράτη» Μυτιλήνης της 21ης Νοεμβρίου 1988).
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1840
Γέννηση στην Αγιάσο του πατέρα του Θείελπη Προκοπίου Μπεγιάζη, που με οικονομικήν ενίσχυση της Κοινότητας του χωριού, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ιατρικήν από το 1860 έως το 1865. Κατά την εγγραφή του μεταγλώτισσε το επώνυμο του «Βεγιάζης» στο ελληνοπρεπές αντίστοιχο του «Λευκίας». Επιστρέφοντας στην Λέσβο, εσταδιοδρόμησε ως γιατρός («ιατροφιλόσοφος») αρχικά στην Αγιάσο, κατόπιν στη Γέρα και στο Πλωμάρι και τελικά στην Μυτιλήνη, όπου παντρεύτηκε την Ειρήνη Κουγιουμτζή από τα Πάφλα, που πέθανε πάνω στη γέννα της κόρης των. Το 1890 ο Προκόπιος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αγλαΐα Καρακούση, με την οποία απέκτησε παιδιά τον Λέσβανδρο (1894), την Κρινάνθη (1896) και τελευταίο τον Θείελπη (1898). Πατέρας του ιατροφιλόσοφου Προκοπίου Λεφκία ήταν ο Αγιασώτης Βρανάς I. Βεγιαζέλης (αργότερα Βεγιάζης) και μητέρα του η Ελενούδα Κοντέλλη που ήταν από τον Ασώματο.
1898
Γέννηση του Θείελπη Λεφκία στη Μυτιλήνη στις 29 Φεβρουαρίου 1898.
1901
Ο πατέρας του Θείελπη ιατροφιλόσοφος Προκόπιος Λεφκίας διορίζεται γιατρός στις Καρυές του Αγίου Όρους και κατόπιν στις Μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου, αφήνοντας την ανατροφή των δυο παιδιών του στην σύζυγο του Αγλαΐαν, στην οποία στέλνει οικονομικές ενισχύσεις. Ο Θείελπης ήταν τότε τριών χρονών και ο αδελφός του Λέσβανδρος οκτώ.
1909
Ο Θείελπης τελειώνει την Αστική Σχολή Μυτιλήνης και κατόπιν το 1915 το Γυμνάσιο Μυτιλήνης με γυμνασιάρχες διαδοχικά τον Εμμανουήλ Δαυίδ και τον Ιωάννην Ολύμπιον.
1915
Ο Θείελπης Λεφκίας γράφοντας άρθρο για τον “Ταχυδρόμο”.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Μυτιλήνης το καλοκαίρι του 1915, μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο επισκέπτονται τον πατέρα των στο Άγιο Όρος, όπου ο Θείελπης μελετά σπάνιες εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων. Ο Β. Καραγιάννης στο βιβλίο του του 1975 αναφέρει ότι η επίσκεψη αυτή είχε γίνει και άλλα καλοκαίρια. Από την Μυτιλήνη ο Θείελπης αλληλογραφεί με τον πατέρα του σε υποκαθαρεύουσα κάνοντας λόγο και για τα χρήματα που τους στέλνει από το Άγιον Όρος («τα χρήματα εδραπέτευσαν από τα θυλάκιά μου ως έπεα πτερόεντα…»). Στην αλληλογραφία του μεταξύ άλλων αναφέρει στον πατέρα του ότι ο γυμνασιάρχης του Ιωάννης Ολύμπιος (1864-1946) «πολύ σε υπολήπτεται και πολλάκις με ωμίλησε δια σε και με συνεβούλευσε να τιμήσω το όνομα, το οποίον φέρω». Στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγγα» της 11.11.1914 δημοσιεύεται το ποίημα του τελειόφοιτου Θείελπη για όσους έπεσαν το 1912 για την απελευθέρωση της Λέσβου, που είχε απαγγελθεί στην εορτή για την απελευθέρωση του νησιού από τον συμμαθητή του κατόπιν αρχαιολόγον Στρατήν Παρασκευαΐδην (1896-1969). Τον Ιανουάριο του 1915 που ο Θείελπης ήταν τελειόφοιτος αρχίζει να εκδίδει με τους φίλους του Αντώνην Πρωτοπάτσην, Παν. Κεφάλαν, Στρ. Παρασκευαΐδην κ.ά. το περιοδικό «Ελπίδες». Αρχίζει έτσι περίοδος πλούσιας λογοτεχνικής δημιουργίας του και η χρησιμοποίηση των λογοτεχνικών ψευδωνύμων του Γιάννης Μοριάς και Βρανάς Μπεγιάζης.
1917
Διορίζεται δημόσιος υπάλληλος ως επόπτης φόρου αλιευμάτων της Μυτιλήνης. Στο τέλος του 1917 πρωτοστατεί στην σύσταση του «Φιλοτεχνικού Ομίλου Μυτιλήνης» και συμμετέχει στην οργάνωση ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
1918
Ενισχύει την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της Μυτιλήνης με συγγραφές, παραφράσεις και μεταφράσεις θεατρικών έργων, με συμμετοχή στις ερασιτεχνικές παραστάσεις των και με ομιλίες του για διάφορα πνευματικά θέματα.
1919-1922
Ο Λεφκίας στρατεύεται τον Απρίλη του 1919 και φεύγει για την μονάδα του (πυροβολαρχία. Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού Εθνικής Άμυνας) λίγες μέρες πριν αρχίσει με την αποβίβαση στην Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, η απελευθερωτική εκστρατεία για την σωτηρία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Την παραμονή της αποβίβασης στην Σμύρνη, η μονάδα βρισκόταν σταθμευμένη στον Πειραιά.
Μια βδομάδα αργότερα, στις 8 Μαίου 1919, το πλοίο με την μονάδα του αγκυροβολεί για λίγο στη Σκιάθο και ο Λεφκίας σπεύδει να προσκυνήσει τον τάφο του Αλ. Παπαδιαμάντη. Τον Σεπτέμβρη βρισκόταν στην περιοχή της Δράμας, όπου εμπνέεται ποιήματα νοσταλγικά της Λέσβου. Τον Σεπτέμβρη βρίσκεται για λίγο με άδεια στην Μυτιλήνη, όπου οι σύντροφοι του εκδίδουν το περιοδικό «Τα Νιάτα», με συνεργασίες και του Λεφκία, του Πρωτόπατση, του Μάκιστου, του Μυριβήλη, του Π. Κεφάλα, του Γ. Φωτίου, κ.ά. Με την λήξη της άδειας του επιστρέφει στην Ανδριανούπολη, όπου συνεχίζει την επίδοσή του στην ποίηση και το 1920, 1921 και 1922. Στην Θράκη υπηρέτησε ως «λοχίας γραφεύς» και ένα διάστημα ως αποσπασμένος οικονομικός έφορος στη Χαρισούπολη. Για την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής γράφει εντυπωσιακούς στίχους που παραθέτει ο Καραγιάννης στην σελ. 27 του βιβλίου του το 1975.
1922-1924
Με την στρατιωτική κατάρρευση που προκάλεσε η Μικρασιατική καταστροφή ο Λεφκίας επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ράκος ψυχικό, και γίνεται στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του Στρατή Παπανικόλα αρχικά συντάκτης και κα-τόπιν αρχισυντάκτης για ένα διάστημα. Συνεργάζεται επίσης στην βδομαδιάτικη εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα» (1923-1924) του Στρ. Μυριβήλη, για την οποία εδημοσίευσε λεπτομερειακήν βιβλιογραφικήν μελέτην η φιλόλογος και ιστορικός Σοφία Ματθαίου στον 10ο τόμο 1985 του περιοδικού «Μνήμων». Η «Καμπάνα», στην οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν «Η ζωή εν τάφω», του Μυριβήλη και το «Νούμερο 31328» του Βενέζη, ήταν όργανο της Ένωσης Εφέδρων Λέσβου, που είχε γενικό γραμματέα της τον Λεφκία.
Ο Θείελπης Λεφκίας (αριστερά) και ο Στρατής Μυριβήλης όταν ήσαν συνεκδότες και διευθυντές του “Ταχυδρόμου” Μυτιλήνης.
1925
Ο Λεφκίας με τον Μυριβήλη εκδίδουν την καθημερινή εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος», που γίνεται αμέσως το κύριο όργανο της νέας πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης της Λέσβου, που έχει αποκληθεί «Λεσβιακή Άνοιξη».
1932
Ο Μυριβήλης εγκαθίσταται στην Αθήνα για να εκδώσει την «Δημοκρατία» πανελλήνιο όργανο της πολιτικής του Αλεξ. Παπαναστασίου και ο «Ταχυδρόμος» συνεχίζει την έκδοσή του μόνο με τον Λεφκία (Σχετική γελοιογραφία του Μίλτη Ι. Παρασκευαΐδη δημοσιεύθηκε τότε στον «Τρίβολο» του Στρ. Παπανικόλα, της 17 Ιουνίου 1932).
1935
Ο Λεφκίας φυλακίζεται διότι είχε υποστηρίξει την εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης Παν. Τσαλδάρη, της 1ης Μαρτίου 1935, και αποφυλακίζεται με την αμνηστία που δόθηκε για την παλινόρθωση της μοναρχίας.
1936
Στις 26 Ιανουαρίου 1936 εκλέγεται βουλευτής Λέσβου, αλλά από την δικτατορία του Μεταξά της 4ης Αυγούστου εξορίζεται στην Αμοργό και βρίσκεται επί πολλά χρόνια υπό αστυνομικόν διωγμόν που συνεχίζεται και μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940.
1941-1942
Με την επέμβαση του Χίτλερ στο ελληνοϊταλικό μέτωπο της Αλβανίας και την εισβολή των στρατευμάτων του στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας επακολουθεί η κατάρρευση της ελληνικής άμυνας και οι Γερμανοί αποβιβάζονται στην Μυτιλήνη την Κυριακή 4 Μαΐου 1941, ενώ η είσοδος των στην Αθήνα είχε γίνει προηγουμένως, στις 27 Απριλίου. Στο γραφείο του τυπογραφείου του Λεφκία έγινε συνάντηση Λεσβίων πατριωτών στις 25 Νοεμβρίου 1941 με πρωτοβουλίαν του Απ. Αποστόλου και Παν. Κεμερλή και αποφασίσθηκε η ίδρυση Αντιστασιακής Οργάνωσης της Λέσβου με πενταμελή «Κεντρικήν Επιτροπήν Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου», που με ψευδώνυμα αποτέλουν οι Απ. Αποστόλου («Λεωνίδας»), Παν. Κεμερλής («Παύλος Πράσινος»), Ζήνων Ελευθεριάδης («Πέτρος»), Θείελπης Λεφκίας («Ανακρέων») και Δημ. Σίμος («Δημοσθένης»). Σχετικές λεπτομέρειες δημοσιεύθηκαν το 1988 στο βιβλίο των Παν. Κεμερλή και Αρίστου Πολυχρονιάδη «Η Αντίσταση στη Λέσβο» (σελ. 106-110) και το 1985 από τον Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του «Μνήμες», όπου αναφέρεται ότι η πρώτη συνωμοτική κίνηση για την Λεσβιακή Αντίσταση είχε αρχίσει στο σπίτι του ζωγράφου και λογοτέχνη Αντώνη Πρωτοπάτση-Pazzi, που ήταν τότε ξεμοναχιασμένο σ’ ένα δρομίσκο κοντά στην Αγιά Φωτιά (Φωτεινή) λίγο πιο κάτω από το Βοστάνειο Νοσοκομείο (σελ. 95-106).
1943
Καταζητούμενος τον Αύγουστο του 1943 από την Γερμανική Μυστική Αστυνομία ο Λεφκίας, κατευθύνεται κρυφά μαζί με τον αδελφό του Λέσβανδρο, που ήταν έφεδρος ταγματάρχης, και άλλους δυο, σε κρυψώνα του Ε.Α.Μ. που ήταν στο «Μονόπετρο» Γέρας, και αργότερα από παραλίαν του Μανταμάδου διαφεύγει στην Μικρά Ασία στις 14 Οκτωβρίου 1943 και φθάνει στη Μέσην Ανατολή. Ενδιαφέρουσα σχετική περιγραφή δίδει ο Απ. Αποστόλου στο βιβλίο του το 1975 «Μνήμες», σελ. 141-144. Στην Αίγυπτο ο Λεφκίας έρχεται σε επαφή με τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών, συμπατριώτη του Βύρωνα Καραπαναγιώτη (πατέρα του διευθυντή των αθηναϊκών εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα» Λέοντα Β. Καραπαναγιώτη) και σχετίζεται στενότερα με τους Αλέξανδρον Σβώλον και Ηλίαν Τσιριμώκον, καθώς και με άλλους παράγοντες της Κυβέρνησης Τσουδερού. Σχετικές λεπτομέρειες στο βιβλίο του Β. Καραγιάννη «Θείελπης Λεφκίας» του 1975, σελ. 32-33.
1944
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 ο Λεφκίας διορίζεται στο Κάιρο «Διευθυντής» στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και εξουσιοδοτείται να υπογράφει αυτός αντί του υπουργού Ηλία Τσιριμώκου, σε περιπτώσεις απουσίας του, «πάσας τας διαταγάς, έγγραφα, καταστάσεις και πράξεις, δια την υπογραφήν των οποίων αρμόδιος κατά την κειμένην Νομοθεσίαν είναι ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας».
Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Λεφκίας επιστρέφει από την Αίγυπτο στην Αθήνα επικεφαλής του υπουργείου Οικονομίας, και ως αναπληρωτής του Ηλία Τσιριμώκου στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΛΔ. (Σχετικές πληροφορίες στον «Ταχυδρόμο» τις 7 Φεβρουαρίου 1958, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Θείελπη). Την 1η Δεκεμβρίου 1944 επιστρέφει στη Μυτιλήνη και ορίζεται μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του Ε.Α.Μ. Λέσβου.
1945
Οργανώνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λέσβου με προκήρυξη της 14.1.1945, και αρχίζει να εκδίδει στις 3 Φεβρουαρίου 1945 την νέα εφημερίδα του «Ανατολή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 21 Μαΐου 1945. Την άνοιξη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται και τα τυπογραφεία του καταστρέφονται βανδαλικά από όργανα του αντιεαμικού καθεστώτος. Αποφυλακίζεται τον Σεπτέμβριο του 1945.
1946
Στις 3 Φεβρουαρίου 1946 αρχίζει να εκδίδει την νέα εφημερίδα του «Ανατολή», που συνεχίζει την έκδοσή της έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1946.
1950
Τον Φεβρουάριο του 1950 επανεκδίδει τον «Ταχυδρόμο» και στις εκλογές του Μαρτίου 1950 εκλέγεται βουλευτής ως αρχηγός του συνδυασμού της ΣΚΕΛΔ στη Λέσβο.
1955
Στις 29 Μαΐου 1955, συντάσσει την ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύεται στις σελ. 35-36 του βιβλίου του 1975 του Βαγγέλη Καραγιάννη, που την χαρακτηρίζει «ερωτικό γράμμα» προς την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985), που ήταν κόρη της αδελφής της συζύγου του Στρατή Μυριβήλη Ελένης και πρώτη εξαδέλφη του ζωγράφου Αριστόδημου Καλδή (1899-1979) και του γεωπόνου και νομάρχη Λέσβου μετά την απελευθέρωση της Λέσβου από τους Γερμανούς Χρήστου Καλδή (1909- 1988). Η διαθήκη του Θείελπη χαρακτηρίζεται από τον Καραγιάννην τελευταίο ποίημά του και αρχίζει με τα λόγια: «Δεν είναι πολύς καιρός που απ’ το παράθυρο της ψυχής μου βλέπω τα χελιδόνια του φθινοπώρου, τα χελιδόνια του μισεμού. Εύχομαι να με γελούν τα μάτια μου, γιατί την αγαπώ τη ζωή,…».
1958
Το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1958, που είχε πάει στο τυπογραφείο του πριν από τους τυπογράφους του και στοιχειοθετούσε μόνος του δικό του κείμενο για τον «Ταχυδρόμο» κλονίσθηκε ξαφνικά πάνω από τις κάσες του στοιχειοθετείου και έπεσε νεκρός από απρόβλεπτο πνευμονικό οίδημα.
1975
Ο ενθουσιώδης ενισχυτής της νεότερης «Λεσβιακής Άνοιξης», ακούραστος ερευνητής, ιστορικός και κριτικός της Ελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργος Βαλέτας, αποκαλώντας τον Θείελπη «Αγωνιστή ποιητή», του αφιερώνει δυο πολυσέλιδα τεύχη του περιοδικού του «Αιολικά Γράμματα», 27 και 28, Μαΐου· Αυγούστου του 1975, στα οποία συνεργάσθηκαν εκείνοι που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και έχουν προαναφερθεί στο κείμενο μας. Την ίδια χρονιά ο Βαγγέλης Καραγιάννης εκδίδει με τον τίτλο «Θείελπης Λεφκίας-Ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης» ανάτυπο από τα τεύχη 27 και 28 των «Λεσβιακών Γραμμάτων», αλλά με πολλές προσθήκες και διορθώσεις, βιβλίο 46 σελίδων, που περιέχει λεπτομερειακά και τα πορίσματά του από την υποδειγματικήν τακτοποίηση, μελέτη και κριτικήν των υπολειμμάτων του προσωπικού του αρχείου, που διήρπασαν οι Γερμανοί κατακτητές όταν κατά το τέλος Αυγούστου 1943 έκαναν επιδρομή στο σπίτι του για να τον συλλάβουν. Το λεηλατημένο αρχείο του Θείελπη παραδόθηκε το 1975 από την σύζυγο του Αγάπην (1909-1985) στον Καραγιάννη, που κατά τον Γ. Βαλέταν «το τακτοποίησε με άκραν επιμέλεια και ευσυνειδησία» («Αιολικά Γράμματα» τεύχος 27, σελ. 179). Αργότερα το αρχείο αυτό παραδόθηκε από την Αγάπην Λεφκία στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, που διευθύνει η φιλόλογος Αθανασία Πάλλη.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ
Αποβλέποντας να δώσουμε την εικόνα της προσωπικότητας και της δράσης του Λεφκία όσον το δυνατό πιο εκλαϊκευτικά και για τις νεότερες γενιές, κρίνουμε σκόπιμο μετά το Χρονολόγιό του να παραθέσουμε και αποσπάσματα από χαρακτηρισμούς του από εκείνους που τον είχαν γνωρίσει καλύτερα και πιο στενά.
Κατά τον Γ. ΒΑΛΕΤΑΝ, που διακρίνεται πάντοτε για τους εύστοχους χαρακτηρισμούς του, ο Θείελπης ήταν «το πρώτο ντουφέκι και το πρώτο βόλι της Λεσβιακής Άνοιξης». Κατά τον ίδιο, ο Λεφκίας ήταν «αδάμαστος μαχητής της Δημοκρατίας και της Εθνικής Αντίστασης» και δικαιολογημένα μπορεί να αποκαλείται «αγωνιστής ποιητής».
Ο ΒΑΓΓ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ υπεστήριξε ότι τα «πιστεύω» του Λεφκία, συνοψίζονται και σκιαγράφονται στον νεανικό του στίχο «Μ’ αρέσει εμένα τ’ όνειρο που ζει και δεν πεθαίνει…».
Μετά τον θάνατο του ο ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ έγραψε ότι στα πρώτα του νιάτα όταν πρωτογνώρισε τον Λεφκία είχαν και οι δυο τα ίδια ιδανικά. «Η τέχνη, η εθνική γλώσσα και ο έρωτάς μας προς το Νησί μας».
Κατά τον ΑΣΗΜΑΚΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ, ο Λεφκίας άκουε πάντοτε στη ζωή του «τη φωνή της καρδιάς του και όχι της λογικής».
Ο γερουσιαστής Λέσβου, του κόμματος του Αλ. Παπαναστασίου, ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΑΣ έγραψε εκτός άλλων για τον Λεφκία ότι «ποτέ του δεν ξέφευγε η γραφή σε άδικες επιθέσεις. Ήταν ντόμπρος στις πράξεις του και βράχος στις δημοκρατικές του πεποιθήσεις».
Κατά τον ΤΕΡΠΑΝΔΡΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΝ ο Λεφκίας «αποζητούσε πάντα να επιτύχει το απόλυτο στους αγώνες του, κι όταν δεν το πετύχαινε γινότανε περισσότερο ορμητικός στην διατύπωση των απόψεών του και περισσότερο εριστικός».
Ο ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ τον εχαρακτήρισε άνθρωπο «με αίσθημα γνήσιο και βαθύ, με εντιμότητα και με πίστη στη φιλία και τον άνθρωπο».
Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΟΝΤΗ ο Λεφκίας χαρακτηρίστηκε «μαχητής ανυποχώρητος και ασκητής της δημοσιογραφίας, κάτω από τις πιο άχαρες επαγγελματικές συνθήκες» και η αρθρογραφική του πένα ρωμαλέα, πείσμονη και οιστρηλατημένη «που δονούσε τις καρδιές των Λεσβίων και απηχούσε δυνατά τους παλμούς των, ώστε να αποκαλείται «απαραίτητος θερμοκαυτήρας για τις δημόσιες πληγές ασυδοσίας και αυθαιρεσίας, παραμέλησης και περιφρόνησης του τόπου».
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν ο κατ’ εξοχήν Λέσβιος διανοούμενος. Διαθέτοντας πλούσιο, πηγαίο και χωρίς περιορισμούς θυμικό, αφιέρωσε τον ελεύθερο, ορμητικό, παλικαρίσιο ψυχορμητισμό του στον ύμνο της ομορφιάς της Λέσβου, στην υπεράσπιση των ιδανικών του λαού της και στη λογοτεχνική δημιουργία με βάση πάντα τη λαϊκή παράδοση».
Ο λογοτέχνης και χρονογράφος της Αγίας Παρασκευής ΠΑΝΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ έγραψε μεταξύ άλλων: «Μεγάλος σε ψυχισμό, μεγάλος σε πνευματικότητα, ακατάβλητος σε δράση κι ενεργητικότητα κοινωνικοπολιτική. Ήταν για τον τόπο μας ένας οδηγητής… Ήταν μια γλυκιά αστραψιά στα πυκνά σκοτάδια, μια θεραπευτική νυστεριά για τους κακούς όγκους».
Κατά την ΜΥΡΤΑ ΒΟΡΙΑ, ο Θείελπης Λεφκίας «πάντα μιλούσε με μεράκι για ό,τι παλιό και γνήσιο Μυτιληνιό έθιμο».
Σύμφωνα με όσα εδημοσίευσε στον μεταθανάτιο «Ταχυδρόμο» της 7.2.1958 ο Π. ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ, ο Λεφκίας ήταν άνθρωπος με ακατάβλητη θεληματικότητα, που τα ιδανικά του και οι οραματισμοί του έφταναν ως τη χώρα της ουτοπίας, μα που τα έντυνε με τον περίλαμπρο μανδύα της πιο συγκινητικής αγάπης για τον άνθρωπο, τον φτωχό, τον αδικημένο, τον κατατρεγμένο».
Κατά τον πρωτεργάτη της Εθνικής Αντίστασης της Λέσβου ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ο Λεφκίας «στο προσκλητήριο για μια παλλεσβιακή εξόρμηση, αδίσταχτα κι από τους πρώτους, έσπευσε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του απελευθερωτικού κινήματος. Κι ήταν τεράστια η συμβολή του τότε στα πρώτα μας βήματα».
Στον επικήδειο λόγο του ο Γ. ΚΟΡΤΕΣΗΣ ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ποτισμένος με τα θεία νάματα του ανθρωπισμού, του Σοσιαλισμού και της Δημοκρατίας αγωνίσθηκε μ’ όλη του τη δύναμη μέσα στα πλαίσια της ελληνικής πραγματικότητας για τους φτωχούς και τους αδύνατους, για κείνους που βγάζουν με τον τίμιο μόχθο της δουλειάς το ψωμί τους».
Ο λογοτέχνης της Αγίας Παρασκευής ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ αναφέρει: «Ο Θείελπης ήταν από τους πρώτους που οργάνωσαν στη Γερμανική Κατοχή, και στο νησί μας την Αντίσταση του Ε.Α.Μ.».
Ο κοινωνιολόγος ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΟΥΤΟΣ έγραψε ότι ο Λεφκίας «απαλλαγμένους από μικροαστικές προλήψεις, τυπογράφος, διορθωτής και ιδιοκτήτης της εφημερίδας, κατά βάθος όμως ποιητής, ζούσε αυτός όπως ήθελε τη ζωή του κι εύρισκε ποίηση σ’ αυτή τη ζωή».
Κατά τον ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΜΟΛΙΝΟ «οι δημοσιογραφικοί αγώνες του Λεφκία ήταν ανέκαθεν διαρκείς εκρηκτικές λάβες ενός διαρκώς κοχλάζοντος ηφαιστείου. Ηφαιστείου όχι καθαρώς πολιτικού, ούτε κομματικού. Ηφαιστείου κοινωνικού. Όχι με την έννοια της επαναστατικής δράσης. Αλλά με την ανώτερη έννοια του κοινωνικού αποστόλου, του αναμορφωτή».
Μετά τον θάνατο του ο ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ έγραψε ότι «ο Θείελπης ήταν από τα μεγαλύτερα ελληνικά ταλέντα μαχητού της πένας. Ο συνδυασμός της τέχνης του λόγου με την πολεμική διάθεση και το σκληρό χιούμορ τον έκαμε να μας δώσει κείμενα άξια να πάρουν τη θέση τους στην Ανθολογία του ελληνικού λόγου… Τα κείμενα του Λεφκία αποτελούν πλούτο εθνικό».
Ο Αγιαπαρασκευώτης ανώτατος αξιωματικός ΕΥΣΤΡ. Σ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΛΛΗΣ γράφει στο ίδιο 27ο τεύχος των «Αιολικών Γραμμάτων» μεταξύ άλλων ότι ο Λεφκίας ήταν «θαρραλέος προόπτης στις πνευματικές εξορμήσεις, πείσμων μαχητής στις ιδεολογικές συγκρούσεις» και ότι με το δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό ταλέντο του εξηκόντιζε τις ιδέες του «με χρώμα και πνοήν, με κίνηση και ρυθμό, με μουσικότητα και ήχον, αλλά και νυγμόν και σπάθισμα».
Ο αναγνώστης ας έχει υπόψη ότι όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι χαρακτηρισμοί της φωτεινής μορφής και του έργου του Λεφκία είναι αποσπασματικά παρμένοι από το αξιοθαύμαστο αφιέρωμα που του έκαμε ο Γ. Βαλέτας στο 27ο τεύχος του περιοδικού του «Αιολικά Γράμματα» Μαΐου-Ιουνίου 1975.
Ο Κλ. Παλαιολόγος για τον Θείελπη
Γράφοντας το 1988 το σημερινό μας εκλαϊκευτικό κείμενο με την ευκαιρία των δυο επετείων της γέννησης και του θανάτου του Λεφκία, εκρίναμε απαραίτητο να παραθέσουμε σχετικούς χαρακτηρισμούς και του πρεσβύτερου σύγχρονου κορυφαίου επιζώντος των λογοτεχνών της πρώτης «Λεσβιακής Άνοιξης» ΚΛΕΑΝΘΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1902- ), ο οποίος ανταποκρίθηκε σε παράκλησή μας με γραπτό κείμενο του της 28.11.1988, που πρόκειται να δημοσιευθεί αργότερα ολόκληρο, και περιέχει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα. «Ήταν ομορφάνθρωπος και σε κατακτούσε η βαθιά μελωδική φωνή του και η απαλότητα της ματιάς του κι αυτά τα χαιρόσουν όταν ήταν ευχαριστημένος και πιο πολύ όταν γελούσε. Αν τον εύρισκες θυμωμένο, αυτή η γλυκιά φωνή γινόταν βρυχηθμός και η ματιά διεισδυτική, σχεδόν άγρια».
«Η γραφή του ήταν ρωμαλέα και ίσια σαν δωρική κολόνα, σκληρή σαν μάρμαρο, αυστηρή σαν παράγγελμα. Ενώ ήταν γλυκύτατος και ποιητικός στην ομιλία του, στα πολιτικά άρθρα, ο λόγος του ήταν πυκνός και χυμώδης, και η ειρωνεία για τους αντιπάλους έφτανε τον σαρκασμό και τον χλευασμό, γιατί ο Λεφκίας ήταν απόλυτος και ανένδοτος στις πεποιθήσεις του, ανυποχώρητος στις ιδέες του»…
«Έμεινε στη Μυτιλήνη, πάλεψε με την φτωχή δημοσιογραφία του τόπου μας, αλλά διατηρούσε πάντα την ποιητική του διάθεση, τη βελούδινη, χαϊδευτική φωνή του και χαιρόταν καθώς συνταίριαζε κάθε μέρα με τους άλλους πρωτοπόρους της Λεσβιακής Άνοιξης, τους Βασιβουζούκους».
*
Ο συντάκτης του εκλαϊκευτικού αυτού κειμένου μπορεί να αναφέρει ότι επιδοκιμάζει ως απόλυτα αντικειμενικούς τους επαίνους που προαναφέρθηκαν στα αποσπάσματα των χαρακτηρισμών του Λεφκία, γιατί είχε και ο ίδιος προσωπικές επαφές μαζί του από το καλοκαίρι του 1927, όταν σε ηλικία 16 χρονών, άρχισε να δημοσιεύει στον «Ταχυδρόμο» της Μυτιλήνης σκίτσα του και γελοιογραφίες που εχάρασσε ο ίδιος σε λινόλεουμ.