ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – ΓΟΙ ΑΝΙΣΠΑΘΙΣ

Ο άνθρωπος, το αγριότερο και δυστυχώς το εφευρετικότερο από όλα τα θηρία της γης, από πολύ παλιά ανακάλυψε χιλιάδες τρόπους να παγιδεύει και να θανατώνει τα θηράματά του και πολλές φορές τους συνανθρώπους του.

Η αγχόνη, κοινώς κρεμάλα, ήταν (και δυστυχώς είναι ακόμα σε κάποιους λαούς που θέλουν να λέγονται και πολιτισμένοι), ένας από τους πολλούς και αποτελεσματικούς τρόπους εξόντωσης των αντιπάλων. Και μάλιστα κάποτε, που τα ήθη μας ήταν αγριότερα, έπαιρνε και πανηγυρική μορφή με όλο το ανάλογο τελετουργικό (ταμπούρλα, σάλπιγγες, στολές, δήμιους κτλ.), για να διασκεδάζει ο λαός και να παραδειγματίζεται παράλληλα από τη δύναμη της εξουσίας.

Αντιγράφοντας λοιπόν και μεις, τα παιδιά, τις… θεάρεστες αυτές συνήθειες των μεγάλων, επιφυλάσσαμε τον ίδιο ακριβώς θάνατο για τους εχθρούς μας, που ευτυχώς ήταν μόνο αθώα… κοτσύφια, που απρόσεχτα, απερίσκεπτα και λαίμαργα πλησίαζαν τις παγίδες μας. Πλήρωναν έτσι με τη ζωή τους τη λαιμαργία και την απροσεξία τους, και μάλιστα, χωρίς να περάσουν από δίκη και καταδίκη, κατέληγαν στον δια αγχόνης θάνατο και από κει και πέρα στα… κάρβουνα για τα περαιτέρω.

80_1994_anispathis
«Ανισπάθα στμέν’» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ήδη θα απορείτε, πώς γινότανε όλη αυτή η πολύπλοκη και αποτρόπαιη ιεροτελεστία.

Πρώτη μας φροντίδα ήταν να βρεθεί κανένα καλόβολο άλογο, που να μην έχει αντίρρηση να του μαδήσουμε λίγο την ουρά ή τη χαίτη- αν βρίσκαμε κανένα ψόφιο, ακόμα καλύτερα και… ασφαλέστερα, γιατί αυτές οι μακριές και σκληρές τρίχες με κατάλληλο πλέξιμο ήταν ό,τι έπρεπε για την τριχιά, που χρειαζόμαστε στην προετοιμασία της αγχόνης. Αργότερα που κυκλοφόρησαν οι νάιλον μεσινέζες του ψαρέματος, μας απάλλαξαν από το άγχος της πιθανής κλοτσιάς του ενοχλούμενου αλόγου. Για τα υπόλοιπα υλικά δεν υπήρχε πρόβλημα. Μας τα παρείχαν απλόχερα οι ελαιώνες που περιστοιχίζουν το χωριό. Χρειαζόμαστε λοιπόν ακόμη ένα φρέσκο και ευλύγιστο βλαστάρι ελιάς, στην άκρη του οποίου δέναμε με ειδικό δέσιμο την τριχιά, αφού πρώτα κάναμε μια ειδική θηλιά (το βρόχο της αγχόνης) και η ανισπάθα ήταν έτοιμη. Να μην ξεχνάμε ότι οι «ανισπάθις» ήταν φθινοπωρινή και χειμωνιάτικη ασχολία μας, τότε που τα λιοκτήματα ήταν γεμάτα ελιές και κατά συνέπεια και γεμάτα από πεινασμένους… επισκέπτες (τσίχλες και κοτσύφια).

Αφού διαλέγαμε λοιπόν με προσοχή τα κατάλληλα μέρη, συνήθως στις άκρες των χωραφιών, μέσα στα βάτα, όπου κρύβονταν τα κοτσύφια, στήναμε με προσοχή την «ανισπάθα». Την ελεύθερη άκρη της βέργας τη βυθίζαμε στο βρεγμένο χώμα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Κατόπιν λυγίζαμε την άλλη άκρη με τη θηλιά και την στερεώναμε κάτω από ένα άλλο μικρό κλαδάκι (το τοπ), βυθισμένο κι αυτό με τις δυο του άκρες στο χώμα και στηρίζαμε με επιδεξιότητα το όλο σύστημα στο δόλωμα, που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ώριμη ελιά.

Τώρα η παγίδα ήταν έτοιμη και δεν απέμενε για να λειτουργήσει παρά μόνο η λαιμαργία των κοτσυφών για το λαχταριστό μεζέ της ελιάς, που προκλητικά ανέμενε μέσα στο βάτο.

Μόλις λοιπόν ο ανύποπτος κότσυφας τσιμπούσε την ελιά, απελευθερωνόταν το σύστημα, η καρφωμένη στο χώμα ευλύγιστη βέργα τιναζόταν ξαφνικά (ανεσπάτο, από όπου και το όνομα ανεσπάθα) και η τρίχινη θηλιά σφιγγόταν γύρω από το λαιμό του πεινασμένου πουλιού, που τιναζόταν τώρα στον αέρα και φτεροκοπώντας προσπαθούσε να ξεφύγει. Αλλά του κάκου! Με κάθε τίναγμα η θηλιά σφιγγόταν περισσότερο μέχρι τελικά να το πνίξει.

Σε μας δεν απόμενε παρά την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, να επισκεφθούμε ένα ένα τα σημεία, όπου είχαμε στήσει τις «ανισπάθις» (εδώ χρειαζόταν γερή μνήμη, για να μην ξεφύγει καμιά από τον έλεγχο) και να τρυγήσουμε τους… απαγορευμένους καρπούς.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – ΓΟΙ ΞΙΜΠΑΜΠΟΥΛΙΣ

Η άνοιξη έπρεπε να ‘χει μπει για τα καλά. Η φύση της Αγιάσου ξυπνημένη από το λήθαργο του βαριού χειμώνα λουλούδιαζε και ευωδούσε. Τα μαγιάτικα όμως τριαντάφυλλα με τις μοσκοβολιές τους ήταν ο δικός μας παράδεισος. Γιατί; Μα κει κυρίως μπορούσαμε να βρούμε σωρό από «ξιμπαμπούλις», για να τις μετατρέψουμε, βασανίζοντές τες, σε δέσμια… αεροπλάνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι «ξιμπαμπούλις» (επιστημονικό όνομα μηλολόνθη) είναι μικρά έντομα της οικογένειας των σκαθαριών, με λαμπερά χρυσίζοντα χρώματα (από όπου και το όνομά τους: ξιμπαμπούλα = χρυσή μπαμπούλα) που εμφανίζονται την άνοιξη και τρέφονται με το νέκταρ των λουλουδιών και με ώριμα φρούτα κυρίως αχλάδια.

Αυτές λοιπόν αποτελούσαν το δικό μας στόχο. Μετά το σχολειό πετούσαμε σε μια άκρη το «τρουβάδ’» (τη σχολική σάκα), τρώγαμε στα γρήγορα και μετά, εξοπλισμένοι με αδειανά κουτάκια από σπίρτα ή τσιγάρα, τρέχαμε στις παρυφές του χωριού, σε μέρη που ξέραμε πως αφθονούσαν τα λουλούδια, να μαζέψουμε «ξιμπαμπούλις». Τις πιάναμε εύκολα και τις βάζαμε στα κουτάκια, αφού προηγουμένως τα γεμίζαμε με τριαντάφυλλα, για να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Όποιος πετύχαινε και καμιά «παπούτσα», ήταν ο ήρωας της μέρας. Οι «παπούτσες» ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος, με λαμπερότερα πρασινόχρυσα χρώματα και πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές για το… βαρύ έργο που τις περίμενε.

Αφού τέλειωνε επιτυχώς το πρώτο μέρος της επιχείρησης, επιστρέφαμε θριαμβευτές στη γειτονιά και άρχιζε το… β’ ημίχρονο. Η προσπάθεια τώρα ήταν να βάλουμε στο χέρι το καρούλι του ραψίματος της γιαγιάς. Αυτή δεν ήταν εύκολη δουλειά, γιατί ήταν συνήθως κρυμμένο σε απρόσιτα μέρη και τα παρακάλια μας δεν απέδιδαν πάντα καρπούς. Όποιος κατάφερνε λοιπόν να εξασφαλίσει το περιπόθητο καρούλι γινόταν αντικείμενο του φθόνου των άλλων. Γιατί η πιο κατάλληλη κλωστή για… χαλινάρι που θα βάζαμε στη «ξιμπαμπούλα» ήταν μόνο του καρουλιού, λεπτή και δυνατή να μη σπάει και δραπετεύει άδοξα ο… κρατούμενος και παράλληλα να μην έχει πολύ βάρος για να την σηκώνει εύκολα η ταλαίπωρη «ξιμπαμπούλα».

Η τελευταία φάση του δράματος και η πιο διασκεδαστική ήταν το δέσιμο και το πέταγμα του… αεροπλάνου. Με κάποιες επιδέξιες κινήσεις, για να μην τραυματίσουμε το έντομο, το δέναμε από το λαιμό και μετά το αφήναμε να πετάξει κρατώντας την άλλη άκρη της κλωστής. Τότε ήταν που γινόταν το έλα και να δεις με τις κόντρες μεταξύ μας ποιανού η «ξιμπαμπούλα» θα πέταγε πιο ψηλά, ποιανού θα έμενε περισσότερη ώρα στον αέρα, ποιανού θα είχε περισσότερη αντοχή. Και αλίμονο στα δύστυχα έντομα, που θα ξέφευγαν από τα χέρια μας, με την κλωστή να κρέμεται πίσω τους σαν μια ατέλειωτη ουρά, μέχρι να μπλέξουν στα σύρματα του ηλεκτρικού ή σε κανένα κλαδί και να μείνουν εκεί κρεμασμένα, θύματα αθώα των δικών μας παιχνιδιών.

Δεν ξέρω βέβαια τι γνώμη έχουν οι… «ξιμπαμπούλις» – μάλλον δε θα συμφωνούν – εγώ όμως (και πιστεύω και πολλοί από σας), με νοσταλγία θυμάμαι αυτά τα χρόνια, που αλίμονο δε θα ξανάρθουν…

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993