Στο τεύχος αυτό κρίνουμε καλό να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στην Αγιάσο, στις 25 Αυγούστου 1983, ο Παναγιώτης Χρυσάνθου Χατζηπαναγιώτης. Η αφήγησή του παρουσιάζει ενδιαφέρον και καλύπτει σε γενικές γραμμές το χρονικό διάστημα από το 1914 μέχρι το 1922. Γίνονται αναφορές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (1919), καθώς και στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Η αφήγηση είναι σύντομη κι απλή. Παρουσιάζει αρκετά κενά κι έτσι δεν είναι εύκολη η παρακολούθηση των κινήσεων και της δράσης των μονάδων στις οποίες υπηρέτησε ο αφηγητής. Πρέπει να σημειωθεί πως είναι δύσκολο, ύστερα από εβδομήντα περίπου χρόνια, να δώσει κανείς με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τα πολεμικά γεγονότα που έζησε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο αφηγητής Παναγιώτης Χρυσ. Χατζηπαναγιώτης
“Γεννήθηκα στην Αγιάσο το 1893. Μας έκαναν δυο κλάσεις, 13Α και 13Β. Την πρώτη την πήραν το Γενάρη και τη δεύτερη λίγο αργότερα, το Μάρτη του 1914. Εγώ ανήκα στη δεύτερη. Κατατάχτηκα στη Μυτιλήνη. Το νησί είχε λευτερωθεί. Από τη Μυτιλήνη πήγαμε στη Θεσσαλονίκη την ίδια χρονιά. Το 1916 που έγινε το κίνημα, εγώ βρισκόμουνα ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Τη χρονιά αυτή μας είχαν απολύσει για ένα διάστημα, αλλά μετά μας ξανακαλέσανε.
Ο λόχος μου ανήκε στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Έκανα αρχικά στα Πορόια. Εδώ είχε φυλάκια με πέτρες. Οι κάτοικοι ήταν βουλγαρόφωνοι, δεν ήξεραν ελληνικά. Το 1917 μας πήγαν στα Βοδενά κι από εκεί στο Μοναστήρι, στα Βιτώλια. Εδώ φυλάγαμε τη γραμμή. Μετά το Μοναστήρι πήγαμε στο Σκρα, αλλά δεν πήραμε μέρος στις επιχειρήσεις. Αυτές τις ανέλαβαν άλλα Συντάγματα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, το 5ο και το 6ο. Το δικό μας το Σύνταγμα μεταφέρθηκε στην Πελοπόννησο και στρατολογούσαμε με έδρα την Τρίπολη. Πήγαμε και στη Σπάρτη, στο Γύθειο, όπου ο Βενιζέλος είχε φυλακισμένους τους βασιλικούς. Μετά τη στρατολογία ανεβήκαμε πάλι στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εγώ δεν πήρα μέρος στις επιχειρήσεις του Σκρα. Πήραν μέρος όμως πολλοί άλλοι Αγιασώτες και μερικοί απ’ αυτούς σκοτώθηκαν, όπως ο Γεώργιος Σουλογάνης, ο κουνιάδος του Στρατή Μπαριτέλη.
Το 1919 πήρα μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Ήταν κι άλλοι Αγιασώτες, αλλά δε θυμάμαι κανέναν. Εγώ κατατάχτηκα στο
Ανάμνηση από τη Θεσσαλονίκη. Εικονίζονται από αριστερά ο Παναγιώτης Ακαμάτης κι ο Χριστόφας Σπ. Αϊβαλιώτης, που πέθανε από τις κακουχίες του πολέμου στις 17-9-1920 στην Αγιάσο. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βασίλης Χρ. Αϊβαλώτης)
1ο Πεζικό Σύνταγμα. το οποίο πήρε άντρες που έπρεπε να απολυθούν. Δεν ήταν μονάδα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους.
Πήρα μέρος με Σύνταγμα της Χ Μεραρχίας στις επιχειρήσεις του Εσκί Σεχίρ. Αργότερα τραβήξαμε στο Σαγγάριο και πήραμε μέρος στις εκεί επιχειρήσεις. Μετά τα μεσάνυχτα οι Τούρκοι μας έκαναν συνέχεια αιφνιδιασμούς, μας χτυπούσε τακτικός στρατός. Μέραρχο είχαμε τον Πέτρο Σουμίλα. Στις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου ήμουνα δεκανέας, ενώ στην Ουκρανία στρατιώτης. Αργότερα όσοι πήραν μέρος στις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου έγιναν λοχίες.
Κατά την οπισθοχώρηση είχαμε τους Τσερκέζους που μας οδηγούσαν. Αυτοί αγαπούσαν τους Έλληνες. Πίσω μας βρίσκαμε Τούρκους, γιατί δεν είχε γίνει καλά η εκκαθάριση. Εμείς φτάσαμε στα Μουδανιά κι από εκεί περάσαμε στη Ραιδεστό. Εδώ ήταν αναρχία, έδερναν τους αξιωματικούς, γύρευαν απολυτήρια. Είχαν περάσει αναρχικά στοιχεία. Το τάγμα μας έφερε την τάξη. Κάτσαμε μέχρι που να εκκενωθεί η Ανατολική Θράκη. Μετά απολύθηκα κι ήρθα στη Μυτιλήνη“.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983
Όταν κάποτε οι Τούρκοι στρατολογούσαν τους Έλληνες… Ο οδοντίατρος Αρχοντής Κοντούλης, αξιωματικός, ανάμεσα σε δύο Τούρκους συναδέλφους του
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Προέρχεται από έναν άνθρωπο που πήρε μέρος στην αντίσταση, που μαζί με άλλους συγχωριανούς του βοήθησε στην εγκατάσταση και στη λειτουργία αγγλικών ασυρμάτων στη Γέρα και συγκεκριμένα στον Παλαιόκηπο.
Οι αναμνήσεις έχουν, όπως είναι φυσικό, προσωπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις πτυχές ενός γεγονότος. Συνήθως υπάρχει ελλειπτικότητα, ωραιοποίηση της προσωπικής συμβολής, καθώς και παραποίηση, σε κάποιες περιπτώσεις, της ιστορικής αλήθειας. Παρ’ όλα τα μειονεκτήματα όμως αποτελούν μια αξιόλογη αφηγηματική πηγή, την οποία οφείλουμε να χρησιμοποιούμε με κάποια προσοχή.
ΓΙΑΝΝΗΣ XΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
“Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκα στην Αντίσταση. Ήμασταν κάμποσοι Παλαιοκηπιανοί που υπηρετήσαμε τους αγγλικούς ασύρματους, ο μακαρίτης Αλέκος Παπάς, ο Ηλίας Πασπατής, ο Γιώργος Σκοπελίτης, ο Ερμόλαος Ψαριανός, ο Χρίστος Χατζηράλλης ή Ξτουδόλς, που τον σκότωσαν αργότερα οι μπουραντάδες, ο Τρύφωνας Παπάς κι άλλοι.
Τον πρώτο ασύρματο, μόλις τον πήραμε, τον πήγαμε στα Μαυριά. Εκεί πέρα καθίσαμε λίγο διάστημα, οπότε μας ειδοποίησαν να φύγουμε. Η μέρα της μετακίνησης ήταν πολύ βροχερή. Μέχρι που να φτάσουμε στον Καπασά, στο ντάμι του Στέλιου Σπυριάδη, είχαμε γίνει όλοι μούσκεμα, μαζί κι ο προϊστάμενος του ασύρματου ανθυπολοχαγός Ασημάκης Ξάφης. Ανοίξαμε με δυσκολία το ντάμι και μπήκαμε μέσα. Ψάξαμε, βρήκαμε κλαδιά, ανάψαμε φωτιά και στεγνώσαμε. Ήμασταν οι παραπάνω, εκτός από το Σκοπελίτη, ο οποίος τότε βρισκόταν στο χωριό.
Το πρωί ήρθε στον Καπασά ο νεαρός παραγιός του Σπυριάδη Γιώργος Γεωργαντάς, το Κουτούτσ’, που σήμερα έχει καφενείο. Επιχειρούσε να ανοίξει το ντάμι, μα δεν τα κατάφερνε, γιατί εμείς το είχαμε κλειστό από μέσα. Τελικά ανοίξαμε και τον βάλαμε μέσα. Όταν κατέβηκε στο χωριό, είπε στο αφεντικό του αυτά που έπεσαν στην αντίληψή του. Ο Σπυριάδης φοβήθηκε, βρήκε το Σκοπελίτη και του ζήτησε να φύγουν από το ντάμι. Ο Σκοπελίτης τότε έστειλε ένα σύνδεσμο και μας ειδοποίησε να μεταφερθούμε αλλού.
Ο Στρατής Ιωάννου Γριμανέλης κι ο Πάνος Μαϊστρέλης στη Μέση Ανατολή…
Ο Σκαναβής κι οι άλλοι κάθισαν δυο τρεις μέρες στη Μονόπετρα. Από κει τους πήραμε και τους κατεβάσαμε στο χωριό μας, στον Παλαιόκηπο. Εδώ μείναν μια βραδιά στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Μετά έπρεπε να τους παραδώσουμε στην οργάνωση του Μανταμάδου. Την αποστολή αναλάβαμε εγώ κι ο Αλέκος Παπάς. Χρησιμοποιήσαμε για τη μεταφορά τρία ζώα, το δικό μου το άλογο και τα μουλάρια του Αλέκου Παπά και του Φωτή Μπλούκου. Για να μην περάσουμε από το Ίππειος, όπου υπήρχε αστυνομία ελληνική που δεν ξέραμε τις διαθέσεις της, αποφασίσαμε να πάμε από την περιοχή που ονομάζεται Μητρόπολη, να βγούμε στα Κεραμιά, να κατευθυνθούμε προς την Πηγή κι από κει ακλουθώντας κατσικόδρομους να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα ζώα όμως, κατά κακή μας τύχη, πήραν λάθος δρόμο. Μας ρίξαν στα μπαλγκάμια, στα γκιόλια της Λάρσος. Απ’ όπου πηγαίναμε, για να βγούμε από τα τσάγια, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλα τα δρομάκια κατέληγαν σε μια μυλόπετρα. Ήταν νύχτα, δε βλέπαμε καλά, ταλαιπωρηθήκαμε πολλή ώρα άνθρωποι και ζώα. Καμιά φορά είδαμε κάπου φέξη. Ήταν μια καλύβα με σάζια. Πήγα προς τα κει και βρήκα ένα γέρο. Τον παρακάλεσα πολλή ώρα να μας οδηγήσει μέχρι τα Κεραμιά, αλλ’ αρνήθηκε. Επέστρεψα στο μέρος όπου είχα αφήσει τους άλλους και τους είπα για το γέρο, που δεν ήθελε να μας βοηθήσει. Ήμουνα θυμωμένος και πρότεινα να του κάψουμε την καλύβα. Ύστερα σκεφτήκαμε να τον πληρώσουμε να μας πάει. Του δώσαμε 100 χιλιάρικα, που τα είχαν οι άλλοι, κι έτσι ανέλαβε να μας οδηγήσει στα Κεραμιά. Μετά από λίγη όμως πορεία αναγνωρίσαμε το δρόμο και τον διώξαμε. Επειδή όμως καθυστερήσαμε, δεν μπορέσαμε να ήμαστε συνεπείς και να συναντηθούμε με τους ανθρώπους της άλλης οργάνωσης στο προκαθορισμένο σημείο. Όταν πλησιάσαμε στο Μανταμάδο, κρυφτήκαμε άνθρωποι και ζώα σ’ ένα ρουμάνι, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εγώ έμεινα επιτόπου με τους ανθρώπους. Ο Αλέκος πήγε κι αντάμωσε τους σύνδεσμους, οι οποίοι πράγματι ήρθαν τις αυγές και παρέλαβαν τους ανθρώπους, για να τους φυγαδέψουν πιθανότατα στη Μέση Ανατολή. Μετά την παράδοση εμείς δεν είχαμε πια καμιά δουλειά, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε στον Παλαιόκηπο.
Τον πρώτο ασύρματο που χρησιμοποιήσαμε μας τον πήραν δεν ξέρω τι έγινε, ίσως να χάλασε. Μαζί έφυγε κι ο Ασημάκης ο Ξάφης. Παράδοση νέου ασύρματου θα γινόταν στη Σαρακίνα, παράλια περιοχή περιφέρειας Μανταμάδου, πολύ κοντά στην τουρκική ακτή. Πήγαμε εγώ κι ο Γιώργος ο Σκοπελίτης με δυο μουλάρια. Περιμέναμε κει τρεις μέρες, ώσπου να μπορέσουμε να κάνουμε την παραλαβή. Πάνω που ερχόταν το υποβρύχιο, έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό καταδιωκτικό. Μαζί με τον ασύρματο ήρθε και νέος ασυρματιστής, σταλμένος από το στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Επιστρέφοντας νύχτα από τη Σαρακίνα εγώ, ο Γιώργος ο Σκοπελίτης κι ο ασυρματιστής, είδαμε στο βάθος του δρόμου ένα λουξ. Πανικοβληθήκαμε, γιατί νομίσαμε πως ήταν Γερμανοί. Να φύγουμε δεξιά ή αριστερά ήταν αδύνατο, γιατί είχε ντουβάρια ψηλά. Μείναμε για λίγο χρόνο επιτόπου. Ύστερα αποφασίσαμε να πάω εγώ προς τα κει κι αν είναι Γερμανοί να ρίξω χειροβομβίδα και να προσπαθήσουμε να διαφύγουμε με κάθε τρόπο. Εγώ ήμουνα γρήγορος, έτρεχα πολύ. Είχαμε πιστόλια και χειροβομβίδες. Βάδισα, έφτασα στο λουξ και διαπίστωσα με χαρά πως ήταν πυροφάνι, πως δεν ήταν Γερμανοί αλλά ψαράδες. Από κει συνεχίσαμε το δρόμο μας χωρίς κανένα κακό συναπάντημα και φτάσαμε στον Παλαιόκηπο.
Το νέο ασύρματο τον φέραμε στον Αγλέφιρο, στο κτήμα του Χρίστου Χατζηράλλη, όπου υπήρχαν δυο τρία κατνέλια, μικρές κατούνες. Εδώ καθίσαμε αρκετό διάστημα. Αργότερα μετακινηθήκαμε κι ήρταμε στην κατούνα του Στρατή Βέτσου. Κι εδώ μείναμε αρκετό χρόνο, ήταν προς το τέλος της κατοχικής περιόδου. Από εδώ μεταφέραμε τον ασύρματο στο χωριό, όπου φυλάχτηκε λίγες μέρες στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Από το χωριό τον μεταφέραμε στον κάμπο, στη Βριακή. Τον εγκαταστήσαμε στην Πραματιά, στην κατούνα του Φωτή Μπλούκου. Προσέχαμε πολύ, γιατί υπήρχαν καταδότες. Δεν ήταν αδύνατο να πληροφορηθούν τη δράση μας οι Γερμανοί. Υπήρχε κίνδυνος να προδοθούμε και μέσα από το χωριό, οι γκεσταμπίτες δεν έλειπαν. Κι ο δεύτερος ασύρματος λειτούργησε κανονικά, όπως κι ο πρώτος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής...”.