ΑΓΙΑΣΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΡΥΘΜΟ ΖΩΗΣ

Ο αγαπητός φίλος μας και συνεργάτης της «Αγιάσου» δημοσιογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Λεοντής είχε την καλοσύνη ν’ αντιγράψει από την καθημερινή πρωινή πολιτική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος» (φύλλα 12ης και 13ης Αυγούστου 1930) τις αναδημοσιευμένες από την αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημ. Λαμπράκη ταξιδιωτικές εντυπώσεις του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (Κ. Νέαρχου), που αναφέρονται στο νησί μας κι ειδικότερα στην Αγιάσο του 1930.

Οι παραπάνω ταξιδιωτικές εντυπώσεις αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο του Κώστα Ουράνη. Σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο του συγγραφέα «Ταξίδια. Ελλάδα» (έκδοση του βιβλιοπωλείου της «Εστίας»), όπου μπορεί κανείς να δει την τελική μορφή του κειμένου (σσ. 287-291. «Η γραφική και γαλήνια Αγιάσο»). Ανάμεσα στο αναδημοσιευμένο κείμενο του «Ταχυδρόμου» και στο κείμενο της έκδοσης της «Εστίας» υπάρχουν κάποιες διαφορές, φραστικές κυρίως.

Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρεται κυρίως στον κόλπο της Γέρας, στην Καρίνη, στον άγνωστο την εποχή εκείνη ζωγράφο Θεόφιλο, στις φυσικές ομορφιές, στις ασχολίες των κατοίκων, στην ανύπαρκτη τότε τουριστική υποδομή και στο «Νέο Ξενώνα», στο Σανατόριο «η Υγεία» και στην άρνηση των κατοίκων να χτιστεί στον τόπο τους, από την οποία εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος και λόγιος Μιχαήλ Ροδάς (1884-1948) κι έγραψε το θεατρικό έργο «Οργή του δάσους»…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα
Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα

Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη

Α’

Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη, πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου την Αγιάσο. Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια μας κι έκανε την αναπνοή μας ξηρή και δύσκολη.

Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τον οποίο περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Φύλλο δέντρου δεν εκινείτο. Από τα χαμόδεντρα που φουντώνουν έως μπροστά στις ακτές του κόλπου, εβλέπαμε τα νερά του ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο πέφτει κάθετο το φως του ήλιου. Μια άχνα ζέστης επικάθονταν στην επιφάνεια.

Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγευμένο το βλέμμα. Είναι από τους πιο ωραίους του κόσμου και η στενή γραφική του είσοδος θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Δεν υπάρχει όμως ικανότης θαυμασμού που ν’ αντέχει σε μια ζέστη σαν εκείνη που μας εφλόγιζε. Κοιτάζαμε τη γυαλιστερή του έκταση μ’ ένα βλέμμα κατηφές και αδιάφορο – αναστενάζοντας για ένα μόνο πράγμα: για λίγη δροσιά.

Το πέρασμά μας από τα Κεραμιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν άλλοτε οι Τούρκοι και στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σήμερα πρόσφυγες, μας έδωσε μια στιγμή χαράς: Στο ρείθρο του δρόμου, που τον έσκιαζαν μεγάλα δέντρα, έτρεχαν μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Περάσαμε όμως χωρίς να σταθούμε, αφήνοντας πίσω νεαρές προσφυγοπούλες που άπλωναν στα προαύλια των καλυβιών τους φύλλα καπνού για να ξεραθούν. Ο σωφέρ μας υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο. Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια έριχναν μιαν ανακουφιστική σκιά σ’ έναν μικρόν ισοπεδωμένο περίβολο, του οποίου το κέντρο κατελάμβανε μια στρογγυλή χαβούζα μ’ ασβεστοχρισμένα τοιχώματα, κατά το ήμισυ γεμάτη νερό. Το νερό φαινότανε ακίνητο, τελματωμένο σχεδόν, στον χωμάτινο όμως πυθμένα της χαβούζας ανέβλυζε αόρατη μια πηγή παγωμένου και άφθονου νερού που ξέφευγε από ένα άνοιγμα και διαχύνονταν κατά μήκος των πλατανιών σε γάργαρο μυστικό ρυάκιο. Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα εκείνη ήταν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από έναν πλάτανο. Συνήθως τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχαίες ρεκλάμες της σοκολάτας τα τοπία της Ελβετίας. Είναι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, οι οποίες εις επίμετρο είναι εφωδιασμένες και μ’ ένα βραχνό φωνόγραφο. Το καφενεδάκι όμως αυτό της Καρίνης ήταν μια επί πλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των βαθιών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υπεστήριζαν μια ξύλινη κληματαριά από την οποία εκρέμονταν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων στόλιζαν την είσοδο του. Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήταν οι τοιχογραφίες που ήταν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγέννησης. Ήταν απλοϊκά και άτεχνα κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη, ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας, ό,τι τύχαινε – κάποτε για λίγη τροφή, συχνότερα για τη δική του ευχαρίστηση.

Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα...
Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα…

Τα θέματα και ο τρόπος της συνθέσεώς τους θύμιζαν τις λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς καρφωμένες σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών. Ο αλήτης ζωγράφος είχε δώσει σ’ αυτές ελεύθερο ρου στη λαϊκή του φαντασία. Είχε ζωγραφίσει συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, ένα περίπατο του Αλή πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων, έναν θεό Άρη, ο οποίος έμοιαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μια Αφροδίτη, την οποία κανείς δεν θα ήθελε ως γυναίκα του στην πραγματικότητα.

Αλλά ό,τι ήταν μια χαρά για τα μάτια, ήταν η μουσική ρευστότητα των χρωμάτων, οι γλυκείς συνδυασμοί τους και οι γλυκύτερες ακόμα αντιθέσεις τους, που έκαναν εξ αποστάσεως τους τοίχους του μικρού αυτού καφενείου να φαντάζουν σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες.

Από τον παραδεισιακό αυτό σταθμό ίσαμε την Αγιάσο δεν κάναμε άλλο παρά ν’ ανεβοκατεβαίνουμε πετρώδεις λόφους σκεπασμένους μ’ αναρίθμητες ελιές που ασήμιζαν μέσα στον ήλιο και που εδονούντο αδιάκοπα από το τρυπανιστό τσιτσίρισμα των τζιτζικιών. Μολονότι ευρισκόμαστε σ’ αρκετό ύφος από τη θάλασσα, αναπνέαμε και εδώ έναν αέρα φούρνου εργοστασίου, που εξέραινε τη γλώσσα μας κι έκαιγε τους πνεύμονές μας. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στην Αγιάσο, μάταια όμως την αναζητούσαμε σ’ όλα τα βάθη του ορίζοντος. Επί τέλους αντικρίσαμε μια φάραγγα από την οποία ανέβαιναν προς τον άτρεμο φωτεινό ουρανό πανύψηλες λεύκες με φύλλωμα στενό όπως των κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά ανηφόριζαν τη φάραγγα καταπράσινα «μποστάνια». Η παρουσία τους ήταν μια ένδειξις ότι πλησιάζαμε κατωκημένο μέρος. Και πράγματι ύστερα από λίγα λεπτά βλέπαμε τα πρώτα σπίτια της Αγιάσου.

Β’

Η Αγιάσος έχει μια εξαιρετική γραφικότητα. Στον αιώνα αυτόν που η ομοιομορφία διατρέχει τους τόπους σαν ένας ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας, είναι μία έκπληξη και μια χαρά να συναντά κανείς μια γωνία που διατηρεί τον παλαϊκό ιδιόρυθμο χαρακτήρα της ζωής. Γιατί και στην Αγιάσο είναι ό,τι και στο Άγιο Όρος. Η ζωή μοιάζει να κινείται με μια αφάνταστη επιβράδυνση, να είναι αιώνες ολόκληροι πίσω από την εποχή μας. Όλα εκεί είναι απλά, ήσυχα, πατριαρχικά, όπως στους καιρούς που η μηχανή δεν είχε ακόμη εμφανισθεί και οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον πυρετό μας. Τι ωραία και τι ξεκουραστικά που είναι στην Αγιάσο!… Οι στενοί δρομίσκοι με τ’ άνισα καλντερίμια είναι εδώ κι εκεί σκεπασμένοι με καταπράσινες κληματαριές, όπως οι αυλές των επαρχιωτικών σπιτιών και σ’ όλα τα παράθυρα είναι βασιλικοί και γεράνια. Γύρω από τη μεγάλη εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση μαγαζάκια, έχουν πάνω τους τέτοιες πράσινες τέντες φυλλωμάτων. Το μάτι θέλγεται αδιάκοπα με τις εναλλαγές του φωτός και των διακοσμητικών σκιών των κρεμαστών φυλλωμάτων πάνω στα ήσυχα καλντερίμια… Στα κατώφλια των σπιτιών γνέθοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας, είναι καθισμένες γρηές και νέες, όλες με μεγάλες μαύρες βράκες και με ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά τους πόδια. Πολλές από τις νέες αυτές ήταν ωραίες με λυγερές κορμοστασιές και ρόδινα πρόσωπα. Κοίταζαν το πέρασμα μας με συμπαθητική περιέργεια, όταν όμως εδοκίμασα να τις φωτογραφήσω έτρεχαν με γέλια να κρυφτούν. Τα τσόκαρά τους κροτούσαν πάνω στο καλντερίμι και καθώς οι βράκες τους κουνιόνταν στο τρέξιμο έδιναν την αστεία εντύπωση κυνηγημένων χηνών.

Στις ήμερες απογευματινές ώρες που άρχιζε να υποχωρεί η ζέστη, οι πόρτες όλες ήταν ορθάνοιχτες και καθώς περνούσαμε βλέπαμε χωρικούς και χωριάτισσες απασχολημένες σε μικρές βιοτεχνίες. Εδώ μια γυναίκα ύφαινε στον αργαλειό της, μια άλλη πιο πέρα σχεδίαζε χρωματιστές παραστάσεις σε κόκκινα κανάτια, προωρισμένα για το νερό, ένας σκάλιζε το ξύλο, ένας άλλος κατεσκεύαζε τσόκαρα. Ήταν όλος ο παλιός κι αργός ρυθμός της ζωής που περνούσε από τα μάτια μας. Γέροι Αγιασώτες με βράκες και καλπάκια στο κεφάλι ανηφόριζαν αργά -αργά προς το Σταυρί, το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του οποίου υπάρχουν γραφικά καφενεδάκια, μία νέα γύριζε από τη βρύση με τη βιβλική της στάμνα στο κεφάλι, ένας νέος χωρικός έσερνε το ανθιστάμενο βόδι του, παντού τέτοιες εικόνες γαλήνιας ζωής – και πάνω απ’ αυτές η αργή καμπάνα του Εσπερινού.

 Ο αγαπητός μας συνάδελφος κ. Ροδάς, γράφοντας τελευταίως για την Αγιάσο, ετόνισε το φιλοπρόοδο πνεύμα που έχει αρχίσει να πνέει και στο απόμερο ορεινό χωριό της Μυτιλήνης και του οποίου πρώτη εκδήλωσις είναι η άδεια που έδωσαν επί τέλους οι χωρικοί να κτισθεί στα πεύκα του βουνού τους ένα σανατόριο. Ο κ. Ροδάς είχε εμπνευσθεί ολόκληρο ένα δραματικό έργο που εστηλίτευε την άρνηση έως χθες των Αγιασωτών να δεχθούν σανατόριο έξω από το χωριό τους κι ήταν φυσικό να χαρεί για το νέο αυτό πνεύμα. Εγώ όμως που αγαπάω ιδιαίτερα τα παλιά πράγματα, εχάρηκα κι αυτήν ακόμα την περιπέτεια που υπήρξε η νύχτα την οποία πέρασε στην Αγιάσο. Το μεγάλο ξενοδοχείο το οποίο, όπως έγραψε με ενθουσιασμό ο κ. Ροδάς, κτίζει η εκκλησία, θέλει πολύ ακόμη για να είναι έτοιμο και το οίκημα στο οποίο μ’ έστειλε να καταλύσω ο πρόεδρος της κοινότητος ήταν το σπίτι μιας συμπαθητικής βρακοφορούσας Αγιασώτισσας της κυρα-Δημητρούλας. Α! Το σπίτι της κυρα -Δημητρούλας!…

Πέρασα μια νύχτα και μισή ημέρα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω αν ήταν ξενοδοχείο ή ιδιωτική κατοικία, γιατί δεν είχε τίποτα απολύτως απ’ ό,τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα ξενοδοχείο, έστω και πρωτόγονο, κι είχε, αντιθέτως, ένα σωρό ξένους: Τρεις μουσικούς που ευρίσκονταν στην Αγιάσο για να δώσουν μερικές συναυλίες… τζαζ-μπαντ, δυο Μυτιληνιές χωρικές που είχαν έλθει να προσκυνήσουν την σεβάσμια εκκλησία της Αγιάσου, ένα υπονωματάρχη και τέλος εμένα και τη συνοδό μου.

Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο... Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο… Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Το ισόγειο του σπιτιού κατείχετο από διάφορους πτερωτούς και τετράποδους πελάτες, σ’ ένα πατάρι κούρνιαζαν οι δυο χωρικές με την ίδια την κυρα -Δημητρούλα και στο πρώτο πάτωμα, το οποίο απετελείτο από έναν διάδρομο και ένα δωμάτιο, συνωστιζόμαστε… όλοι εμείς οι άλλοι. Για να φτάσουμε ως στο δωμάτιο που είχε δοθεί σε εμάς, έπρεπε να περάσουμε απ’ όλο το φτερωτό τετράποδο και δίποδο κόσμο που εύρισκε άσυλο στο σπίτι της κυρα-Δημητρούλας το πρωί δε ματαίως αναζητούσαμε μια λεκάνη και ένα δοχείο νερού για να πλυθούμε. Αναγκαστήκαμε να περιορισθούμε στο νερό που περιείχε ένα ποτήρι, χρησιμοποιώντας ως νεροχύτη το παράθυρο του δωματίου. Αλλά η νύχτα ήταν δροσερή στην Αγιάσο, στο παράθυρο του δωματίου μας ευωδίαζε ο βασιλικός, τα σεντόνια μας μύριζαν λεβάντα του βουνού και η κυρα-Δημητρούλα με την βράκα της και τα γυμνά της πόδια ήταν τόσο αγαθή και πρόσχαρη που δεν λυπήθηκα γιατί δεν βρήκαμε τελειωμένο το ανεγειρόμενο «Παλάς» της Αγιάσου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Οι παραπάνω σε δύο συνέχειες εντυπώσεις από την Αγιάσο του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Κώστα Ουράνη πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Ελεύθερον Βήμα» της Αθήνας, σημερινό «Το Βήμα», και αναδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Μυτιλήνης των Στρατή Μυριβήλη και Θείελπι Λεφκία, στα φύλλα 12 και 13 Αυγούστου 1930, με τον τίτλο: Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Αγιάσος, το χωριό με τον παλιό ρυθμό της ζωής. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 45/1988

ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής υπήρξε ένας φλογερός Αγιασώτης δάσκαλος, ιερωμένος και πατριώτης, που πρώτος το 1905 άνοιξε το δρόμο των Αγιασωτών για το Νέο Κόσμο, δημιουργώντας πολλές καλές ελπίδες σε πολλούς φτωχούς, αλλά δημιουργικούς συγχωριανούς του.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου – ο μετέπειτα πρωθιερέας Μεθόδιος Κουρκουλής – γεννήθηκε στην Αγιάσο γύρω στα 1860, αφού στα 1886, λαϊκός ακόμα, διευθύνει το Ελληνικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής με βοηθό του τον Ευστράτιο Κουσβή. Σύμφωνα με πληροφορία του Χρίστου Παρασκευαΐδη, «ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου ή Κουρκουλής προσεπάθησε να εξυψώση το Σχολείον κατά το παράδειγμα του σχολείου Αγιάσου εις Ημιγυμνάσιον με δύο γυμνασιακάς τάξεις». Πάντως ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου αποχώρησε από την Αγία Παρασκευή μετά τις γιορτές του Πάσχα και τον «διεδέχθη ο εξ Αγιάσου Δημήτριος Βαμβουρέλλης».

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του

Στην Αγιάσο, όπου τον βρίσκουμε στη συνέχεια, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Αναγνωστηρίου που, πέρα από του να είναι ένας απλός όμιλος φιλαναγνωστών, έπαιζε ρόλο έξοχα εθνικό. Ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης πληροφορεί ότι το Αναγνωστήριο επί Τουρκοκρατίας «…δια του πρωθιερέως Μεθοδίου Κουρκουλή… έκαμνε θρησκευτικά κηρύγματα». Στην πραγματικότητα γίνονταν κηρύγματα εθνεγερτικά με προκάλυμμα θρησκευτικό. Ο πρώην δάσκαλος έχει γίνει ήδη κληρικός. Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου μας έδωσε την προφορική πληροφορία ότι το νέο του όνομα Μεθόδιος του το έδωσε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος Αρώνης, που τον χειροτόνησε.

Κατά την κατάληψη της Κρήτης το 1897, που γέννησε πολλές εθνικές ελπίδες και στους υπόδουλους Λέσβιους, η Αγιάσος βρισκόταν «ως εν επαναστάσει». «Ο ιατρός Γρηγόριος Τζαννετής, ο πρωθιερεύς Μεθόδιος Κουρκουλής και ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζαννετής ανεγίγνωσκον εις επήκοον των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων τα πύρινα άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων. Το Αναγνωστήριον μετετράπη εις “φλογερό καμίνι”, το οποίον με τις εθνικές μυσταγωγίες του έστειλεν εις τας Αθήνας εξήκοντα εθελοντάς».

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής, έχοντας σπουδάσει θεολογία κι έχοντας διδακτική προϋπηρεσία στην Αγία Παρασκευή, υπηρέτησε σαν δάσκαλος και στον τόπο του, την Αγιάσο. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλήφθηκε σαν ιεροκήρυκας στη θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια» της Σμύρνης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το 1905 αναχώρησε για την Αμερική, όπου διορίστηκε προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίας Τριάδας στη Νέα Υόρκη. Ο ιερός αυτός ναός φέρει μέχρι σήμερα τα ίχνη του αγαθού ιερέα, καθώς και των Αγιασωτών μαστόρων-ξυλουργών. Γιατί γύρω στα 1919 προσκάλεσε από την Αγιάσο τον Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη (ίσως και άλλους), για να φιλοτεχνήσουν τα ξύλινα μέρη του ναού.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»

Η δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή στη Νέα Υόρκη είναι πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Ο Στρατής Κολαξιζέλης αναφέρει ότι «εκέρδισε την αγάπην του ποιμνίου του» και ότι «με τον Βλαστόν της “Ατλαντίδος” έδρασεν εις τα εθνικά ζητήματα και κατά τον βαλκανοτουρκικόν πόλεμον του 1912 συνέβαλεν εις τον καταρτισμόν της λεσβιακής φάλαγγος, η οποία συνέτεινεν εις την ενίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων».

Ο Σόλων Βλαστός, ο εκδότης της «Ατλαντίδος», γεννήθηκε στη Σύρο στα 1852 και πέθανε στο Παρίσι στα 1927. Στις 3-3-1894 πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η «Ατλαντίς» σαν εβδομαδιαίο φύλλο, που εξελίχτηκε από τα 1905 σε πολυσέλιδη καθημερινή εφημερίδα. Η «Ατλαντίς» έγινε για πολύ καιρό το κύριο όργανο των Ελλήνων της Αμερικής, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η «Ατλαντίς» συνετέλεσε πολύ στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων μεταναστών, που έσπευσαν επιστρέφοντας στην Ελλάδα να ταχθούν κάτω από τις εθνικές σημαίες. Βασικός συνεργάτης του Βλαστού και πύρινος αρθρογράφος της εφημερίδας ήταν ο Μεθόδιος Κουρκουλής. Στις 9-1-1913 γράφει: «Δι’ όλων των εκ της πόλεως ταύτης (Elko-Nevada) διερχομένων τραίνων αθρόοι απέρχονται οι Έλληνες εκ της Καλιφόρνιας και της Νεβάδας. Μέχρι τούδε πολλαί εκατοντάδες Ελλήνων εργατών απήλθον, όπως παράσχωσι την βοήθειάν των εις την αγωνιζομένην πατρίδα των. Το ευγενές τούτο πατριωτικόν αίσθημα των Ελλήνων πρέπει να γίνει σοβαρό μάθημα και αξιομίμητο παράδειγμα προς όλους… Οι Έλληνες εργάται απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι πολίται της πατρίδος των δια της αθρόας αναχωρήσεώς των. Η τοιαύτη των πράξις δικαίως επισύρει την μεγάλην εκτίμησιν και τον θαυμασμόν παντός πατριώτου».

Οι ανταποκρίσεις οι σχετικές με την αναχώρηση των επιστράτων είναι καθημερινές και θερμές: «Υπό τους ήχους μουσικής ανεχώρησαν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού… Οι Έλληνες της πόλεως Spokane, Wash.), πανηγυρίζοντες την αθρόαν αναχώρησιν των στρατευσίμων, επί δύο ολοκλήρους ημέρας διεσκέδαζον δια χορών και ασμάτων». Στις 10-1-1913 «Ουκ ολίγοι εκ των εμπορευομένων ομογενών σπεύδοντες εις την εκπλήρωσιν του υψίστου πατριωτικού καθήκοντος, εγκαταλείπουν σημαντικάς εμπορικάς επιχειρήσεις. Η αθρόα έξοδος των Ελλήνων επιστράτων αποτελεί άριστον δείγμα του πατριωτικού αισθήματος, όπερ διαπνέει την φυλήν». Παράλληλα στην Ατλαντίδα φιλοξενούνται στίχοι που προτρέπουν τους Έλληνες μετανάστες να γυρίσουν στην πατρίδα:

Γυρίστε πίσω! ο στρατός τον Τούρκο να νικήσει

θέλει κορμιά ηρωικά, θέλει καρδιές μεγάλες,

θέλει τον όρκο τρομερό κι ακόμα πιο μεγάλο

το Χάρτη του Βελεστινλή, που χρόνια μελετάει.

(30-8-1911, Σ. Ματσούκας)

Έτσι μάχεται με την πένα. Κι έτσι σχηματίζεται από τα 1909 ο εθελοντικός Λόχος Νέας Υόρκης, που ίσως τμήμα του είναι η περίφημη «Λεσβιακή Φάλαγγα».

Στις 5 Οκτωβρίου 1911 αγοράζεται το κτίριο και ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. Και σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια ο Μεθόδιος Κουρκουλής – παλιός δάσκαλος ο ίδιος – δε μένει αμέτοχος. Η «Ατλαντίς» της 5-10-1911 γράφει: «Ο Μ.Κ. από του άμβωνος στηρίζει το σχολείο λέγοντας: “Το σχολείον είναι ο έτερος στυλοβάτης, εξ ίσου και περισσότερον ακόμη αναγκαίος του στυλοβάτου της εκκλησίας. Εγγράψατε τα τέκνα σας εις το σχολείον“». Φυσικά αποτελεί μαζί με άλλους φιλογενείς την «Επιτροπή του Σχολείου», η οποία και αγοράζει «το λαμπρό κτίριο» αντί 33.000 δολαρίων. Η «Ατλαντίς» δημοσιεύει τη φωτογραφία του σχολείου τρίστηλη (5-10-1911). Ο λόγος του από τον άμβωνα, η προσπάθεια να διατηρήσουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην πανσπερμία των εθνών της Αμερικής, με τη φοίτηση των Ελληνόπουλων σ’ ελληνικό σχολείο, ίσως θυμίζει Κοσμά Αιτωλό. Με τέτοια θέρμη κήρυσσε κι εκείνος την αναγκαιότητα ίδρυσης ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία.

Επειδή και στην Αγιάσο ήταν γνωστή η φιλεκπαιδευτική δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή, στις 30-9-1935 του στέλνεται επιστολή από το Αναγνωστήριο, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Ως γνωστόν εξ Αγιάσου κατάγονται πλείστοι όσοι εκ των διαβιούντων εις τα τέσσαρα σημεία της απεράντου Αμερικανικής Δημοκρατίας. Επιθυμούντες δε όπως η μόρφωσις των τέκνων των ομοχωρίων μας γίνεται κατά το μάλλον τέλεια, φιλοδοξούμεν να συμβάλωμεν και ημείς… Επιθυμούμεν όθεν όπως ευαρεστηθήτε και μας γνωρίσητε τίνων προσόντων λειτουργούς της εκπαιδεύσεως προτιμά η ομογένεια της Αμερικής…». Αν και δε φαίνεται να ευοδώθηκε αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια των Αγιασωτών, αφού κανένας Αγιασώτης δάσκαλος δεν πήγε στην Αμερική, εντούτοις ο Μεθόδιος Κουρκουλής στη νέα του πατρίδα δεν ξέχασε ποτέ την Αγιάσο και τους συγχωριανούς του. Βρισκόμαστε στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τότε που το έθνος μας κι ολόκληρη η Βαλκανική γνώριζαν δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, με μεγαλύτερα την ανεργία και τη φτώχεια. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής προτείνουν και προτρέπουν για μετανάστευση. Είναι μια κακή λύση, που προκάλεσε αφαίμαξη στο έθνος μας και που με τις τότε συνθήκες θεωρήθηκε πανάκεια. Και θεωρήθηκαν τυχεροί όσοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν. Ο υποστηρικτής τους, που ήδη βρισκόταν στη χώρα προορισμού, θεωρήθηκε ευεργέτης. Ο Μεθόδιος Κουρκουλής από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Αμερική, το 1905, υποστήριξε πολλούς για να μεταναστεύσουν. Έτσι μέσα σε 4-5 χρόνια, αναφέρει ο Στρατής Κολαξιζέλης, αναχώρησαν από την Αγιάσο γύρω στους 1.000 μετανάστες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει κι ο Σταύρος Τάξης, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ου σμικρόν δ’ ευεργετεί νυν (1909) την Κοινότητα (Αγιάσο) δια της θερμής αυτού φιλοπατρίας και ο εν Νέα Υόρκη της Αμερικής εκκλησιαστικός προϊστάμενος της εκείσε Ελλ. ορθοδόξου κοινότητος, Μεθόδιος Κουρκουλής, μεγάλως συντελών υπέρ της καλής αποκαταστάσεως και προόδου των εν Αμερική μεταβαινόντων συμπολιτών αυτού».

Και η Αγιάσος επίσης δεν ξέχασε ποτέ το εκλεκτό της τέκνο, αφού σε δύσκολες περιστάσεις επικαλείται τη βοήθειά του «ηθικήν και υλικήν». Έτσι στο βιβλίο του Αναγνωστηρίου, που φέρει τον τίτλο «Επίσημος αλληλογραφία», καταχωρείται επιστολή της Διοίκησης του σωματείου προς το Μεθόδιο Κουρκουλή με ημερομηνία 1-10-1926, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε «Το παλαιότερον των σωματείων της Αγιάσου… ούτινος τυγχάνετε ιδρυτής ανακαινισθέν τελείως και θέσαν νέας προοδευτικάς βάσεις… στερούμενον όμως επαρκών πόρων… ποιείται έκκλησιν προς υμάς τον ιδρυτήν του και ζητεί την υμετέραν συνδρομήν, ηθικήν και υλικήν».

Η εθνική, θρησκευτική και φιλεκπαιδευτική δράση του φλογερού αυτού τέκνου της Αγιάσου συνεχίζεται ακατάπαυστα ως τα 1942, οπότε ο θάνατος τον βρίσκει «ιερατεύοντα» ακόμη στην Αγία Τριάδα Νέας Υόρκης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)
Ο δάσκαλος Βασίλειος Ιακώβου (1949)

Ο Βασίλειος Ιακώβου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1910, όταν το νησί ήταν ακόμα σκλαβωμένο και οι κάτοικοί του έπλαθαν το όνειρο της λευτεριάς. Οι γονείς του, Αντώνιος και Μαρία, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, τον βοήθησαν όσο μπορούσαν, για να τανύσει τα φτερά του στον ορίζοντα της ζωής, που ανοιγόταν απειλητικός, με μαύρα σύννεφα πολέμου, με καταστροφές, αλλά και με ελπίδες…

Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και στο Ημιγυμνάσιο της γενέτειράς του και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Αργότερα, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1939 – 1940, φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία των Ιωαννίνων1, αλλά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του2. Τις συνέχισε κατόπιν στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, από την οποία έλαβε πτυχίο το 19471.

Οι βιοτικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να μπει από νωρίς στον αγώνα της ζωής. Το 1931 διορίστηκε εισπράκτορας διοδίων στην τότε Κοινότητα Αγιάσου3. Αργότερα διορίστηκε αγροφύλακας στο Αγρονομείο Αγιάσου (1943 – 1945)4. Η σταδιοδρομία του ως εκπαιδευτικού άρχισε το 19525. Διορίστηκε στην περιφέρεια Βοΐου Κοζάνης και υπηρέτησε στα Μονοτάξια Δημοτικά Σχολεία Δραγασιάς6 και Πλατανιάς7. Το 1959 μετατέθηκε στη Λέσβο8 και υπηρέτησε στο Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Μανδαμάδου9, στο Τριτάξιο Δημοτικό Σχολείο Περάματος10 και τέλος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου11, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε12.

Ο Βασίλειος Ιακώβου υπήρξε ικανός δάσκαλος. Στο πέρασμά του από τα σχολεία της Μακεδονίας και της Λέσβου άφησε καλό όνομα ως άνθρωπος με αυθορμησία, με φιλεργία, με καλοσύνη, με υπευθυνότητα. Οι μαθητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Με την είσοδο του στην εκπαίδευση το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε κυρίως στα διδακτικά του καθήκοντα. Προπολεμικά όμως, αλλά και λίγο αργότερα, δραστηριοποιήθηκε και σε άλλους τομείς. Αγάπησε το Αναγνωστήριο και το υπηρέτησε ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Έπαιξε με επιτυχία σε διάφορα έργα, όπως το «Χαλασμένο σπίτι» του Σπύρου Μελά (1936)13, «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά (1938)14, «Γοι ψόφ’» του Στρατή Αναστασέλη (1944)15. Το 1945 μάλιστα εκλέχτηκε και πρόεδρος του «Ερασιτεχνικού Ομίλου Αγιάσου»16. Επίσης ενδιαφέρθηκε μαζί με άλλους για την εξασφάλιση μόνιμης θεατρικής στέγης κοντά στον Κήπο της Παναγίας17.

Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση... Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)
Η παλαιά δασκάλα της Αγιάσου Δέσποινα Βάλεση, συγγενής του Βασιλείου Ιακώβου από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας Βαλέση… Πίσω από τις μαθήτριες διακρίνεται ο παιδονόμος Αντώνιος Βάλεσης ή Τσακπίνης… (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ελευθέριος Καμπιρέλης)

Παράλληλα ο Βασίλειος Ιακώβου ενδιαφέρθηκε για την αθλητική κίνηση του τόπου του. Αγάπησε και στήριξε το Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος», σωματείο που ιδρύθηκε το 192518.

Το μεγάλο όμως πάθος του ήταν η δημοσιογραφία. Διέθετε χειροκίνητο τυπογραφείο, το οποίο αρχικά λειτούργησε στο Χάνι και αργότερα στον Κάτω Κάμπο. Το 1931 συνεργάστηκε με άλλους φιλοπρόοδους νέους για την έκδοση της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Αγιάσος»19. Αργότερα ήταν ιδιοκτήτης της επίσης εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή» (1932 – 1935)20, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε «Ηχώ της Αγιάσου» (1936 – 1937)21. Αποκλειστικά όμως δική του ήταν η σατιρική εφημερίδα «Φουρτουτήρα» (1932 – 1934)22.

Ο Βασίλειος Ιακώβου είχε από νωρίς προοδευτικό προσανατολισμό και δημοκρατική ιδεολογία. Εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και πρόσφερε υπηρεσίες στην κοινή υπόθεση. Πρωτοστάτησε μαζί με άλλους για τον επισιτισμό και για την τάξη23. Για ένα διάστημα μάλιστα διατέλεσε και γραμματέας του Λαϊκού Δικαστηρίου, θεσμού ο οποίος λειτούργησε στην κωμόπολη για την απονομή της δικαιοσύνης24. Εξαιτίας της ιδεολογικής πολιτικής τοποθέτησής του διώχτηκε και υπόφερε μαζί με πολλούς άλλους. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου κατηγορήθηκε ως «ληστοτρόφος» – έτσι αποκαλούνταν οι τροφοδότες των ανταρτών, – πέρασε από στρατοδικείο και εξορίστηκε αρχικά στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο.

Στις 25 Οκτωβρίου 1988 έκλεισε ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του τον τίμησαν ως υπεύθυνο σκυταλοδρόμο της ζωής, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ως εργάτη της πνευματοκαλλιτεχνικής κίνησης, ως ευσυνείδητο δάσκαλο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδωσε ο γιος του Γεώργιος Ιακώβου, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
  2. Κατατάχτηκε ως έφεδρος στις 10 Οκτωβρίου 1940 και απολύθηκε την 1 Μάιου 1941. Πιστοποιητικόν τύπου Α’ / Στρατολογικόν Γραφείον Μυτιλήνης / Εν Μυτιλήνη τη 29 Ιουλίου 1976.
  3. Η επιβολή διοδίων εγκρίθηκε με Απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου (1777 / 6.2.1931). Ο Βασίλειος Ιακώβου διορίστηκε με Πράξη του Κοινοτικού Συμβουλίου (67/ 15.2.1931) και υπηρέτησε από 19 Φεβρουαρίου μέχρι και 31 Αυγούστου 1931. Βεβαίωσις Δήμου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ. 2011 / Εν Αγιάσω τη 9 Οκτωβρίου 1979.
  4. Υπηρέτησε από 25.6.1943 μέχρι 18.7.1945. Βεβαίωση Αγρονομείου Αγιάσου / Αριθ. Πρωτ: Α.Γ. 172 / Αγιάσος, 23 Φεβρουαρίου 1980.
  5. ΦΕΚ τ. Γ’ 53 / 28.2.1952.
  6. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Βοΐου Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 722/ 5.4.1952.
  7. Διαταγή του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Κοζάνης με Αριθ. Πρωτ. 2424/ 13.11.1953.
  8. Διαταγή ΥΠΕΠΘ με Αριθ. Πρωτ. 41674 / 26.8.1959.
  9. Διαταγή ΠΥΣΣΕ Νομού Λέσβου με Αριθ. 73 / 5.10.1959.
  10. Διαταγή της Β’ Γενικής Επιθεώρησης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης με Αριθ. 755 / 16.5.1960.
  11. Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Α’ Περιφέρειας Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Λέσβου με Αριθ.712 / 24.6.1967.
  12. ΦΕΚ τ. Γ’ 332 / 29.7.1976.
  13. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, Ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου η Ανάπτυξις 1894 – 1975. Αθήνα 1975, σ. 86.
  14. Περ. «Αγιάσος» 23(1984), σ. 6.
  15. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 109.
  16. ό.π., σ. 148.
  17. Περ. «Αγιάσος» 24 (1984), σ. 8.
  18. Γιάννη Χρ. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 142. Περ. «Αγιάσος» 15 (1983), σ. 15.
  19. Γ. Βαλέτα, Αιολική Βιβλιογραφία 1566 -1939. Αθήναι 1939, σ. 142 (970). Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου. Τεύχος πέμπτον. Μυτιλήνη 1953, σ. 441. Σωτήρη Βουνάτσου, Τύπος και Αγιάσος. Περ. «Αγιάσος» 7 (1981), σσ. 2 – 3. Πρβλ. «Αγιάσος» 20 (1984), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. Περ. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σσ. 189 – 221, 204.
  20.  Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 160 (1117). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., 8 (1982), σ. 2. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204,207.
  21. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 169 (1190). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ.2,10 (1982), σ. 5. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σσ. 204, 208.
  22. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 152 (1050). Σωτήρη Βουνάτσου, ό.π., σ. 10 (1980), σ. 4. Αντώνη Πλάτωνος, ό.π., σ. 207.
  23. Βλέπε σχετικά, Όμηρου Κοντούλη, Μια εποποιία. Εφ. «Ευθύνη» (Μυτιλήνης) 7 Μάρτη 1985 (48), σ. 2.
  24. Απόστολου Ε. Αποστόλου, Μνήμες. Αθήνα 1985, σ. 111.

Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό φίλο Κώστα Μίσσιο ,που ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημά μου και έθεσε στη διάθεσή μου φωτοαντίγραφα των εγγράφων του Συνταξιοδοτικού Φακέλου του Βασιλείου Ιακώβου, ο οποίος βρίσκεται στα Αρχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς επίσης και τον εκλεκτό συνάδελφο Γεώργιο Iακώβου για τις χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσε.


Βρισκόμαστε στο 1931, αρχή της τελευταίας προπολεμικής δεκαετίας, όταν ξυπνούν και δραστηριοποιούνται οι Αγιασώτες. Μια ομάδα ανήσυχων και προοδευτικών ανθρώπων με αυξημένο ενδιαφέρον και αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, γνώστες των προβλημάτων της, εισβάλλουν δυναμικά στο χώρο της δημοσιογραφίας. (Πάνος Κολαξιζέλης, Γ. Χατζηπαυλής, Θωμάς Βινικίου, Β. Ιακώβου, Π. Τζανετής, Ε. Παπασταματίου, Π. Χατζέλλης, Γ. Χατζημωυσής). Στο μικρό τυπογραφείο του χωριού, ανήκει στο δάσκαλο Βασ. Ιακώβου, και στη συνέχεια στα τυπογραφεία της Μυτιλήνης, εκδίδουν την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αγιάσος», που εκτός από τα τοπικά νέα διαθέτει στήλη λογοτεχνική. Είναι η πρώτη και η πιο αξιόλογη εφημερίδα του χωριού, γι’ αυτό άλλωστε κατόρθωσε να επιζήσει για μια ολόκληρη δεκαετία. Μετά απ’ αυτήν ακολουθούν: «Η Λαϊκή Φωνή», που αργότερα μετονομάζεται σε «Ηχώ της Αγιάσου», ο «Παρατηρητής», η «Επαρχιακή», η «Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου» και τα «Νέα της Αγιάσου».

(Αντώνη Πλάτωνος, Η ιστορία της λεσβιακής δημοσιογραφίας. «Μυτιλήνη» Δ’ (1991), σ. 204).
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
Φύλλο της εφημερίδας «Φουρτουτήρα» (μονόφυλλη, διαστάσεων 34X22), που εξέδιδε ο Βασίλης Ιακώβου. (Παραχωρήθηκε από τον Πάνο Πράτσο)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 69/1992

ΣΤΡΑΤΗΣ Θ. ΨΥΡΡΑΣ

Ο Στρατής Ψύρρας στράφηκε από νωρίς στη μουσική, επηρεασμένος από τον πατέρα του Θεόφιλο, τον αξιόλογο παλαιό σαντουριέρη της Αγιάσου. Άρχισε με βιολί, έχοντας δάσκαλο του τον Κλεάνθη Μυρογιάννη. Τέσσερα χρόνια εργάστηκε ως βιολιστής, αλλά αργότερα τον κέρδισε ένα άλλο μουσικό όργανο, το παραδοσιακό σαντούρι.

Ήταν ευαίσθητος μουσικός και σημείωσε επιτυχίες. Δούλεψε αρκετά χρόνια, μια εικοσιπενταετία περίπου, με την ξακουστή κομπανία που ήταν γνωστή σ’ όλο το νησί με το όνομα «Άννες». Συνδέθηκε στενά με το λαμπρό βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο, που ήταν βαφτιστικός της μάνας του Χαρίκλειας. Συνεργάστηκε στο χώρο της μουσικής με τους Αγιασώτες οργανοπαίχτες, τον κλαριντζή Παναγιώτη Σουσαμλή ή Κακούργο, τον κορνετίστα Στρατή Ρόδανο, το Νίκο Ρόδανο (μπάσο), το βιολιστή Αχιλλέα Σουσαμλή, καθώς και με άλλους.

69_1992_psiras

Ο Στρατής Ψύρρας έγινε γνωστός και ευρύτερα. Βγήκε στην τηλεόραση με τη Δόμνα Σαμίου, με το Νέστορα Μάτσα, με το Γιώργο Νταλάρα, με το Νίκο Διονυσόπουλο. Έλαβε μέρος σε ταινίες, όπως «Σαπφώ η Λεσβία» και «Λιομάζωμα». Συνεργάστηκε με τον Πάνο Πράτσο και με το Σίμωνα Καρά για την ηχογράφηση παλαιών σκοπών, που συχνά ακούγονται από το ραδιόφωνο.

Τελευταία κατέβηκε στη Μυτιλήνη, για να μπορέσει να πάρει σύνταξη. Εργάστηκε δεκαπέντε χρόνια στο κέντρο «Ξενύχτης», παίζοντας σαντούρι και αρμόνιο.

Ο Στρατής Ψύρρας συγκαταλέγεται στους καλούς μουσικούς μας. Με την αγάπη του στήριξε τη λαϊκή μας μουσική. Με την τέχνη του κράτησε στο νησί μας ένα παραδοσιακό όργανο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 69/1992