Πολλούς κυνηγούς είχε άλλοτες η Αγιάσος. Ήταν μανιώδεις, φανατικοί. Η ζωή τους ήταν οι πιστογεμές, οι τσιφτέδες, τα μασούρια, τα αβτζίδικα σκυλιά, οι εξορμήσεις στα κυνηγοτόπια και στα περάσματα. Δεν υπολογίζω βέβαια τους μαθητευόμενους Νεμρώδ, αυτούς που δούλευαν με τα «τσαταλέλια», ούτε αυτούς που έστηναν ανεσπάθες, παγίδες, δόκανα, ξόβεργες…
Υπήρχε άφθονο κυνήγι, λογής λογής θηράματα. Αφήνουμε τα ελάφια που κάποτε υπήρχαν και περιοριζόμαστε στους λαγούς, στις πέρδικες, στις τσίχλες, στα ορτύκια, στα κοτσύφια, στα ατσίδια, στις αλεπούδες…
Από την τελετή του αγιασμού και την άφεση των τεσσάρων ζαρκαδιών στη Μεγάλη Λίμνη, στις 3 Απρίλη 1932. (Από το Αρχείο του Κ.Ο.Α.)
Ο Κυνηγετικός Όμιλος Αγιάσου ιδρύθηκε το 1928, για να βάλει μια τάξη στα κυνηγετικά πράγματα, για να σταματήσει την ασυδοσία. Ένα χρόνο αργότερα, βοηθούμενος από το Αναγνωστήριο, ανέβασε στη σκηνή -ποιος θα περίμενε καλλιτεχνικές δραστηριότητες – και το τρίπρακτο ονειρόδραμα του Μπελομόριτς «Ατλαντίς». Αργότερα, το 1932, έφερε και τέσσερα ζαρκάδια και τα άφησε στις 3 Απρίλη στη Μεγάλη λίμνη για να πολλαπλασιαστούν. Σε μικρό χρονικό διάστημα όμως εξοντώθηκαν. Στα χρόνια της πρόσφατης δικτατορίας διαλύθηκε, αλλά μετά ανασυστήθηκε και συνεχίζει το έργο του. Αρκετοί εργάστηκαν από παλιά ίσαμε σήμερα, ο δάσκαλος Ηλίας Λίβανος ή Μπασμπάλης, ο Στρατής Αλεντάς, ο Γιάννης Κορομηλάς, ο Αντρέας Δούκαρος, ο Χαράλαμπος Τσάγαλος κι άλλοι.
Οι Αγιασώτες κυνηγοί ήταν αρκετοί, μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήταν φημισμένοι κι έξω από το χωριό, ακόμα και στα μέρη της Τουρκίας. Αναφέρουμε κάποια ονόματα, έτσι για να κεντρίσουμε τη μνήμη. Ξακουστός επαγγελματίας κυνηγός ήταν μόνο ο Βγατζέλ(ι)ς. Άλλοι ήταν ο Αντώνης Παλιβάνης, ο Παναγιώτης Δούκαρος, ο πατέρας του Χαράλαμπου, ο Βασίλης Κεραμιδάς ή Βατίτκου, ο Κουρουγέν(ι)ς, ο Όμηρος Κωμαΐτης, που μέχρι το θάνατό του – κόντευε να συμπληρώσει αιώνα – δεν τα έβαλε κάτω, ο φωτογράφος Προκοπής Γλεζέλης ή Κουρκουλής, ο δάσκαλος Παναγιώτης Τσόκαρος, ο Στρατής Τσόκαρος, ο Στυλιανός Πράτσος ή Μπιλιάνα, ο δάσκαλος κι άλλοτε δήμαρχος Αγιάσου Ευστράτιος Τραγάκης κι άλλοι. Ένας μάλιστα ήταν τόσο μανιώδης που κυνηγούσε κι επί Γερμανών – μεγάλο τόλμημα τούτο. Σαν τέλειωνε το κυνήγι, κρέμαζε το τουφέκι του σ’ ένα πεύκο και κατέβαινε στο χωριό…
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Προέρχεται από έναν άνθρωπο που πήρε μέρος στην αντίσταση, που μαζί με άλλους συγχωριανούς του βοήθησε στην εγκατάσταση και στη λειτουργία αγγλικών ασυρμάτων στη Γέρα και συγκεκριμένα στον Παλαιόκηπο.
Οι αναμνήσεις έχουν, όπως είναι φυσικό, προσωπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις πτυχές ενός γεγονότος. Συνήθως υπάρχει ελλειπτικότητα, ωραιοποίηση της προσωπικής συμβολής, καθώς και παραποίηση, σε κάποιες περιπτώσεις, της ιστορικής αλήθειας. Παρ’ όλα τα μειονεκτήματα όμως αποτελούν μια αξιόλογη αφηγηματική πηγή, την οποία οφείλουμε να χρησιμοποιούμε με κάποια προσοχή.
ΓΙΑΝΝΗΣ XΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
“Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκα στην Αντίσταση. Ήμασταν κάμποσοι Παλαιοκηπιανοί που υπηρετήσαμε τους αγγλικούς ασύρματους, ο μακαρίτης Αλέκος Παπάς, ο Ηλίας Πασπατής, ο Γιώργος Σκοπελίτης, ο Ερμόλαος Ψαριανός, ο Χρίστος Χατζηράλλης ή Ξτουδόλς, που τον σκότωσαν αργότερα οι μπουραντάδες, ο Τρύφωνας Παπάς κι άλλοι.
Τον πρώτο ασύρματο, μόλις τον πήραμε, τον πήγαμε στα Μαυριά. Εκεί πέρα καθίσαμε λίγο διάστημα, οπότε μας ειδοποίησαν να φύγουμε. Η μέρα της μετακίνησης ήταν πολύ βροχερή. Μέχρι που να φτάσουμε στον Καπασά, στο ντάμι του Στέλιου Σπυριάδη, είχαμε γίνει όλοι μούσκεμα, μαζί κι ο προϊστάμενος του ασύρματου ανθυπολοχαγός Ασημάκης Ξάφης. Ανοίξαμε με δυσκολία το ντάμι και μπήκαμε μέσα. Ψάξαμε, βρήκαμε κλαδιά, ανάψαμε φωτιά και στεγνώσαμε. Ήμασταν οι παραπάνω, εκτός από το Σκοπελίτη, ο οποίος τότε βρισκόταν στο χωριό.
Το πρωί ήρθε στον Καπασά ο νεαρός παραγιός του Σπυριάδη Γιώργος Γεωργαντάς, το Κουτούτσ’, που σήμερα έχει καφενείο. Επιχειρούσε να ανοίξει το ντάμι, μα δεν τα κατάφερνε, γιατί εμείς το είχαμε κλειστό από μέσα. Τελικά ανοίξαμε και τον βάλαμε μέσα. Όταν κατέβηκε στο χωριό, είπε στο αφεντικό του αυτά που έπεσαν στην αντίληψή του. Ο Σπυριάδης φοβήθηκε, βρήκε το Σκοπελίτη και του ζήτησε να φύγουν από το ντάμι. Ο Σκοπελίτης τότε έστειλε ένα σύνδεσμο και μας ειδοποίησε να μεταφερθούμε αλλού.
Ο Στρατής Ιωάννου Γριμανέλης κι ο Πάνος Μαϊστρέλης στη Μέση Ανατολή…
Ο Σκαναβής κι οι άλλοι κάθισαν δυο τρεις μέρες στη Μονόπετρα. Από κει τους πήραμε και τους κατεβάσαμε στο χωριό μας, στον Παλαιόκηπο. Εδώ μείναν μια βραδιά στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Μετά έπρεπε να τους παραδώσουμε στην οργάνωση του Μανταμάδου. Την αποστολή αναλάβαμε εγώ κι ο Αλέκος Παπάς. Χρησιμοποιήσαμε για τη μεταφορά τρία ζώα, το δικό μου το άλογο και τα μουλάρια του Αλέκου Παπά και του Φωτή Μπλούκου. Για να μην περάσουμε από το Ίππειος, όπου υπήρχε αστυνομία ελληνική που δεν ξέραμε τις διαθέσεις της, αποφασίσαμε να πάμε από την περιοχή που ονομάζεται Μητρόπολη, να βγούμε στα Κεραμιά, να κατευθυνθούμε προς την Πηγή κι από κει ακλουθώντας κατσικόδρομους να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα ζώα όμως, κατά κακή μας τύχη, πήραν λάθος δρόμο. Μας ρίξαν στα μπαλγκάμια, στα γκιόλια της Λάρσος. Απ’ όπου πηγαίναμε, για να βγούμε από τα τσάγια, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλα τα δρομάκια κατέληγαν σε μια μυλόπετρα. Ήταν νύχτα, δε βλέπαμε καλά, ταλαιπωρηθήκαμε πολλή ώρα άνθρωποι και ζώα. Καμιά φορά είδαμε κάπου φέξη. Ήταν μια καλύβα με σάζια. Πήγα προς τα κει και βρήκα ένα γέρο. Τον παρακάλεσα πολλή ώρα να μας οδηγήσει μέχρι τα Κεραμιά, αλλ’ αρνήθηκε. Επέστρεψα στο μέρος όπου είχα αφήσει τους άλλους και τους είπα για το γέρο, που δεν ήθελε να μας βοηθήσει. Ήμουνα θυμωμένος και πρότεινα να του κάψουμε την καλύβα. Ύστερα σκεφτήκαμε να τον πληρώσουμε να μας πάει. Του δώσαμε 100 χιλιάρικα, που τα είχαν οι άλλοι, κι έτσι ανέλαβε να μας οδηγήσει στα Κεραμιά. Μετά από λίγη όμως πορεία αναγνωρίσαμε το δρόμο και τον διώξαμε. Επειδή όμως καθυστερήσαμε, δεν μπορέσαμε να ήμαστε συνεπείς και να συναντηθούμε με τους ανθρώπους της άλλης οργάνωσης στο προκαθορισμένο σημείο. Όταν πλησιάσαμε στο Μανταμάδο, κρυφτήκαμε άνθρωποι και ζώα σ’ ένα ρουμάνι, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εγώ έμεινα επιτόπου με τους ανθρώπους. Ο Αλέκος πήγε κι αντάμωσε τους σύνδεσμους, οι οποίοι πράγματι ήρθαν τις αυγές και παρέλαβαν τους ανθρώπους, για να τους φυγαδέψουν πιθανότατα στη Μέση Ανατολή. Μετά την παράδοση εμείς δεν είχαμε πια καμιά δουλειά, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε στον Παλαιόκηπο.
Τον πρώτο ασύρματο που χρησιμοποιήσαμε μας τον πήραν δεν ξέρω τι έγινε, ίσως να χάλασε. Μαζί έφυγε κι ο Ασημάκης ο Ξάφης. Παράδοση νέου ασύρματου θα γινόταν στη Σαρακίνα, παράλια περιοχή περιφέρειας Μανταμάδου, πολύ κοντά στην τουρκική ακτή. Πήγαμε εγώ κι ο Γιώργος ο Σκοπελίτης με δυο μουλάρια. Περιμέναμε κει τρεις μέρες, ώσπου να μπορέσουμε να κάνουμε την παραλαβή. Πάνω που ερχόταν το υποβρύχιο, έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό καταδιωκτικό. Μαζί με τον ασύρματο ήρθε και νέος ασυρματιστής, σταλμένος από το στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Επιστρέφοντας νύχτα από τη Σαρακίνα εγώ, ο Γιώργος ο Σκοπελίτης κι ο ασυρματιστής, είδαμε στο βάθος του δρόμου ένα λουξ. Πανικοβληθήκαμε, γιατί νομίσαμε πως ήταν Γερμανοί. Να φύγουμε δεξιά ή αριστερά ήταν αδύνατο, γιατί είχε ντουβάρια ψηλά. Μείναμε για λίγο χρόνο επιτόπου. Ύστερα αποφασίσαμε να πάω εγώ προς τα κει κι αν είναι Γερμανοί να ρίξω χειροβομβίδα και να προσπαθήσουμε να διαφύγουμε με κάθε τρόπο. Εγώ ήμουνα γρήγορος, έτρεχα πολύ. Είχαμε πιστόλια και χειροβομβίδες. Βάδισα, έφτασα στο λουξ και διαπίστωσα με χαρά πως ήταν πυροφάνι, πως δεν ήταν Γερμανοί αλλά ψαράδες. Από κει συνεχίσαμε το δρόμο μας χωρίς κανένα κακό συναπάντημα και φτάσαμε στον Παλαιόκηπο.
Το νέο ασύρματο τον φέραμε στον Αγλέφιρο, στο κτήμα του Χρίστου Χατζηράλλη, όπου υπήρχαν δυο τρία κατνέλια, μικρές κατούνες. Εδώ καθίσαμε αρκετό διάστημα. Αργότερα μετακινηθήκαμε κι ήρταμε στην κατούνα του Στρατή Βέτσου. Κι εδώ μείναμε αρκετό χρόνο, ήταν προς το τέλος της κατοχικής περιόδου. Από εδώ μεταφέραμε τον ασύρματο στο χωριό, όπου φυλάχτηκε λίγες μέρες στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Από το χωριό τον μεταφέραμε στον κάμπο, στη Βριακή. Τον εγκαταστήσαμε στην Πραματιά, στην κατούνα του Φωτή Μπλούκου. Προσέχαμε πολύ, γιατί υπήρχαν καταδότες. Δεν ήταν αδύνατο να πληροφορηθούν τη δράση μας οι Γερμανοί. Υπήρχε κίνδυνος να προδοθούμε και μέσα από το χωριό, οι γκεσταμπίτες δεν έλειπαν. Κι ο δεύτερος ασύρματος λειτούργησε κανονικά, όπως κι ο πρώτος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής...”.
O Γεώργιος Ιωάννου Σκλεπάρης ή Θείος (1856-1959) άφησε ένα σημειωματάριο από 12 φύλλα διαστάσεων 11X17,5. Στις σελίδες του υπάρχουν σημειώσεις του ίδιου για συγγενικά πρόσωπα και για την Αγιάσο, καθώς και νεώτερες του γιου του Απελλή και της εγγονής του Ελένης Απελλή Σκλεπάρη. Το παρακάτω σημείωμα γράφτηκε στις 18 Νοέμβρη 1912, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Λέσβου. Αναφέρει τις αρχές που υπήρχαν στην Αγιάσο, πώς έγινε η παράδοση, καθώς κι απογραφικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αν και δε φαίνεται να είναι απόλυτα εξακριβωμένα. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι απογραφές έγιναν το 1884 και το 1905. Στο Αρχείο του Δημαρχείου Αγιάσου υπάρχει «Κατάστιχον Νοφουσίου της Κοινότητος Αγιάσου γενομένου τω 1884 επί γραμματέως Κυρίου Χατζή: Σπυρίδωνος Χατζή Δημ. Φραντσέλλη, Μεϊμούρης δε επί του Νοφουσίου εκ της Σεβαστής Κυβερνήσεως ο κύριος Σιουκουρού Βέης» και «Βιβλίον απογραφής των κατοίκων Αγιάσου 1905 (1321) Ιούνιος». Επειδή το χειρόγραφο παρουσιάζει πλήθος λαθών, κρίναμε σκόπιμο να δώσουμε το κείμενο ορθογραφημένο.
«Τελευταίος μουχτάρης της Αγιάσο ήτον ο Γεώργιος Δούκα Κ’φέλλης. Αυτός επαράδωσε την Αγιάσον εις τας ελληνικάς αρχάς, η δε παράδοσις έγινε κατά τοιούτον τρόπον. Την ογδόη Νοεμβρίου ο ελληνικός στόλος εκατέλαβε την πρωτεύοσαν. Εις την Αγιάσον υπήρχον είς λοχίας Τούρκος, είς αξιωματικός και δέκα χωροφύλακες, είς διοικητής μουδίρης, είς οικονομικός έφορος και είς γραμματεύς των κτηματικών τίτλων. Αλλ’ επειδή ήτον το τουρκικόν βαϊράμιον και τζαμίον δεν υπήρχεν εις την Αγιάσον, έφυγον προ 3 ημέρας εις τα χωρία όπου υπήρχον τζαμία, δια να εωρτάσουν το βαϊράμιον. Έμειναν δε εις την Αγιάσον ο λοχίας και τέσσαρες χωροφύλακες δια την τάξιν. Ο λοχίας εκατάγετο από την Μαγνησίαν της Ανατολής, ήτον δε 22 ετών και καλής ψυχής άνθρωπος. Αγαπούσε τα λούσα, έτρεφε δε μύστακα όρθιον. Ενόμιζες ότι ήτον ο βασιλεύς Γολιέλμος. Τον περισσότερον καιρόν της ημέρας του τον αφιέρωνε εις τα μουστάκια του, να τα βαστά όρθια. Άμα δε επληροφορήθη τήν είδησιν, εσύναξε τους τέσσαρας χωροφύλακας μέσα εις το διοικητήριον, εκάλεσε τον μουχτάρην, τον δήμαρχον, και τους είπε να διορίσωσιν πολιτιφυλακήν και νυκτοφυλακήν, διότι, επειδή αυτός έχει μόνον τέσσαρας άνδρας, δεν είναι εις θέσιν να φυλάξει την πόλιν και ό,τι έκτροπον και αν συμβεί θα είναι αυτοί υπεύθυνοι. Αυτός θα φυλάξει μόνον το διοικητήριον. Επαρακάλεσε τον μουχτάρην να ειπεί εις τους πολίτας να μην πλησιάζονε εις το διοικητήριον, δια να μην γεννηθεί καμία παρεξήγησις. Εκάθισε μέσα τέσσαρας ημέρας, δίχως να φάγει ούτε ψωμί. Κατόπιν επαρακάλεσε τον μουχτάρην να ειδοποιήσει τον αρχηγόν της κατοχής Μανουσάκην να στείλει εις Αγιάσον ένα αξιωματικόν, δια να παραδώσει την σημαίαν και τα όπλα. Κατά διαταγήν δε του Μανουσάκη τη 14 Νοεμβρίου τους αφόπλισαν ο δήμαρχος και ο μουχτάρης και με συνοδείαν 80 πολιτών με εφ’ όπλου λόχην τους επήγαν εις την Μυτιλήνην, πριν δε αφοπλισθούν εμπρός εις τα όμματά των ανεπετάσθη η ελληνική σημαία άνωθεν του διοικητηρίου. Εζητωκραύγασε ο λαός. Η Αγιάσος τότε είχε 2 χιλιάδας κτήρια και κατοίκους 10 χιλιάδας ψυχάς. Επίσημα κτήρια είχεν 5 ελαιομηχανάς, δύο εκκλησίας, δύο πελώρια σχολεία και εν μεγαλύτερον οικοδόμημα σκεπασμένον, Αναγνωστήριον με επίσημην βιβλιοθήκην. 10 ιατρούς, 80 διδασκάλους, όπου εδίδασκον εις όλην την νήσον, Αγιασιώτας δύο χημικούς σαπωνοποιούς, τεχνίτας δε πλείστους, αγγειοπλαστικοί, σιδηρουργοί, μουσικοί, υφαντοποιοί, υποδηματοποιοί, οργανοπαίκται, φαναροποιοί, καλτσοποιοί. Πρόβατα είχεν δύο χιλιάδας και αίγας 4, αγελάδα ούτε μίαν, όρνιθας έως 40 χιλιάδας, μελίσσια έως 1250 κυψέλας. 1912. 18 Νοεμβρίου Γ. I. Σκλεπάρης έγραψε».
Με την ευκαιρία της 77ης επετείου της απελευθέρωσης του νησιού μας από τον τουρκικό ζυγό, κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε στους αναγνώστες μας δυο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, που έχουν σχέση με την Αγιάσο. Το πρώτο αναφέρεται στη διαμάχη Αγιασωτών-Πλωμαριτών, για το ποιοι θα αφοπλίσουν και θα συλλάβουν την τουρκική φρουρά Αγιάσου, και το δεύτερο στην απερίσκεπτη πράξη ενός Αγιασώτη νταή, του Δημητρίου Νυμφίου. Η αναδημοσίευση γίνεται από την εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγξ» του 1912.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΤΑ ΕΝ ΑΓΙΑΣΣΩ
Το παρελθόν Σάββατον νέοι μεταβάντες εις Αγιάσσον υπό κάποιον Σιταράν το επώνυμον, απήτησαν παρά του εκεί δεκανέως της χωροφυλακής την παράδοσιν εαυτού τε και των υπ’ αυτόν 4 χωροφυλάκων. Τούτου δε αρνηθέντος, το εκ Πλωμαριτών σώμα έλαβε θέσεις απέναντι του εν τη πλατεία πολιτών βριθούσης αγοράς υποδιοικητηρίω (sic), εν ω ευρίσκοντο οι ρηθέντες χωροφύλακες υπό την προστασίαν του εκεί Αρχιερατικού Επιτρόπου και των λοιπών αρχών εγκρίτων πολιτών και τινων οπλοφόρων εις ους ανετέθη η φρούρησις της πόλεως κατά ληστρικών επιθέσεων. Επί τέλους επελθούσης συνεννοήσεως μεταξύ των αξιοτίμων μελών της Κοινότητος και του αυτοκαλουμένου αρχηγού, απήλθεν ο κ. Σιταράς μετά των λοιπών και ούτως απεσοβήθη σύγκρουσις μεταξύ Αγιασωτών και Πλωμαριτών, μη εννοούντων των πρώτων να παραδώσωσιν εις τους δευτέρους τους εις αυτούς εμπιστευθέντας αυτούς χωροφύλακας, και υποδειξάντων αυτοίς ότι τελεσφορωτέρα θα είνε η δράσις των αν απήρχοντο παρά το πλευρόν του Ελληνικού στρατού. Το επισφαλές της θέσεώς των εννοήσαντες οι χωροφύλακες, εζήτησαν ως χάριν όπως, άοπλοι και υπό συνοδείαν ενόπλων πολιτών του Αρχ. Επιτρόπου, του Δημάρχου, των Δημογερόντων και των άλλων εγκρίτων της κοινότητος πολιτών, μεταφερθώσι και παραδοθώσι τω αρχηγώ της κατοχής και ούτως αποφύγωσιν ενδεχομένην κατ’ αυτών επίθεσιν. Συμφώνως λοιπόν τη επιθυμία των ταύτη, ελθόντες προχθές υπό την ειρημένην συνοδείαν παρεδόθησαν τω αρχηγώ της κατοχής μετά του οπλισμού των ευγνωμονούντες τους προφυλάξαντας αυτούς από ενδεχομένην κατ’ αυτών βίαν.
(Εφ. «Σάλπιγξ» (Μυτιλήνης), 13 Νοεμβρίου 1912 (580), σ. 3)
ΕΠΙΤΟΠΙΑ
ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΝ ΤΕΡΑΣ
Αγιασώτες της εποχής του μεσοπολέμου. Διακρίνονται από αριστερά ο Παναγιώτης (Μποτ’ς) Γιαννάκας (όρθιος), ο Δημήτριος Νύμφιος (όρθιος), ο Παναγιώτης (Μπόταρος) Τσουλέλης και ο Σταύρος Στεφανής.
Προχθές μετηνέχθη ενταύθα σιδηροδέσμιος ο αντάρτης Δημήτριος Προκόπη Νύμφιος. Ούτος διαπράξας διαφόρους κλοπάς και προβάς εις πράξεις μη συμβιβαζομένας προς το έντιμον του εθελοντού επάγγελμα επεπλήχθη σφοδρώς υπό τίνος λοχίου. Αντί όμως να σωφρονισθή, μόλις έστρεψε τα νώτα ο λοχίας, εξήγαγε το περίστροφον και εξεκένωσεν όλας τας βολάς εναντίον του. Ευτυχώς ουδεμία εκ τούτων προσέβαλε τον λοχίαν.
Μετά την πράξιν του ταύτην ο κακούργος ηθέλησε να διαφύγη αλλά συλληφθείς εκρατήθη αμέσως και απεστάλη ενταύθα.
Κατάγεται εξ Αγιάσσου. Έχει όμως από ετών αποκηρυχθή υπό των συμπατριωτών του διά την διαγωγήν του εξ αιτίας της οποίας πολλάκις επεσκέφθη τας φυλακάς.
(Εφ. «Σάλπιγξ» (Μυτιλήνης), 8 Δεκεμβρίου 1912, (593), σ.3).