ΕΙΝΙ ΤΣΙ ΜΛΙΑΣΜΕΝΑ;

Πριν χρόνια ήνταν στν Αγιάσου ένας ουκνός. Ούλ’ τ’ μέρα σκών’ντου τσι κάθντου. Σαν ίκγι για δλεια, γίν’ντου τσίτρινους σα ντου φλουρί. Μι λίγα λόγια βαριόντουν τσι που έζι. Τι να κάν’ λοιπόν; Χώρις δλεια ε βγαίν’ του πανί καβάδ’, γη τσλια ε ξέρ’ ψέματα. Ίβλιπι ξτιανός πους μι του καθσιό έ γίνιτι τίπουτα, αλλά τσι να σφίξ’ του κώλουντ εν ίθιλι. Σκέφτσι λοιπόν, σκέφτσι τσι αποφάγσι.

– Ε, αφού δε γίνιτι τίπουτα, ας κάνου του πιθαμένου, να μι θάψιν, να γλιτώσου. Έδιετς τσι γίντσι. Σταύρουσι τα χέρια τσ’ έκανι του πιθαμένου. Άμα τουν ήβραν λοιπόν, τουν πήραν για πιθαμένου. Κάναντουν ούλα τα πριπούμινα, τουν σκώσαν γοι τέσσιρις τσ’ ίσια για τ’ Πιρασιά. Στου δρόμου όμους ένας απ’ έφτοι π’ ακλουθούσαν κατάλαβι πους γη ουκνιά τα ‘κανι ούλα. Πήγι κουντά στου σιντούτσ’ τσι λέγ’ σιγά σιγά.

Ε κμπάρι, σήκου α φας κανέ παξμαδέλ’, μην παγαίνς πνασμένους!

 Αλλά γι ουκνός λέγ’ απού μέσα. – Είνι τσι μλιασμένα;

Εμ ε ντου σκέφκα να τα μλιάσου!

– Σαν είνι, ψάλιτι παπάδις….

Είδις λοιπόν τι κάν’ γη ουκνιά!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 48/1988

 

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!