Ο ΝΙΟΥΤΟΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ ΤΟ 1852

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ τ.23

AGIASOS XALKOGRAFIA 1831
Η Αγιάσος σε χαλκογραφία του περασμένου αιώνα (1831), την οποία δώρισε στο Εκκλησιαστικό Μουσείο ο Δημήτριος Τσέγκος. Δεσπόζουν ο ναός κι η εικόνα της Παναγίας. Στις γωνίες επάνω εικονί­ζονται το Σταυρί αριστερά κι ο ‘Ολυμπος με το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία δεξιά.
Ο Νιούτον, Υποπρόξενος της Αγγλίας στη Μυτιλήνη μαζί με τον Hughes, Ακόλουθο της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη είχε κάνει το Σεπτέμβριο του 1852 ένα ταξίδι στην Αγιάσο, που τότε πρωτογνώριζε. Τις εντυπώσεις του απ’ αυτό έχει στο παραπάνω βιβλίο του βιβλίο του “Ταξίδια και ανακαλύ­ψεις στην Ανατολή”, όπου με μορφή επιστολών γράφει τη ζωή του στην Ανατολή κατά τη θητεία του ως Υποπρόξενου απ’ το 1852 μέχρι το 1855. Ο Νιούτον ήταν πρώτα αρχαιολόγος και μετά διπλωματικός υπάλληλος. Μάλιστα η τοποθέτησή του στην Τουρκία έγινε για να διευκολυνθούν οι αρχαιολογικές του έρευνες και συλλογές, που θα μετέφερε (και πράγματι μετέφερε) στην Αγγλία.
Ο Νιούτον υπηρετεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε εποχή που ερωτοτροπεί με την Ευρώπη. Είναι η εποχή του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) και οι Τούρκοι δεν έχουν λόγους να δυσαρεστούν την Αγγλία και τους εκπροσώπους της. Έτσι διευκολύνουν το Νιούτον και τον αφήνουν να βρει και να πάρει αρχαιότητες. Αγάλματα, ανάγλυφα, νομίσματα κλπ.

Πάντως βοήθησε τις αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες με τις ανασκαφές του στην Αλικαρνασσό (όπου απεκάλυψε το περίφημο Μαυσωλείο), στην Κνίδο και στη Μίλητο. Στη Λέσβο μάζευε τις in situ ή στα χέρια των κατοίκων αρχαιότητες. Μετά τη θητεία του στην Ανατολή επέστρεψε στην Αγγλία κι απ’ το 1860 μέχρι το 1885 έγινε Διευθυντής των Ελληνορωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μου­σείου. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου του 1894. Είχε γεννηθεί το 1816.

Ας δούμε λοιπόν τι γράφει για την Αγιάσο του 1852

“… Πέρασα μια πολύ ευχάριστη βδο­μάδα με το φίλο μου κ. Hughes, έναν απ’ τους Ακολούθους της Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Κάναμε μια τριήμερη εκδρομή στο εσωτερικό του νησιού με μουλάρια για εξερεύνηση του όρους Όλυμπος, που κείται μεταξύ των δύο μεγάλων κόλπων Ολιβιέρι ή Γέρας και Καλλονής. Το πρώτο μέρος της διαδρομής μας ήταν κατά μήκος της βόρειας ακτής του κόλπου Ολιβιέρι, όπου το έδαφος έχει ένα στρώμα εύφο­ρης λάσπης και είναι σκεπασμένο με αφθονότατη βλάστηση — κεγχριές, κα­λαμπόκια, ελιές, που φύονται ανάμεικτα με κάθε είδους χόρτα και βούρλα, σημά­δι παραμελημένης γεωργίας και έλλει­ψης αποξηραντικών έργων. Αυτή η περι­οχή κατά το καλοκαίρι έχει πάντα πυρε­τούς. Απ’ αυτό το μέρος προς την Αγιάσο ο δρόμος βαθμηδόν ανηφορίζει στρι­φογυρίζοντας δίπλα σε φαράγγια. Η ποικιλία των δέντρων σ’ αυτούς τους βαλτότοπους δημιουργεί μια ευχάριστη αντίθεση με την περιοχή γύρω στη Μυ­τιλήνη, όπου η μονοτονία του φυλλώ­ματος των ελιών κουράζει. Σταματήσαμε σ’ ένα γραφικότατο μέρος που λέγεται Καρίνη. Ένα είδος φυσικού αμφιθεά­τρου με μια μεγάλη τετράγωνη δεξαμε­νή, μέσα απ’ το οποίο ρέει το πιο άφθονο και το πιο καθαρό νερό. Ολόγυρα είναι γιγάντιοι πλάτανοι με κορμούς που συστρέφονται σε χιλιάδες φανταστικές μορφές. Εδώ καθίσαμε για λίγο και βουτήξαμε τα παξιμάδια μας στην πηγή και σκεφθήκαμε τι ευλογία που ήταν ότι αυτό το μέρος ήταν μακριά και δεν το φθάναν οι  “Κόκνεϋς” και η ησυχία του ποτέ δε μολύνεται από τον ήχο του ανοίγματος της σαμπάνιας και το θόρυ­βο των μαχαιροπίρουνων που κροταλούν στις επιφάνειες της πίτας με περι­στέρια των ευρωπαϊκών πικνίκ.
Φθάσαμε στην Αγιάσο ακριβώς μετά το ηλιοβασίλεμα. Είναι ένα μεγάλο ελληνικό χωριό χτισμένο σε μια κοιλό­τητα με λόφους ένα γύρω. Οι δρόμοι είναι στενοί, απότομοι, σκοτεινοί, μ’ ένα αυλάκι με κατάμαυρη λάσπη στο μέσον κι ένα μικρό υπερυψωμένο μέρος για τους πεζούς σε κάθε πλευρά. Σ’ όλο το δρόμο από πάνω κρέμονται ξύλινα σπί­τια που νεύουν το ένα στ’ άλλο και παρεμποδίζουν όλο το γαλάζιο ουρανό, εκτός από μια στενή λουρίδα του. Έτσι, το μέρος έχει κάτι απ’ τη μορφή μιας μεσαιωνικής ευρωπαϊκής πόλης, εκτός μόνο την πλούσια ξυλογλυπτική στα ξύλινα μέρη των σπιτιών. Ρωτήσαμε για το κονάκι, το επίσημο δηλαδή ενδιαί­τημα του Αγά κι αφού ανεβήκαμε μια στενή σκάλα, τα σκαλοπάτια της οποίας ήταν γεμάτα από τις παντόφλες των ενοίκων του, μπήκαμε στο δωμάτιο υπο­δοχής αυτού του μεγάλου Αξιωματούχου. Ο Αγάς του χωριού είναι ένα είδος μικρογραφίας του μεγάλου Πασά του νησιού και το κονάκι μια κακή μίμηση του κονακιού της πρωτεύουσας.

Η σάλα υποδοχής είναι ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο χωρίς έπιπλα. Καρέ­κλες και τραπέζια είναι φράγκικες επινο­ήσεις και βρίσκονται μονάχα σε πόλεις σαν τη Μυτιλήνη. Κατά μήκος της μιας πλευράς υπάρχει ένα ντιβάνι και από πάνω του όλος ο τοίχος είναι γεμάτος παράθυρα. Στη γωνιά του ντιβανιού αυ­τού καθόταν ο Αγάς, ένας έξυπνος, πονηρός, ωραίος άνδρας γύρω στα 50 με πολύ καλούς τρόπους, που μιλούσε ελ­ληνικά σ’ όσους δεν ήξεραν τούρκικα. Έδειξα το (συστατικό) γράμμα του Πα­σά, που το διάβασε τρεις φορές με μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά έστειλε για τους Έλληνες Προύχοντες του χωριού, που είναι γι’ αυτόν ότι οι Δημοτικοί Σύμ­βουλοι για το Λόρδο Δήμαρχο και για τέταρτη φορά διάβασε το γράμμα εξηγώ­ντας τη σημασία του στα ελληνικά – πως ο Πασάς διέταζε τους Προύχοντες να δώσουν κάθε δυνατή περιποίηση στον Πρόξενο-Μπέη και στο φίλο του απ’ την Πρεσβεία, πως ήταν καθήκον όλου του χωριού της Αγιάσου, συλλογι­κά και ατομικά, να προσφέρουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία μας κατά τη διαμονή μας. Μετά καταλύσαμε για τη νύχτα σ’ έναν Έλληνα, για τον οποίο είχα επίσης μια (συστατική) επιστολή και πήγαμε στο σπίτι του με τον Αγά. Βρήκα­με ένα ολοκάθαρο, τακτοποιημένο μικρό δωμάτιο με το ίδιο ντιβάνι και τα παρά­θυρα στη μια πλευρά και σανιδώματα με ράφια και ντουλάπια ολόγυρα. Οι τοίχοι του δωματίου ήταν στολισμένοι με πολύ παράξενη ζωγραφική, όπως τα ελληνικά σπίτια αρέσουν, λουλούδια, παράξενα ζώα και σ’ ένα τμήμα μια πολύ ασυνή­θιστη άποψη της Κωνσταντινούπολης δοσμένη μ’ ένα συμβολικό τρόπο. Όλα τα πλοία του Χρυσού Κέρατος δείχνονταν μ’ ένα μόνο καράβι, το μέρος του Σεραγιού μ’ ένα κυπαρίσσι και τα υπόλοιπα της Πόλης παρουσιάζονταν μ’ έναν ό­μοιο συνεπτυγμένο τρόπο.

Σαν καθίσαμε στο ντιβάνι με τον Αγά ανάμεσά μας, τους Έλληνες Πρού­χοντες στα πλάγια του δωματίου, τη σύζυγο του νοικοκύρη να μας περιποιεί­ται με πίπες και καφέ και τους καβάσηδες και υπηρέτες να στέκονται σε μια γεμάτη σεβασμό απόσταση κοντά στην πόρτα, αισθανθήκαμε εξαιρετικά ευτυ­χείς. Ο Αγάς ήταν πολύ ευχάριστος και η Ελληνίδα κυρία έφερνε συνέχεια καφέ και τούρκικα γλυκά και μεγάλα ποτήρια νερού και φέτες καρπούζι και σταφύλια και πίπες για να ευφρανθεί η καρδιά μας. 
Όμως θέλαμε κάτι πιο ουσιαστικό και εκφράσαμε επιθυμία για κάποιο δείπνο. Μετά μια ώρα απ’ αυτή τη μικρή αψι­μαχία με καρπούζια και τέτοια, ήρθε το κύριο μέρος του συμποσίου. Ένας ρω­μαλέος κόκορας, που θυσιάστηκε για τους επιφανείς ξένους, φάνηκε σ’ ένα πιάτο – ένα πόδι ανυπότακτο από το βρά­σιμο εξείχε σαν κατάρτι – κακός οιω­νός σκληρότητας. Αλλ’ ο ταξιδιώτης που φτάνει σ’ ένα ελληνικό χωριό μετά τη δύση του ηλίου δεν πρέπει να ελπίζει πως θα βρει κρέας κατάλληλο για μά­σημα. Μετά είχε μακαρόνια, αλατισμένα ψάρια μισομαγειρεμένα, τυρί από κατσι­κίσιο γάλα κι άλλα καρπούζια, καφέ, πίπες, γλυκά. Φάγαμε όσο μπορούσαμε φιλοσοφώντας μέσα απ’ όλα αυτά, πιο πολύ για να ευχαριστήσουμε τον οικοδεσπότη που μας φιλοξενούσε παρά τους εαυτούς μας και μετά πήγαμε σε δυο πολύ άνετα κρεβάτια.
Ένα ελληνικό κρεβάτι δε δημιουργεί τόσα ενοχλητικά προβλήματα όσο να ετοιμασθεί ένα ευρωπαϊκό. Απλώς η νοι­κοκυρά ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει έξω ένα στρώμα, δυο σεντόνια και δυο φλο­κάτες και τα απλώνει σ’ ένα καθαρό με επιμέλεια πάτωμα. Εκεί το κρεβάτι είναι έτοιμο. Το δωμάτιο δε θέλει άλλες ετοι­μασίες. Κανάτες και λεκάνες, σαν αυτές που χρησιμοποιούμε, είναι άγνωστες. Κανένα απ’ αυτά τα αντικείμενα, ή μια οδοντόβουρτσα, δεν προσκομίζεται από γαλαντομία ή για λεφτά στην πόλη της Μυτιλήνης, αν και έχει κατευθείαν εμπό­ριο με την Ευρώπη.
Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε πολύ πρωί και μια μεγάλη παρέα ξεκινή­σαμε για να ανεβούμε στο βουνό Όλυμπος, που είναι το ψηλότερο σημείο στο νησί και σύμφωνα με το χάρτη του Ναυαρχείου είναι 3080 πόδια πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Μας συνόδευε ο Αγάς, οι Πρόκριτοι, ο οικοδεσπό­της μας κι ένα πλήθος πεζοπόρων υπη­ρετών. Ένας κουβαλούσε την ομπρέλα του Αγά για να έχει σκιά, άλλος το όπλο του, άλλος την πίπα του κι όλη η πομπή, καθώς ελισσόταν στο απόκρημνο ορεινό μονοπάτι, μου θύμιζε ασσυριακή ζωφόρο με ένα Βασιλιά ή Σατράπη και όλους τους ακολούθους του σε μια σειρά.
Στην ανάβαση αυτού του βουνού το τοπίο είναι ωραιότατο. Περνούσαμε μέ­σα από ατέλειωτα ξέφωτα καστανιών και καρυδιών κι η βλάστηση συνεχώς ελατ­τωνόταν καθώς πλησιάζαμε στην κορυ­φή, η οποία είναι μια μυτερή ράχη από άσπρο μάρμαρο. Το ανέβασμα απ’ την Αγιάσο μας πήρε κάπου μιάμιση ώρα. Η θέα απ’ την κορυφή του βουνού Όλυ­μπος είναι πολύ όμορφη. Το μισό νησί απλώνεται κάτω από τα πόδια μας, όπως σε χάρτη, μακριά η Χίος κι άλλα νησιά και η θαυμάσια γραμμή των ακρωτηρίων και των ακρογιαλιών χαράζει την απέ­ναντι ακτή της Μικράς Ασίας. Όταν είναι πολύ καθαρή η μέρα, μπορείς απ’ αυτό το βουνό να δεις τον Άθω.
Κατεβαίνοντας σταματήσαμε σ’ ένα θελκτικό είδος κιοσκιού. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα κανονικό ανατολί­τικο συμπόσιο. Το αρνί που ψήθηκε ολό­κληρο σε ανοιχτή φωτιά, ο τεράστιος πλάτανος κάτω απ’ τον οποίο ξαπλώσα­με με σταφύλια να κρέμονται από κάθε κλαδί, το στρώμα από αρωματικά χόρτα που ήταν το τραπεζομάντιλο για το αρνί αποτελούσαν νεοτερισμούς που αναζωο­γονούσαν τις αμβλυμμένες απ’ τον πολι­τισμό αισθήσεις. Είχαμε μαχαιροπίρου­να, αλλά ο Αγάς έτρωγε με τα δάχτυλά του. Δεν υπήρχε καθόλου κόψιμο σε κομμάτια. Ο καθένας έκανε ένα “σκάβω” (σκάψιμο) στο αρνί οπουδήποτε τον βόλευε. Και, βλέποντας το θέμα με αγ­γλικά μάτια, μάθαινα βέβαια πως αυτός ο τρόπος φαγητού καταβρόχθιζε το άκο­πο αρνί. Αλλά όλα ήταν ομηρικά κι ο αέρας τόσο δροσερός και τα χόρτα τόσο αρωματικά, ώστε ο τρόπος εστίασης, που δε θα’ ταν ευχάριστος να τον βλέ­πεις σε μια τραπεζαρία, πέρασε μάλλον απαρατήρητος. Μετά ήπιαμε ντόπιο κρα­σί, που σε μια τέτοια ατμόσφαιρα μας φάνηκε σαν το καλύτερο “μπορντό” και φάγαμε άφθονο χαβιάρι, καρπούζια και σταφύλια. Οι Έλληνες έτρωγαν το φα­γητό τους σε χωριστό τραπέζι. Καθώς η μέρα ήταν μια από τις νηστείες τους, το γεύμα τους αποτελούσαν μονάχα χαβιά­ρι και φρούτα. Αφού καπνίσαμε μερικές πίπες, ξεκινήσαμε και πάλι, και αφή­νοντας τους φιλόξενους φίλους μας κατά το απόγευμα ξεκινήσαμε προς μια νέα κατεύθυνση για να δούμε ένα μέρος που λέγεται Πύρρα, στην ανατολική ακτή του Κόλπου Καλλονής, το μέρος μιας από τις αρχαίες πόλεις της Λέσβου, όπου οι Έλληνες μας είπαν πως μπορούσαμε να βρούμε “θαύματα”. Ο Πλίνιος αναφέ­ρει ότι αυτή την πόλη κατάπιε η θά­λασσα. Ο Στράβων μιλά γ’ αυτή ως κατεστραμμένη, εκτός απ’ το “προάστειο”, που ακόμα στην εποχή του κατοι­κούσαν. Υπάρχουν ακόμα δείγματα από τα αρχαία χάλκινα νομίσματά της. Το σύγχρονο όνομα κι άλλα στοιχεία τοπο­θετούν τη θέση της στην είσοδο ενός κολπίσκου. Η τοποθεσία σημειώνεται στο χάρτη του Ναυαρχείου ως Πύρρα, No 1654, αλλά όχι και στο μεγαλύτερο χάρτη No 1664.
Ο δρόμος μας πέρναγε μέσα απ’ τη χερσόνησο που χωρίζει τον Κόλπο Γέ­ρας ή Ελαιών απ’ τον Κόλπο Καλλονής κι ήταν ο πιο παλιόδρομος που ταξίδεψα ποτέ, αλλά τα μυτιληνιά μουλάρια καταφέρνουν να σκαρφαλώνουν σε κάθε μονοπάτι, που ένας άνθρωπος μπορεί να αναρριχάται χωρίς να προσφεύγει στη βοήθεια των χεριών του. Αφού περάσαμε μέσα από μερικά γραφικότατα δασωμένα φαράγγια κοντά στην Αγιάσο, φθά­σαμε σ’ ένα πολύ ψηλό μέρος σκεπα­σμένο με δάσος από πεύκα, που παράγει κάθε χρόνο μια μεγάλη ποσότητα ρετσι­νιού. Ο μέσος όρος της εξαγωγής αυτής της ύλης απ’ όλο το νησί είναι γύρω στους 330 τόνους. Το άγριο ελάφι ζει μέσα σ’ αυτά τα δάση.
Αφού περάσαμε αυτό το δάσος, φθά­σαμε στο μεγάλο και ήσυχο Κόλπο της Καλλονής, που αναπαύεται σαν μια μεσογειακή λίμνη ανάμεσα σε αμφιθεα­τρικά τοποθετημένα βουνά και δύσκολα ένα πανί να δώσει ζωή στην επιφάνειά του. Η είσοδος αυτού του κόλπου είναι ένας στενός πορθμός, που στην αρχαιό­τητα τον έλεγαν Πυρραίο Εύριπο.
Φθάνοντας στον προορισμό μας είδα­με πως τα “θαύματα” δεν ήταν και πολλά, αν και ήταν αρκετά για να δηλώ­σουν τη θέση μιας αρχαίας πόλης. Ογκώ­δεις θεμελιώσεις μέσα στη θάλασσα είναι πιθανόν τα λείψανα ενός αρχαίου λιμενοβραχίονα, που προστάτευε το λιμάνι. Σ’ ένα βραχώδη λόφο πάνω απ’ την ακτή υπάρχουν σκαλοπάτια σκαλισμένα στο βράχο, ένα σίγουρο σημάδι ότι εδώ υπήρξαν Έλληνες. Έπειτα, εδώ υπήρξε πιθανόν μια ακρόπολη με ναούς. Στην ακτή του Κόλπου Καλλονής, σε από στάση 3/4 της ώρας στα Ν.Α. της Πύρρας υπάρχει ένα μέρος που ακόμα διατηρεί το ελληνικό όνομα “Τέμενος”. Εδώ υπάρχουν αρχαίες θεμελιώσεις. Το έδαφος είναι σπαρμένο με κομμάτια ερυθρών κεραμικών.
Το απόγευμα γυρίσαμε στην Αγιάσο και στο σπίτι μας ξανά το πρωί, αφού είχαμε ένα συγκινητικό χωρισμό απ’ τους οικοδεσπότες μας. Οι Έλληνες δε δέ­χονται λεφτά γι’ αυτού του είδους τη φιλοξενία, αλλά οι υπηρέτες τους και τα παιδιά τους δεν αρνούνται ένα μικρό “μπαξίς”. Έτσι τα έξοδα για φαγητό και ύπνο γίνονται περίπου τα ίδια σε ένα πανδοχείο”.
Ο Νιούτον ξαναπέρασε από την Αγιάσο μετά τρία χρόνια, τον Αύγουστο τον 1855. Είναι το πανηγύρι της Παναγίας και μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πώς γινόταν τότε. Ας δούμε κι αυτό το τμήμα των εντυπώσεών του.
 
“Μυτιλήνη 21 Αυγούστου 1855.
Την περασμένη βδομάδα με την ευκαιρία που πήγα στο Πλωμάρι, στη νότια ακτή εξερεύνησα ένα μέρος της περιοχής που βρίσκεται μεταξύ του κόλπου Ολιβιέρι και Καλλονής. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν η Αγιάσος, όπου βρεθή­καμε σε μια μεγάλη γιορτή ή πανήγυρη, που γιορτάζεται κάθε χρόνο αυτό το μήνα. Άλλοτε συνέρρεαν μεγάλα πλήθη λαού απ’ τα γειτονικά νησιά και τη Μ. Ασία, αλλά η προσέλευση έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτή τη γιορτή γίνεται ένα μεγάλο παζάρι βιομηχανικών ειδών, που εξυπη­ρετεί το σκοπό για τον οποίο γίνεται ένα πανηγύρι. Κατά τη διάρκειά της η εκκλησία χρησιμοποιείται σαν πανδοχείο, όπου επιτρέπεται να κοιμηθούν εκεί οι γυναίκες τη νύχτα. Όταν μπήκα μέσα τη δεύτερη μέρα του πανηγυριού, ένα πλή­θος και των δύο φύλων κείτονταν στο λιθόστρωτο τρωγοπίνοντας. Προς το τέλος της γιορτής καταφθάνει ο Αρχιε­πίσκοπος και διώχνει αυτόν τον protanum vulgus (βέβηλο όχλο) απ’ την εκκλη­σία, που μετά καθαρίζεται όπως πρέπει. Στη Ρόδο, καθώς έχω ήδη αναφέρει σε προηγούμενες επιστολές, έχουν προβλε­φθεί καταλληλότερες ανέσεις για την υποδοχή των επισκεπτών στις γιορτές της Τσαμπίκας και του Κρεμαστού.
Οι προσκυνητές που βεβηλώνουν έτσι το ναό της Παναγίας της Αγιάσου εξιλε­ώνονται κάπως οπωσδήποτε με την αξία των αναθηματικών αφιερωμάτων τους στο προσκυνητάρι της. Αυτά τα αφιερώματα αφήνονται να μαζευτούν μέχρις ότου γίνει ένα μεγάλο ποσό, που το μετατρέπουν σε χρήμα. Οι ιερείς παίρ­νουν ένα μέρος σαν αμοιβή τους και τα υπόλοιπα ξοδεύονται σε κάποια δημόσια έργα προς όφελος της Κοινότητας.
Μ’ αυτή τη συνετή χρησιμοποίηση ιε­ρών αντικειμένων για κοσμικούς σκο­πούς το χωριό Αγιάσος έχει αποκτήσει ένα θαυμάσιο υδραγωγείο. Ένα μεγάλο σχολείο στη Μόρια έχει κτισθεί από παρόμοιες πηγές.
Αυτός ο τρόπος χρησιμοποίησης θη­σαυρών που πρόσφερε η ευσέβεια δεν ήταν άγνωστος στους αρχαίους Έλλη­νες, αλλ’ αυτοί αποφάσιζαν να χρησιμο­ποιήσουν τέτοιες προσόδους μονάχα ό­ταν το επέβαλλε η σωτηρία της Πολι­τείας. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο ο Περικλής είπε στους Αθηναίους ότι ο διάκοσμος του χρυσελεφάντινου αγάλ­ματος της Αθηνάς, που ζύγιζε 40 τάλα­ντα καθαρού χρυσού, ήταν έτσι προσαρ­μοσμένος ώστε να είναι αφαιρέσιμος, αν παρίστατο ανάγκη, και ότι τα αφιερώ­ματα, οι καταθέσεις και τα ιερά σκεύη στον Παρθενώνα συμποσούνταν σε περισσότερα από 500 τάλαντα. Αυτά τα λογάριαζε ανάμεσα στις προσόδους της Πολιτείας, όπου θα κατέφευγε μόνο σε περίπτωση ανάγκης και αν τα ξόδευαν έτσι, θα τα έβαζαν στη θέση τους στην πρώτη επιστροφή της ευημερίας.
Σε μεταγενέστερους χρόνους, όταν είχε εξασθενήσει το θρησκευτικό συναίσθημα στους Έλληνες, ο Διονύ­σιος ο Πρεσβύτερος των Συρακουσών δεν είχε τόσο ευσεβείς δισταγμούς. Έγ­δυνε τους θεούς απ’ τα χρυσά πέπλα και στέμματά τους αντικαθιστώντας τα με συνηθισμένα, σαν αυτά που φορούσαν οι θνητοί. Έπαιρνε τα χρυσά κύπελλα απ’ τα χέρια των αγαλμάτων και αφού έπειθε τις γυναίκες των Συρακουσών να εξιλε­ώσουν τη Δήμητρα αφιερώνοντας τα κοσμήματά τους, είχε το θάρρος αμέσως μετά να δανείζεται απ’ τη θεά αυτές τις προσφορές. Αυτές οι υπεξαιρέσεις ξεπε­ράστηκαν απ’ τη θρασεία ιεροσυλία των Φωκέων, που λίγα χρόνια μετά λεηλάτη­σαν τους πολυπληθείς θησαυρούς που είχαν αποθηκεύσει στους Δελφούς. Είναι σαφές λοιπόν ότι αν και οι αρχαίοι έβλεπαν τους ναούς τους σαν Τράπεζες καταθέσεων, ο Κυβερνήτης που οικειοποιούταν αυτές τις προσφορές για κρατι­κές ανάγκες χωρίς αποχρώντα λόγο ήταν σίγουρο πως θα κατηγοριόταν για ιεροσυλία. Ήταν σα να ξόδευε η Τρά­πεζα της Αγγλίας τα ιερά της σε χρυσό αποθέματα σε τρέχουσες εμπορικές κερ­δοσκοπίες.
Για την Παναγία της Αγιάσου υπάρχει ειδική πίστη ότι κατέχει τη δύναμη της θαυμαστής θεραπείας του ασθενή ή παράφρονα, που θα φέρουν στην εκκλησία και θα τον αφήσουν να διανυκτερεύσει εκεί το Σάββατο, με αποτέλεσμα μια τέλεια θεραπεία την Κυριακή το πρωί.

Αυτό το έθιμο μοιάζει με λείψανο της αρχαίας “εγκοιμήσεως”, που περιέγραφα σε προηγούμενο γράμμα στην αφήγησή μου για το Αμφιαραείο. Η εκκλησία της Αγιάσου είναι μια απ’ τις ωραιότερες της Μυτιλήνης. Δυο σειρές από εφτά κολόνες διαιρούν το εσωτερικό σε ένα κεντρικό και δυο πλάγια κλίτη. Το τέμπλο είναι από στιλ­πνό γκρίζο μάρμαρο. Στα ανοίγματά του υπάρχουν εικόνες της Παναγίας και άλ­λων Αγίων”.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!