ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Ασφαλώς κανείς από τους παληούς δεν θα είναι ευχαριστημένος από το σημερινό καρναβάλι, όσο και καλά οργανωμένο και αν είναι

Default 1
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΦΩΝΗ, 12-03-1959

TO ΜΑΤΖΟΥΝΙ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑΣ …

Το «βιάγκρα» το είχε ανακαλύψει η προπρογιαγιά μου η Πρεσβεία (Πρισβίγια), η γνωστή γιάτρισσα του χωριού, που έφτιαχνε πολλών ειδών ματζούνια για διάφορες περιπτώσεις, για το σαριλίκι, για το αφαλόκομμα, για τις εξαρθρώσεις, για την ψωρίαση, για τις ξερολειχήνες, για τις μυρμηγκιές, για τους καλόγερους και για άλλα. Έφτιαχνε ακόμα και ματζούνια για τη μακροζωία, για τη σεξουαλική ανικανότητα… Τις γητειές και τα σορόπια τα έμαθε στα παιδιά και στα εγγόνια της, δίνοντας σχετικές ορμήνειες ή αφήνοντας γραμμένες τις «ρετσέτες» της…

Η φυλλάδα που κρατούσε, με το πέρασμα του χρόνου χάθηκε. Η παράδοση όμως έμεινε. Ο γερο-Χαράλαμπος, ο εγγονός της, εφάρμοζε πολλά απ’ αυτά που θυμόταν, απ’ αυτά που είχε ακούσει. Για τη μακροζωία; Αισίως έπιασε τα 97. Όσο για το σεξ, δεν μπορούσα να τον ρωτήσω. Αλλά, από ό,τι λένε οι κακές οι γλώσσες, και σ’ αυτό δεν πήγαινε πίσω…

Τα υλικά, που θυμόταν για την παρασκευή του ματζουνιού για το σεξ, όπως του έλεγε η γιαγιά του, ήταν τα εξής: Πρώτα απ’ όλα νερό από τη βρύση του Καυλουμισμέρ. Το περνούσε τρεις φορές από το λαμπίκο, το ‘κανε τριπλή απόσταξη. Έβαζε μαζί γάλα από αγγρισμένη γαϊδούρα, ζουμί από βρασμένα αμελέτητα εφτά κοτσονάτων πετεινών, τριμμένη πιπερόριζα, εκχύλισμα από πικράγγουρα, μπόλικη ρίγανη, σπόρους από γαϊδουράγκαθα… Όλα αυτά τα ανακάτευε με μέλι ανοιξιάτικο και έφτιαχνε το ματζούνι…

Όποιος έπαιρνε από το ματζούνι αυτό γινόταν ταύρος… Μια γυναικούλα, περασμένης λίγο ηλικίας, την επισκέφτηκε κάποτε και της παραπονέθηκε. Τζάνουμ, ω Πρισβίγια, μη δίν’ς στου Μπουτέλ’ ματζούν’, γιατί έρχιτι στου σπίτ’ τσ’ ε μπουρώ α τουν νταγιαντήξου. Κάν’ σα γάδαρους αγγρισμένους. Μη πάθ’ τσι τίπουτα…

Ε, τώρα δεν έχω δίκιο να ισχυρίζομαι πως το «βιάγκρα» είναι όνομα και προϊόν αγιασώτικο; Για το όνομα βέβαια δε χωρά αμφιβολία. Καταπώς λεν οι γραμματιζούμενοι, παράγεται από συμφυρμό των ρημάτων βιάζου-αγγρίζου. Ας έχουν λοιπόν χάρη οι φαρμακοβιομήχανοι, που δε ζει η Πρισβίγια, να τους κάνει μήνυση, να τους ζητά πνευματικά δικαιώματα για το σωτήριο παρασκεύασμά της…

 ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 114/1999

ΤΣΙΛΙΚ ΤΣΟΥΜΑΚ

Όχι, δεν πρόκειται για ξενόφερτο παιχνίδι, τουρκικής προέλευσης, όπως πιθανώς υποθέσατε από το όνομά του. Απλά, πρόκειται για προσαρμογή στο αγιασώτικο ιδίωμα των… ελληνικών λέξεων ξυλίκι-καμάκι, που έτσι κι αλλιώς για μας ήταν και πάλι ακατανόητες. Εμάς όμως δε μας ενδιέφερε η γραμματική ή η γλωσσολογία, αλλά αυτό καθ’ αυτό το παιχνίδι, που ήταν διασκεδαστικότατο και απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία για να κερδίσεις.

Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή. Για το παιχνίδι μας χρειαζόμαστε δυο κομμάτια ξύλο κομμένα, ως συνήθως, από κλαδί ελιάς. Ένα κομμάτι μικρό 10 έως 15 εκατοστά και πάχος 2-3 (το ξυλίκι-τσιλίκ) και μια βέργα μακριά 60 ή 70 εκατοστά και αρκετά γερή, για να παίξει το ρόλο του καμακιού (τσουμάκ). Κατόπιν πελεκούσαμε με μαχαίρι τις δυο άκρες του ξυλικιού, ώστε να γίνουν μυτερές και να μην ακουμπούν στο έδαφος, καθώς το ξυλίκι ήταν πεσμένο χάμω. Κατόπιν χωριζόμαστε σε δυο ομάδες και με ένα “α μπε μπα μπλομ” η μια ομάδα έπαιρνε το … εναρκτήριο λάκτισμα. Διαλέγαμε ένα επίπεδο χώρο, συνήθως στο γήπεδο ή στα παραδιπλανά χωράφια και άρχιζε το… ματς.

Ο πιο τεχνίτης από την κάθε ομάδα αναλάμβανε να ξεκινήσει το παιχνίδι. Με ένα επιδέξιο σιγανό χτύπημα με το καμάκι στην άκρη του ξυλικιού το αναγκάζαμε να αναπηδήσει από το χώμα και καθώς βρισκόταν στον αέρα με ένα ακόμη πιο επιδέξιο δυνατό χτύπημα προσπαθούσαμε να το εξακοντίσουμε, όσο πιο μακριά γινόταν. Υπήρχε μάλιστα η δυνατότητα τα χτυπήματα να είναι διπλά, δηλαδή, μετά το πρώτο χτύπημα και πριν πέσει στο χώμα το ξυλίκι, να ακολουθήσει δεύτερο, που το έστελνε ακόμα πιο μακριά. Η ίδια κίνηση επαναλαμβανόταν τρεις φορές και εάν τα χτυπήματα ήταν επιτυχημένα, το ξυλίκι βρισκόταν ήδη στην άλλη άκρη του χωραφιού. Το βραβείο των νικητών τώρα δεν ήταν, όπως στα αρχαία χρόνια, ένα στεφάνι αγριελιάς, αλλά έπρεπε να κουβαλήσουν οι ηττημένοι τους νικητές στην πλάτη τους μέχρι το σημείο που βρισκόταν πεσμένο το ξυλίκι. Η σειρά τώρα της άλλης ομάδας να κάνει τα χτυπήματα, για να επακολουθήσει η ανάλογη καβαλαρία. Εάν όμως τα χτυπήματα ήταν αντικανονικά ή άστοχα, τότε έχανες τη σειρά σου και οι ρόλοι αντιστρέφονταν.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επειδή όμως οι κανόνες του παιχνιδιού δεν ήταν γραπτοί, σαφείς και απαράβατοι, μπορείτε εύκολα να αντιληφθείτε τι καβγάδες και τι αμφισβητήσεις γινόντανε για κάθε χτύπημα, με αποτέλεσμα να χαλάει ο κόσμος από τις φωνές και τις αντεγκλήσεις των διαφωνούντων. Τα “ζούτζία” (οι απάτες στο παιχνίδι) όμως ήταν στην καθημερινή διάταξη – έτσι κι αλλιώς όλοι λίγο πολύ ήμαστε ζουντζιάρηδες- και τους κανόνες του κάθε παιχνιδιού τους φτιάχναμε και τους τροποποιούσαμε καθημερινά, για να μπορούμε και εύκολα να τους… παραβαίνουμε.

Κάπως έτσι όμως δεν είναι και η ζωή των μεγάλων; Γιατί να περίμενε κανείς από μας τα παιδιά να ήμαστε συνεπέστερα; Εμείς, κατά κανόνα, μιμούμαστε τους μεγάλους, γι’ αυτό και ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια ήταν ο πόλεμος ή το κλέφτες και αστυνόμοι, βρομοδουλειές των μεγάλων δηλαδή.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 96/1996

ΤΑ ΚΛΙΨΙΜΑΤΑ

Οχι! Μη φανταστείτε πως το παιχνίδι μας αυτό είχε καμιά σχέση με την αρχαιότατη… τέχνη της κλοπής. Εμείς δεν παίζαμε καν το αγαπημένο παιχνίδι των πόλεων “κλέφτες και αστυνόμοι”, γιατί απλούστατα στο χωριό δεν είχαμε τέτοιου είδους εμπειρίες.

Τα “κλιψίματα” ήταν απλά ένα παιχνίδι τεχνικής και άσκησης των δέκα δακτύλων, ό,τι χρειαζότανε δηλαδή για τις κρύες μέρες του χειμώνα, που τα χιονισμένα καλντερίμια της Αγιάσου προσφερότανε μάλλον για σκι παρά για τρέξιμο και παιχνίδι. Ένα κομμάτι σπάγκος ως ένα μέτρο μακρύς ήταν το μόνο πράγμα, που χρειαζόμαστε, εκτός βέβαια και από έναν τουλάχιστο πρόθυμο συμπαίκτη. Από εκεί και πέρα η διάρκεια και η ποικιλία του παιχνιδιού εξαρτιόταν από την ευλυγισία των δακτύλων, τη φαντασία, τη δοκιμή, την επανάληψη και τέλος την… αποτυχία.

Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο σαφέστερος, αν και η όποια δύναμη της περιγραφής δεν είναι ικανή να δώσει παραστατικά όλη αυτή την πολύπλοκη διαδικασία του παιχνιδιού. Δέναμε λοιπόν τις δυο άκρες του σπάγκου και σχηματιζόταν ένας κύκλος. Κατόπιν πλέκαμε την κλωστή ανάμεσα στα δάκτυλα και των δύο χεριών με ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο και καλούσαμε το συμπαίκτη να μεταφέρει την κλωστή (να την “κλέψει”) στα δικά του δάκτυλα, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο πολύπλοκο… γεωμετρικό σχήμα. Οι κινήσεις ήταν βέβαια προκαθορισμένες και βγαλμένες από προηγούμενη εμπειρία, αλλά η τεχνική και η φαντασία έπαιζαν το δικό τους ρόλο για το σχήμα, που θα προέκυπτε κάθε φορά και δεν μπορούσαμε να το προκαθορίσουμε. Στην επόμενη φάση ο σπάγκος με καινούργιο “κλέψιμο” επέστρεφε στα δάκτυλα του πρώτου παίκτη με ένα καινούργιο πάλι σχήμα, συνήθως πιο πολύπλοκο από το προηγούμενο.

Νηματοπαίγνιο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Νηματοπαίγνιο
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Η μεταφορά του σπάγκου από τον ένα συμπαίκτη στον άλλο συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, μέχρι να γίνει κάποιο λάθος στο “κλέψιμο”, να μπερδευτεί ο σπάγκος και να διαλυθεί το σχήμα, οπότε φτου και από την αρχή μέχρι… να βαρεθούμε το παιχνίδι. Εντωμεταξύ όμως είχαμε προλάβει να ονοματίσουμε κάθε σχήμα, που προέκυπτε, με ονόματα που εξήπταν την παιδική μας φαντασία και βλέπαμε στα δάκτυλά μας με τη βοήθεια του σπάγκου, να σχηματίζονται διαδοχικά πότε το ποταμάκι, πότε η κρεβατή (ο αργαλειός), πότε η πολυθρόνα, πότε το κρεβάτι, πότε η ξαπλωτήρα κλπ. κλπ.

Ύστερα από αυτά, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως το παιχνίδι είναι η πνευματική τροφή του παιδιού και πως μ’ αυτό οξύνει τις αισθήσεις του, πλάθει τα συναισθήματά του, καλλιεργεί τη φαντασία του και γενικά μορφοποιεί το χαρακτήρα του; Και δεν είναι ανάγκη τα παιχνίδια να είναι πολύπλοκα, πανάκριβα, ηλεκτρονικά ένα κομμάτι σπάγκος και λίγη φαντασία είναι αρκετά για να γεμίσουν την παιδική ψυχή με χιλιάδες εικόνες και όνειρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 95/1996