Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Αναρίθμητοι είναι αυτοί που έχουν γράψει για την Αγιάσο και για το προσκύνημά της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ηλίας Βενέζης, που τόσο αγάπησε το νησί μας και που τόσο δέθηκε μαζί του. Το γλαφυρό σχετικό κείμενο του κρίναμε σκόπιμο, ευκαιριακά, να το αναδημοσιεύσουμε από το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό της Μητρόπολης Μυτιλήνης «Ο Ποιμήν» (έτος ΚΑ \ Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1959, αριθ. 8-9, σσ. 277-281). Οφείλουμε να σημειώσουμε ενημερωτικά ότι τηρήσαμε την ορθογραφία της δημοσίευσης και ότι προσθέσαμε φωτογραφίες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σήμερα θα πάμε στη Λέσβο. Όχι για να γνωρίσουμε την πόλι της Μυτιλήνης ή το νησί ολόκληρο. Αλλά για να επισκεφθούμε ένα μονάχα μέρος του, μια μικρή πολιτεία ξακουστή σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο και στα παράλια της Μικρασίας: στην Αγιάσο. Είνε στην καρδιά του νησιού κάτω από τον λεσβιακόν Όλυμπο. Και είνε το λίκνο του θαύματος. Εκεί είνε το προσκύνημα της Παναγίας του Λουκά, που επί γενεές γενεών του Αιγαιοπελαγίτικου και του Μικρασιατικού Ελληνισμού εστάθηκε η παραμυθία και η ελπίδα.

Στεφανωμένη απ’ τον Όλυμπο, κυκλωμένη απ’ τα δάση με τις ελιές και με τις καστανιές, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα νερά, η Αγιάσος είνε ένα μέρος μαγευτικό. Κι οι Αγιασιώτες κι οι Αγιασιώτισσες είνε ένας τόνος μοναδικός σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο. Από τα παλαιότερα χρόνια, όταν η ζωή των χωριών ήταν πολύ περιωρισμένη, στην Αγιάσο υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας ανάμεσα στους νέους και στις νέες, ένας αέρας κεφιού και χαράς, ένας τόνος αριστοφανικός, χωρίς ψεύτικες σεμνοτυφίες. Οι νέες φορούσαν μεταξωτά σαλβάρια, χρωματιστά, το ένα πάνω στ’ άλλο, στολίζονταν με γαρούφαλα και με λουλούδια, τα παλληκάρια του χωριού ντύνονταν τις βράκες τους. Τώρα, όσο πάει λιγοστεύουν οι γυναίκες που φορούν σαλβάρια και τα παλληκάρια ντύνονται «φράγκικα». Αλλά ο αέρας πνέει πάντα ο ίδιος πάνω στα πρόσωπα της Αγιάσου.

Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα...
Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα…

Η μεγάλη εκκλησία της, η περιώνυμη, είνε το «κατοικητήριον» της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της λεγομένης «του Λουκά». Αυτήν την εικόνα λένε τα χρονικά πως την είχε φέρει απ’ την Ιερουσαλήμ ο ιερεύς Αγάθων ο Εφέσιος στον καιρό των εικονομάχων, τότε που ήταν εξόριστη στη Λέσβο η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Είχε την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών». Ο καλός γέροντας διδάσκαλος της Αγιάσου, ο Στρατής Κολαξιζέλλης, που έγραψε σε τεύχη πολλά, με πίστι και αφοσίωσι στον τόπο του συγκινητική, τον «θρύλον και την ιστορίαν της Αγιάσου», γράφει πως από την Αγίαν Σιών, συντομώτερα την Αγία-σων, και με μια λέξι και ένα τόνο την Αγίασον, έγινε η Αγιάσος.

Με τα χρόνια που περνούσαν, με τους αιώνες των κατατρεγμών του Γένους, η Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου ξαπλώνει ολοένα στους αιγαιοπελαγίτικους πληθυσμούς την παραμυθίαν της. «Η εκκλησία της Παναγίας εις τα χρόνια των δεινών εξεδήλωσε το πένθος αυτής δια την υποδούλωσιν, επιχρίσασα την εικόνα της Παναγίας με ασπράδια αυγών αναμεμιγμένα με την στάκτην των κηρίων. Ξεκρέμασε και το σήμαντρον, δια να μη ερεθίζη με τον ήχον του τα νεύρα των τυχόν διερχομένων Τούρκων. Δια να κάνη δε το προσκλητήριον των καλογήρων, των μαθητών του σχολείου και των λαϊκών κατοίκων, διώρισε ένα υπάλληλον, τον κράχτην, ο οποίος περνών από τα κελλία και τις οικίες κτυπούσε τις θύρες λέγων: «Ορίστε εις την Εκκλησίαν!».

Εκεί, σ’ αυτήν την εκκλησία, ήταν το «κρυφό σχολειό», όπου οι λόγιοι καλόγεροι βεβαίωναν τα παιδιά, «με ύφος προφητών», ότι θα έρθη το πλήρωμα του χρόνου. Εκεί ήταν ο ξενώνας των ταξιδιωτών και των προσκυνητών, το νοσοκομείο των αρρώστων, το ψυχιατρείο των ψυχοπαθών.

Είχα μάθει κι εγώ να την ακούω, παιδί, εκεί στα παράλια της Μικρασίας, που ζούσαμε, την Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου, την Παναγία της Αγιάσου. Όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής την ήξεραν και την προσκυνούσαν. Όπως η Παναγία της Τήνου στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Παναγία της Αγιάσου σ’ ετούτα τα νερά, τα κοντινά στην Τουρκία, επώπτευε τα πάντα: Τις καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα και την χίμαιρα. Όλοι στην Αιολική γη, στις πιο κρυφές τους ώρες, στη χαρά και στον κίνδυνο, καταφεύγανε σ’ εκείνη και της ζητούσανε, πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε την ελπίδα, πότε τη δύναμι της καρτερίας, πότε τη βοήθεια.

Εκεί, στα μέρη της Ανατολής, ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Τούρκου ήταν πάντα ασίγαστος. Οι αλύτρωτοι Έλληνες εκεί, έπρεπε να μελετούν πάντα στα κρυφά τ’ όνομα της Ελλάδας και να κρύβουνε πίσω απ’ τα εικονίσματα τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό, τα λαχεία του Εθνικού Στόλου, που δίνανε στα βασιλικά καράβια βοήθεια. Οι μαννάδες, οι αρραβωνιαστικές, οι γερόντοι, τα παλληκάρια – όλα σ’ όλες τις δύσκολες ώρες τους τ’ αποθέτανε στα πόδια της Παναγίας της Αγιάσου. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού την Παναγία της Αγιάσου είχανε προστάτισσά τους. Κάνανε το κοντραμπάντο των όπλων, του καπνού, κινδυνεύοντας να χτυπηθούνε κάθε στιγμή με τον Τούρκο, για κέρδος. Όμως τότε οι καιροί ήταν άλλοι, υπήρχε μια αγνότητα, ακόμα και στους κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί πίσω από τα όπλα και τον καπνό – το λαθρεμπόριο τους – βλέπανε την Ελλάδα. Και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών, όταν τα πράματα τούς έρχονταν ζόρικα, γυρίζανε τα μάτια τους καταπάνω στον Όλυμπο, στο γυμνό βράχο τον ψηλότερο του νησιού, και ξέροντας πως η Παναγία ξαγρυπνά κάτω απ’ τον βράχο, μες στα χρυσά της χρώματα, την παρακαλούσανε να τους παρασταθή.

Και η Παναγία της Αγιάσου σπάνια αρνιότανε τη χάρι της. Όλες οι ψυχές σ’ ετούτα τα μέρη, τα θαλασσινά και ταραγμένα, της χρωστούσανε. Και ο άνθρωπος μπορεί να ξεχνά το χρέος του στον άνθρωπο, όμως ποτέ το χρέος στο Θεό. Γι’ αυτό είχε πάντα να λέη στον πλαϊνό του, στα παιδιά του, στα εγγόνια του, για τη χάρι της, που ξαγρυπνούσε εκεί στην Αγιάσο, κοντά στα δάση με τις καστανιές, κοντά στις βρακούσες τις Αγιασιώτισσες, μες στα πλατάνια και στη βουή των νερών.

Έτσι έμαθα κι’ εγώ, στα παιδικά μου χρόνια, για την Παναγία της Αγιάσου. Όταν ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο, πάνω στη Λέσβο, και στα παράλια της Μικρασίας, οι γυναίκες, οι γερόντισσες κι οι κοπέλλες ντύνονταν για χάρι της στα μαύρα. Κι όλοι κι όλες το ονειρεύονταν: πότε να αξιωθούνε να περάσουνε τη θάλασσα, κι από κει πέρα να πάνε πεζή όλο το δρόμο, να βρίσκωνται στην Αγιάσο την παραμονή της Παναγίας, κι εκεί να ξενυχτήσουνε, με την προσευχή και στο θυμίαμα, ικετεύοντας.

Πέρασαν από τότε, από κείνα τα παιδικά χρόνια μας, πολλά. Και σχεδόν όλα αλλάξανε: αλλάξανε οι πατρίδες μας, η γη μας, το αίσθημά μας, ο τρόπος που δεχόμαστε τη φιλία, την ευτυχία και το θάνατο, ο ρυθμός που σκοτώνουμε μέσα μας τη γαλήνη της καλής πράξεως που ήταν αποκούμπι των πατέρων μας. Όλα γινήκαν δύσκολα, όλοι βιάζονταν να φτάσουν όπου είνε να φτάσουν, το καλό και το κακό άρχισαν να μη ξεχωρίζουν καθαρά, να μη έχη περίγραμμα ο χαρακτήρας και η συνείδησι. Συχνά ωστόσο ανακαλύπτουμε πως κάτι μένει καθαρό, αναλλοίωτο.

Θα σας περιγράψω τώρα μιαν εικόνα της θεωρίας των πιστών που οδεύουν, παραμονή της Παναγίας, να προσκυνήσουν τη χάρι της στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου. Η μέρα είνε ζεστή του καλοκαιριού, καίει ο ήλιος αποθεμένος στα δάση των ελαιών της Μυτιλήνης. Φυσά γερό μελτέμι που σηκώνει σύννεφα τη σκόνη στους δρόμους που πάνε στην Αγιάσο. Κι’ εκεί μες στη σκόνη, μες στο μελτέμι και στον ήλιο, βρίσκουμε τις μάννες και τους παππούδες μας να συνεχίζουν, στα πρόσωπα των σημερινών ανδρών και γυναικών της Λέσβου, το τιμιώτερο αυτού του τόπου: την παράδοσι. Αμέτρητες θεωρίες, άνθρωποι χιλιάδες, γυναίκες και παιδιά και παλληκά-ρια και γερόντοι, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα, άλλοι στολισμένοι τα καλά τους, άλλοι άρρωστοι, οι πιο πολλοί κι’ οι πιο πολλές ξυπόλυτες, ανηφορίζουν με τα πόδια, κάνοντας σε πέντε-έξη ώρες το δρόμο για να φτάσουν στην Αγιάσο. Στάζει ο ίδρος απ’ τα πρόσωπά τους, γίνεται λάσπη με τη σκόνη, τα μάτια τους είνε βαθουλωμένα απ’ τη νηστεία και την αγρύπνια και απ’ την κούρασι. Πολλές γυναίκες βαδίζουν έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω από την ράχη τους. Είνε μαρτυρικό. Όμως, κανένας δεν το βάζει κάτω. Γιατί εκεί πέρα, στα δάση με τις καστανιές που θα φτάσουν – στην Παναγιά – είνε η ελπίδα.

Τέλος φτάνω στο χωριό, στην Αγιάσο. Πολλές γυναίκες αρχίζουν να κάνουν το δρόμο, από κει και πέρα ως στην εκκλησιά, σερνάμενες στα γόνατα πάνω στο καλντερίμι. Έτσι είχαν το τάμα τους. Ο πόνος είνε δριμύς. Όμως, εκτός απ’ το συσπασμένο πρόσωπο, απ’ τα πανιασμένα χείλια, τίποτα δεν ακούγεται, κανένας βόγγος. Βόγγους ακούς μόνο στους αρρώστους που κείτονται, πατείς με πατώ σε, σ’ όλη την αυλή της εκκλησιάς και που τους έχουν φέρει εκεί για να γυρέψουν έλεος απ’ την Παναγιά. Στην είσοδο του Ναού, όπου ο συνωστισμός είνε μέγας, τα πρόσωπα που φτάνουνε, σκονισμένα και ξάγρυπνα και νηστικά, άξαφνα φωτίζονται από βίαιη λάμψι. Εκεί στο βάθος κατασκεπασμένη από χρυσάφι, αυστηρή και γαλήνια, μ’ εκείνη την απόκοσμη ηρεμία που μπόρεσαν να δώσουν μόνο οι βυζαντινοί αγιογράφοι, περιμένει η Παναγιά η Αγιασιώτισσα. Βουρκώνουν τα στραγγισμένα μάτια, καθώς την αντικρύζουνε, οι καρδιές χτυπούν, η ψυχή αγαλλιά, όλα χάνουν το περίγραμμα του παρόντος, γίνονται επαύριον, ελπίδα για ό,τι είνε νάρθη, καρτερία για ό,τι είνε νάρθη.

Είχα το προνόμιο να ξαναπάω στην Αγιάσο εδώ και δυο μήνες μαζί με τον Μεγάλον Δεσπότη της Μυτιλήνης, τον κύριον Ιάκωβον. Προσκυνήσαμε την Παναγία του Λουκά, γύρω μας ήταν οι ιερείς και οι διάκοι και τα παιδιά του σχολείου με λουλούδια στα χέρια και οι κορούλες της Αγιάσου. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε το ιστορικό της Παναγιάς απ’ τον υπέργηρο πια διδάσκαλο της Αγιάσου, τον Κολαξιζέλλη, ακούσαμε τις σοφές πληροφορίες του Δεσπότη, πήγαμε στα λαμπρά Αναγνωστήρια της Αγιάσου, στον τάφο του τέκνου της Αγιάσου και σοφού ακαδημαϊκού Γρ. Παπαμιχαήλ, πήγαμε στο Σανατόριο που, παλαίοντας σκληρά, έκαμε πριν από χρόνια εκεί, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος, που έφυγε τόσο πικραμένος απ’ τον κόσμο τούτον.

Όταν το βράδυ ξεκινούσαμε να φύγουμε, είχαμε αφήσει εκεί, στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου, την καρδιά μας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995

 

ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής υπήρξε ένας φλογερός Αγιασώτης δάσκαλος, ιερωμένος και πατριώτης, που πρώτος το 1905 άνοιξε το δρόμο των Αγιασωτών για το Νέο Κόσμο, δημιουργώντας πολλές καλές ελπίδες σε πολλούς φτωχούς, αλλά δημιουργικούς συγχωριανούς του.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου – ο μετέπειτα πρωθιερέας Μεθόδιος Κουρκουλής – γεννήθηκε στην Αγιάσο γύρω στα 1860, αφού στα 1886, λαϊκός ακόμα, διευθύνει το Ελληνικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής με βοηθό του τον Ευστράτιο Κουσβή. Σύμφωνα με πληροφορία του Χρίστου Παρασκευαΐδη, «ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου ή Κουρκουλής προσεπάθησε να εξυψώση το Σχολείον κατά το παράδειγμα του σχολείου Αγιάσου εις Ημιγυμνάσιον με δύο γυμνασιακάς τάξεις». Πάντως ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου αποχώρησε από την Αγία Παρασκευή μετά τις γιορτές του Πάσχα και τον «διεδέχθη ο εξ Αγιάσου Δημήτριος Βαμβουρέλλης».

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του

Στην Αγιάσο, όπου τον βρίσκουμε στη συνέχεια, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Αναγνωστηρίου που, πέρα από του να είναι ένας απλός όμιλος φιλαναγνωστών, έπαιζε ρόλο έξοχα εθνικό. Ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης πληροφορεί ότι το Αναγνωστήριο επί Τουρκοκρατίας «…δια του πρωθιερέως Μεθοδίου Κουρκουλή… έκαμνε θρησκευτικά κηρύγματα». Στην πραγματικότητα γίνονταν κηρύγματα εθνεγερτικά με προκάλυμμα θρησκευτικό. Ο πρώην δάσκαλος έχει γίνει ήδη κληρικός. Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου μας έδωσε την προφορική πληροφορία ότι το νέο του όνομα Μεθόδιος του το έδωσε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος Αρώνης, που τον χειροτόνησε.

Κατά την κατάληψη της Κρήτης το 1897, που γέννησε πολλές εθνικές ελπίδες και στους υπόδουλους Λέσβιους, η Αγιάσος βρισκόταν «ως εν επαναστάσει». «Ο ιατρός Γρηγόριος Τζαννετής, ο πρωθιερεύς Μεθόδιος Κουρκουλής και ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζαννετής ανεγίγνωσκον εις επήκοον των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων τα πύρινα άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων. Το Αναγνωστήριον μετετράπη εις “φλογερό καμίνι”, το οποίον με τις εθνικές μυσταγωγίες του έστειλεν εις τας Αθήνας εξήκοντα εθελοντάς».

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής, έχοντας σπουδάσει θεολογία κι έχοντας διδακτική προϋπηρεσία στην Αγία Παρασκευή, υπηρέτησε σαν δάσκαλος και στον τόπο του, την Αγιάσο. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλήφθηκε σαν ιεροκήρυκας στη θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια» της Σμύρνης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το 1905 αναχώρησε για την Αμερική, όπου διορίστηκε προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίας Τριάδας στη Νέα Υόρκη. Ο ιερός αυτός ναός φέρει μέχρι σήμερα τα ίχνη του αγαθού ιερέα, καθώς και των Αγιασωτών μαστόρων-ξυλουργών. Γιατί γύρω στα 1919 προσκάλεσε από την Αγιάσο τον Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη (ίσως και άλλους), για να φιλοτεχνήσουν τα ξύλινα μέρη του ναού.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»

Η δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή στη Νέα Υόρκη είναι πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Ο Στρατής Κολαξιζέλης αναφέρει ότι «εκέρδισε την αγάπην του ποιμνίου του» και ότι «με τον Βλαστόν της “Ατλαντίδος” έδρασεν εις τα εθνικά ζητήματα και κατά τον βαλκανοτουρκικόν πόλεμον του 1912 συνέβαλεν εις τον καταρτισμόν της λεσβιακής φάλαγγος, η οποία συνέτεινεν εις την ενίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων».

Ο Σόλων Βλαστός, ο εκδότης της «Ατλαντίδος», γεννήθηκε στη Σύρο στα 1852 και πέθανε στο Παρίσι στα 1927. Στις 3-3-1894 πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η «Ατλαντίς» σαν εβδομαδιαίο φύλλο, που εξελίχτηκε από τα 1905 σε πολυσέλιδη καθημερινή εφημερίδα. Η «Ατλαντίς» έγινε για πολύ καιρό το κύριο όργανο των Ελλήνων της Αμερικής, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η «Ατλαντίς» συνετέλεσε πολύ στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων μεταναστών, που έσπευσαν επιστρέφοντας στην Ελλάδα να ταχθούν κάτω από τις εθνικές σημαίες. Βασικός συνεργάτης του Βλαστού και πύρινος αρθρογράφος της εφημερίδας ήταν ο Μεθόδιος Κουρκουλής. Στις 9-1-1913 γράφει: «Δι’ όλων των εκ της πόλεως ταύτης (Elko-Nevada) διερχομένων τραίνων αθρόοι απέρχονται οι Έλληνες εκ της Καλιφόρνιας και της Νεβάδας. Μέχρι τούδε πολλαί εκατοντάδες Ελλήνων εργατών απήλθον, όπως παράσχωσι την βοήθειάν των εις την αγωνιζομένην πατρίδα των. Το ευγενές τούτο πατριωτικόν αίσθημα των Ελλήνων πρέπει να γίνει σοβαρό μάθημα και αξιομίμητο παράδειγμα προς όλους… Οι Έλληνες εργάται απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι πολίται της πατρίδος των δια της αθρόας αναχωρήσεώς των. Η τοιαύτη των πράξις δικαίως επισύρει την μεγάλην εκτίμησιν και τον θαυμασμόν παντός πατριώτου».

Οι ανταποκρίσεις οι σχετικές με την αναχώρηση των επιστράτων είναι καθημερινές και θερμές: «Υπό τους ήχους μουσικής ανεχώρησαν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού… Οι Έλληνες της πόλεως Spokane, Wash.), πανηγυρίζοντες την αθρόαν αναχώρησιν των στρατευσίμων, επί δύο ολοκλήρους ημέρας διεσκέδαζον δια χορών και ασμάτων». Στις 10-1-1913 «Ουκ ολίγοι εκ των εμπορευομένων ομογενών σπεύδοντες εις την εκπλήρωσιν του υψίστου πατριωτικού καθήκοντος, εγκαταλείπουν σημαντικάς εμπορικάς επιχειρήσεις. Η αθρόα έξοδος των Ελλήνων επιστράτων αποτελεί άριστον δείγμα του πατριωτικού αισθήματος, όπερ διαπνέει την φυλήν». Παράλληλα στην Ατλαντίδα φιλοξενούνται στίχοι που προτρέπουν τους Έλληνες μετανάστες να γυρίσουν στην πατρίδα:

Γυρίστε πίσω! ο στρατός τον Τούρκο να νικήσει

θέλει κορμιά ηρωικά, θέλει καρδιές μεγάλες,

θέλει τον όρκο τρομερό κι ακόμα πιο μεγάλο

το Χάρτη του Βελεστινλή, που χρόνια μελετάει.

(30-8-1911, Σ. Ματσούκας)

Έτσι μάχεται με την πένα. Κι έτσι σχηματίζεται από τα 1909 ο εθελοντικός Λόχος Νέας Υόρκης, που ίσως τμήμα του είναι η περίφημη «Λεσβιακή Φάλαγγα».

Στις 5 Οκτωβρίου 1911 αγοράζεται το κτίριο και ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. Και σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια ο Μεθόδιος Κουρκουλής – παλιός δάσκαλος ο ίδιος – δε μένει αμέτοχος. Η «Ατλαντίς» της 5-10-1911 γράφει: «Ο Μ.Κ. από του άμβωνος στηρίζει το σχολείο λέγοντας: “Το σχολείον είναι ο έτερος στυλοβάτης, εξ ίσου και περισσότερον ακόμη αναγκαίος του στυλοβάτου της εκκλησίας. Εγγράψατε τα τέκνα σας εις το σχολείον“». Φυσικά αποτελεί μαζί με άλλους φιλογενείς την «Επιτροπή του Σχολείου», η οποία και αγοράζει «το λαμπρό κτίριο» αντί 33.000 δολαρίων. Η «Ατλαντίς» δημοσιεύει τη φωτογραφία του σχολείου τρίστηλη (5-10-1911). Ο λόγος του από τον άμβωνα, η προσπάθεια να διατηρήσουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην πανσπερμία των εθνών της Αμερικής, με τη φοίτηση των Ελληνόπουλων σ’ ελληνικό σχολείο, ίσως θυμίζει Κοσμά Αιτωλό. Με τέτοια θέρμη κήρυσσε κι εκείνος την αναγκαιότητα ίδρυσης ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία.

Επειδή και στην Αγιάσο ήταν γνωστή η φιλεκπαιδευτική δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή, στις 30-9-1935 του στέλνεται επιστολή από το Αναγνωστήριο, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Ως γνωστόν εξ Αγιάσου κατάγονται πλείστοι όσοι εκ των διαβιούντων εις τα τέσσαρα σημεία της απεράντου Αμερικανικής Δημοκρατίας. Επιθυμούντες δε όπως η μόρφωσις των τέκνων των ομοχωρίων μας γίνεται κατά το μάλλον τέλεια, φιλοδοξούμεν να συμβάλωμεν και ημείς… Επιθυμούμεν όθεν όπως ευαρεστηθήτε και μας γνωρίσητε τίνων προσόντων λειτουργούς της εκπαιδεύσεως προτιμά η ομογένεια της Αμερικής…». Αν και δε φαίνεται να ευοδώθηκε αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια των Αγιασωτών, αφού κανένας Αγιασώτης δάσκαλος δεν πήγε στην Αμερική, εντούτοις ο Μεθόδιος Κουρκουλής στη νέα του πατρίδα δεν ξέχασε ποτέ την Αγιάσο και τους συγχωριανούς του. Βρισκόμαστε στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τότε που το έθνος μας κι ολόκληρη η Βαλκανική γνώριζαν δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, με μεγαλύτερα την ανεργία και τη φτώχεια. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής προτείνουν και προτρέπουν για μετανάστευση. Είναι μια κακή λύση, που προκάλεσε αφαίμαξη στο έθνος μας και που με τις τότε συνθήκες θεωρήθηκε πανάκεια. Και θεωρήθηκαν τυχεροί όσοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν. Ο υποστηρικτής τους, που ήδη βρισκόταν στη χώρα προορισμού, θεωρήθηκε ευεργέτης. Ο Μεθόδιος Κουρκουλής από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Αμερική, το 1905, υποστήριξε πολλούς για να μεταναστεύσουν. Έτσι μέσα σε 4-5 χρόνια, αναφέρει ο Στρατής Κολαξιζέλης, αναχώρησαν από την Αγιάσο γύρω στους 1.000 μετανάστες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει κι ο Σταύρος Τάξης, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ου σμικρόν δ’ ευεργετεί νυν (1909) την Κοινότητα (Αγιάσο) δια της θερμής αυτού φιλοπατρίας και ο εν Νέα Υόρκη της Αμερικής εκκλησιαστικός προϊστάμενος της εκείσε Ελλ. ορθοδόξου κοινότητος, Μεθόδιος Κουρκουλής, μεγάλως συντελών υπέρ της καλής αποκαταστάσεως και προόδου των εν Αμερική μεταβαινόντων συμπολιτών αυτού».

Και η Αγιάσος επίσης δεν ξέχασε ποτέ το εκλεκτό της τέκνο, αφού σε δύσκολες περιστάσεις επικαλείται τη βοήθειά του «ηθικήν και υλικήν». Έτσι στο βιβλίο του Αναγνωστηρίου, που φέρει τον τίτλο «Επίσημος αλληλογραφία», καταχωρείται επιστολή της Διοίκησης του σωματείου προς το Μεθόδιο Κουρκουλή με ημερομηνία 1-10-1926, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε «Το παλαιότερον των σωματείων της Αγιάσου… ούτινος τυγχάνετε ιδρυτής ανακαινισθέν τελείως και θέσαν νέας προοδευτικάς βάσεις… στερούμενον όμως επαρκών πόρων… ποιείται έκκλησιν προς υμάς τον ιδρυτήν του και ζητεί την υμετέραν συνδρομήν, ηθικήν και υλικήν».

Η εθνική, θρησκευτική και φιλεκπαιδευτική δράση του φλογερού αυτού τέκνου της Αγιάσου συνεχίζεται ακατάπαυστα ως τα 1942, οπότε ο θάνατος τον βρίσκει «ιερατεύοντα» ακόμη στην Αγία Τριάδα Νέας Υόρκης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

 

ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

1- Η ΜΟΥΣΙΚΗ

1.1. Τα όργανα

Μια πλήρης «κομπανία» στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι «μουζικάντες» που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα, γύρω στα 1916-1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη. Αυτά είναι τα
«μαζικά», θα έλεγα, όργανα, μ’ αυτά γίνεται το γλέντι. «Κομπανία» για τους πιο εύπορους, λατέρνα ή ζουρνάς και νταούλι για τους νέους και τους λιγότερο εύπορους. Τέλος υπάρχει και το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο μάθαιναν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο εισάγεται και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

1.2. Οι σκοποί

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια, ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.
Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιατικούς σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής, οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το σμυρναίικο, το περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα «Ξύλα», συρτό προερχόμενο μάλλον από τούρκικο εμβατήριο, και ο «Κιόρογλου», ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία στην Αγιάσο και του Αγίου Χαράλαμπου στην Αγία Παρασκευή και στην Πηγή, με τη γνωστή θυσία του ταύρου.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

20111028-IMG_0151

1.3. Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών

Οι «μουζικάντες» κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κτλ., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο», το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε, όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του, και οι συντεχνίες, όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε όμως η «χαρτούρα» που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δε συνηθιζόταν «χαρτούρα», αλλά γινόταν συμφωνία από πριν.
Στους γάμους κτλ., όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως βέβαια προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.

1.4. Η ζωή των μουσικών

Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Από το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς, για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που «είχε» τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι.

2. ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΩΝ ΧΟΡΩΝ

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:

2.1. Η στερεότυπη σειρά των χορών

Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στον μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό».
Ο συρτός, ρυθμός 2/4, χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, σπανίως περισσότερα. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στον μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο
άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμό 9/8, επίσης για δύο άτομα ή και «σόλο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο τελευταίους χορούς έγκειται στο γεγονός ότι ο ζεϊμπέκικος δε χορεύεται υποχρεωτικά αντικριστά, ο χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τα βήματα δεν είναι συγκεκριμένα, μπορεί να αυτοσχεδιάσει, γενικά είναι πιο ελεύθερος. Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας.

2.2. Χοροί παρεμβαλλόμενοι

Με τον όρο αυτό εννοώ χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνήθους ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά, την τάξη. Αυτοί ήταν ο «τζάμκος», ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορευόταν από δύο. Γνωστός και σαν «χορός των μαχαιριών». Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ, όπου έψηναν τον καφέ, και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον, που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τ’ αυτιά , το κεφάλι του αντιπάλου του. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός, που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο «πουτάνικος» ή «ποτηράκια» ήταν επίσης μιμικός χορός, εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα «καφεσαντάν» της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο «Αρκουδιάρης» ή «Αράπικος», χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι, “Μαρούλα”. «Χόρεψε Αράπη», του φώναζαν και αυτός απαντούσε: «Δεν έχω κέφι». Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει, καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλο κάστανα.

2.3. Χοροί ειδικών περιστάσεων

Ο «νυφιάτικος» ή «νυφκάτος». Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα «τριψίματα». Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο, μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.

3. ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η «πατινάδα» της Κυριακής, συνδεδεμένη, με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες παρέες από τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσιας ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν από τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα «κουιτούκια», συνοικιακά καφενεδάκια, που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια. Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φτάσει η μουσική, καθισμένες στα «καριγλιά» τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι νέες, σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά από τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές, για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουιτούκια, μέσα σ’ ένα πλήθος από κόσμο και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές, που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινε την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια, για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών.

© ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ ΕΥΣΤΡ.
Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.
Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες, που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει «χαρτούρα» γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπόμενη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης, γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα «γλιτώματα» της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Καρίνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν πολλοί δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες. Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας, για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.

Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δε χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό, ιδιαίτερα από την ηπειρωτική χώρα. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η έρευνα αυτή του χορευτικού φαινομένου μάς οδηγεί σε κάποιες πρώτες γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν τη σχέση του με την κοινωνική ζωή.
1. Στο κατ’ εξοχήν χορευτικό έθιμο της πατινάδας, άντρες και γυναίκες χορεύουν κατά κανόνα χωριστά, πλην εξαιρέσεων. Οι άντρες στα κουιτούκια και στα καφενεία της αγοράς, εκεί δηλαδή όπου περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην καθημερινή ζωή και όπου γίνονται τα επαγγελματικά παζαρέματα και οι ανταλλαγές, οι δε γυναίκες έξω από τα σπίτια τους, εκεί δηλαδή όπου περνούν το δικό τους χρόνο. Χορεύουν μαζί κυρίως εκεί όπου δουλεύουν μαζί, π.χ. στα γλιτώματα της ελιάς ή εκεί όπου υπερτερούν οι διανοούμενοι, όπως στις χοροεσπερίδες.
2. Οι γυναίκες χορεύουν υπό τους ήχους της μουσικής που παίζει για τους άντρες. Ο άντρας παραγγέλλει όχι η γυναίκα. Ο χορός των γυναικών δεν είναι αυτόνομος, αλλά εξαρτημένος από τον αντρικό, όπως άλλωστε και στη ζωή, όπου ο άντρας αποφασίζει και όπου έχει και την ευθύνη της επαγγελματικής παραγγελιάς.
3. Ο χορός των αντρών χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και πρωτοβουλία που εκφράζεται με την παραγγελιά προς τους μουζικάντες. «Θέλω να κάνω το κέφι μου και πληρώνω για να έχω τις υπηρεσίες που χρειάζομαι». Και στην επαγγελματική τους ζωή όμως, όπου μεγάλο μέρος κατέχει η εμπορευματική οικονομία, υπάρχει η ίδια λειτουργία. Η πρωτοβουλία, η παραγγελιά, η προσφορά της υπηρεσίας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 74/1993