Η ΠΑΝΑΓΙΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΙΛΗΣ

Στα δεξιά του αμαξωτού δρόμου, που ανεβαίνει από το Σταυρί και κατευθύνεται προς το Σανατόριο, υπάρχει ένα παρακλάδι που οδηγεί στο ναΰδριο της Παναγιούδας της Πενθίλης. Σύμφωνα με αφήγηση του μακαρίτη σήμερα Χριστόφα Σταυρακέλη (πέθανε το 1988), ο οποίος είχε περιβόλι και ερχόταν συχνά σ’ αυτό, κάθε χρόνο, γύρω στα μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου, ανεξήγητη ευωδιά έβγαινε από το δάσος της περιοχής, το οποίο αποτελείται από πεύκα, βάτους και πουρνάρια… Κατά τον ιστορικό Στρατή Κολαξιζέλη, εκεί υπήρχε η Πενθίλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ως τις μέρες μας πολλά λείψανα, σκορπισμένα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Μέσα στα περιβόλια έχουν βρεθεί κατά καιρούς παλαιά νομίσματα, τεμάχια από σπασμένα πιάτα, πιθάρια, κεραμίδια και άλλα πήλινα αντικείμενα περασμένων αιώνων. Καθώς μου διηγήθηκε ο Ιωάννης Βαρουτέλης (πέθανε το 1980), ο ομοχώριος Ευστράτιος Τινός, επίσης μακαρίτης σήμερα, βρήκε ένα «ταγάρι» γεμάτο χρυσό, πάνω από το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στη στροφή του δρόμου προς την Παναγιούδα της Πενθίλης, αριστερά, μέσα σε πουρνάρια… Ακόμη στην περιοχή αυτή βρέθηκαν ιερά αντικείμενα. Η αδερφή του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη Ανδρονίκη, σύζυγος Παναγιώτη Σκλεπάρη, ψάχνοντας προπολεμικά για χόρτα στην περιοχή, το μαχαίρι της συνάντησε αντίσταση… Έτσι ανάσυρε από τη γη ένα εικόνισμα μικρού μεγέθους, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αυτό το εικόνισμα δωρίστηκε από την οικογένεια του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη στο Προσκύνημα της Παναγίας. Αφού καθαρίστηκε και συντηρήθηκε το 1938 από το Ρώσο τεχνικό Βασίλειο Ραχτσέβσκι, μπήκε σε πινακοθήκη, που είναι αναρτημένη στην τρίτη κολόνα δεξιά, καθώς μπαίνουμε στο Προσκύνημα της Παναγίας.

Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)
Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)

Όταν χτιζόταν το νέο ξωκλήσι της Παναγίας της Πενθίλης το 1936, γιατί το παλιό είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, οι εργάτες βρήκαν ανθρώπινους σκελετούς μεγάλων διαστάσεων! Τα οστά αυτά τα συγκέντρωσαν οι εργάτες και τα έβαλαν για ασφάλεια σε θυρίδες, στους τοίχους του νέου ναϋδρίου, ενώ θα έπρεπε να προσκληθούν ειδικοί επιστήμονες, για να τα μελετήσουν. Αυτό μου διηγήθηκε ο τότε εργαζόμενος Ευστράτιος Περγάμαλης (Κουκόνα).

Όταν ήταν αρχιερατικός επίτροπος ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίος, οργανώθηκε γιορτή και από τότε κάθε χρόνο με πομπή μεταφερόταν στολισμένη η μεγάλη εικόνα της Παναγίας μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο. Αφού τέλειωνε ο όρθρος στο ναό της Παναγίας, ξεκινούσε η πομπή με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Προπορεύονταν τα παιδιά, ντυμένα με ιερατικές στολές και κρατώντας εξαπτέρυγα, οι τέσσερις εφημέριοι του ιερού ναού της Παναγίας και ο διάκονος, ο οποίος σ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς θυμιάτιζε την ιερή εικόνα. Τα πρώτα χρόνια που καθιερώθηκε η γιορτή, στις 8 Σεπτεμβρίου, δρομολογούσαν και λεωφορείο το οποίο μετέφερε προσκυνητές από το Σταυρί. Σήμερα η γιορτή αυτή έχει ατονήσει. Μεταφέρεται βέβαια άλλη εικόνα της Παναγίας, τελείται λειτουργία και μεταφέρεται ξανά η εικόνα στο ναό με κωδωνουκρουσίες…

Διατηρώ ιερές αναμνήσεις από τη γραφική τοποθεσία της Πενθίλης, γιατί σε νεαρή ηλικία υπήρξα μέλος της «Χριστιανικής Αδελφότητας η Θεοτόκος», την οποία είχε ιδρύσει ο τότε εφημέριος του ιερού Προσκυνήματος ριζαρείτης οικονόμος Παναγιώτης Στόικος. Απαρτιζόταν από 150 μέλη και είχε καταστατικό, εγκεκριμένο από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, καθώς και σφραγίδα που έγραφε γύρω γύρω «Χριστιανική Αδελφότης Αγιάσου, η Θεοτόκος», με χρονολογία 1932 και με σταυρό στο κέντρο. Επίσης υπήρχε δανειστική βιβλιοθήκη για τα μέλη της. Ποιος έχει σήμερα τη σφραγίδα, το καταστατικό και τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αδελφότητας, δε γνωρίζω. Κάθε Κυριακή και Τετάρτη απόγευμα γινόταν ομιλία από τον πρόεδρο ιερέα Παναγιώτη Στόικο. Έκτακτα όμως μιλούσαν στα μέλη της Αδελφότητας και οι ιεροκήρυκες που έρχονταν στον ιερό ναό της Παναγίας. Οι ιεροκήρυκες αυτοί ήταν ο Ιωάννης Καψιμάλης και ο Χριστόδουλος Παπαγιάννης. Η επέτειος της Αδελφότητας γιορταζόταν τη μέρα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ολα τα μέλη της Αδελφότητας ξεκινούσαμε από τον Απέσο και περπατώντας ανεβαίναμε στο ξωκλήσι της Παναγίας. Στη γιορτή αυτή συμμετείχε και ο οργανωμένος σύλλογος οργανοπαικτών Αγιάσου.

Εκφράζουμε την ευχή ν’ αναβιώσει η ωραία αυτή γιορτή, όπως καθιερώθηκε προπολεμικά από τον τότε αρχιερατικό επίτροπο Εμμανουήλ Μυτιληναίο…

ΑΓΙΑΣΙΩΝΙΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής υπήρξε ένας φλογερός Αγιασώτης δάσκαλος, ιερωμένος και πατριώτης, που πρώτος το 1905 άνοιξε το δρόμο των Αγιασωτών για το Νέο Κόσμο, δημιουργώντας πολλές καλές ελπίδες σε πολλούς φτωχούς, αλλά δημιουργικούς συγχωριανούς του.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου – ο μετέπειτα πρωθιερέας Μεθόδιος Κουρκουλής – γεννήθηκε στην Αγιάσο γύρω στα 1860, αφού στα 1886, λαϊκός ακόμα, διευθύνει το Ελληνικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής με βοηθό του τον Ευστράτιο Κουσβή. Σύμφωνα με πληροφορία του Χρίστου Παρασκευαΐδη, «ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου ή Κουρκουλής προσεπάθησε να εξυψώση το Σχολείον κατά το παράδειγμα του σχολείου Αγιάσου εις Ημιγυμνάσιον με δύο γυμνασιακάς τάξεις». Πάντως ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου αποχώρησε από την Αγία Παρασκευή μετά τις γιορτές του Πάσχα και τον «διεδέχθη ο εξ Αγιάσου Δημήτριος Βαμβουρέλλης».

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του

Στην Αγιάσο, όπου τον βρίσκουμε στη συνέχεια, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Αναγνωστηρίου που, πέρα από του να είναι ένας απλός όμιλος φιλαναγνωστών, έπαιζε ρόλο έξοχα εθνικό. Ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης πληροφορεί ότι το Αναγνωστήριο επί Τουρκοκρατίας «…δια του πρωθιερέως Μεθοδίου Κουρκουλή… έκαμνε θρησκευτικά κηρύγματα». Στην πραγματικότητα γίνονταν κηρύγματα εθνεγερτικά με προκάλυμμα θρησκευτικό. Ο πρώην δάσκαλος έχει γίνει ήδη κληρικός. Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου μας έδωσε την προφορική πληροφορία ότι το νέο του όνομα Μεθόδιος του το έδωσε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος Αρώνης, που τον χειροτόνησε.

Κατά την κατάληψη της Κρήτης το 1897, που γέννησε πολλές εθνικές ελπίδες και στους υπόδουλους Λέσβιους, η Αγιάσος βρισκόταν «ως εν επαναστάσει». «Ο ιατρός Γρηγόριος Τζαννετής, ο πρωθιερεύς Μεθόδιος Κουρκουλής και ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζαννετής ανεγίγνωσκον εις επήκοον των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων τα πύρινα άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων. Το Αναγνωστήριον μετετράπη εις “φλογερό καμίνι”, το οποίον με τις εθνικές μυσταγωγίες του έστειλεν εις τας Αθήνας εξήκοντα εθελοντάς».

Ο Μεθόδιος Κουρκουλής, έχοντας σπουδάσει θεολογία κι έχοντας διδακτική προϋπηρεσία στην Αγία Παρασκευή, υπηρέτησε σαν δάσκαλος και στον τόπο του, την Αγιάσο. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλήφθηκε σαν ιεροκήρυκας στη θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια» της Σμύρνης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το 1905 αναχώρησε για την Αμερική, όπου διορίστηκε προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίας Τριάδας στη Νέα Υόρκη. Ο ιερός αυτός ναός φέρει μέχρι σήμερα τα ίχνη του αγαθού ιερέα, καθώς και των Αγιασωτών μαστόρων-ξυλουργών. Γιατί γύρω στα 1919 προσκάλεσε από την Αγιάσο τον Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη (ίσως και άλλους), για να φιλοτεχνήσουν τα ξύλινα μέρη του ναού.

Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»

Η δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή στη Νέα Υόρκη είναι πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Ο Στρατής Κολαξιζέλης αναφέρει ότι «εκέρδισε την αγάπην του ποιμνίου του» και ότι «με τον Βλαστόν της “Ατλαντίδος” έδρασεν εις τα εθνικά ζητήματα και κατά τον βαλκανοτουρκικόν πόλεμον του 1912 συνέβαλεν εις τον καταρτισμόν της λεσβιακής φάλαγγος, η οποία συνέτεινεν εις την ενίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων».

Ο Σόλων Βλαστός, ο εκδότης της «Ατλαντίδος», γεννήθηκε στη Σύρο στα 1852 και πέθανε στο Παρίσι στα 1927. Στις 3-3-1894 πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η «Ατλαντίς» σαν εβδομαδιαίο φύλλο, που εξελίχτηκε από τα 1905 σε πολυσέλιδη καθημερινή εφημερίδα. Η «Ατλαντίς» έγινε για πολύ καιρό το κύριο όργανο των Ελλήνων της Αμερικής, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η «Ατλαντίς» συνετέλεσε πολύ στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων μεταναστών, που έσπευσαν επιστρέφοντας στην Ελλάδα να ταχθούν κάτω από τις εθνικές σημαίες. Βασικός συνεργάτης του Βλαστού και πύρινος αρθρογράφος της εφημερίδας ήταν ο Μεθόδιος Κουρκουλής. Στις 9-1-1913 γράφει: «Δι’ όλων των εκ της πόλεως ταύτης (Elko-Nevada) διερχομένων τραίνων αθρόοι απέρχονται οι Έλληνες εκ της Καλιφόρνιας και της Νεβάδας. Μέχρι τούδε πολλαί εκατοντάδες Ελλήνων εργατών απήλθον, όπως παράσχωσι την βοήθειάν των εις την αγωνιζομένην πατρίδα των. Το ευγενές τούτο πατριωτικόν αίσθημα των Ελλήνων πρέπει να γίνει σοβαρό μάθημα και αξιομίμητο παράδειγμα προς όλους… Οι Έλληνες εργάται απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι πολίται της πατρίδος των δια της αθρόας αναχωρήσεώς των. Η τοιαύτη των πράξις δικαίως επισύρει την μεγάλην εκτίμησιν και τον θαυμασμόν παντός πατριώτου».

Οι ανταποκρίσεις οι σχετικές με την αναχώρηση των επιστράτων είναι καθημερινές και θερμές: «Υπό τους ήχους μουσικής ανεχώρησαν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού… Οι Έλληνες της πόλεως Spokane, Wash.), πανηγυρίζοντες την αθρόαν αναχώρησιν των στρατευσίμων, επί δύο ολοκλήρους ημέρας διεσκέδαζον δια χορών και ασμάτων». Στις 10-1-1913 «Ουκ ολίγοι εκ των εμπορευομένων ομογενών σπεύδοντες εις την εκπλήρωσιν του υψίστου πατριωτικού καθήκοντος, εγκαταλείπουν σημαντικάς εμπορικάς επιχειρήσεις. Η αθρόα έξοδος των Ελλήνων επιστράτων αποτελεί άριστον δείγμα του πατριωτικού αισθήματος, όπερ διαπνέει την φυλήν». Παράλληλα στην Ατλαντίδα φιλοξενούνται στίχοι που προτρέπουν τους Έλληνες μετανάστες να γυρίσουν στην πατρίδα:

Γυρίστε πίσω! ο στρατός τον Τούρκο να νικήσει

θέλει κορμιά ηρωικά, θέλει καρδιές μεγάλες,

θέλει τον όρκο τρομερό κι ακόμα πιο μεγάλο

το Χάρτη του Βελεστινλή, που χρόνια μελετάει.

(30-8-1911, Σ. Ματσούκας)

Έτσι μάχεται με την πένα. Κι έτσι σχηματίζεται από τα 1909 ο εθελοντικός Λόχος Νέας Υόρκης, που ίσως τμήμα του είναι η περίφημη «Λεσβιακή Φάλαγγα».

Στις 5 Οκτωβρίου 1911 αγοράζεται το κτίριο και ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. Και σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια ο Μεθόδιος Κουρκουλής – παλιός δάσκαλος ο ίδιος – δε μένει αμέτοχος. Η «Ατλαντίς» της 5-10-1911 γράφει: «Ο Μ.Κ. από του άμβωνος στηρίζει το σχολείο λέγοντας: “Το σχολείον είναι ο έτερος στυλοβάτης, εξ ίσου και περισσότερον ακόμη αναγκαίος του στυλοβάτου της εκκλησίας. Εγγράψατε τα τέκνα σας εις το σχολείον“». Φυσικά αποτελεί μαζί με άλλους φιλογενείς την «Επιτροπή του Σχολείου», η οποία και αγοράζει «το λαμπρό κτίριο» αντί 33.000 δολαρίων. Η «Ατλαντίς» δημοσιεύει τη φωτογραφία του σχολείου τρίστηλη (5-10-1911). Ο λόγος του από τον άμβωνα, η προσπάθεια να διατηρήσουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην πανσπερμία των εθνών της Αμερικής, με τη φοίτηση των Ελληνόπουλων σ’ ελληνικό σχολείο, ίσως θυμίζει Κοσμά Αιτωλό. Με τέτοια θέρμη κήρυσσε κι εκείνος την αναγκαιότητα ίδρυσης ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία.

Επειδή και στην Αγιάσο ήταν γνωστή η φιλεκπαιδευτική δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή, στις 30-9-1935 του στέλνεται επιστολή από το Αναγνωστήριο, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Ως γνωστόν εξ Αγιάσου κατάγονται πλείστοι όσοι εκ των διαβιούντων εις τα τέσσαρα σημεία της απεράντου Αμερικανικής Δημοκρατίας. Επιθυμούντες δε όπως η μόρφωσις των τέκνων των ομοχωρίων μας γίνεται κατά το μάλλον τέλεια, φιλοδοξούμεν να συμβάλωμεν και ημείς… Επιθυμούμεν όθεν όπως ευαρεστηθήτε και μας γνωρίσητε τίνων προσόντων λειτουργούς της εκπαιδεύσεως προτιμά η ομογένεια της Αμερικής…». Αν και δε φαίνεται να ευοδώθηκε αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια των Αγιασωτών, αφού κανένας Αγιασώτης δάσκαλος δεν πήγε στην Αμερική, εντούτοις ο Μεθόδιος Κουρκουλής στη νέα του πατρίδα δεν ξέχασε ποτέ την Αγιάσο και τους συγχωριανούς του. Βρισκόμαστε στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τότε που το έθνος μας κι ολόκληρη η Βαλκανική γνώριζαν δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, με μεγαλύτερα την ανεργία και τη φτώχεια. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής προτείνουν και προτρέπουν για μετανάστευση. Είναι μια κακή λύση, που προκάλεσε αφαίμαξη στο έθνος μας και που με τις τότε συνθήκες θεωρήθηκε πανάκεια. Και θεωρήθηκαν τυχεροί όσοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν. Ο υποστηρικτής τους, που ήδη βρισκόταν στη χώρα προορισμού, θεωρήθηκε ευεργέτης. Ο Μεθόδιος Κουρκουλής από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Αμερική, το 1905, υποστήριξε πολλούς για να μεταναστεύσουν. Έτσι μέσα σε 4-5 χρόνια, αναφέρει ο Στρατής Κολαξιζέλης, αναχώρησαν από την Αγιάσο γύρω στους 1.000 μετανάστες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει κι ο Σταύρος Τάξης, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ου σμικρόν δ’ ευεργετεί νυν (1909) την Κοινότητα (Αγιάσο) δια της θερμής αυτού φιλοπατρίας και ο εν Νέα Υόρκη της Αμερικής εκκλησιαστικός προϊστάμενος της εκείσε Ελλ. ορθοδόξου κοινότητος, Μεθόδιος Κουρκουλής, μεγάλως συντελών υπέρ της καλής αποκαταστάσεως και προόδου των εν Αμερική μεταβαινόντων συμπολιτών αυτού».

Και η Αγιάσος επίσης δεν ξέχασε ποτέ το εκλεκτό της τέκνο, αφού σε δύσκολες περιστάσεις επικαλείται τη βοήθειά του «ηθικήν και υλικήν». Έτσι στο βιβλίο του Αναγνωστηρίου, που φέρει τον τίτλο «Επίσημος αλληλογραφία», καταχωρείται επιστολή της Διοίκησης του σωματείου προς το Μεθόδιο Κουρκουλή με ημερομηνία 1-10-1926, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε «Το παλαιότερον των σωματείων της Αγιάσου… ούτινος τυγχάνετε ιδρυτής ανακαινισθέν τελείως και θέσαν νέας προοδευτικάς βάσεις… στερούμενον όμως επαρκών πόρων… ποιείται έκκλησιν προς υμάς τον ιδρυτήν του και ζητεί την υμετέραν συνδρομήν, ηθικήν και υλικήν».

Η εθνική, θρησκευτική και φιλεκπαιδευτική δράση του φλογερού αυτού τέκνου της Αγιάσου συνεχίζεται ακατάπαυστα ως τα 1942, οπότε ο θάνατος τον βρίσκει «ιερατεύοντα» ακόμη στην Αγία Τριάδα Νέας Υόρκης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

 

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ. Κοινωνικό πλαίσιο και σημασία

Το περιοδικό «Αγία Σιών» άρχισε να εκδίδεται από τον Ιούνιο του 1937 στην Αγιάσο και σταμάτησε τον Ιούνιο του 1941, αφού είχαν εκδοθεί συνολικά 25 τεύχη, κατανεμημένα κατά έτος ως εξής:

Έτος Α’ 1937-1938_8 τεύχη

Έτος Β’ 1938-1939_7 τεύχη

Έτος Γ’ 1939-1940_3 τεύχη

Έτος Δ’ 1940_4 τεύχη

Έτος Ε’ 1941_2 τεύχη

Κάθε τεύχος αποτελείται από 36 σελίδες 17X24,5 εκατοστά. Ο λογότυπος «Αγία Σιών» είναι χαραγμένος με βυζαντινού τύπου χαρακτήρες μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με εικόνα της Θεομήτορος βρεφοκρατούσης, εγγεγραμμένης σε κύκλο. Ο πλήρης τίτλος του περιοδικού είναι: «Αγία Σιών. Μηνιαίον Δελτίον του εν Αγιάσω της Λέσβου Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου». Εκδιδόμενον υπό της Επιτροπείας αυτού, ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρίου Ιακώβου.

Η πρωτοβουλία για την έκδοση του Δελτίου ανήκει στον τότε πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Προσκυνήματος της Αγιάσου λόγιο θεολόγο Εμμανουήλ Μυτιληναίο και στον ιστορικό της Αγιάσου, διδάσκαλο Στρατή Κολαξιζέλη, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς αρθρογράφους και χρωματίζουν την ταυτότητα του εντύπου. Ο πρώτος μάλιστα είναι και ο Διευθυντής του. Το περιοδικό τυπώνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Πρωινή» στη Μυτιλήνη.

101_1997_agia-sion

Η «Αγία Σιών» ασχολείται με θέματα θεολογικά και κυρίως θεομητορικά, με την ιστορία και τις ιστορικές πηγές της Αγιάσου, με τη λαογραφία και τις παραδόσεις, καθώς και με την κοινωνική κίνηση, της οποίας κέντρο και κορμό αποτελεί το ιερό προσκύνημα. Ήδη με την εγκριτική επιστολή του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθορίζονται τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινηθεί το έντυπο: «Το νέον περιοδικόν θ’ ασχοληθή αποκλειστικώς με τα αφορώντα εις το αυτόθι Ιερόν Προσκύνημα και την Αγιάσον». Το περιοδικό, μολονότι προαναγγέλλεται ως «Μηνιαίον Δελτίον», λίγες φορές μπόρεσε να εκδοθεί ανά μήνα. Συνήθως κυκλοφορούν 7-8 τεύχη ανά έτος, πλην του τελευταίου, κατά το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο 2.

Η σπουδαιότητα της εκδόσεως τοπικού περιοδικού θεολογικού και ιστορικού-λαογραφικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα εκδιδόταν επί τέσσερα έτη συνεχώς, είναι προφανής. Η «Αγία Σιών» έγινε το βήμα των εντοπίων λογίων και ενθάρρυνε τη δημοσίευση πηγών και ντοκουμέντων για την ιστορία της Αγιάσου. Ο Διευθυντής του Δελτίου Εμμανουήλ Μυτιληναίος δημοσιεύει το «Περισωθέν παλαιόν αρχείον του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου», το οποίο περιλαμβάνει 266 έγγραφα από το 1752 μέχρι το 1848. Τα έγγραφα αυτά -ιδιωτικά δικαιοπρακτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους- έχουν και γενικότερη αξία, γιατί φωτίζουν πτυχές όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου της Αγιάσου κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

Ο Στρατής Κολαξιζέλλης προδημοσιεύει ουσιαστικά το υλικό, που θα αποτελέσει αργότερα το έργο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου». Ο Ευάγγελος Κλεομβρότου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β’, δημοσιεύει άγνωστα και ανέκδοτα ως τότε ιστορικά έγγραφα για την Αγιάσο από τους παλαιούς κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή και ταξινόμηση των παλαιών βιβλίων της εκκλησίας – το παλαιότερο είναι μία Αγία Γραφή του 1653 – καθώς και η συγκέντρωση, καταγραφή, καθαρισμός από ειδικό τεχνίτη, ταξινόμηση και μουσειακή έκθεση παλαιών φορητών εικόνων, που ανήκαν σε διάφορες οικογένειες της Αγιάσου, μετά από καμπάνια που έγινε μέσω του περιοδικού.

Μέσα από την τακτική στήλη «Χρονικά» ζωντανεύουν και αναδεικνύονται εκδηλώσεις, δραστηριότητες και γεγονότα. Σκιαγραφούνται αξιόλογες ή γραφικές προσωπικότητες της Αγιάσου. Συχνά τα κείμενα και τα χρονικά συνοδεύονται από φωτογραφικά ντοκουμέντα.

Βέβαια η «Αγία Σιών» άνθισε σε έδαφος γόνιμο και ιδιαίτερα πρόσφορο, αφού στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία 1930-1940 σημειώνεται μοναδική εκδοτική κίνηση. Ο Αντώνης Πλάτων καταγράφει έντεκα έντυπα (9 εφημερίδες και 2 περιοδικά), που εκδίδονται στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία αυτή, τα εξής:

Α. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

1. Αγιάσος, από 19.4.1931 ως το 1940. 2. Λαϊκή Φωνή, από 12.2.1932 ως το 1935. 3. Φουρτουτήρα, από το 1932 ως το 1934. 4. Παρατηρητής, από 4.6.1934 ως το Σεπτέμβριο του 1934. 5. Συνεταιριστής, 1934. 6. Επαρχιακή, από 22.6.1935 ως το 1936. 7. Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου, 1935. 8. Ηχώ της Αγιάσου, από 23.2.1936 ως το 1937. 9. Τα Νέα της Αγιάσου, από 4.8.1939 ως τις 25.8.1940.

Β. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

1. Η Φωνή του Συνεταίρου (δεκαπενθήμερο), από 15.6.1932 ως 15.6.1933. 2. Αγία Σιών (μηνιαίο), από Ιούνιο 1937 ως τον Ιούνιο 1941.

Η συμβολή της «Αγίας Σιών» στην καταγραφή της ιστορίας της Αγιάσου, στην ανάδειξη και αξιοποίηση τόσο των προφορικών όσο και των γραπτών πηγών αυτής της ιστορίας, αλλά και στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας της κοινότητας είναι βεβαία. Αρχισε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πρώτη οίκηση και την ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγιάσος, το οποίο συνδέθηκε από τον Στρατή Κολαξιζέλη με την εικονολατρική παράδοση της Λέσβου και με τους Αγίους Τόπους (Ιερουσαλήμ), όπου ο κάθε Αγιασώτης ονειρευόταν να πάει μια φορά στη ζωή του (ιερά αποδημία) και να γίνει χατζής.

Σε επίπεδο κοινωνιολογικό το Δελτίον σφυρηλάτησε τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και καλλιέργησε αρετές, όπως η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η αλληλεγγύη. Επιβεβαίωσε τον αξιακό κώδικα των Αγιασωτών με την εμμονή στην παράδοση και με την επικύρωση και θετική προβολή των φιλανθρώπων. Όμως δεν απέφυγε την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Συχνά υμνείται ο δικτάτορας Μεταξάς, οι μεταξικές οργανώσεις νεολαίας της Αγιάσου, οι μεταξικοί υπουργοί και ο βασιλιάς που επισκέπτονται το Προσκύνημα. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την αξία του περιοδικού και τη συμβολή του στην ιστορία, αλλά και στη μυθολογία της Αγιάσου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 101/1997

ΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ De Launay ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το προσκύνημα στην Αγιάσο, το εσωτερικό ελληνικού σπιτιού, το βουνό Όλυμπος και η Μεγάλη Λίμνη

Ο L. De Launay, Γάλλος γεωλόγος, έρχεται στη Λέσβο το 1887 και το 1894, κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του στο Αιγαίο. Ο σκοπός του ταξιδιού του είναι επιστημονικός. Ενδιαφέρεται να μελετήσει τη σύσταση του εδάφους και τον ορυκτό πλούτο του νησιού. Παράλληλα επιδιώκει να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
Ως ευαίσθητος και διορατικός παρατηρητής παρακολουθεί και καταγράφει το καθετί, πάντα με σεβασμό και φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους του νησιού, και καμιά φορά παρασύρεται σε κρίσεις εντελώς επιφανειακές, κάνοντας κάποια άστοχα σχόλια, όπως θα δούμε στο παρακάτω κείμενο.
O De Launay γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής σε μας για τα φιλελληνικά του αισθήματα και για τη θέση που παίρνει ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και που δεν παραλείπει να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία.
Το ήθος και τα φιλελεύθερα φρονήματα του Γάλλου γεωλόγου φαίνονται καθαρά από τον τρόπο που παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής του.
«Κάθε λαός», γράφει, «έχει το ιερό δικαίωμα να έχει την εθνικότητά του, την πατρίδα του και κάθε
προσπάθεια στέρησής τους, παρά τη θέλησή του, κάτω από έναν ξένο ζυγό, πρέπει να προκαλεί την αγανάκτηση των ευαίσθητων ανθρώπων».
Από το οδοιπορικό του στη Αέσβο έχουμε δημοσιεύσει, μεταφρασμένο από το γαλλικό κείμενο «Chez les Grecs de Turquie» (Paris 1897), τις εντυπώσεις του από την Αγία Παρασκευή («Αιολικά Φύλλα», χρονιά Ε’, τεύχος 16, Ιανουάριος 1990, σελ. 33-35), όπως και τις σχετικές με την περιοδεία του στο νότιο τμήμα του νησιού, τον Ποταμό (Πλωμάρι), τη Βρίσα και τον Πολιχνίτο («Μυτιλήνη», τόμος Δ’, Μυτιλήνη 1990, σελ 147-156).
Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στη γνωριμία του με την Αγιάσο και τους κατοίκους της (σελ. 46-59).
Πολλές από τις πληροφορίες που παρέχει είναι λίγο πολύ γνωστές από τα ιστορικά και λαογραφικά κείμενα του νησιού και ακόμα μένουν στη μνήμη των παλιών κατοίκων της Αγιάσου, που βίωσαν νεαροί τότε την εποχή εκείνη. Όμως όλα αυτά δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα ενδιαφέρουσα πηγή μαρτυρίας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.

kamarosd_396

Δυο μέρες μετά τον ερχομό μου στη Μυτιλήνη ξεκίνησα με συντροφιά να γνωρίσω το εσωτερικό του νησιού, αρχίζοντας από την ορεινή περιοχή της Αγιάσου και του Ολύμπου.
Αποτελούσαμε στ’ αλήθεια ένα ωραίο «καραβάνι», με τέσσερις άνδρες και τέσσερα άλογα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Μπροστά πήγαινε ο «τζαντάρμας» (χωροφύλακας), ο Χασάν τσαούσης, με μπλε αμπέχονο και κόκκινα σιρίτια, ως απεσταλμένος του διοικητή, για να με προστατεύει κι όπου χρειαζόταν να με επιβλέπει, κατόπιν εγώ και ο κύριος Σημαντήρης¹, ο οποίος με πολλή ευγένεια προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Ακολουθούσε ο γάιδαρος, φορτωμένος με αποσκευές, και τελευταίος ερχόταν ο αγωγιάτης, ο Στρατής, που κατά τη συνήθεια του τόπου έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια, τρέχοντας πίσω μας.
Αυτός ο Στρατής ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νέος, με μακριά μουστάκια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, φουσκωτές βράκες, κόκκινο ζωνάρι, σαντάλια (τσαρούχια) και μια πολύχρωμη μαντίλα, τυλιγμένη περίτεχνα στο κεφάλι.
Το νησί της Μυτιλήνης² μοιάζει στο σχήμα με ένα είδος τριγώνου, του οποίου η βάση στα νότια κόβεται από δυο βαθείς κόλπους, της Γέρας ή των Ελαιών (Oliviers) και της Καλλονής. Στις τρεις κορυφές υπάρχουν τρία λιμάνια, οχυρωμένα, ο Μόλυβος στα βόρεια, το Σίγρι δυτικά και η Μυτιλήνη ανατολικά. Προς τη βόρεια κορυφή βρίσκεται το βουνό Λεπέτυμνος που φτάνει τα 917 μ., στο δυτικό άκρο ο Όρδυμνος με 515 μ., τέλος από την ανατολική πλευρά ο Όλυμπος με 1.000 μ. υψόμετρο.
Προς αυτό το τελευταίο κατευθυνόμασταν, ακολουθώντας το γύρο του κόλπου της Γέρας. Από κει σκοπεύαμε να προχωρήσουμε ως το Σίγρι, έπειτα στο Μόλυβο και θα επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη σε δυο βδομάδες.
Στην αρχή ο δρόμος προς την Αγιάσο ανηφορίζει σ’ ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα σε φυτείες από λαμπερούς ελαιώνες, όπου φυτρώνει τούφες τούφες ο ασφόδελος, το λουλούδι με τον ψηλό μίσχο, που αρωμάτιζε τις νύχτες της Ιουδαίας, την ώρα που κοιμόταν ο Booz (Βοόζ), αν πιστέψουμε τον Ουγκό. «Ένα δροσερό άρωμα ξεχυνόταν από τις τούφες του ασφόδελου».
Όταν φθάσεις ψηλά, βλέπεις το γαλάζιο κόλπο της Γέρας με τους κατάφυτους ελαιώνες να σκεπάζουν τις πλαγιές. Μέσα στο αστραφτερό φως, που το σκιάζουν τα φυλλώματα των δέντρων, λάμπουν ρουμπίνια οι ανεμώνες και στο βάθος αντίθετα προς το φως υψώνεται πάνω από τη θάλασσα η μεγαλόπρεπη σιλουέτα του Ολύμπου, που μοιάζει στο σχήμα με το βουνό της Ruy-de Dome στην Οβέρνη.
Όσο ακολουθείς τις ακτές του κόλπου της Γέρας, το τοπίο θυμίζει πολύ τις δικές μας ακτές της νότιας Γαλλίας με τις χλωμές ελιές, τους ροζιασμένους των κορμούς, τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια και τη γαλάζια θάλασσα. Μόλις όμως αρχίσεις πάλι ν’ ανεβαίνεις ψηλότερα, ο χαρακτήρας της βλάστησης αλλάζει. Δεν υπάρχουν πια ελιές, αλλά πελώρια πλατάνια, βαλανιδιές, καρυδιές, λεύκες, λαγκαδιές κατάφυτες από θάμνους, πρίνους και φράχτες από αγριομουριές, ένα δάσος με πυκνή βλάστηση. Μεγάλες πλατύφυλλες φτέρες, κάτω απ’ τις οποίες ακούγονται από παντού τα κελαρύσματα τρεχούμενου νερού, ένα τοπίο πολύ πράσινο, πολύ δροσερό, σαν αυτό που απαντά κανείς καμιά φορά στα δικά μας βουνά της Γαλλίας.
Ένας δρόμος φαρδύς, στρωμένος με λευκή πέτρα, ο οποίος ξεκινά από την αρχή της ανηφοριάς, εκεί στην όμορφη πηγή της Καρίνης, που είναι κρυμμένη κάτω από την πυκνή φυλλωσιά γιγάντιων πλατανιών, ανεβαίνει προχωρώντας μέσα από τα δάση και τους ανθισμένους οπωρόκηπους στην πλαγιά μιας απότομης χαράδρας και φτάνει ως το χωριό της Αγιάσου ή «Αγία Σιών», που ήταν και ο προορισμός της ημέρας εκείνης.
Μπαίνουμε σ’ έναν κατηφορικό δρόμο με ξύλινα καστανόχρωμα σπίτια και επικλινείς στέγες, με ρυάκια που τρέχουν πάνω στα λιθόστρωτα, μια άποψη της Savoie³, μάλλον από έναν πίνακα του Decamps4.
Οδηγώντας από τα γκέμια τα άλογά μας, που γλιστρούν πάνω στα γυαλιστερά καλντερίμια, φτάνουμε, όπως θα γίνεται από δω και μπρος κάθε βράδυ, και περιμένουμε ήσυχα μπροστά στο καφενείο να οργανώσουν το κατάλυμά μας.
kamarosd_401Αυτό το καφενείο είναι υπαίθριο με μια στέγη που στηρίζεται σε μερικούς ξύλινους στύλους, με παγκάκια γύρω γύρω και δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους. Είναι στην άκρη ενός πολύ απότομου δρόμου. Πίσω του βρίσκεται το μαγαζί του καφετζή, όπου καταφεύγουν τις βροχερές μέρες και στο λιγοστό φως διακρίνουμε να γυαλίζουν στη σειρά οι ναργκιλέδες και τα φιλτζάνια του καφέ.
Το ελληνικό καφενείο έχει πάντα κόσμο, οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Οι Έλληνες κάθονται σοβαροί με το κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Στο στόμα το «μαρκούτσι» του ναργκιλέ, που προχωρεί και φτάνει ως μέσα στη γυάλινη φιάλη. Δε λένε πολλά και κάθε τόσο παίρνουν μια ρουφηξιά που κάνει μέσα στο ναργκιλέ γκλου γκλου. Πάνω στο λαιμό της φιάλης τα κάρβουνα σιγοσβήνουν.
Αφού καθίσαμε, ο σύντροφός μου είπε λίγες λέξεις στα ελληνικά. Αμέσως η σιωπή αποκαταστάθηκε και ένας Τούρκος έφερε δυο ποτήρια νερό και δυο φιλτζάνια με καφέ. Ένας νεαρός παπάς που ήταν εκεί, με μακριά τετράγωνη γενειάδα και με τα μαλλιά στους ώμους, όπως συνηθίζουν όλοι οι ιερείς εδώ, επιχείρησε να αρχίσει κάποια κουβέντα με τον κ. Σημαντήρη και σχεδόν καταλαβαίνω τις απαντήσεις του. «Είναι Γάλλος γεωλόγος και ξέρει ελάχιστα ελληνικά».
Καθόμαστε εκεί περίπου ένα τέταρτο και τα άλογα φορτωμένα περιμένουν. Έρχεται ο πρόθυμος νοικοκύρης, που θα μας δεχθεί απόψε και τον οποίον είχαν στείλει να φωνάξουν. Του δείχνουν το συστατικό γράμμα, το διαβάζει και χωρίς περιττές διαχύσεις θα εξηγήσει στον οδηγό μας πού πρέπει να οδηγήσει τα ζώα. Σε λίγο μας ρωτά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε και μας παίρνει μαζί του στο σπίτι.
Το σπίτι που μπήκαμε είναι πολύ καθαρό και ακόμα πολύ άνετο, παρά την ιδέα που μπορεί να έχει κανείς στη Γαλλία για μια ανατολίτικη κατοικία και όμως δεν είναι παρά μια κατοικία ορεινών, όπως επέμεναν να με προειδοποιήσουν, την οποία οι πιο πολιτισμένοι κάτοικοι των μικρών προαστίων της Μυτιλήνης δε θα καταδέχονταν.
Η Αγιάσος που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων, εκεί που αρχίζουν οι απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου, παρ’ όλο τον αριθμό των κατοίκων της, που ξεπερνά τις 6.000, και τα πλούτη μερικών, θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού ένας τόπος λίγο τραχύς και άγριος, όπου πηγαίνεις για προσκύνημα, αλλά δε θέλεις να μείνεις.
Ίσως στον τραχύ χαρακτήρα του τόπου και ακόμα στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ανατολή να οφείλεται η βαθιά εντύπωση που μ’ άφησε στη μνήμη η βραδιά που πέρασα στην Αγιάσο. Καθώς περίπου τέτοιου είδους σκηνές επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ, κατά την παραμονή μου στο νησί και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο να δοθεί μια ακριβής ιδέα του τόπου, θα αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες.

Στο βάθος ενός εσωτερικού μαγαζιού, που ήταν γεμάτο από εκείνα τα μαύρα σακιά και υφαντά από κατσικότριχα, που οι Ελληνίδες υφαίνουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, για την παραγωγή των οποίων είναι γνωστοί οι κάτοικοι της Αγιάσου, που τα εμπορεύονται επίσης με επιτυχία, από μια σκάλα με σκούρο ξύλο ανεβήκαμε σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο χώρο, στρωμένο με ψάθα και φωτισμένο μ’ εκείνες τις λάμπες του πετρελαίου, που είναι η πρώτη πολυτέλεια των Ελλήνων που λατρεύουν το φως. Γύρω γύρω υπήρχε ένα μακρύ μιντέρι, στο οποίο ο Μιχελής Στέφανος, ο οικοδεσπότης, μας έβαλε να καθίσουμε. Εκεί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν άργησε να ξεθυμάνει και αιτία ήταν οι ελάχιστες γνώσεις μου στα ελληνικά.
Σε λίγο μπαίνει η οικοδέσποινα, η οποία σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια της Ανατολής (λιγάκι επηρεασμένη, χωρίς αμφιβολία, από την επαφή με τα ήθη των Μουσουλμάνων) δεν έπρεπε να παρατείνει την παρουσία της παρά όσο χρειαζόταν για να μας σερβίρει. Φορεί τη συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών του νησιού. Για φούστα ένα είδος μεγάλου σάκου, το «βρακί», που σχηματίζει στους άνδρες, όπως και στις γυναίκες, μια φαρδιά «κιλότα» φουσκωτή, για τους άνδρες κάτω από το γόνατο και για τις γυναίκες δεμένη στον αστράγαλο. Έπειτα μια μπλούζα από ύφασμα άσπρο με ρίγες κόκκινες, σκεπασμένη από μια μαύρη ζακέτα, πολύ ανοιχτή μπροστά και πάνω στα μαλλιά ένα μαντίλι χρωματιστό, τυλιγμένο κατά τον τρόπο των Βάσκων γυναικών. Μας χαιρετά με ένα ντροπαλό «καλησπέρα σας» και ξαναβγαίνει, για να μας φέρει αμέσως σε δίσκο καφέ τουρκικό, μετά γλυκά, (από τα οποία ο καθένας πρέπει να πάρει μόνο μια κουταλιά, πίνοντας στη συνέχεια μια γουλιά νερό), σταφίδες, φιστίκια, αμύγδαλα και το απαραίτητο ρακί της μικρασιάτικης περιποίησης, ένα είδος ποτού από γλυκάνισο ή μαστίχα της Χίου και το οποίο δίνει, όπως και το αψέντι, μια όψη γαλατένια στο νερό.
Δυο ώρες άσκοπης κουβέντας, όπου η πολιτική παίζει μεγάλο ρόλο, και στη διάρκειά τους παρελαύνουν διαδοχικά μπροστά μου οι κυριότεροι προύχοντες του τόπου που επέμεναν να δουν τον ξένο. Μπαίνουν αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, φορώντας το μεγάλο κόκκινο φέσι με το μαύρο βαλανίδι στην κορφή, παίρνουν από την καπνοσακούλα, πάντα ανοιχτή πάνω στο τραπέζι, ό,τι χρειάζεται για να τυλίξουν ένα τσιγάρο, το καπνίζουν σιωπηλά και φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα άλλο από τις απαραίτητες ευχές αυτής της περιόδου του Πάσχα που είμαστε τώρα, «Χριστός ανέστη», στην οποία όλοι απαντούν μαζί «Αληθώς ανέστη».
Το συνηθισμένο ένδυμα των ανδρών στη Μυτιλήνη (Λέσβο), που δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να περιγράψω, αποτελείται από ένα γιλέκο μαύρο, κατά την παλιά μόδα, κουμπωμένο σε σχήμα ρόμβου, που σχηματίζει «πλαστρόν» με δυο ανοίγματα τριγωνικά στο λαιμό και στο στομάχι, όπου διακρίνεται το πολύ άσπρο πουκάμισο. Ένα ζωνάρι κόκκινο, μια βράκα φουσκωτή μαύρη ή σκούρα μπλε, που πέφτει ανάμεσα στις γάμπες σαν μεγάλη σακούλα, και σαντάλια δεμένα, κατά τον αρχαϊκό τρόπο, πάνω από κάλτσες άσπρες ή μπλε. Το μεγάλο και βαρύ κόκκινο σκουφί, στην πραγματικότητα είναι ένα φέσι, το οποίο φοριέται όμως τελείως διαφορετικά από το μικρό σε σχήμα γλάστρας, που φέρουν οι Τούρκοι στο κεφάλι. Είναι τσακισμένο και ριχμένο με χάρη προς τα πίσω, αφήνοντας να φαίνονται από τις δυο μεριές του προσώπου μπούκλες σγουρές, καστανές ή ξανθές, που πλαισιώνουν συχνά μια φυσιογνωμία πολύ έξυπνη και λεπτή.

Επιτέλους κατά τις 9.30 οι επισκέπτες αποχωρούν και περνούμε στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο, που οι λευκοί του τοίχοι διακόπτονται από ξύλινη επένδυση με σκαλιστό και ζωγραφιστό ξύλο (μεσάντρα), έχουν βάλει μια λάμπα σχεδόν καταγής, στο βάθος του φωτεινού τζακιού, που είναι στολισμένο με πολύχρωμα πράσινα και καφέ γυαλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για όλους εμάς, που καθόμαστε στο πλάι πάνω σε μαξιλάρια γύρω από ένα πολύ χαμηλό τραπεζάκι, ένα φωτισμό που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες και συγχρόνως το πολύ συμπαθητικό.
Το τραπεζομάντιλο και οι πετσέτες είναι καμωμένα από εκείνα τα ωραία υφάσματα με την απαλή κλωστή και με σχέδια κόκκινα ή ανοιχτό μπλε, που οι γυναίκες εδώ υφαίνουν μόνες τους στον αργαλειό, όπως και τα φορέματα και τα ρουχικά τους.
Ένα μεγάλο χάλκινο μαγκάλι ζεσταίνει το δωμάτιο. Το δείπνο αρχίζει σιωπηλά. Ο Μιχελής Στέφανος και τα δυο αγόρια του δειπνούν μόνο μαζί μας, πολύ σοβαροί, ενώ η γυναίκα μένει όρθια να μας σερβίρει και πρώτα μας χύνει νερό πάνω στα χέρια με ένα μπρίκι. Το σύνολο προσφέρει μια πολύ συγκινητική αρχαϊκή σκηνή, που σε κάνει να σκέπτεσαι κάποιες παλαιές αναπαραστάσεις των Αποστόλων στους Εμμαούς.
Το γεύμα που μας προσφέρουν, ένα «μενού» που θα επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα, είναι σούπα με αρνάκι βραστό, όλο πάχος, ψάρι τηγανητό, σαλάτα και τυρί στο λάδι. Η πιατέλα πάνω στο τραπέζι και ο καθένας παίρνει από το ίδιο φαγητό, κεντώντας με το πιρούνι του μέσα στο σωρό. Έπειτα κρασί του τόπου, πολύ γλυκό, άνοστο με ένα μόνο νεροπότηρο, από το οποίο ο καθένας μας πίνει με τη σειρά του.
Ορισμένες τέτοιου είδους μικρολεπτομέρειες που τις ξανασυναντήσαμε, εδώ που τα λέμε, σε πολλές γωνιές της Γαλλίας, ξαφνιάζουν λίγο μέσα στην πολυτέλεια που έχουν αυτά τα κατάλευκα δωμάτια υποδοχής με τα ανατολίτικα υφάσματα, τους ασημένιους δίσκους που μας προσφέρουν τα δροσιστικά, με τη φωτισμένη κουβέντα αυτών των ανδρών, οι οποίοι, όπως όλοι οι Έλληνες της Ασίας, έχουν πάει σχολείο και γνωρίζουν την ιστορία και γεωγραφία της χώρας τους.
Έντεκα η ώρα ετοίμασαν τα δωμάτιά μας και πηγαίνουμε μέσα γρήγορα. Στρώματα στο πάτωμα με ένα σεντόνι και ένα πολύχρωμο σκέπασμα. Σε μια γωνιά ορθάνοιχτη η «θέση», όπου τα στρωσίδια μας θα ξαναμπούν αύριο πρωί, για να περιμένουν έναν καινούριο επισκέπτη. Πάνω στα ράφια κεραμικά βερνικωμένα και τα στέφανα του γάμου, όπως και στη Γαλλία, Δε χάνουμε τον καιρό σε κουβέντες και κοιμόμαστε σε λίγο στο προστατευτικό αμυδρό φως του καντηλιού των Εικόνων.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, μια χαρούμενη αχτίδα γλιστρώντας μέσα από τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, που στην Ανατολή συχνά αντικαθιστούν τα τζάμια, ήρθε να με ξυπνήσει και να θυμίσει ότι δεν είχα ακόμα
επισκεφθεί την Αγιάσο, που είχα αντικρίσει μια στιγμή το δειλινό. Σε λίγο ήμουν στο δρόμο προς την εκκλησία, της οποίας η φήμη απλώνεται σ’ όλο το νησί.
Αυτά τα όμορφα απριλιάτικα πρωινά στη Μυτιλήνη! Μου φαίνεται ότι πουθενά αλλού από τότε δεν έχω βρει ένα φως τόσο γλυκό, αυτή την αίσθηση από έναν ήλιο, που νιώθεις κιόλας πολύ λαμπερό να διαπερνά τα απομεινάρια της ελαφράς ομίχλης, αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, που παρουσιάζουν οι δρόμοι με τις πράσινες κληματαριές και τα πολύχρωμα υφαντά, όπου η ζωή αρχίζει νωρίς, για να τελειώσει πριν πιάσει η ζέστη, αυτή την παρουσία του κόκκινου, των φωτεινών πολύχρωμων φορεμάτων μέσα στις σκιές, με εκείνο το ξεχείλισμα της νιότης, τη γεμάτη τόλμη ελευθερία, που παρόμοια δε χάρηκα σε κανένα μέρος και σε καμιά εποχή.
Και σήμερα ακόμα η παραμικρή εύθυμη αχτίδα της Άνοιξης, που ξυπνά μέσα μου τη θύμηση, με ξαναφέρνει αμέσως σ’ αυτόν το γοητευτικό τόπο, από τον οποίο θα κρατήσω μέσα μου παντοτινά τη νοσταλγία. Ξαναβλέπω τις γυναίκες με τα μαύρα μάτια, με μια στάμνα στους ώμους, να φλυαρούν γύρω από τη βρύση, τους άνδρες να καπνίζουν και να πολιτικολογούν μπροστά στο καφενείο που το σκιάζει ένα μεγάλο πλατάνι, τα πέταλα των αλόγων που αντηχούν, καθώς γλιστρούν πάνω στο πλακόστρωτο, και αισθάνομαι ευθύς τον αέρα να γεμίζει απ’ αυτό το άρωμα το τόσο χαρακτηριστικό (λίγο παράξενο στην αρχή), στις χώρες της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπου ανακατεύονται, δεν ξέρεις τι είδους ακαθόριστες μυρουδιές από καμένο λάδι, από μόσχο, πορτοκαλιές ή γιασεμιά ανθισμένα.
Η εκκλησία της Αγιάσου έχει το θρύλο της. ‘Αλλοτε, καθώς λένε, υπήρχε, σε κάποια απόσταση από κει, μέσα σ’ένα ταπεινό ξωκλήσι μια Παναγία Βυζαντινή, ζωγραφισμένη σε ξύλο με την επιγραφή «Αγία Σιών».
Πολλά βράδια συνέχεια η Παναγία εξαφανιζόταν και κάθε φορά που τη γύρευαν παρουσιαζόταν στο σημείο που είναι η τωρινή κώμη, μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν τότε πως είχαν κακώς διαλέξει τη θέση του ιερού κι ήρθαν να χτίσουν, στο σημείο που τους φανερωνόταν από το θαύμα, μια ωραία εκκλησία που πήρε δικαίως το όνομα της Αγιάσου. Εκεί έβαλαν την παλαιά εικόνα, σκεπασμένη από μια άλλη που είναι αντίγραφό της, για να την προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου και κάθε χρόνο την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου δέκα χιλιάδες προσκυνητές έρχονται να τη λατρέψουν.
Ενώ μου διηγόταν αυτή την ιστορία, μπαίναμε στην αυλή της εκκλησίας, η οποία είναι μεγάλη και πλαισιώνεται από κελιά, που προσφέρονται δωρεάν ως κατάλυμα στους ξένους, τους ταξιδιώτες και τους φτωχούς.
Αυτό είναι μια γενικευμένη και πολύ αξιέπαινη συνήθεια στις ελληνικές εκκλησίες. Σ’ αυτά τα μέρη τα υποδουλωμένα στους Τούρκους, όπου η θρησκεία είναι ο συνδετικός κρίκος του έθνους, η Εκκλησία που αποτελείται από το σύνολο των πιστών, είναι αληθινή δύναμη, κατοχυρωμένη με την εγγύηση διεθνών συνθηκών, στην οποία πολλοί Έλληνες κάνουν δωρεές όχι μονάχα από φιλανθρωπία ή από ευλάβεια, αλλά επίσης με τη σκέψη ότι, την ημέρα που οι Τούρκοι θα εκδιωχθούν, οι απόγονοι τους θα έχουν εκεί ένα απόθεμα, για να μοιραστούν.
Η Εκκλησία (τα «Φιλανθρωπικά Καταστήματα») είναι λοιπόν σχετικά πλούσια και χρησιμοποιεί, πάνω απ’ όλα, τα πλούτη της, για να ανακουφίσει τους δυστυχείς.
Η κοινωνική θέση αυτών των συμπαθητικών πληθυσμών του Αρχιπελάγους, που βρίσκονται υποταγμένοι στους Τούρκους τυράννους, είναι στο βάθος παραδόξως αξιοζήλευτη, παρ’ όλο που η σκλαβιά τους μπορεί να προξενεί σε μας, από μακριά, τον οίκτο. Γιατί είναι η πρακτική και περιορισμένη εφαρμογή ενός είδους κολεκτιβισμού, που βασίζεται στη φιλανθρωπία και ο οποίος σε μια χώρα ευλογημένη από τους Θεούς μ’ έναν ουρανό φιλεύσπλαχνο και ένα κλίμα που κάνει πιο εύκολη τη ζωή, χωρίς τα κυβερνητικά βάρη, χωρίς την αφαίμαξη των εξοπλισμών, χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη κι όπου οι άνθρωποι παραδομένοι με μαλθακότητα στη μακαριότητα μιας μισοκαλοπέρασης και με την απαραίτητη ομοψυχία, που δημιουργεί η ανάγκη της αντιμετώπισης του Οθωμανού αφέντη, ανακουφίζει κάπως τις δυσκολίες τους.
Εδώ δεν υπάρχουν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί. Ο καθένας κατέχει μια γωνιά γης, με κάποιες ελιές για τη συντήρησή του. Οι δασμοί πολύ μικροί στην πραγματικότητα και προπάντων άνισα κατανεμημένοι, δε βαραίνουν παρά το δημιουργικό άνθρωπο, τον έμπορο, του οποίου παραλύουν την προσπάθεια. Οι φτωχοί σχεδόν τους αγνοούν. Οι υλικές ανάγκες περιορίζονται σε μικρά πράγματα με τους ανθρώπους που αρκούνται να ζουν με πολύ λίγα τη μέρα. Ανάμεσά τους δε βλέπεις ποτέ ένα μεθυσμένο και η μόνη διασκέδαση, πολύ λίγο δαπανηρή, είναι να πίνουν μερικά φιλτζάνια καφέ και να καπνίζουν τσιγάρο. Όλοι εκεί έχουν μια σχετική ευτυχία μέσα σε μια μετριότητα γεμάτη νωθρότητα και εγκαρτέρηση.

esoteriko-spitiou
Μερική άποψη του εσωτερικού του παραδοσιακού αγιασώτικου σπιτιού. (Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη)

Η εκκλησία στην Αγιάσο είναι πολύ μεγάλη και χωρισμένη σε τρία κλίτη με μαρμάρινες κολόνες. Στο βάθος το επιχρυσωμένο εικονοστάσι με τις εικόνες του τις μαυρισμένες και καλυμμένες με ασήμι.
Απ’ όλες τις πλευρές έπιπλα, παγκάρια με ένθετα σιντέφια και καντήλια διαφόρων ειδών, κρεμασμένα άτακτα, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα πολυάριθμα στρώματα καταγής, στα οποία είναι ξαπλωμένες άρρωστες γυναίκες, ανάπηροι κουβαριασμένοι, πληγωμένοι που γογγύζουν, ενώ παιδιά παίζουν δίπλα τους.
Αυτοί οι απροσδόκητοι φιλοξενούμενοι του ιερού είναι προσκυνητές που έκαναν τάμα να περάσουν εκεί δυο τρεις νύχτες, όπως οι πρόγονοι τους εδώ και αρκετούς αιώνες στο ναό του Ασκληπιού, περιμένοντας τη γιατρειά τους.
Η συνήθεια είναι εξάλλου αρκετά γενικευμένη στις ελληνικές εκκλησίες, που είναι χώροι προσκυνήματος, και είναι γνωστό ότι στην Ιερουσαλήμ κατά το Πάσχα, όταν κατά χιλιάδες κατασκηνώνουν πολλές νύχτες στη συνέχεια στον Άγιο Τάφο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να γίνονται πολλά έκτροπα και σκάνδαλα, τα οποία έχουν ταράξει πολλές φορές τη Χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μου λένε ότι μόνο οι άνδρες είναι δεκτοί στο ιερό, όσο για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται παρά μόνο στις ηλικιωμένες (και μόνο στα πλαγινά κλίτη), χωρίς αμφιβολία για να μην αποσπάται η προσοχή των πιστών. Οι νέες είναι απομονωμένες μέσα στον καφασωτό γυναικωνίτη. Αυτή η διάκριση μου φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτή στην πρακτική εφαρμογή της.
Από την Αγιάσο ως την κορυφή του Ολύμπου σκαρφαλώνει κανείς σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Αυτό το βουνό δεν είναι παρά ένας πελώριος όγκος από μάρμαρο, εκθαμβωτικό και γυμνό πάνω στη δυτική πλαγιά, στην οποία ελίσσεται ένα απότομο μονοπάτι. Είναι μια απόσχιση των αρχικών πετρωμάτων, απομονωμένη από γεωλογικές πτυχώσεις, και η βορινή της πλευρά υψώνεται σαν τοίχος πάνω από τα οροπέδια που κατεβαίνουν προς τον κόλπο της Καλλονής.
Το βουνό Όλυμπος, που δεσπόζει σ’ όλο το νησί, μοιάζει από πέρα μακριά σαν ένας φάρος και από την κορυφή, επομένως φαίνεται ένας μεγάλος κύκλος γαλάζιας θάλασσας, σπαρμένης από νησιά που ακτινοβολούν. Εκεί στα ψηλά έχουν χτίσει, όπως σχεδόν σ’ όλες τις βουνοκορφές, στα ελληνικά μέρη, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Οι άνθρωποι πάντοτε φαντάζονται ότι σκαρφαλώνοντας στα βουνά πλησιάζουν πιο πολύ το Θεό. Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, γίνεται εκεί λειτουργία ή πανηγύρι.
Όταν κατεβαίνεις το βουνό του Ολύμπου προς τα βόρεια, βρίσκεις αμέσως, στα ριζά του απόκρημνου μαρμάρινου βράχου που προκαλεί τον ίλιγγο, καθώς υψώνεται απ’ αυτήν την πλευρά σαν ένας μεγαλοπρεπής κάθετος τοίχος 200 μ., μεγάλους όγκους από μάρμαρο σε αποχρώσεις πράσινου σκούρου ή κοκκινωπού, με θέα μελαγχολική και άγρια, σκαμμένους από βαθιές χαράδρες, όπου κυλούν βουερά οι χείμαρροι και αυλακώνονται από μικρές λίμνες φυτεμένες με ψηλά πεύκα σε σχήμα ομπρέλας και πιο σπάνια από βαλανιδιές. Απλώνονται από τη μια πλευρά στα βόρεια, προς το δάσος «Τσαμλίκι», από την άλλη στα νότια, προς το στόμιο του ποταμού Βούρκος, διασχίζοντας το νησί από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Πάνω σ’ αυτούς τους απότομους βράχους κανένα χωριό, καμιά καλλιέργεια, τίποτα που να ταράσσει τη σκέψη και να την αποσπά από την ενατένιση της φύσης. Είναι ίσως το τμήμα του νησιού που παρουσιάζεται αμετάβλητο στην αρχική του μορφή, την τόσο μεγαλόπρεπη.
Στο μέσον αυτής της ερημιάς είναι η Μεγάλη Λίμνη, μια μεγάλη ρηχή λίμνη, τριγυρισμένη από δάση και τόσο πυκνή βλάστηση, που μόλις ξεχωρίζεις από πού αρχίζει. Βρίσκεται μέσα στα βουνά, στα πόδια των απόκρημνων πλευρών του Ολύμπου. Χαράδρες απόκρημνες και σκοτεινές φτάνουν ως εκεί από τις γειτονικές κορφές. Κανένα τραγούδι πουλιού δεν τις φαιδρύνει. Καθώς προχωρούμε, ακολουθώντας τις όχθες της λίμνης, κάτω από τα μεγάλα πεύκα με τους κοκκινωπούς κορμούς, τη βλέπουμε από μακριά να ρυτιδώνεται από ένα φύσημα της αύρας, που κάνει να κυματίζουν τα μακριά μεταξένια χόρτα, τα οποία καθρεφτίζονται στα νερά της με τις ακαθόριστες οσμές του έλους.

Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο…
(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Αυτή τη νύχτα θα την περάσουμε στο αγρόκτημα της Πύρρας, στον κόλπο της Καλλονής, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μια μεγάλη αρχαία πόλη που καταποντίστηκε, κατά τον Πλίνιο, στη θάλασσα.
Μας υποδέχτηκαν τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκύλων και εκεί κάναμε ένα βιαστικό δείπνο, ψήνοντας πάνω σε κλαδιά κοχύλια, από εκείνα που οι αρχαίοι έβγαζαν την πορφύρα.

Μετάφραση
Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου

Σημειώσεις

  1. Είναι ο Απόστολος Σημαντήρης, που εκτελούσε χρέη επίσημου μεταφραστή και προξένου της Γαλλίας στη Μυτιλήνη την εποχή εκείνη.
  2. Μυτιλήνη συνήθιζαν να ονομάζουν τη Λέσβο οι ξένοι από τα μεσαιωνικά χρόνια.
  3. Περιοχή της Ν.Α. Γαλλίας στα σύνορα της Ιταλίας.
  4. Decamps (Alexandre-Gabriel, 1803-1860), Γάλλος ζωγράφος, διάσημος για τη δύναμη και την ένταση των χρωμάτων.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993