ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΓΙΑΤΚΑ

Το Πάσχα είναι μέρα χαράς, αγάπης, ειρήνης. Εμείς όμως οι Έλληνες είμαστε, ως γνωστόν, ανάποδος λαός. Καταφέρνουμε λοιπόν να εκδηλώνουμε τη χαρά μας με πολεμικές εκδηλώσεις, με κροτίδες, με ντουφεκιές, με βαρελότα και έτσι μετατρέπουμε το βράδυ της Ανάστασης από νύχτα ειρήνης σε μέρα (από τις λάμψεις!) εμπόλεμων πρώτης γραμμής.

Και από τη… μάχη αυτή δε λείπουν δυστυχώς ούτε οι τραυματίες (πολύ συνηθισμένο) ούτε οι νεκροί (καμιά φορά). Εμ λαός με τέτοια ιστορία, γεμάτη πολέμους και περιπέτειες, δε θα μπορούσε να αντιδρά και πιο ήρεμα! Και βέβαια πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, ποιος άλλος από μας τα παιδιά, που προετοιμαζόμαστε βδομάδες πριν γι’ αυτή τη νύχτα της μεγάλης έκρηξης.

Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ο πόλεμος όμως θέλει και πολεμοφόδια, γι’ αυτό όλο και κάποιο κατώι κάποιου σπιτιού της γειτονιάς θα μεταμορφωνόταν λίγο πριν από κάθε Πάσχα σε… εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού. Και μιλάμε για οργανωμένη μαζική παραγωγή από βαρελότα και πολύκροτα, τόσα πολλά, ώστε στο άψε σβήσε μπορούσαμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε… Σεράγεβο!

Αρχίζαμε λοιπόν με την προμήθεια των υλικών. Το πιο δύσκολο ήταν το μαύρο μπαρούτι, που χρειαζόμαστε και που έπρεπε να το αγοράσουμε με τη βοήθεια πάντα κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου, γιατί σ’ εμάς δύσκολα έδιναν τα μαγαζιά – βέβαια υπήρχε και η περίπτωση της λαθροχειρίας από τις προμήθειες του κυνηγού της οικογένειας, αλλά αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά! Κατόπιν χρειαζόμαστε χοντρό στρατσόχαρτο και το πιο κατάλληλο ήταν από χάρτινα τσουβάλια που χρησιμοποιούσαν για τις ζωοτροφές, που τα βρίσκαμε σχετικά εύκολα.

Με αυτά τα βασικά υλικά άρχιζε η κατασκευή του βαρελότου (λέξη ιταλικής προέλευσης) ή με το ελληνικό του όνομα «τρίγωνο», εξαιτίας του σχήματός του. Κόβαμε το χαρτί σε λουρίδες πάχους ως 10 εκατοστών και μήκους 60-70. Μετά, αφού βάζαμε στην άκρη του χαρτιού λίγα γραμμάρια μπαρούτι, αρχίζαμε να το διπλώνουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί στο τέλος ένα τρίγωνο αρκετά φουσκωτό, στο μέγεθος και στο σχήμα που έχουν τα σημερινά τρίγωνα που αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος με λίγη αλευρόκολλα κολλούσαμε την άκρη του χαρτιού και το βαρελότο ήταν σχεδόν έτοιμο.

Αφού κάναμε αρκετά κομμάτια, έπρεπε να κατασκευάσουμε και να τοποθετήσουμε το φιτίλι, το ζωτικότερο σημείο της όλης κατασκευής. Παίρναμε λοιπόν λίγο μπαρούτι και το μουσκεύαμε με οινόπνευμα (κλεμμένο από το ντουλάπι της γιαγιάς που το είχε για εντριβές) μέχρι να γίνει ένας πολτός. Μέσα στον πολτό βαφτίζαμε κομμάτια σπάγγου και μετά τα αφήναμε να ξεραθούν, πράγμα που γινόταν πολύ γρήγορα λόγω της εξάτμισης του οινοπνεύματος. Τα φιτίλια μας τώρα ήταν έτοιμα. Τέλος με ένα μυτερό καρφί ανοίγαμε μια τρύπα μέχρι την καρδιά του βαρελότου και χώναμε ένα κομμάτι φιτίλι μέχρι να ακουμπήσει στο μπαρούτι. Τα πυρομαχικά αυτού του τύπου ήταν τώρα έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα.

Περισσότερο περίπλοκη ήταν η κατασκευή του πολύκροτου (του πολυβόλου δηλαδή, όπως λέει και το όνομά του). Στην περίπτωση αυτή το άπλωμα του μπαρουτιού στο χαρτί και το τύλιγμα ήταν διαφορετικά. Οι λουρίδες τώρα του χαρτιού διπλώνονταν κατά πλάτος και γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας σωλήνας γεμάτος μπαρούτι, που τον τσακίζαμε μετά, κατά μήκος, σε 5-6 σημεία και τον δέναμε με σπάγγο πολύ σφιχτά, αφού κάναμε τα ανάλογα κολλήματα στο χαρτί. Τέλος τοποθετούσαμε με τον ίδιο τρόπο το φιτίλι σε μια αρχή και τώρα είχαμε αντί μιας, πέντε ή έξι εκρήξεις σε ρυθμό πολυβόλου. Τέλος για συμπλήρωμα ετοιμάζαμε και από ένα δυο κλειδιά ο καθένας για το ενδεχόμενο της έλλειψης άλλων πυρομαχικών. Θα απορείτε ίσως πώς τα κλειδιά μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά μας. Όλα γίνονται όμως, όταν υπάρχει λίγη φαντασία. Και πρώτα πρώτα, όταν μιλάμε για κλειδιά, εννοούμε τις κλειδάρες εκείνες που είχαν οι… καστρόπορτες των σπιτιών της Αγιάσου που ζύγιζαν κοντά ένα κιλό το καθένα. Αυτά συνήθως ήταν… θηλυκά με μια βαθιά τρύπα στην άκρη και γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για τη δουλειά μας. Παίρναμε λοιπόν το κλειδί από κάποια άχρηστη κλειδαριά και βάζαμε στην τρύπα πέντε έξι κεφάλια από σπίρτα. Μετά βάζαμε μέσα στην τρύπα μια μεγάλη και χοντρή πρόκα. Με ένα κομμάτι σύρμα δέναμε το κεφάλι της πρόκας και την άλλη του σύρματος τη δέναμε στο κεφάλι του κλειδιού.

Κρατώντας τώρα την όλη κατασκευή από το σύρμα με μια απότομη κίνηση χτυπούσαμε την πρόκα με το κλειδί σε έναν τοίχο. Αποτέλεσμα; Ένας δυνατός κρότος ή καμιά φορά και κάποιο χέρι τραυματισμένο από θραύσματα του κλειδιού, αν δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό ή αν η δόση των σπίρτων έπεφτε μεγαλύτερη.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και τους φελλούς με την εκρηκτική ύλη στη μέση, που τους βάζαμε σε ειδικά πιστολάκια και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο. Επειδή όμως τα πιστολάκια χαλούσαν εύκολα, η εφευρετικότητά μας έκανε και εδώ το θαύμα της. Ανακαλύψαμε ένα καινούργιο σύστημα πυροδότησης των φελλών, που μας διευκόλυνε κιόλας να τους πετούμε μακριά και να σκάνε μπροστά σε κείνους που θέλαμε να τρομάξουμε. Παίρναμε ένα κομμάτι σύρμα και του δίναμε σχήμα ενός μικρού κύκλου χωρίς να ενώνονται τελείως τα άκρα του. Ανάμεσα στις δύο άκρες του σύρματος προσαρμόζαμε το φελλό και το πετούσαμε ψηλά. Με το που έπεφτε η όλη κατασκευή στο έδαφος, το σύρμα πυροδοτούσε το φελλό και το τρόμαγμα του ανύποπτου περαστικού ήταν… εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό!

87_1995_lamprigiatka2
Πολύκροτο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μια φορά μάλιστα συνέβη και το εξής απίστευτο. Μια γειτονοπούλα μου επέστρεφε από το γαλατά με ένα πιάτο γιαούρτι που την είχε στείλει να αγοράσει η μάνα της. (Την εποχή εκείνη το γιαούρτι το πουλούσαν χύμα με την οκά, από μεγάλες πήλινες κούπες κατευθείαν στο πιάτο του καταναλωτή). Εγώ είχα έτοιμο το σύρμα με το φελλό και το πέταξα ψηλά, για να πέσει μπροστά της και να την τρομάξει. Για κακή μου τύχη όμως ο φελλός πέφτει μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι και εκεί εξερράγη, κάνοντας το γιαούρτι κατάμαυρο από την καπνιά. Στη συνέχεια το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του τρομαγμένου κοριτσιού και γίνεται χίλια κομμάτια. Η συνέχεια της ιστορίας καταντά θλιβερή, γιατί έφαγα διπλό το ξύλο της χρονιάς μου: και από τη μάνα του κοριτσιού και από τη δική μου, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και το σπασμένο πιάτο με το περιεχόμενο του.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στη διήγησή μας. Κάποτε τέλειωναν όλες αυτές οι προετοιμασίες, ενώ παράλληλα πλησίαζε η μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Τώρα όλη η παλιοπαρέα με τις τσέπες, τους κόρφους και όπου αλλού, γεμάτες από πυρομαχικά, είχαμε αραδιαστεί σε κάποιο ψηλό σημείο στο προαύλιο της εκκλησίας και σαν καλοί χριστιανοί με το αναμμένο κεράκι στο χέρι περιμέναμε το “Χριστός Ανέστη”. Και πριν καλά καλά τελειώσει ο παπάς τη φράση του, μια ομοβροντία από μαζικές εκρήξεις συντάραζε το χώρο της εκκλησίας. Τα βαρελότα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν φωτιά από τα αναμμένα κεράκια και μετά εκσφενδονίζονταν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πιστών και… όποιον πάρει ο χάρος. Οι γυναίκες, αλαλιασμένες έτρεχαν να απομακρυνθούν πατείς με πατώ σε. Η όλη επιχείρηση πάντως δεν κράταγε πάνω από ένα δυο λεπτά, γιατί όλο και κάποιος χωροφύλακας θα μας έπαιρνε στο κυνήγι, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αλλά πού να μας πιάσει, που ήμαστε όλοι κατοστάρηδες και εκείνος βέβαια δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στο νυχτερινό κυνηγητό στα καλντερίμια του χωριού. Εμείς πάντως ήμαστε ικανοποιημένοι που και κείνη τη χρονιά είχαμε καταφέρει να μετατρέψουμε τη νύχτα της Ανάστασης σε νύχτα του… Αγίου Βαρθολομαίου. Του χρόνου πάλι βλέπουμε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

ΓΙΑ ΤΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΑ

neos-mytilinios_19511215_DODEKAIMERO

ΝΕΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΣ, 15-12-1951

ΤΟ “ΤΛΑΠ”

Θα ήμουνα στην εβδόμη Γυμνασίου (σημερινή αντιστοιχία με τη Β’ Λυκείου), όταν πρωτοαρχίζαμε το μάθημα της φυσικής. Δυνάμεις, στερεά, υγρά, αέρια και τα λοιπά. Είμαστε στο μάθημα της συμπίεσης των αερίων και στις δυνάμεις που δημιουργούνται και ο καθηγητής προσπαθεί με σχήματα στον πίνακα (πού όργανα αυτή την εποχή!) να μας εξηγήσει… τα ανεξήγητα.

Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του μαθήματος, ένας συμμαθητής μου με φωνάζει ψιθυριστά και μου λέει “Ε Γιάνν’, του τλάπ, κάνοντας παράλληλα και τη χαρακτηριστική κίνηση. Σκάσαμε βέβαια στα γέλια όλη η παρέα και μας πέταξε έξω ο καθηγητής, γιατί δεν μπορούσαμε να του εξηγήσουμε ότι ο συμμαθητής μας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά, με μια και μόνη ηχοποίητη λέξη “τλάπ”, επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι είχε κατανοήσει απόλυτα την πεμπτουσία του μαθήματος.

Με αυτό το ηχηρό “τλάπ” αυτόματα η μνήμη μας γύρισε κάμποσα χρόνια πίσω στις γειτονιές της Αγιάσου, όταν πιτσιρίκια της σκανταλιάς και της ανεμελιάς ψάχναμε με ποιο παιχνίδι θα σκοτώσουμε την ώρα μας.

Και ξαφνικά, έτσι χωρίς προσυνεννόηση – αλήθεια, ποια μαγική δύναμη επηρέαζε τη συμπεριφορά μας και καθόριζε το είδος του παιχνιδιού που θα παίζαμε, ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω – οι γειτονιές γέμιζαν από τους δυνατούς ήχους των “τλαπιών” και αλίμονο στον περαστικό που θα τον έβρισκε κατακούτελα το… βόλι. Μην ανησυχείτε όμως, γιατί τα βόλια μας ήταν γενικά ακίνδυνα, κάτι σαν τις… πλαστικές σφαίρες που χρησιμοποιούν σήμερα στις διαδηλώσεις.

Θα απορείτε λοιπόν τι επιτέλους ήταν το “τλάπ”. Όπως έχω εξηγήσει και σε προηγούμενα σημειώματα, η φύση του χωριού μας παρείχε σε αφθονία ό,τι υλικά χρειαζόμαστε για τα παιχνίδια μας. Έτσι και για το “τλάπ” το πρώτο που έπρεπε να εφευρεθεί ήταν ένα καλό κομμάτι από κουφοξυλιά, από το θαμνώδες φυτό που το λένε και σαμπούκο και κάνει κάτι άσπρα λουλούδια την άνοιξη με πολύ λεπτό και μεθυστικό άρωμα.

Έπρεπε λοιπόν πρώτα να κοπεί από τον κορμό ένα χοντρό κομμάτι μήκους 20 – 25 εκατοστών και διαμέτρου 4 ή 5 εκατοστών. Ο κορμός του θάμνου αυτού παρουσιάζει την ιδιομορφία στο κέντρο του να υπάρχει ένα μέρος που δεν είναι ξυλώδες, αλλά πορώδες σαν ψίχα ψωμιού, από όπου και το όνομά του “κουφοξυλιά”. Η ψίχα αυτή μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί και έτσι γινόταν ένα είδος σωλήνα με παχιά τοιχώματα.

Στάδιο δεύτερο: Αφού το ξεκουφαίναμε με μια μεγάλη πρόκα, κόβαμε ένα άλλο λεπτό τώρα κομμάτι ξύλου, συνήθως από ελιά, πάχους τέτοιου, ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα μέσα στο “τλάπ” σαν έμβολο. Φροντίζαμε ακόμα το έμβολο να είναι λίγο πιο κοντό από το μήκος του σωλήνα και στο ένα του άκρο να έχει ένα ρόζο χοντρό, ώστε να φρενάρει και να μη χώνεται ολόκληρο μέσα στο σωλήνα. Τώρα το “τλάπ” ήταν σχεδόν έτοιμο και έλειπαν μόνο τα βόλια που θα το ενεργοποιούσαν.

Το πιο κατάλληλο υλικό για να μετατραπεί σε βόλι ήταν ένα κομμάτι σχοινί που το μαδούσαμε και μετά το μασούσαμε αρκετή ώρα μέχρι να μαλακώσει και να πάρει το σχήμα που θέλαμε.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επιτέλους η ώρα της δράσης! Με το ένα βόλι φράζαμε τη μια άκρη του σωλήνα. Το δεύτερο το τοποθετούσαμε στην άλλη άκρη, και μετά ακουμπούσαμε το έμβολο από τη χοντρή του πλευρά στην αγκράφα της ζωστήρας του παντελονιού (για να μη μας πληγώνει) και το άλλο του άκρο έμπαινε λίγο στο σωλήνα, που ήταν ήδη φραγμένος με τα βόλια και από τις δυο μεριές.

Τέλος με μια απότομη κίνηση αναγκάζαμε το έμβολο να εισχωρήσει βίαια στο σωλήνα. Από δω και πέρα το λόγο είχαν… οι νόμοι της φυσικής, που λέγαμε περί συμπίεσης των αερίων. Ένας δυνατός και ξηρός κρότος “τλαπ” ακουγόταν και το ένα βόλι εκσφενδονιζόταν σε μια απόσταση ανάλογη της δύναμης και της ικανότητας… του πυροβολητή. Τρέχα, μετά, να το βρεις, να το μαζέψεις και φτου κι απ’ την αρχή. Φτου στην κυριολεξία, γιατί το σαλιώναμε πάλι, για να ξαναπάρει το σχήμα και να κάνει καλή έμφραξη στο σωλήνα.

Μη μου πείτε πως δεν ήταν διασκεδαστικό και… γευστικότατο το παιχνίδι μας! Πφ! Μιλάτε κι εσείς οι σημερινοί για παιχνίδια!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 86/1995

ΤΟ ΡΟΥΔΑΝ’

Πρώτη μέρα στο σχολείο πριν 40 τόσα χρόνια και θαρρώ πως ήταν χθες. Το «τρουβάδ’» (πάνινη σχολική τσάντα) στον ώμο, με την πλάκα μέσα και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι, καμιά τριανταριά κουτσούβελα της προκοπής (για να θυμηθούμε και λίγο τον Εφταλιώτη) μαζευτήκαμε γύρω από τη δασκάλα μας, τη Μαμώλινα, θεός σχωρέσ’ την, για να μάθουμε… γραφήν και ανάγνωσιν.

Η δασκάλα τράβηξε μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα, έφτιαξε και ένα μεγάλο κουλούρι, ίσα ίσα να ακουμπά επάνω στη γραμμή και μας είπε ότι αυτό είναι το «ρουδάν’», που τρέχει πάνω στο δρόμο και δεν πρέπει ούτε να ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή ούτε να πέφτει από κάτω.

Σαν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου τι μάθαμε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της απάντησα πως μάθαμε για το «ρουδάν’» και μάλιστα συμπλήρωσα πως το σχολείο είναι εύκολο πράγμα, αφού μας μαθαίνουν παιχνίδια, που ήδη τα ξέρουμε. Και η μάνα μου τι λες, βρε, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα όμικρον. Και η δική μου απάντηση: Όχι, είναι το «ρουδάν’»! Ξέρεις εσύ καλύτερα από την κυρία μας; Δασκάλα είσαι εσύ; Και έκλεισα οριστικά τη συζήτηση. Μετά άρπαξα το «ρουδάν’» πίσω από την πόρτα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο για… μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Καημένα χρόνια, πώς τρέχετε πιο γρήγορα κι από το «ρουδάν’»!

83_1994_roudan1

Αλήθεια τι κόπος, τι ψάξιμο, τι αγωνία μέχρι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το περιπόθητο στεφάνι από τσέρκι, που θα μας χάριζε ατέλειωτες ώρες τρέξιμο μέχρι ξεθεώματος. Αλλά ποιος λογάριαζε όλα αυτά; Λίγο το ‘χες να διαθέτεις το δικό σου «ρουδάν’» και να κάνεις τρέχοντας όλες αυτές τις περίτεχνες φιγούρες και να συναγωνίζεται με τους φίλους σου σε ταχύτητα και δεξιοτεχνία; Κι ακόμα περισσότερο να βλέπεις θολό από το φθόνο το μάτι του γειτονόπουλου, που δε διέθετε δική του… ρόδα. Να σε παρακαλάει με τις ώρες να του δανείσεις το δικό σου για μια βόλτα και συ να αρνείσαι συνήθως υπεροπτικά ή τέλος να του το παραχωρείς για λίγο με άκρα συγκατάβαση. Και με το δίκιο σου βέβαια! Γιατί, για να βρεθεί το πολύτιμο τσέρκι, έπρεπε να σπαταληθούν ώρες πολλές στο ψάξιμο για κανένα χαλασμένο και πεταμένο βαρέλι. Άντε μετά χωρίς εργαλεία να το διαλύσεις και να βγάλεις το κεντρικό τσέρκι, που ήταν το καλύτερο, γιατί τα υπόλοιπα ήταν συνήθως λοξά και δεν μπορούσες να τα κατευθύνεις στο να κρατούν μια ίσια πορεία.

Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αμ τον κίνδυνο να σε μαγκώσει ο Γιαννατσής, ο ποτοποιός, και να σου σπάσει τα παΐδια, πού τον πας; Θα μου πεις ποιος του ‘πε να αφήσει έξω από το μαγαζί του το βαρέλι με τα ολοκαίνουρια τσέρκια, σκέτη πρόκληση. Φταίμε εμείς που του το κάναμε φύλλο και φτερό και την άλλη μέρα βρήκε μόνο τα ξύλα και βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες;

Και άντε επιτέλους βρέθηκε με όποιο τρόπο το «ρουδάν’». Τώρα χρειαζόμαστε και τη «ζεύλα», δηλαδή το ειδικό εργαλείο για την οδήγηση. Καινούριος πάλι μπελάς. Άντε να παρακαλάς με τις ώρες το Δμήτ’ το Καμπιρέλ’ (το γιο του σιδερά ντε) να σου βρει και να σου στραβώσει κατάλληλα το σίδερο-οδηγό του ροδανιού, εργαλείο εντελώς απαραίτητο για τις φιγούρες και τη δεξιοτεχνία στην οδήγηση.

Ε, μετά από όλα αυτά είναι για να δανείζεις στον πάσα ένα τη ρόδα σου; Ζωή κι αυτή!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 83/1994