Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Hμείς, το ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικό γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτον ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας…

Με αυτά τα λόγια οι Έλληνες της Πελοποννήσου στις 26 Μαρτίου 1821 δήλωναν στους προξένους την αμετάκλητη απόφασή τους να πολεμήσουν, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, ζητούσαν τη βοήθεια «όλων των χριστιανών βασιλείων» στο δίκαιο αγώνα τους. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε ξεσπάσει η Επανάσταση.

Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια μέρα μόνο ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν και είχε οριστεί ως μέρα γενικής εξέγερσης η 25η Μαρτίου. Πολλοί παράγοντες και τοπικές ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίσει πριν από την 25η Μαρτίου και ακόμη άλλες περιοχές να προηγηθούν στην εξέγερση και άλλες να ακολουθήσουν, η έναρξη δηλαδή της Επανάστασης να γίνει σταδιακά, να κλιμακωθεί σε χρόνο μικρότερο από δυο μήνες, ενώ μεμονωμένες εξεγέρσεις έγιναν και αργότερα.

Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μέρες, από 21 έως 28 Μαρτίου, είχε γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της, οι οποίες κινήθηκαν με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της έναρξής της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια που είχαν προηγηθεί. Σύσσωμη η Πελοπόννησος και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Από τα νησιά το πρώτο που επαναστάτησε ήταν οι Σπέτσες. Συγχρόνως ή αμέσως μετά την επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά, Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα. Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά, που μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες αποτελούσαν την κύρια ναυτική δύναμη του έθνους.

Ενώ λοιπόν η Επανάσταση άρχισε να επεκτείνεται και στα νησιά, στη Λέσβο η τουρκική διοίκηση πήρε σειρά από μέτρα, για να αποτρέψει τη μεταλαμπάδευσή της. Ο καπετάν Πασάς εξέδωσε διαταγή «να επιδειχθεί δύναμη και να τρομοκρατηθούν και οι άλλες (μη επαναστατημένες) περιοχές. Οι περιουσίες των επαναστατών να κατάσχονται και να εξανδραποδίζονται οι οικογένειές τους». (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).

Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στη Λέσβο. Οι Τούρκοι, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις των Φιλικών της Μυτιλήνης, εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όσοι ήταν ανακατεμένοι στις επαναστατικές ετοιμασίες κατέφυγαν στα βουνά.

Αν αφαιρέσουμε κάποιες μικρές προσπάθειες ξεσηκωμού στη Λέσβο, το επαναστατικό κίνημα, μ’ όλο το προπαρασκευαστικό του στάδιο, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως την τελευταία του φάση, τον ένοπλο αγώνα. Παρ’ όλο που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν γίνει γνωστές στο νησί, παρ’ όλο που τα τραγούδια του Ρήγα είχαν αρχίσει να τραγουδιούνται από τους Λέσβιους, παρ’ όλο που ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Παλαιολόγος Λεμονής είχαν μεταφέρει στη Λέσβο τις επαναστατικές ιδέες της «Φιλικής Εταιρείας» και είχαν μυήσει αρκετούς ντόπιους, η Λέσβος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης στο άρθρο του «Η Λέσβος κατά το 1821» (περ. “Τα Ψαρά”, 37,38,39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1983) προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που εμπόδισαν την εξέγερση της Λέσβου. “Στο νησί δεν υπήρχε αντάρτικο, κλέφτες και αρματολοί, ο στρατιωτικός δηλαδή πυρήνας, που θα σήκωνε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον ενός στρατού οργανωμένου, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου. Τα μυαλά του «μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν έλειψαν ποτέ, και στους χρόνους του ξεσηκωμού πλήθυναν, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική παράδοση, απαραίτητη για μια επιτυχημένη διεξαγωγή του αγώνα… Ο ανεφοδιασμός του νησιού σε όπλα και πυρομαχικά, και γενικά η διατήρηση του μετώπου σ’ αυτό, θα ‘ταν συνεχώς υπό την αίρεση του τουρκικού στόλου, που εύκολα και γρήγορα θα κατέβαινε από τις βάσεις του στα Στενά. Ακόμα και η απέναντι Μικρασία ήταν ακένωτη πηγή ενισχύσεων για τους Τούρκους και κοντινή. Πεινασμένοι και φανατισμένα άτακτα στίφη ήταν πρόθυμα να περάσουν από τη Μικρασία στα νησιά για πλιάτσικο και ανεμπόδιστη σφαγή. Τα τρία μεγάλα κάστρα, Μυτιλήνης, Μολύβου, Σιγρίου, καλά οχυρωμένα και εφοδιασμένα, θα ‘πρεπε να πολιορκηθούν από στεριά και θάλασσα, για να πέσουν. Ο διοικητής της Μυτιλήνης είχε τα δικά του πλοία, και στο σημερινό Δημοτικό Κήπο υπήρχαν ναυπηγεία σουλτανικά που ‘φτιαχναν και φρεγάδες ακόμα“.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές εκείνης της περιόδου, η γεωγραφική θέση της Λέσβου στάθηκε ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην εξέγερση της. Η Λέσβος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και τα στενά των Δαρδανελίων και επομένως ήταν εύκολη η καταστολή της επανάστασής της με στρατεύματα, που μπορούσαν να μεταφέρουν οι Τούρκοι με ευχέρεια από το απέναντι μέρος. Εκτός απ’ αυτό, η γεωγραφική της θέση είχε δημιουργήσει δυο πολύ σοβαρά εμπόδια στην εξέγερσή της: ότι χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Επανάστασης από τον τουρκικό στόλο ως ναυτική βάση και ότι το νησί θεωρήθηκε θέση στρατηγικής σημασίας και ενισχύθηκαν από την αρχή σημαντικά οι φρουρές του με επιπρόσθετους στρατιώτες. Φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα, η «Le Spectateur Oriental» (Ανατολικός Θεατής), που έβγαινε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρει στο φύλλο της 19ης Απριλίου 1821 ότι 3.000 Τούρκοι υπό τη διοίκηση ενός πασά έφτασαν στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ελληνικό σπίτι να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σπίτια που επιτάχθηκαν από τους στρατιώτες (Στρατή I. Αναγνώστου, Ανεξερεύνητες γραπτές πηγές της Λέσβου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περ. “Ελιόφως”, τεύχος 8-9, 1994).

Παρ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν και στη Λέσβο αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις τόσο κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, όσο και αργότερα. Από αυτές τις επιχειρήσεις ξεχωρίζει η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821. Η είδηση της πυρπόλησης προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού οι Τούρκοι προχώρησαν αμέσως σε συλλήψεις, σφαγές και εκτελέσεις. Η ομαδική σφαγή, γνωστή με το όνομα “μεγάλο τζουλούσι“, που πρέπει να έγινε την ίδια μέρα με την πυρπόληση του δίκροτου, αποδεικνύει την εκδικητικότητα των Τούρκων, αλλά και την αποφαστικότητά τους να μην επιτρέψουν να πάρει διαστάσεις ο ξεσηκωμός στο νησί.

Από αυτό τον αγώνα δεν έλειψε η Αγιάσος. Σύμφωνα με το Στρατή Αναγνώστου, στο φύλλο της 17 Μαΐου 1822 της παραπάνω φιλοτουρκικής γαλλόφωνης εφημερίδας σημειώνονται τα παρακάτω: “Η Λέσβος έχει 67 ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μεταξύ αυτών των χωριών το Πλωμάρι με 4.000 σπίτια και η Αγιάσος με πάνω από 2.000 σπίτια είναι τα πιο σημαντικά και ολωσδιόλου κατοικημένα από Έλληνες. Και τα δυο αυτά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε εναντίον τους” (Στρατή I. Αναγνώστου, ό.π.).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα καρποφορήσει καμιά πολεμική επιχείρηση. Η Λέσβος δε θα μπορέσει να επαναστατήσει. Θα υπομείνει τον τουρκικό ζυγό για άλλα 90 χρόνια. Η πολυπόθητη λευτεριά θα έρθει για το νησί μας το 1912.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

Η ΠΑΝΑΓΙΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΙΛΗΣ

Στα δεξιά του αμαξωτού δρόμου, που ανεβαίνει από το Σταυρί και κατευθύνεται προς το Σανατόριο, υπάρχει ένα παρακλάδι που οδηγεί στο ναΰδριο της Παναγιούδας της Πενθίλης. Σύμφωνα με αφήγηση του μακαρίτη σήμερα Χριστόφα Σταυρακέλη (πέθανε το 1988), ο οποίος είχε περιβόλι και ερχόταν συχνά σ’ αυτό, κάθε χρόνο, γύρω στα μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου, ανεξήγητη ευωδιά έβγαινε από το δάσος της περιοχής, το οποίο αποτελείται από πεύκα, βάτους και πουρνάρια… Κατά τον ιστορικό Στρατή Κολαξιζέλη, εκεί υπήρχε η Πενθίλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ως τις μέρες μας πολλά λείψανα, σκορπισμένα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Μέσα στα περιβόλια έχουν βρεθεί κατά καιρούς παλαιά νομίσματα, τεμάχια από σπασμένα πιάτα, πιθάρια, κεραμίδια και άλλα πήλινα αντικείμενα περασμένων αιώνων. Καθώς μου διηγήθηκε ο Ιωάννης Βαρουτέλης (πέθανε το 1980), ο ομοχώριος Ευστράτιος Τινός, επίσης μακαρίτης σήμερα, βρήκε ένα «ταγάρι» γεμάτο χρυσό, πάνω από το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στη στροφή του δρόμου προς την Παναγιούδα της Πενθίλης, αριστερά, μέσα σε πουρνάρια… Ακόμη στην περιοχή αυτή βρέθηκαν ιερά αντικείμενα. Η αδερφή του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη Ανδρονίκη, σύζυγος Παναγιώτη Σκλεπάρη, ψάχνοντας προπολεμικά για χόρτα στην περιοχή, το μαχαίρι της συνάντησε αντίσταση… Έτσι ανάσυρε από τη γη ένα εικόνισμα μικρού μεγέθους, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αυτό το εικόνισμα δωρίστηκε από την οικογένεια του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη στο Προσκύνημα της Παναγίας. Αφού καθαρίστηκε και συντηρήθηκε το 1938 από το Ρώσο τεχνικό Βασίλειο Ραχτσέβσκι, μπήκε σε πινακοθήκη, που είναι αναρτημένη στην τρίτη κολόνα δεξιά, καθώς μπαίνουμε στο Προσκύνημα της Παναγίας.

Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)
Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)

Όταν χτιζόταν το νέο ξωκλήσι της Παναγίας της Πενθίλης το 1936, γιατί το παλιό είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, οι εργάτες βρήκαν ανθρώπινους σκελετούς μεγάλων διαστάσεων! Τα οστά αυτά τα συγκέντρωσαν οι εργάτες και τα έβαλαν για ασφάλεια σε θυρίδες, στους τοίχους του νέου ναϋδρίου, ενώ θα έπρεπε να προσκληθούν ειδικοί επιστήμονες, για να τα μελετήσουν. Αυτό μου διηγήθηκε ο τότε εργαζόμενος Ευστράτιος Περγάμαλης (Κουκόνα).

Όταν ήταν αρχιερατικός επίτροπος ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίος, οργανώθηκε γιορτή και από τότε κάθε χρόνο με πομπή μεταφερόταν στολισμένη η μεγάλη εικόνα της Παναγίας μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο. Αφού τέλειωνε ο όρθρος στο ναό της Παναγίας, ξεκινούσε η πομπή με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Προπορεύονταν τα παιδιά, ντυμένα με ιερατικές στολές και κρατώντας εξαπτέρυγα, οι τέσσερις εφημέριοι του ιερού ναού της Παναγίας και ο διάκονος, ο οποίος σ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς θυμιάτιζε την ιερή εικόνα. Τα πρώτα χρόνια που καθιερώθηκε η γιορτή, στις 8 Σεπτεμβρίου, δρομολογούσαν και λεωφορείο το οποίο μετέφερε προσκυνητές από το Σταυρί. Σήμερα η γιορτή αυτή έχει ατονήσει. Μεταφέρεται βέβαια άλλη εικόνα της Παναγίας, τελείται λειτουργία και μεταφέρεται ξανά η εικόνα στο ναό με κωδωνουκρουσίες…

Διατηρώ ιερές αναμνήσεις από τη γραφική τοποθεσία της Πενθίλης, γιατί σε νεαρή ηλικία υπήρξα μέλος της «Χριστιανικής Αδελφότητας η Θεοτόκος», την οποία είχε ιδρύσει ο τότε εφημέριος του ιερού Προσκυνήματος ριζαρείτης οικονόμος Παναγιώτης Στόικος. Απαρτιζόταν από 150 μέλη και είχε καταστατικό, εγκεκριμένο από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, καθώς και σφραγίδα που έγραφε γύρω γύρω «Χριστιανική Αδελφότης Αγιάσου, η Θεοτόκος», με χρονολογία 1932 και με σταυρό στο κέντρο. Επίσης υπήρχε δανειστική βιβλιοθήκη για τα μέλη της. Ποιος έχει σήμερα τη σφραγίδα, το καταστατικό και τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αδελφότητας, δε γνωρίζω. Κάθε Κυριακή και Τετάρτη απόγευμα γινόταν ομιλία από τον πρόεδρο ιερέα Παναγιώτη Στόικο. Έκτακτα όμως μιλούσαν στα μέλη της Αδελφότητας και οι ιεροκήρυκες που έρχονταν στον ιερό ναό της Παναγίας. Οι ιεροκήρυκες αυτοί ήταν ο Ιωάννης Καψιμάλης και ο Χριστόδουλος Παπαγιάννης. Η επέτειος της Αδελφότητας γιορταζόταν τη μέρα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ολα τα μέλη της Αδελφότητας ξεκινούσαμε από τον Απέσο και περπατώντας ανεβαίναμε στο ξωκλήσι της Παναγίας. Στη γιορτή αυτή συμμετείχε και ο οργανωμένος σύλλογος οργανοπαικτών Αγιάσου.

Εκφράζουμε την ευχή ν’ αναβιώσει η ωραία αυτή γιορτή, όπως καθιερώθηκε προπολεμικά από τον τότε αρχιερατικό επίτροπο Εμμανουήλ Μυτιληναίο…

ΑΓΙΑΣΙΩΝΙΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΑΛΛΟΥΓΥΡΙΔΑ ΤΣΙ ΚΑΜΤΣΙ

Εσείς την ξέρετε με το όνομα σβούρα, γιατί, καθώς γυρίζει με ταχύτητα, ένα διαρκές σβου, ου, ακούγεται, που της έδωσε και το ηχοποίητο όνομά της. Και ποιο παιδί δεν έχει παίξει με το περίεργο αυτό κατασκεύασμα, που καρφώνεται με τη μύτη στο χώμα και περιστρέφεται σαν τρελό, όταν του δώσεις την κατάλληλη κίνηση με ένα κομμάτι σπάγγο, που με επιδεξιότητα τυλίγεται γύρω του.

Η δική μας όμως εφευρετικότητα, την οποία υπαγόρευε η ανάγκη προσαρμογής του παιχνιδιού στα δεδομένα της Αγιάσου, του άλλαξε λίγο τη μορφή, τη χρήση και τελικά και το όνομα, που δε μας ικανοποιούσε πια. Ας γίνω λίγο πιο σαφής, για να δείτε με λεπτομέρεια όλα τα στάδια της προσαρμογής και του ξαναβαφτίσματος. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη μισή δραχμή, που χρειαζόταν για την αγορά της σβούρας από το «Κουρβανέλ» και σας βεβαιώνω ότι αυτό δεν ήταν πάντα και πολύ εύκολο. Ευτυχώς που μερικοί άνθρωποι είχαν την… καλή συνήθεια να πεθαίνουν και την εποχή εκείνη (όπως πάντα) και έτσι εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε να «φουρέσουμι» (να βάλουμε δηλ. στην κηδεία τα ειδικά άμφια και να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα), για να μας δώσουν, εκτός από τα κόλλυβα, και καμιά δραχμή ή και ολόκληρο δίδραχμο σ’ αυτόν που σήκωνε το σταυρό), για τον κόπο μας. Πώς λέει το ευαγγέλιο «με τον ιδρώτα του προσώπου σου να κερδίζεις την επιούσια… σβούρα σου». «Αμ’ έπος, αμ’ έργον» λοιπόν.

Μετά την αγορά της σβούρας άρχιζε η… χειρουργική επέμβαση. Με ένα «καρδουψάλ’δου» (μια τανάλια δηλαδή) της βγάζαμε τη σιδερένια μύτη και στη θέση της καρφώναμε ένα καρφί με πλατύ ημισφαιρικό κεφάλι, από αυτά που καρφώναμε στις σόλες, στις αρβύλες μας, για να μη λιώνουν εύκολα.

Τώρα η σβούρα μας ήταν έτοιμη να ξαναβαφτιστεί και το όνομα αυτής «αλλουγυρίδα»!! Όνομα και πράμα δηλαδή, γιατί μετά τη χειρουργική επέμβαση, όταν άρχιζε η περιστροφή της (και θα δείτε πώς) η αλλουγυρίδα μας δεν έμενε σταθερή σε ένα μέρος, αλλά στριφογύριζε αλλού κι αλλού (αλλουγυρίδα) σαν παλαβή. Ίσως βέβαια το έκανε αυτό, για να αποφύγει τα χτυπήματά μας, όπως το αφηνιασμένο άλογο αποφεύγει το καμουτσίκι.

Θα μου πείτε τι σχέση έχει η σβούρα (συγνώμην η αλλουγυρίδα ήθελα να πω) με το καμουτσίκι. Εμ δεν τα είπαμε όλα ακόμα. Δε σας είπα από την αρχή ότι η εφευρετικότητά μας έκανε πάντα το θάμα της; Γιατί νομίζετε κάναμε όλη την προηγούμενη χειρουργική επέμβαση με κίνδυνο να μας… πεθάνει ο ασθενής; Έπρεπε να του αλλάξουμε τα πόδια, για να μπορεί να στριφογυρίζει στο μοναδικό επίπεδο μαρμαροστρωμένο χώρο που διαθέταμε, δηλαδή το προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας. (Για μας ο χώρος αυτός ήταν ιερότερος και από το ιερό της εκκλησίας, γιατί με την απλοχωριά του μας γέμιζε τις ατελείωτες ώρες του παιχνιδιού. Αν έλειπε και το «Κουμλέλ’» ο καντηλανάφτης, τόσο πιο καλά θα ήταν τα πράγματα, αλλά ο άτιμος ήταν εφτάψυχος και σαββατογεννημένος και δεν τον έπιαναν οι κατάρες μας).

Το «μαστίγωμα» της σβούρας... (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «μαστίγωμα» της σβούρας… (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Στο παιχνίδι μας τώρα. Με μια επιδέξια κίνηση των δακτύλων δίναμε την πρώτη περιστροφική κίνηση στην αλλουγυρίδα μας και μετά με ένα απότομο και δυνατό χτύπημα με το «καμτσί» που είχαμε ετοιμάσει (ένα κανονικό καμουτσίκι, για άλογα δηλαδή) την κάναμε να στριφογυρίζει με δύναμη αλλού κι αλλού σαν αλλοπαρμένη. Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει λίγο, δώσ’ του καινούρια «καμτσικιά» στα πλευρά και δώσ’ του να συνεχίζει το αφηνιασμένο στριφογύρισμα σαν εκστασιασμένος δερβίσης του τούρκικου στρατού.

Και θα μας έβρισκε το βράδυ κάποια ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, ξεθεωμένους από το τρέξιμο και τις αλύπητες καμτσικιές, εκτός κι αν προλάβαινε το «Κουμλέλ’» και μας μετέτρεπε εμάς τώρα σε τρελές από το τρέξιμο «αλλουγυρίδες», καθώς θα μας κυνήγαγε με κάποιο αυτοσχέδιο «καμτσί». Εμείς πάντως ήμαστε ευτυχισμένοι (αχ αυτή η ανέμελη παιδική ηλικία!!), γιατί εκτός από όλα τα άλλα είχαμε γίνει και εντελώς ανέξοδα «νονοί» (όχι βέβαια της νύχτας) αλλά της σβούρας, που την ξαναβαφτίσαμε και μάλιστα τόσο πετυχημένα «αλλουγυρίδα». Άξιοι νονοί δε νομίζετε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΜΑΡΙΓΛΗΣ

Αλκιβιάδης Μαριγλής (Σκίτσο Μίλτη Παρασκευαΐδη)
Αλκιβιάδης Μαριγλής
(Σκίτσο Μίλτη Παρασκευαΐδη)

Ο πατέρας μου Αλκιβιάδης Μαριγλής ήταν από τη μικρή του ηλικία πολύ ζωηρός. Του άρεσε η περιπέτεια. Ένα φεγγάρι έκανε δάσκαλος στο Αμπελικό. Μόλις έγραφε γράμμα στους δικούς του, η γιαγιά μου έλεγε πως όπου να ‘ναι θα γυρίσει ο Αλκιβιάδης, γιατί όσο περνούσε καλά δεν έγραφε.

Είχε μια μεγάλη παρέα «από καλά παιδιά», που του έμοιαζαν στο χαρακτήρα και που φυσικά εκείνος ήταν ο αρχηγός τους. Παίζανε θεατρικά έργα, επηρεασμένοι από περιοδεύοντες θιάσους. Κάποτε για τις ανάγκες μιας παράστασης έκλεψε το φόρεμα της γιαγιάς μου Βικτώριας. Ευτυχώς που η γιαγιά μου κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και πρόλαβε να το πάρει πίσω, γιατί ήταν ολοκαίνουργιο και θα το γυρίζανε αγνώριστο.

Έκανε πολλές πλάκες στους φίλους του και είχε πολύ χιούμορ. Κάποτε τους παρέσυρε να πάνε στη Σμύρνη με το βαπόρι χωρίς εισιτήρια. Αυτός όμως ήταν γνωστός με τον πλοίαρχο και πέρασε θαύμα, αλλά οι φίλοι του φτυάριζαν κάρβουνο, έως ότου φτάσουν στον προορισμό τους. Ήταν όμως καταφερτζής, γιατί παρ’ όλα που τους έκανε τον συγχωρούσαν. Ήταν βλέπεις η καρδιά της παρέας, των εμπνεύσεων για νέες περιπέτειες και πολύ ανοιχτοχέρης.

Αγαπούσε την καλοπέραση, την καλοφαγία και τις διασκεδάσεις. Ήταν φιλακόλουθος και είχε κάποιο εκκλησιαστικό οφίκιο. Έκανε τον τελετάρχη με υψηλό καπέλο και ρεντικότα. Μεγάλη ήταν η αγάπη του και για τη γυναίκα του και για τα παιδιά του.

Λάτρευε την Ελλάδα και έγραφε, όντας το νησί ήταν υπόδουλο, εναντίον των Τούρκων, γι’ αυτό και τον καταζητούσε η αστυνομία. Η γιαγιά μου έτρεχε, έπεφτε στα πόδια της Ελληνίδας γυναίκας του Τούρκου διοικητή και έχυνε πολλά δάκρυα, για να τον γλιτώνει.

Ο Αλκιβιάδης Μαριγλής, γνωστός και με το παρατσούκλι «Μπουγλίτσα», στο ρυθμό της εποχής του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευδοκία Μαριγλή-Σκάρκου)
Ο Αλκιβιάδης Μαριγλής, γνωστός και με το παρατσούκλι «Μπουγλίτσα», στο ρυθμό της εποχής του…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Ευδοκία Μαριγλή-Σκάρκου)

Πίστευε στον αθλητισμό, γι’ αυτό και ίδρυε συλλόγους, μέσω των οποίων γινόταν προπαγάνδα για ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων. Επίσης ήταν από εκείνους που βοήθησαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, του οποίου μάλιστα διατέλεσε και πρόεδρος.

Με την εφημερίδα του «ο Σκορπιός» καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας στην οποία ζούσε και συνελάμβανε ως καλός ρεπόρτερ τα πιο καυτά θέματα.

Αγαπούσε το θέατρο και ήταν ερωτευμένος με τη μεγάλη μας Μαρίκα Κοτοπούλη και με την αντίζηλο της Κυβέλη. Όταν ερχόταν θίασος, δεν έχανε καμιά παράσταση.

Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, αλλά δεν τον σήκωνε η ξενιτιά. Η καρδιά του ήταν στην Αγιάσο και στο νησί γενικά.

Είχε μεγάλες γνωριμίες με τον αείμνηστο Βενιζέλο και το Γεώργιο Παπανδρέου και με όλους τους ισχυρούς της εποχής. Πολιτικά ανήκε στο Φιλελεύθερο Κόμμα. Είχε επίσης φίλους τον Ηλία Βενέζη, το Στρατή Μυριβήλη και πολλούς άλλους ανθρώπους των γραμμάτων.

Βοηθούσε πολύ τον κόσμο, έστω και αν ο ίδιος είχε μεγάλη οικογένεια και ανάλογες ανάγκες. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά του είτε ήταν σε χρήμα είτε λόγω των γνωριμιών του για κάποια εξυπηρέτηση.

Αγαπούσε τον κόσμο και τον αγαπούσε και αυτός. Στην κηδεία του – πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1937 από ζαχαροδιαβήτη, σε ηλικία 57 ετών – εκτός από το δεσπότη Μυτιλήνης με όλο τον κλήρο ήταν και ο δεσπότης Καλλονής, αντιπροσωπεία από την Αγιάσο και πλήθος κόσμου που κατελάμβανε τρεις δρόμους. Τον κηδέψαμε από το πατρικό σπίτι, Ερεσού και Φιλικών 6, κατά την επιθυμία του.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992