Η ΠΡΩΤΗ ΛΑΪΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Όπως ξέρουμε, από όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί στην Αγιάσο, εκτός από το βιολί και το σαντούρι άλλα έγχορδα όργανα, και ειδικά το μπουζούκι, δεν είχαν θέση μέσα στις παλιές ορχήστρες, που στο σύνολο τους αποτελούνταν από πνευστά, κορνέτα, τρομπόνι, εμφώνιο, κλαρίνο, τούμπα, πλαισιωμένα με το βιολί και το σαντούρι. Ήταν αρκετοί οι μουσικοί οργανοπαίχτες πνευστών, με πρώτο και καλύτερο το Στρατή Ρόδανο (Άννα).

Η πρώτη ορχήστρα με έγχορδα συγκροτήθηκε στην Αγιάσο το 1934 με 1935. Τα μέλη της ήταν αρχικά τρία. Ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας έπαιζε κιθάρα και ήταν παράλληλα ο στιχουργός της ορχήστρας. Είναι γνωστός από τους θαυμάσιους σατιρικούς στίχους, με τους οποίους χρόνια πολλά τροφοδοτούσε το αγιασώτικο καρναβάλι. Ακόμα και όταν έγινε μόνιμος κάτοικος Αθηνών δεν έπαψε να γράφει, αυτό άλλωστε πέρασε και στην ιστορία του, ως ο πιο καλός σατιρικός στιχουργός, βραβευμένος από την επιτροπή του Βάλειου Διαγωνισμού. Ας μη λησμονούμε όμως ότι ο Βαγιάνας ασκούσε και το επάγγελμα του κουρέα. Το αναφέρω αυτό, γιατί θα χρειαστεί αργότερα για τη δικαιολόγηση ορισμένων σχέσεων ανθρώπων, για τη μετέπειτα πορεία της ορχήστρας αυτής. Δε σας κρύβω ότι πολλοί προθυμοποιήθηκαν να μου δώσουν άγνωστα στοιχεία, ειδικά για το Λευτέρη Καλέλη, που είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα και κάπως τραγικά… Ο Λευτέρης Καλέλης, ένας φτασμένος καλλιτέχνης, που ασφαλώς, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν – χωρίς υπερβολή – μια από τις μεγαλύτερες φίρμες στο χώρο του μπουζουκιού. Έπαιζε μπουζούκι, έγραφε και μελοποιούσε τραγούδια, που συγκεντρώνω και πιστεύω σύντομα να τα έχω όλα στη διάθεσή μου…

 κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
κιθαρίστας Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και οι μπουζουκτσήδες Λευτέρης Καλέλης (επάνω) και
Στρατής Σεντουκάς, στη «Φαμάκα»…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Τρίτος στην παρέα ήταν ο Στρατής Σεντουκάς ή Κλουστρή. Έπαιζε μπουζούκι, ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς και ο τραγουδιστής της ορχήστρας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τελάλης, αλλά με την πάροδο του χρόνου έγινε Σεντουκάς από το επάγγελμα που ασκούσε ο παππούς του, που έφτιαχνε σεντούκια. Το παρατσούκλι Κλουστρή το κληρονόμησε πάλι από τον παππού του, ο οποίος είχε μεγάλο μουστάκι, που το έκλωθε κάπως παράξενα και επίμονα, με αποτέλεσμα να τον βαφτίσουν Κλουστρή. Σ’ αυτά οι Αγιασώτες δε χρειάζονται ιδιαίτερη προσπάθεια, για να σε βαφτίσουν…

Αργότερα στο τρίο προστέθηκε και τέταρτος, ο Στρατής Παπαγεωργίου, στην αρχή με κιθάρα και μετέπειτα με βιολί. Η ζωή της ορχήστρας αυτής κράτησε με αυτή τη σύνθεση μέχρι το Φεβρουάριο του 1941. Μέσα στην Κατοχή εξακολούθησε να εργάζεται ακόμα, επήλθαν όμως πολλές αλλαγές. Άλλα μέλη έφυγαν, άλλα προστέθηκαν, θα τα πούμε όμως μια άλλη φορά. Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε το Φεβρουάριο του 1941 για τη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Θα προσπαθήσω να τον σκιαγραφήσω, στηριζόμενος στις πληροφορίες που μου έδωσε και ο ίδιος.

Ο Στρατής Σεντουκάς γεννήθηκε το 1921. Το πατρικό του σπίτι ήταν στο Σταυρί, λίγο πιο πάνω από το εκκλησάκι του Ταξιάρχη (Αστράτιου). Κάτω από το σπίτι ήταν καφενείο, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα – είναι το καφενείο της χήρας Λαλαδέλη – με τη μεγάλη του μουριά, η οποία χαρίζει άφθονο ίσκιο και δροσιά στους θαμώνες του.

Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Προπολεμική αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ένα κοριτσάκι (;), ο Στρατής Σεντουκάς και ο Λευτέρης Καλέλης.
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Το Σταυρί, όπως είναι γνωστό, πήρε το όνομά του από τα σημεία της κατάληξης των δρόμων, που σχηματίζουν σταυρό. Ο ένας είναι αυτός που ανεβαίνει από την αγορά, περνά κάτω από τη γέφυρα, πάει προς το εργαστήριο αγγειοπλαστικής του Νίκου Κουρτζή και στο γκρεμισμένο ελαιοτριβείο του Σαπουναδέλη (Τουκιστή) και καταλήγει στην Καρίνη. Ο δεύτερος είναι αυτός, που από τη γέφυρα η μια του ευθεία βλέπει προς την Αγία Τριάδα και η άλλη προς τα σπίτια Σαμοθρακή, Τζανετή, παπα-Παπουτσέλη και που ενώνεται με το δρόμο του Σανατορίου. Το Σταυρί κάποτε ήταν η πάνω αγορά της Αγιάσου με αρκετά καφενεία, μπακάλικα, αρτοποιεία, καπνοπωλείο, σιδηρουργεία, ραφεία, κουρεία… Ακόμα και μανάβικο είχε, καίτοι αυτό δεν ήταν απαραίτητο, γιατί από το Σταυρί περνούσαν όλοι οι μανάβηδες, Κεραμιώτες, Ιππειώτες, Μοριανοί. Κάθε πρωί οι Σταυριώτες είχαν και έχουν ακόμα και σήμερα το προνόμιο να διαλέγουν και να παίρνουν τα καλύτερα προϊόντα σε είδη μαναβικής, τη μόστρα… Το Σταυρί είναι μια θαυμάσια τοποθεσία με αρκετά δέντρα, με το μεγάλο πλάτανο που δεσπόζει στην πολύ μικρή πλατεία του και που χαρίζει πάρα πολύ ίσκιο και δροσιά, προπαντός τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Έχει τη γραφικότητά του. Με τη γέφυρα, την πρασινάδα, την παλιά μαρμάρινη βρύση του γίνεται θέμα φωτογράφισης για πολλούς ξένους. Και σήμερα ακόμα υπάρχουν και λειτουργούν δυο καφενεία. Το ένα είναι του Καμτζουρέλη, δίπλα στη γέφυρα. Το άλλο είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω. Από τα παλιά μαγαζιά άλλα είναι κλειστά και άλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για διάφορες δραστηριότητες, ξυλουργεία ως επί το πλείστον. Το ελαιοτριβείο του Τζανετή εξαφανίστηκε και όλοι οι χώροι του, μηχανουργείο, αποθήκες, αμπάρια άλλαξαν όψη. Το Σταυρί έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη κίνηση. Δεν έχει όμως την παλιά του εκείνη αίγλη, τη μεγάλη κοσμοσυρροή. Ποιος από τους μεγάλους θα ξεχάσει το τι γινόταν τα πρωινά και τα βραδινά την εποχή του λιομαζώματος, που εκατοντάδες νέοι και νέες και άνθρωποι κάθε ηλικίας έφταναν εκεί περιμένοντας να συγκροτηθεί ο ταϊφάς, για να ξεκινήσουν όλοι μαζί για το κτήμα; Πανηγύρι καθημερινό… Πόσες αγάπες δεν άρχισαν από εκεί; Πόσους σεβντάδες και πόσο κουράγιο καθημερινά έδινε το Σταυρί στο επίπονο ανεβοκατέβασμα της Πατωμένης, με την ελπίδα για τους νιους και τις νιες πως κάπου θα φτάσουν και θα συναντήσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο; Γι’ αυτό άλλωστε τραγουδήθηκε από την παρέα με το γνωστό τους τραγούδι (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι….). Το Σταυρί, ας μην ξεχνούμε, είναι η πάνω πόρτα εισόδου στην Αγιάσο. Σήμερα το φαινόμενο αυτό σχεδόν έχει εκλείψει. Τα μουλάρια, τις φοράδες και τα γαϊδούρια τα αντικατάστησαν τ’ αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Στου Μπογιατζή πάμε πια με αυτοκίνητο… Και όμως, όσο και αν σας φανεί παράξενο, μια μέρα το χρόνο ξαναζωντανεύει… όχι όμως από μαζώχτρες και ραβδιστάδες, αλλά από προσκυνητές, που την παραμονή της Παναγίας ξεκινούν κατά εκατοντάδες από τα γύρω χωριά, κυρίως από τη Μυτιλήνη, για να ‘ρθουν με τα πόδια στη Μεγαλόχαρη.

Τα παλιά χρόνια ο κόσμος γλεντούσε πιο τακτικά. Υπήρχαν μέρες που έπαιζαν ταυτόχρονα και τρεις ορχήστρες σε διάφορα στέκια. Πολλές φορές μέσα στην πατινάδα που φέρνανε βόλτα τους μαχαλάδες τα παλικάρια, για να κάνουν καντάδα στις αγαπημένες τους, τύχαινε να συναντηθούν στον ίδιο μαχαλά οι παρέες και τότε τα πράγματα μπέρδευαν, είχαμε παρατράγουδα, ποιος θα πάρει την πρωτιά, ποιανού λόγος θα περάσει. Πολλές φορές κατέληγαν σε καβγά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρώτοι που το έβαζαν στα πόδια ήταν οι οργανοπαίχτες. Έβαζαν το πολύτιμο όργανο κάτω από τη μασχάλη, για να το προστατέψουν, και μην τους είδατε… Πολλές φορές επικρατούσε η λογική. Τότε και οι δυο ορχήστρες μαζί έπαιζαν τις επιλογές των ενδιαφερομένων στα κορίτσια τους. Μετά χώριζαν, για να συνεχίσουν ο καθένας χωριστά το γλέντι του.

Έκανα όλο αυτό τον πρόλογο, θέλοντας να τονίσω ότι τα μουσικά ακούσματα του Στρατή αρχίζουν μέσα από την κούνια, μια που σχεδόν καθημερινά στο καφενείο τους έπαιζε μουσική. Από παιδί άρχισε να μαθαίνει σε χρόνο ρεκόρ και να τραγουδά τα νέα τραγούδια (δίσκους), που αυτή την εποχή μετριόντουσαν στα δάχτυλα, δεν υπήρχε υπερπαραγωγή, όπως σήμερα. Μέσα στο καφενείο που ήταν, όπως είπαμε, κάτω από το σπίτι τους, κρεμόταν στον τοίχο μια κιθάρα. Ήταν σύνηθες φαινόμενο τότε στα καφενεία και στα κουρεία να υπάρχουν έγχορδα μουσικά όργανα, άλλωστε πολλοί είναι οι κουρείς και οι καφετζήδες που έπαιζαν κιθάρα ή μαντολίνο. Αυτή λοιπόν την κιθάρα έπιασε ο Στρατής, μ’ αυτή πρωτόπαιξε τις πρώτες νότες. Παρέλειψα να σας πω ότι έπαιζε ραμόνα (φυσαρμόνικα). Από πολύ μικρός ακόμα είχε ένα παγιαυλί (φλογέρα) από καλάμι, που του το ‘χε φτιάξει κάποιος γέρος, που ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο και καθόταν στο κελί κάτω από τη σκάλα στην εκκλησία της Παναγίας που ανεβαίνει στο γυναικωνίτη. Τον θυμάμαι και εγώ αυτόν το γέρο. Νομίζω ότι έμενε και μετά το πανηγύρι στην Αγιάσο. Νικόλα νομίζω τον έλεγαν. Έφτιαχνε παγιαυλιά και τα πουλούσε στα παιδιά. Θυμάμαι που δεν είχε λεφτά να τ’ αγοράσει ο Πάνος μας και προσπαθούσε να το φτιάξει από μόνος του. Ο Πάνος Κουτσκουδής ήταν και αυτός ένα εξαίρετο μουσικό ταλέντο. Δεν υπήρχε όργανο που να μην το έπαιζε, φυσαρμόνικα, φλογέρα, οκαρίνα, χαβάγια, κιθάρα, μαντολίνο, πιάνο. Το βιολί που το αγαπούσε πάρα πολύ το απόφευγε λόγω μιας αγκύλωσης από τραυματισμό στο μικρό του δάχτυλο, που τον εμπόδιζε να παίζει. Στο ακορντεόν ήταν σπεσιαλίστας. Ποιος από τους μεγάλους δε θυμάται τον Πάνο με το ακορντεόν. Σκεφτείτε, έπαιρνε ένα χόρτο ή μια κλωστή, τη δάγκωνε, με το ένα χέρι την τέντωνε και την έκανε χορδή, ανάλογα με το τέντωμα και τα τσιμπήματα με το νύχι του άλλου του χεριού έβγαζε τις νότες που ήθελε και έπαιζε διάφορους σκοπούς. Ήταν συνομήλικοι, μέλη της Χορωδίας του Αναγνωστηρίου. Και οι δυο μαζί με τον Πάνο Παγωτέλη και το Βασίλη Βασιλάκη (Αριστίγια) παίζανε στις φιλολογικές βραδιές. Ρώτησα το Στρατή αν ζητούσαν τότε από τους πατεράδες τους να πάνε να σπουδάσουν μουσική. Μόνο σφαλιάρες θα εισπράτταμε, μου απάντησε… Τα ταλέντα γενικά, μου είπε, αδικούνται, να μην πω χάνονται εδώ στην επαρχία, και έφερε παράδειγμα το Χαρίλαο Ρόδανο, το Στρατή Ψύρρα και το Γιάννη Σουσαμλή ή Κακούργο… Φυσικά ο καθένας δικαιούται χωριστά το δικό του κεφάλαιο. Ελπίζω στο μέλλον να μπορέσω να ασχοληθώ με τον καθένα χωριστά.

Επανέρχομαι στο Στρατή. Μετά από την κιθάρα έπιασε για πρώτη φορά το μπουζούκι του Λευτέρη Καλέλη, που κι αυτός σύχναζε στο καφενείο του Στρατή, που είχε νοικιασμένο ο Γρηγόρης Λαλαδέλης (Καμτζουρέλ ). Επειδή κάθε τόσο η μουσική έπαιζε, ο Λευτέρης, για να μην τρέχει κάθε τόσο στο σπίτι να πάρει ή να θέσει το μπουζούκι του, το κρέμαγε και αυτός μέσα στο καφενείο. Ακόμα, αν θέλετε, ήταν και σαν δόλωμα, πρόκληση, για τους πελάτες, που όπως το έβλεπαν κρεμασμένο ήταν πολύ πιο εύκολα να πουν στο Λευτέρη παίξε μας ένα σκοπό, παρά να τον στείλουν στο σπίτι να πάει να το φέρει. Το ταλέντο και η θέληση νομίζω δε χρειάζονται πολύ χρόνο για να αξιοποιηθούν! Έτσι έγινε και με το Στρατή… Πήρε γρήγορα δικό του μπουζούκι και το ‘ριξε στη μελέτη. Όταν μια μέρα τον άκουσε ο Λευτέρης να παίζει έμεινε έκπληκτος από τον τρόπο και την ευχέρεια που διέθετε στο παίξιμο και του ζήτησε να συνεργαστούν. Ο Λευτέρης Καλέλης, όπως προανάφερα, ήταν ένας φτασμένος ταλαντούχος μουσικός. Μουσική δε διάβαζε, όμως ήταν δεξιοτέχνης στους αυτοσχεδιασμούς. Ήταν οικογένεια τα Καλέλια, πρέπει να ‘ναι ξαδέλφια με το γνωστό Παναγιώτη Καλέλη, που ακόμα με το παίξιμο του και τα τραγούδια του συγκινεί, είναι δε σολίστ σ’ ένα από τα σωματεία της Μυτιλήνης που καταβάλλουν προσπάθειες για τη διατήρηση και τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής. Ο Λευτέρης έφυγε πρόωρα από τη ζωή και μαζί και το ταλέντο του… Κρίμα που τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα, να είχαμε τουλάχιστον ακουστική επαφή με το παίξιμο του, με το ταλέντο του… Ο Λευτέρης τότε ήταν επαγγελματίας, έπαιζε πότε μόνος του, πότε με το Ραφαήλ Σουσαμλή, που τον συνόδευε με το σαντούρι. Δούλευε ως ελεύθερος μουσικός και πρέπει να συνεργαζόταν και με το Βασίλη Βαγιάνα. Παρ’ όλες τις αναζητήσεις μου δεν κατάφερα να πληροφορηθώ πότε άρχισε η συνεργασία και πως. Ο Βασίλης δε φημιζόταν για το καλό του παίξιμο, είχε όμως το κάτι άλλο, ήταν φοβερός στον αυτοσχεδιασμό, στο στίχο. Στη στιγμή μπορούσε να γράψει και να προσαρμόσει, ανάλογα με την περίπτωση και τις απαιτήσεις του γλεντιού, έξυπνες ρίμες, που τις έλεγαν υπό τύπον μπάλου ή αμανέ, και το χρήμα έπεφτε άφθονο, γιατί συγκινούσαν, βλέπετε. Η μουσική από μόνη της συγκινεί, ο στίχος όμως μαζί της δίνει άλλη διάσταση στη συγκίνηση, αγγίζει πολύ βαθιά την ψυχή. Με το Βαγιάνα εγώ δε θα ασχοληθώ, υπάρχουν άλλοι που είναι πολύ πληροφορημένοι για το έργο του, ειδικά το σατιρικό, που προσέφερε στο αγιασώτικο καρναβάλι… Τα χρόνια πολλά… οι θύμησες μπερδεμένες… Όπως μου εξομολογήθηκε ο Στρατής, παρ’ όλη την επιμονή μου, δε θυμόταν να μου πει τίποτα απ’ όλα αυτά. Χάνουμε λάδια πια, Προκόπη μου, είπε, το μόνο που μου τόνισε είναι ότι η τόση τους επιτυχία οφειλόταν στις μεταξύ τους καλές σχέσεις και στο ότι και αυτοί μαζί με τις παρέες διασκέδαζαν, με λίγα λόγια πρώτα ικανοποιούσαν το δικό τους κέφι, παίζοντας και τραγουδώντας, και μετά της παρέας. Μου είπε όμως άλλα σημαντικά, που νομίζω θα είναι άγνωστα σε πολλούς. Όταν τον ρώτησα για το αν ήταν αλήθεια ότι ήταν έτοιμοι να πάνε στην Αθήνα να χτυπήσουν δίσκο, συγκεκριμένα (Στο Σταυρί πα στο γεφύρι…), βγήκε το συμπέρασμα πως η ορχήστρα τους ήταν η πρώτη ορχήστρα μπουζουκιών που μπήκε στα μεγάλα σαλόνια, στα μεγάλα τζάκια της Μυτιλήνης τα τότε χρόνια, όπως του Παναγή Δουκαρέλη (εμπορία αυτοκινήτων, μοναδικός αντιπρόσωπος τότε), του Μπίνου, του Λαλέλη, του Στέλιου Κουρουμπακάλη και άλλων. Ο Παναγής Δουκαρέλης ήταν αυτός που θα αναλάμβανε τα έξοδα όλα για τη μετάβασή τους στην Αθήνα για το δίσκο. Δεν πραγματοποιήθηκε αυτό το ταξίδι. Βασική αιτία η ανεμελιά, που οφειλόταν πιο πολύ στην επαρχιώτικη δειλία, και ο πόλεμος που μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον Οκτώβρη του 1940.

Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)
Ο Λευτέρης Καλέλης (αριστερά), ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας και ο Στρατής Σεντουκάς στα κέφια τους…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Σεντουκάς)

Ήταν φαίνεται η πιο αξιόλογη έγχορδη ορχήστρα σε ολόκληρη τη Μυτιλήνη, περιζήτητη. Από ό,τι μου είπε, παίζανε σε αριστοκρατικά κέντρα, όπως η «Αίγλη», κέντρο που ήταν τότε απλησίαστο για το λαουτζίκο… Ας μην ξεχνούμε ότι ο τόπος μας έχει χαρακτηριστεί το πλούσιο νησί με τους φτωχούς κατοίκους… Τα τότε χρόνια η αντίθεση ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πιο εμφανής από σήμερα. Αιτία ήταν οι πολύ νωπές πληγές από τη μικρασιατική καταστροφή. Το νησί μας δέχτηκε αρχικά το μεγάλο όγκο των προσφύγων, που πολλοί ρίζωσαν και φτιάχτηκαν εδώ, άλλοι έμειναν προσωρινά και μετά έφυγαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πολλές φορές θα σας έτυχε σε συζήτηση επάνω ν’ ακούσετε… Έκανα ή πέρασα από τη Μυτιλήνη…

Ο Στρατής μου είπε ακόμα ότι τότε που έπαιζαν στην «Αίγλη», στο συνοικισμό της Απάνω Σκάλας, στο κέντρο του Κουτσομύτη, είχε έρθει για λίγες μέρες ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μεταξύ των τότε μουσικών έγινε λόγος για ένα καλό μπουζούκι που παίζει στου Κουτσομύτη. Πήγε, τον άκουσε και εντυπωσιάστηκε τόσο, που περίμενε και όταν πέρασε η ώρα πήρε το θάρρος και του ζήτησε να τον ακούσει, είχε καταλάβει πως αυτός ο μπουζουκτσής ήταν το κάτι άλλο και πως μια μέρα θα γινόταν μεγάλος δάσκαλος… Μπορεί τότε ο Τσιτσάνης να ήταν ένα καλό φημισμένο μπουζούκι, δεν μπορεί όμως κανείς να πει πως ήταν τόσο αναγνωρισμένος όσο μεταπολεμικά και τώρα μετά το θάνατο του… Του ζήτησε τη γνώμη του. Ο άλλος δέχτηκε να τον ακούσει. Αν ήταν μερικά χρόνια μετέπειτα, ίσως να μην μπορούσε να τον πλησιάσει. Τον έβαλε και έπαιξε λίγα κομμάτια. Τι να σου δείξω του λέει, ένα έχω να σου πω, όταν παίζεις, μην περιορίζεσαι μόνο στις νότες του δίσκου, βάζε μέσα και δικά σου, έχεις από ό,τι βλέπω τις δυνατότητες, είσαι πολύ καλός. Αν κατεβείς καμιά φορά στην Αθήνα, έλα να με βρεις.

Παρέλειψα να σας πω, όπως μου είπε ο ίδιος, ότι ο Στρατής Ρόδανος (Άννα), ο πατέρας του Χαρίλαου, είχε αναγνωρίσει το ταλέντο του, τη δυνατότητα να τυπώνει σωστά τον κάθε δίσκο που άκουγε. Είχε γερό αυτί, όπως λένε στη μουσική γλώσσα. Για την ικανότητά του αυτή τον έστελνε στο Καμπούδι, στο μοναδικό τότε καφενείο που υπήρχε, του Στρατή Γαββέ, που το είχε νοικιασμένο και το δούλευε ο Σπύρος Τινέλης (Μανιά), ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έφεραν ραδιοπικάπ στην Αγιάσο. Μερακλής όπως ήταν, όποιος δίσκος κυκλοφορούσε έπρεπε να ακουστεί στο μαγαζί του Σπύρου… Μετά την ακρόαση ο Στρατής πήγαινε στο Σταυρί – κάτω από τη γέφυρα υπήρχε η παράγκα – καπνοπωλείο του Παναγιώτη Ευαγγελινέλη και αμέσως από κάτω ήταν το καφενείο του Προκόπη Χτενά. Εκεί μέσα τον περίμενε ο Στρατής Ρόδανος έτοιμος με μολύβι και κόλλα πενταγράμμου. Τον έβαζε να ψιθυρίζει σιγά σιγά το σκοπό και, όπως ήταν γνώστης της μουσικής, τους ήχους τους έγραφε σε νότες. Από εκεί, ύστερα από πρόβες ήταν έτοιμο το τραγούδι να παιχτεί από όλη την ορχήστρα. Ο Ρόδανος παρότρυνε το Στρατή να συνεχίσει τη μουσική, ήταν δε πρόθυμος να τον διδάξει. Αυτός όμως του απαντούσε αργότερα, από επιπολαιότητα. Τώρα μεγάλος, κι αν δεν του χρειάστηκε η μουσική για επάγγελμα, ωστόσο αναγνωρίζει το ασυγχώρητο λάθος του και συνιστά σ’ όποιον κάποτε δίνεται η ευκαιρία να μάθει κάτι να μην το αψηφά και να μην το αφήνει, με τη δικαιολογία του… αργότερα…

Η συνεργασία του Σεντουκά, Βαγιάνα, Καλέλη και Παπαγεωργίου κράτησε μέχρι που κηρύχτηκε ο πόλεμος και τα ισοπέδωσε όλα… Ο Στρατής Σεντουκάς έφυγε στη Μέση Ανατολή το Φεβρουάριο του 1941. Κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο και έλαβε μέρος σ’ όλες τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο (σύρματα), όπως συνηθίζεται να λένε. Πού καιρός λοιπόν για μπουζούκια και τέτοια… Φυσικά μέσα στη δίνη του πολέμου, αν καμιά φορά βρισκόταν κάτι σχετικό, έριχνε λίγες πενιές, διασκεδάζοντας ο ίδιος μαζί και οι συνάδελφοι του. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, ο Ιερός Λόχος ήταν από τις πρώτες ελληνικές μονάδες στρατού που ήρθαν στην Ελλάδα. Όταν απολύθηκε από το στρατό, έμεινε στην Αθήνα, έψαχνε για δουλειά… Παλιά μου τέχνη κόσκινο, λέει και η παροιμία. Λεφτά είχε. Βρήκε ένα καλό μπουζούκι, το αγόρασε, κατηφόρισε προς τις Τζιτζιφιές, πήγε και βρήκε τον Τσιτσάνη… Φίρμα πια αυτός, δε θυμόταν το μικρό αμούστακο παιδαρέλι από τη Μυτιλήνη. Ωστόσο τον κράτησε. Πάντοτε όμως οι φίρμες εκμεταλλεύονται τους μικρούς… Τα λεφτά λίγα, αναγκάστηκε να φύγει. Στο μεταξύ σχετίστηκε με το Βαμβακάρη και πιο πολύ με τον αδελφό του Αργύρη. Έπαιξε μαζί τους, λίγο ακόμα να γίνει επαγγελματίας. Το μπουζούκι και γενικά αυτούς που ασχολούνταν με τα νυχτερινά κέντρα την εποχή εκείνη, συνήθως ο λαός τους συνέδεε με τους ανθρώπους του υπόκοσμου. Γενικά είχαν μειωμένη υπόληψη, χασικλήδες, πρεζάκηδες τους αποκαλούσαν και πολλά τραγούδια που λέγονταν τότε είχαν τέτοιου είδους θέματα. Αυτή η ρετσινιά τον βασάνιζε από πολύ παλιά, μάλιστα σε μια κόντρα με τον πατέρα του, σχετικά με το θέμα, του έκανε δριμείες παρατηρήσεις, λέγοντάς του: μαστούρας θέλεις να καταντήσεις. Είχε ήδη μια προσωπική εμπειρία… Κάποτε κάποιος, άγνωστος τότε καλλιτέχνης, σήμερα γνωστός στο πανελλήνιο, με δίσκους, με προβολή στην TV, με συναυλίες, προσωπικό στυλ του αποδίδουν σήμερα, μη έχοντας δουλειά ζήτησε να τον πάρουν να παίξει μαζί τους. Ας βγάλει και αυτός ένα ψωμί… ήρθε που ήρθε από τη Μυτιλήνη, ας βγάλει τα έξοδά του, είπε ο Λευτέρης. Τον δέχτηκαν. Αυτή τη μέρα παίζανε στη «Φαμάκα». Είναι και σήμερα ακόμα το εξοχικό κέντρο του Σταυριού. Πήρε το όνομα «Φαμάκα» από το όνομα κάποιου καραβιού, γιατί πράγματι είναι στενόμακρο και καταλήγει στην άκρη σαν πλώρη καραβιού, μόνο τα ξάρτια του λείπουν… που όμως τα αναπληρώνουν τα πανύψηλα πεύκα, που δεσπόζουν στην πλώρη του… και σκορπίζουν άφθονο ίσκιο και δροσιά. Τη μέρα, μα ιδίως τα βράδια, είναι πανόραμα… Μέσα από το άνοιγμα που αφήνουν ο λόφος του Μαυριώτη από τ’ αριστερά, και του Σπανού το ράχτο από δεξιά, προσφέρει μια θαυμάσια θέα, φαίνεται πολύ μέρος από το καταπράσινο τμήμα του νησιού με αρκετά χωριά που φεγγοβολούν τις νύχτες σαν πυγολαμπίδες. Όπως έπαιζαν λοιπόν στη «Φαμάκα» – η ώρα είχε προχωρήσει – σε μια στιγμή ο τύπος του πρότεινε τσιγαρλίκι. Αδελφέ μου, του λέει, ρούφα μια πρέζα… Στην αρχή δεν το ‘πιασε, όταν όμως του το ξανάπε, κακώς το δέχτηκε ο Στρατής… Ήταν η μόνη φορά που ήρθαμε σε σύγκρουση με το Λευτέρη, γιατί αυτός ήταν που έκανε την πρόταση. Του λέω, ή εγώ ή αυτός, και έφυγα από το πάρκο. Η ώρα, όπως σας είπα, ήταν προχωρημένη. Αποτέλεσμα να διακόψουν και έτσι δεν είχε έκταση το επεισόδιο. Φυσικά ουδέποτε τον πήραν μαζί τους. Όσο γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη, από πληροφορίες και άλλων μουσικών, προκύπτει ότι ανέβαινε τακτικά στην Αγιάσο. Δεν ψυχραθήκαμε ποτέ άλλοτε, θα μου πει, αυτό άλλωστε ήταν το μεγάλο μας πλεονέκτημα. Ενεργούσαμε πάντοτε με γνώμονα τη λογική, ο εγωισμός δεν κατάφερε να μας παρασύρει. Αυτό μου το τόνισε επίμονα και επέμενε στην άποψή του ότι η επιτυχία οφειλόταν στην καλή συνεργασία τους. Αυτή η εμπειρία και η παρατήρηση του πατέρα του ήταν χαραγμένη βαθιά μέσα στη μνήμη του… Αυτός ήταν ο λόγος, καίτοι του δόθηκε η ευκαιρία, να αποστραφεί το δρόμο της νύχτας. Έγινε ταξιτζής. Με το ιδιόκτητο του ταξί μεγάλωσε τα τρία παιδιά του, δυο αγόρια και ένα κορίτσι, που είναι εκπαιδευτικοί. Το μεράκι του να χτυπήσει δίσκο το πραγματοποίησε. Κάποιος Καλλιθιώτης μουσικός, ο Δημήτρης Ευσταθίου, τον άκουσε να παίζει και να τραγουδά. Μαζί μ’ αυτόν χτύπησαν ένα δίσκο με τίτλο «Καλλιθέα».

Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)
Στο καφενείο του Στρατή Τάλιου στο Σταυρί, την επόμενη των Φώτων, πριν από αρκετά χρόνια. Διακρίνονται από αριστερά οι μουσικοί Σταύρος Ρόδανος, Στρατής Παπάνης, και Χαρίλαος Ρόδανος, καθώς και οι «χορευτές» Γιάννης Καλφαγιάννης, Γιάννης Γιαταγανέλης, (;) και Ευάγγελος Κοντής (Μπουνατσέλης)

Τον ρώτησα αν υπάρχει διαδοχή. Υπάρχει μου απαντά και σε πολύ βελτιωμένη μορφή. Ο μικρός του γιος κατάφερε να ξεπεράσει τον πατέρα του… Νομίζω πως κάθε πατέρας θα πρέπει να νιώθει περήφανος, όταν το παιδί του τον ξεπερνά. Καίτοι σπούδασε μαθηματικός, προτίμησε το ελεύθερο επάγγελμα (είδη υγιεινής), κληρονόμησε όμως το ταλέντο του πατέρα του. Έμαθε να γράφει και να διαβάζει μουσική. Είναι δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, συνεργάζεται τακτικά με τον Πολυκαντριώτη και με το Νικολόπουλο, λαβαίνει μέρος σε συναυλίες, πήγε τουρνέ για τρεις μήνες στην Αμερική, στο Σικάγο, δούλεψε στη Λυρική Σκηνή με έργα Χατζηδάκη, Ξαρχάκου και άλλων Ελλήνων συνθετών. Όλα αυτά όμως χωρίς αποκλειστική επαγγελματικότητα μουσικού.

Πετυχημένος οικογενειάρχης ο Στρατής, συνταξιούχος τώρα πια, χαιρόταν τη ζωή… Και ενώ όλα πήγαιναν καλά και ωραία, ξαφνικά και αναπάντεχα έχασε τη γυναίκα του… Ας του ευχηθούμε να βρει παρηγοριά στα παιδιά του και τα εγγόνια του. Το Στρατή την Κλουστρή τον θυμούνται και τον αγαπούν όλοι οι κάποιας ηλικίας Αγιασώτες, γιατί στο πρόσωπο του ξυπνούν παλιές όμορφες αναμνήσεις, τότε που ο κόσμος ήταν αγνός, πιο μπεσαλής, τότε που διασκέδαζε αυθόρμητα και που η Κλουστρή τραγουδούσε με λόγια και μουσική τον καημό του. Γι’ αυτό πολλές φορές τον σταματάνε πολλοί στο δρόμο και τους ακούς να λένε συγκινημένοι… Ε ρε Στρατιέλ’… πού ‘νι, ρε, έφτα τα χρόνια τα παλιά, θμάσι;… Και αν κανείς από τους νέους ρωτήσει ποιος είναι αυτός, να του λεν… η Κλουστρή, ένας καλός τραγουδιστής, ένα καλό μπουζούκι, που εργάστηκε με το Λευτέρη Καλέλη και το Βαγιάνα, με ανθρώπους που τα ονόματά τους πέρασαν στην παράδοση της Αγιάσου…

Η ζωή της ορχήστρας αυτής δε σταμάτησε όταν έφυγε ο Στρατής, αλλά συνεχίστηκε και μέσα στην Κατοχή και μεταπολεμικά, πλαισιωμένη και με άλλα πρόσωπα. Ένας επιζών είναι ο Στρατής Παπαγεωργίου, για τον οποίο θα γράψουμε άλλη φορά.

Αγιάσος, 27.7.1991

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ

Α. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

… Χριστούγεννα! Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης! Όμορφη, νοσταλγική. Ολονών η καρδιά χτυπά τούτες τις μέρες κάπως διαφορετικά. Νιες και νιοι, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, όλοι αισθάνονται αλλιώτικα. Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθείς, στην πιο απόμερη γωνιά της ελληνικής γης κι αν σταματήσεις, αυτές τις μέρες κάτι διαφορετικό θα δεις να γίνεται. Κάτι που σε παίρνει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και σε πάει σε κόσμους άλλους. Κάτι που σε ξανακάνει παιδί, σε γεμίζει νοσταλγία και αγάπη, σου ανοίγει την καρδιά διάπλατα, την κάνει πιο τρυφερή. Κάτι το μεγάλο!…

Είναι λοιπόν δυνατόν να μη χτυπήσουν και στην Αγιάσο τούτες οι μέρες κάποια άλλη νότα; Στην Αγιάσο τη σπινθηροβόλα, την πνευματική, την όμορφη, την εφευρέτρα; Η Αγιάσος η θρησκευτική δε θα ενσωματωθεί με τις μέρες αυτές, για να τις γιορτάσει με όλο της το είναι; Όμορφα και ζεστά έθιμα! Ρομαντικά, νοσταλγικά! Πρόσωπα χαρούμενα! Καρδιές γελαστές. Μερακλίδικες προετοιμασίες….

Παραμονές Χριστουγέννων! Όλοι σε αναβρασμό. Μικροί και μεγάλοι. Μοσκομυρίζονται και καθαρίζονται τα σπίτια. Συγχαίρονται κι αυτά, μαζί με τους νοικοκύρηδές τους, τις γιορτές αυτές τις μεγάλες. Αγοράζονται, από τα μπακάλικα, τα υλικά για τα γλυκά που θα φτιάξει κάθε σπίτι και όλα τα απαραίτητα, για το γιορτινό φαγοπότι.

Ρούχα και παπούτσια, σε πρώτη γραμμή. Και φτάνουμε στο κυριότερο. Στο κρεατικό. Νήστευε ο κόσμος τότες και το περίμενε πώς και πώς! Παραμονές Χριστουγέννων, σφαζόντουσαν πολλά ντόπια γουρούνια, για το κρέας της φαμελιάς. Απ’ αυτό παστώνανε το λαρδί (χοιρινό) σε ξύλινα βαρέλια. Τούτο το είχανε για αργότερα, που τρώγεται ψημένο ή και ωμό και είναι ένας θαυμάσιος μεζές. Επίσης γεμίζανε και μακριά, μοσκομυριστά λουκάνικα.

Παραμονή Χριστουγέννων και η οικογένεια όλη ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Τα ζεστά μελωμένα φνίτσια, τα πασπαλισμένα με ψιλοκομμένο καρύδι, και με την καρυδοπαπούδα, στο μέσον, μοσκοβολούν στο αρμάρι. Τα ρούχα, σιδερωμένα και κολαρισμένα, περιμένουν στην κρεμάστρα το ξημέρωμα. Τα παπούτσια, καλογυαλισμένα, αστραποβολούν. Απόψε, θα κοιμηθούν νωρίς, γιατί με την αύριο θα ξυπνήσουν χαράματα, για να παν στην εκκλησιά. Κάλαντα τούτες τις μέρες, παλιά δε λέγανε, ούτε την Πρωτοχρονιά. Τα ‘λεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Β. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Παραμονές Πρωτοχρονιάς και δε θα βρεις Αγιασώτισσα, που να μην είναι ανασκουμπωμένη μέχρι τους αγκώνες, και γεμάτα ζύμες τα χέρια της. Φτιάχνουν τις βασιλόπιτες και βιάζονται να τις παν στο φούρνο, που κι αυτός δουλεύει τώρα ασταμάτητα. Τις βασιλόπιτες παλιότερα τις κάνανε όλοι σχεδόν « αλπανάβατις », με τα φύλλα. Αυτές γίνονται από φύλλα ζύμης, που άνοιγαν με την ματσόβεργα πάνω στο σοφρά. Τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο και ανάμεσά τους μπόλικη κανέλα και άλλα μπαχαρικά, και βέβαια ζάχαρη.

Τα τελευταία χρόνια όμως, όλο και χάνει έδαφος η παραδοσιακή αυτή λιχουδιά, λόγω του ότι είναι δύσκολη λίγο στο φτιάξιμό της (ποιός ανοίγει φύλλο σήμερα;) και γιατί είναι κάπως βαρυστόμαχη. Τη θέση της πήρε σήμερα η «ανιβατή», που κάνουμε με προζύμι και που ‘ναι, όπως αυτή που συνηθίζεται στις μέρες μας.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς επίσης θα πάρουν και το «αμίλητο νερό». Θα τρέξουν οι νιες σε μια βρύση έξω (στου Ηλιογραμμένου, στου Μπαχτσέ και αλλού) και θα γεμίσουν το κουμάρι τους νερό, χωρίς όμως να βγάλουν μιλιά στο δρόμο. Χρειάζεται κι αυτό για το ποδαρικό.

Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς και γέμιζαν τ’ Αγιασώτικα σοκάκια με φωνές παιδικές: «Πουδαρκό μι τουν Άγιου Βασίλ’». Να πώς μας το λέει η Ειρήνη Καμπούρη το ποδαρικό. «Ανήμερα τ’ Αγιού Βασλιού, ταχτέρ ταχτέρ, τα μουρά παίρνιν απ’ τις ακκλησιές ένα ακόνισμα τσι γυρίζιν στα σπίτια τσι φουνάζιν: «Πουδαρκό για τουν Άγιου Βασίλ’». Οι νκουτσαράδις ανοίγιν τ’ πόρτα τσι παίρνιν τουν Άγιου μέσα, τουν θυμιάζιν τσι κάνιν του πουδαρκό.Ύστιρα δίνιν τουν Άγιου πίσου στα μουρά μαζί μι του μπαξίσ’ μια δικάρα γή ένα φνίτσ’. Έφτη τ’ μέρα έ το’ χιν σι καλό να παν να χιριτούν στα σπίτια, γιατί πήγι τ’ ακόνισμα τσ’ έκανιντουν του χιριτσμό. Τα.παλκάρια κόβγιν βόλτις στα σουκάτσια τσι γνέφτιν πι καρσί τς αγαπτσέσντουν. Τσι τα κάλαντα, όξου απ’ τ’ πόρτα λέγασιντα τα μουρά. Γιου νκουτσύρς έρχτι του μπαξίσ’ απ’ του παναθύρ’, για να μη μπαίνιν μέσα στου σπίτ’ οι καλαντστάδις τσι βλέπιν τ’ γιαβουκλού».

Επίσης ο Στρατής Κολαξιλέλης μας λέει: «Το ποδαρικό για τον καινούργιο χρόνο γινόταν από μικρά παιδιά, τα οποία, επειδή δεν έχουν αμαρτίες, φέρνουν καλοτυχιά. Με τη φράση «γεια χαρά, τσ’ Άγιους Βασίλς, καλουχρουνιά να δώσ’ ου Θιος», τα παιδιά ράντιζαν τα δωμάτια με νερό και σπούσαν καταγής το κουμάρι κι ένα ρόδι, λέγοντας «όπως είναι το ρόδι γεμάτο, έτσι να είναι και του νοικοκύρη το σπίτι απ’ όλα τα αγαθά».

Τα κάλαντα τα έλεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Επειδή από την Καμάδα των ελιών (1850) δε γινόντανε επισκέψεις, οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο, λεγόντανε μεταξύ των γυναικών στις εκκλησίες, μεταξύ δε των ανδρών στα καφενεία.

Τσι τ’ χρόν, Μάριελ’. Καλή Χρουνιά.

Φχαριστώ, μουρ’ Άμιρσέλ’. Καλουχρουνιά ας δώσ’ ου Θιός.

Γ. ΦΩΤΑ

Τα Φώτα είναι η τελευταία από τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου. Μ’ αυτή κλείνουν οι μέρες αυτές (είναι βέβαια και η γιορτή του Άι-Γιάννη, στις 7 του Γενάρη) και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Στις εκκλησίες γίνεται, παραμονή κι ανήμερα, ο Μεγάλος Αγιασμός. Ο κόσμος με τα μπουκάλια στα χέρια θα τρέξει να πάρει τον Αγιασμό. Τον αγιασμό της παραμονής, τον θέλει για τα σπίτια και τα χωράφια. Τον αγιασμό της κυρίως ημέρας τον πίνουνε, αφού βέβαια νηστέψουν την Παραμονή όλη μέρα. Την παραμονή επίσης θα γυρίσει κι ο παπάς ένα-ένα τα σπίτια, και θα τ’ αγιάσει.

Η παραμονή των Φώτων είναι και η μέρα των καλάντων. Από νωρίς προετοιμάζονται τα παιδιά, βρίσκουν τις παρέες τους, ακονίζουν το λαιμό τους και περιμένουν, ώρα με την ώρα, να βραδιάσει, να πάρουν σβάρνα τα σπίτια. Μ ένα καλάθι στο χέρι γυρνάνε από πόρτα σε πόρτα, λένε τα κάλαντα και περιμένουν στο τέλος στην πόρτα για το φιλοδώρημα. Άλλοι ρίχνουν στο καλάθι πορτοκάλια, μανταρίνια, σύκα, καρύδια, φνίτσια, κι άλλοι, οι πιο κουβαρντάδες, δίνουν και λεφτά. Στο τέλος θα κάτσει όλη η παρέα να μοιράσει ό,τι μάζεψε. Σήμερα το καλάθι πια δε φέρνει γύρα τους δρόμους. Τα παιδιά το μπαξίσι τους το παίρνουν μόνο σε λεφτά. Κάλαντα λέγαν και τα παλικάρια. Πήγαιναν στο σπίτι, όπου έμενε η γιαβουκλού τους και για να την καλαντήσουν, αλλά και για να ανταλλάξουν καμιά ματιά.

– Α τα πούμι;

– Άιντι ρε πέτι τα!

Άρχισι, γλώσσαμ, άρχισι,

άρχισι μη φουβάσι

τσι τα τραγούδια που θα πεις –

καλά να τα θυμάσι.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμε

τα ψηλουκαμουμένα,

άγγελοι τα ζουγράφισαν

μι διαμαντένια πένα.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμι

πέτρα να μη ραγίσει

κι ου νοικοκύρης του σπιτιού

χίλια χρόνια να ζήσει.

 

Αφέντημ, είσι άξιους,

είσι τσι τιμημένους

τσ’ απ’ όλους μες στη γειτουνιά

ισύ ‘σι ξακουσμένους.

 

Εσένα πρέπ’, αφέντη μου,

καράβι ν’ αρματώσεις

τσι τα κουπιά του καραβιού

να τα μαλαματώσεις.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς

να πας ταχιά στα Φώτα,

που θα βαφτίσιν του Χριστό

τσ’ είνι μιγάλη δόξα.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς,

να πας στην εκκλησιά σου,

άσπρα ζουμπούλια πέφτουνι

απ’ την περπατηξιά σου.

 

Την κόρη σου τη μοναχή

μην την παντρέψς ακόμα,

γιατί θα στείλιν προυξινιά

από τη Βαβυλώνα.

 

Είπαμι τσ’ απουείπαμι,

ας πούμε τσι του χρόνου.

Του χρόνου τσι τ’ αντίχρονου

να’μαστε ινουμένοι…

 

Φέρ’ μας πανέρια κάστανα,

πανέρια πουρτουκάλια,

φέρ’ μας τσ’ ένα γλυκό κρασί

να πιουν τα καλαντάρια.

Άιντι τσι τ’ χρόν’!

Ου Θιος α δώσ’!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 44/1988

ΑΓΙΑΣΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΡΥΘΜΟ ΖΩΗΣ

Ο αγαπητός φίλος μας και συνεργάτης της «Αγιάσου» δημοσιογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Λεοντής είχε την καλοσύνη ν’ αντιγράψει από την καθημερινή πρωινή πολιτική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Ταχυδρόμος» (φύλλα 12ης και 13ης Αυγούστου 1930) τις αναδημοσιευμένες από την αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημ. Λαμπράκη ταξιδιωτικές εντυπώσεις του γνωστού λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (Κ. Νέαρχου), που αναφέρονται στο νησί μας κι ειδικότερα στην Αγιάσο του 1930.

Οι παραπάνω ταξιδιωτικές εντυπώσεις αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο του Κώστα Ουράνη. Σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο του συγγραφέα «Ταξίδια. Ελλάδα» (έκδοση του βιβλιοπωλείου της «Εστίας»), όπου μπορεί κανείς να δει την τελική μορφή του κειμένου (σσ. 287-291. «Η γραφική και γαλήνια Αγιάσο»). Ανάμεσα στο αναδημοσιευμένο κείμενο του «Ταχυδρόμου» και στο κείμενο της έκδοσης της «Εστίας» υπάρχουν κάποιες διαφορές, φραστικές κυρίως.

Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρεται κυρίως στον κόλπο της Γέρας, στην Καρίνη, στον άγνωστο την εποχή εκείνη ζωγράφο Θεόφιλο, στις φυσικές ομορφιές, στις ασχολίες των κατοίκων, στην ανύπαρκτη τότε τουριστική υποδομή και στο «Νέο Ξενώνα», στο Σανατόριο «η Υγεία» και στην άρνηση των κατοίκων να χτιστεί στον τόπο τους, από την οποία εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος και λόγιος Μιχαήλ Ροδάς (1884-1948) κι έγραψε το θεατρικό έργο «Οργή του δάσους»…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα
Ο πανέμορφος κόλπος της Γέρας ζωσμένος από λιόδεντρα

Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη

Α’

Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη, πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου την Αγιάσο. Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε κι αυτός ακόμα ο αέρας που σχημάτιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν καυτός. Έκαιγε τα μάτια μας κι έκανε την αναπνοή μας ξηρή και δύσκολη.

Στον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τον οποίο περνούσαμε, τσιγαρίζονταν εκατομμύρια τζιτζίκια. Φύλλο δέντρου δεν εκινείτο. Από τα χαμόδεντρα που φουντώνουν έως μπροστά στις ακτές του κόλπου, εβλέπαμε τα νερά του ν’ ακινητούνε, γυαλιστερά σαν καθρέφτης πάνω στον οποίο πέφτει κάθετο το φως του ήλιου. Μια άχνα ζέστης επικάθονταν στην επιφάνεια.

Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγευμένο το βλέμμα. Είναι από τους πιο ωραίους του κόσμου και η στενή γραφική του είσοδος θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Δεν υπάρχει όμως ικανότης θαυμασμού που ν’ αντέχει σε μια ζέστη σαν εκείνη που μας εφλόγιζε. Κοιτάζαμε τη γυαλιστερή του έκταση μ’ ένα βλέμμα κατηφές και αδιάφορο – αναστενάζοντας για ένα μόνο πράγμα: για λίγη δροσιά.

Το πέρασμά μας από τα Κεραμιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν άλλοτε οι Τούρκοι και στο οποίο είναι εγκατεστημένοι σήμερα πρόσφυγες, μας έδωσε μια στιγμή χαράς: Στο ρείθρο του δρόμου, που τον έσκιαζαν μεγάλα δέντρα, έτρεχαν μ’ ένα σιγανό μουρμουρητό ποτιστικά νερά. Περάσαμε όμως χωρίς να σταθούμε, αφήνοντας πίσω νεαρές προσφυγοπούλες που άπλωναν στα προαύλια των καλυβιών τους φύλλα καπνού για να ξεραθούν. Ο σωφέρ μας υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο. Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια έριχναν μιαν ανακουφιστική σκιά σ’ έναν μικρόν ισοπεδωμένο περίβολο, του οποίου το κέντρο κατελάμβανε μια στρογγυλή χαβούζα μ’ ασβεστοχρισμένα τοιχώματα, κατά το ήμισυ γεμάτη νερό. Το νερό φαινότανε ακίνητο, τελματωμένο σχεδόν, στον χωμάτινο όμως πυθμένα της χαβούζας ανέβλυζε αόρατη μια πηγή παγωμένου και άφθονου νερού που ξέφευγε από ένα άνοιγμα και διαχύνονταν κατά μήκος των πλατανιών σε γάργαρο μυστικό ρυάκιο. Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα εκείνη ήταν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από έναν πλάτανο. Συνήθως τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχαίες ρεκλάμες της σοκολάτας τα τοπία της Ελβετίας. Είναι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, οι οποίες εις επίμετρο είναι εφωδιασμένες και μ’ ένα βραχνό φωνόγραφο. Το καφενεδάκι όμως αυτό της Καρίνης ήταν μια επί πλέον ομορφιά στην ομορφιά των νερών και των βαθιών ίσκιων. Μερικά δοκάρια μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υπεστήριζαν μια ξύλινη κληματαριά από την οποία εκρέμονταν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, γλάστρες βασιλικού και γαρύφαλλων στόλιζαν την είσοδο του. Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήταν οι τοιχογραφίες που ήταν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγέννησης. Ήταν απλοϊκά και άτεχνα κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη, ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας, ό,τι τύχαινε – κάποτε για λίγη τροφή, συχνότερα για τη δική του ευχαρίστηση.

Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα...
Ο τσαγκάρης Σταύρος Ζαμπιτάς με τον Αντώνη Ηρ. Αναστασέλη και δυο μαστορούπουλα…

Τα θέματα και ο τρόπος της συνθέσεώς τους θύμιζαν τις λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς καρφωμένες σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών. Ο αλήτης ζωγράφος είχε δώσει σ’ αυτές ελεύθερο ρου στη λαϊκή του φαντασία. Είχε ζωγραφίσει συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, ένα περίπατο του Αλή πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων, έναν θεό Άρη, ο οποίος έμοιαζε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μια Αφροδίτη, την οποία κανείς δεν θα ήθελε ως γυναίκα του στην πραγματικότητα.

Αλλά ό,τι ήταν μια χαρά για τα μάτια, ήταν η μουσική ρευστότητα των χρωμάτων, οι γλυκείς συνδυασμοί τους και οι γλυκύτερες ακόμα αντιθέσεις τους, που έκαναν εξ αποστάσεως τους τοίχους του μικρού αυτού καφενείου να φαντάζουν σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες.

Από τον παραδεισιακό αυτό σταθμό ίσαμε την Αγιάσο δεν κάναμε άλλο παρά ν’ ανεβοκατεβαίνουμε πετρώδεις λόφους σκεπασμένους μ’ αναρίθμητες ελιές που ασήμιζαν μέσα στον ήλιο και που εδονούντο αδιάκοπα από το τρυπανιστό τσιτσίρισμα των τζιτζικιών. Μολονότι ευρισκόμαστε σ’ αρκετό ύφος από τη θάλασσα, αναπνέαμε και εδώ έναν αέρα φούρνου εργοστασίου, που εξέραινε τη γλώσσα μας κι έκαιγε τους πνεύμονές μας. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στην Αγιάσο, μάταια όμως την αναζητούσαμε σ’ όλα τα βάθη του ορίζοντος. Επί τέλους αντικρίσαμε μια φάραγγα από την οποία ανέβαιναν προς τον άτρεμο φωτεινό ουρανό πανύψηλες λεύκες με φύλλωμα στενό όπως των κυπαρισσιών. Δεξιά κι αριστερά ανηφόριζαν τη φάραγγα καταπράσινα «μποστάνια». Η παρουσία τους ήταν μια ένδειξις ότι πλησιάζαμε κατωκημένο μέρος. Και πράγματι ύστερα από λίγα λεπτά βλέπαμε τα πρώτα σπίτια της Αγιάσου.

Β’

Η Αγιάσος έχει μια εξαιρετική γραφικότητα. Στον αιώνα αυτόν που η ομοιομορφία διατρέχει τους τόπους σαν ένας ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας, είναι μία έκπληξη και μια χαρά να συναντά κανείς μια γωνία που διατηρεί τον παλαϊκό ιδιόρυθμο χαρακτήρα της ζωής. Γιατί και στην Αγιάσο είναι ό,τι και στο Άγιο Όρος. Η ζωή μοιάζει να κινείται με μια αφάνταστη επιβράδυνση, να είναι αιώνες ολόκληροι πίσω από την εποχή μας. Όλα εκεί είναι απλά, ήσυχα, πατριαρχικά, όπως στους καιρούς που η μηχανή δεν είχε ακόμη εμφανισθεί και οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον πυρετό μας. Τι ωραία και τι ξεκουραστικά που είναι στην Αγιάσο!… Οι στενοί δρομίσκοι με τ’ άνισα καλντερίμια είναι εδώ κι εκεί σκεπασμένοι με καταπράσινες κληματαριές, όπως οι αυλές των επαρχιωτικών σπιτιών και σ’ όλα τα παράθυρα είναι βασιλικοί και γεράνια. Γύρω από τη μεγάλη εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση μαγαζάκια, έχουν πάνω τους τέτοιες πράσινες τέντες φυλλωμάτων. Το μάτι θέλγεται αδιάκοπα με τις εναλλαγές του φωτός και των διακοσμητικών σκιών των κρεμαστών φυλλωμάτων πάνω στα ήσυχα καλντερίμια… Στα κατώφλια των σπιτιών γνέθοντας ή σιγοκουβεντιάζοντας, είναι καθισμένες γρηές και νέες, όλες με μεγάλες μαύρες βράκες και με ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά τους πόδια. Πολλές από τις νέες αυτές ήταν ωραίες με λυγερές κορμοστασιές και ρόδινα πρόσωπα. Κοίταζαν το πέρασμα μας με συμπαθητική περιέργεια, όταν όμως εδοκίμασα να τις φωτογραφήσω έτρεχαν με γέλια να κρυφτούν. Τα τσόκαρά τους κροτούσαν πάνω στο καλντερίμι και καθώς οι βράκες τους κουνιόνταν στο τρέξιμο έδιναν την αστεία εντύπωση κυνηγημένων χηνών.

Στις ήμερες απογευματινές ώρες που άρχιζε να υποχωρεί η ζέστη, οι πόρτες όλες ήταν ορθάνοιχτες και καθώς περνούσαμε βλέπαμε χωρικούς και χωριάτισσες απασχολημένες σε μικρές βιοτεχνίες. Εδώ μια γυναίκα ύφαινε στον αργαλειό της, μια άλλη πιο πέρα σχεδίαζε χρωματιστές παραστάσεις σε κόκκινα κανάτια, προωρισμένα για το νερό, ένας σκάλιζε το ξύλο, ένας άλλος κατεσκεύαζε τσόκαρα. Ήταν όλος ο παλιός κι αργός ρυθμός της ζωής που περνούσε από τα μάτια μας. Γέροι Αγιασώτες με βράκες και καλπάκια στο κεφάλι ανηφόριζαν αργά -αργά προς το Σταυρί, το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του οποίου υπάρχουν γραφικά καφενεδάκια, μία νέα γύριζε από τη βρύση με τη βιβλική της στάμνα στο κεφάλι, ένας νέος χωρικός έσερνε το ανθιστάμενο βόδι του, παντού τέτοιες εικόνες γαλήνιας ζωής – και πάνω απ’ αυτές η αργή καμπάνα του Εσπερινού.

 Ο αγαπητός μας συνάδελφος κ. Ροδάς, γράφοντας τελευταίως για την Αγιάσο, ετόνισε το φιλοπρόοδο πνεύμα που έχει αρχίσει να πνέει και στο απόμερο ορεινό χωριό της Μυτιλήνης και του οποίου πρώτη εκδήλωσις είναι η άδεια που έδωσαν επί τέλους οι χωρικοί να κτισθεί στα πεύκα του βουνού τους ένα σανατόριο. Ο κ. Ροδάς είχε εμπνευσθεί ολόκληρο ένα δραματικό έργο που εστηλίτευε την άρνηση έως χθες των Αγιασωτών να δεχθούν σανατόριο έξω από το χωριό τους κι ήταν φυσικό να χαρεί για το νέο αυτό πνεύμα. Εγώ όμως που αγαπάω ιδιαίτερα τα παλιά πράγματα, εχάρηκα κι αυτήν ακόμα την περιπέτεια που υπήρξε η νύχτα την οποία πέρασε στην Αγιάσο. Το μεγάλο ξενοδοχείο το οποίο, όπως έγραψε με ενθουσιασμό ο κ. Ροδάς, κτίζει η εκκλησία, θέλει πολύ ακόμη για να είναι έτοιμο και το οίκημα στο οποίο μ’ έστειλε να καταλύσω ο πρόεδρος της κοινότητος ήταν το σπίτι μιας συμπαθητικής βρακοφορούσας Αγιασώτισσας της κυρα-Δημητρούλας. Α! Το σπίτι της κυρα -Δημητρούλας!…

Πέρασα μια νύχτα και μισή ημέρα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω αν ήταν ξενοδοχείο ή ιδιωτική κατοικία, γιατί δεν είχε τίποτα απολύτως απ’ ό,τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα ξενοδοχείο, έστω και πρωτόγονο, κι είχε, αντιθέτως, ένα σωρό ξένους: Τρεις μουσικούς που ευρίσκονταν στην Αγιάσο για να δώσουν μερικές συναυλίες… τζαζ-μπαντ, δυο Μυτιληνιές χωρικές που είχαν έλθει να προσκυνήσουν την σεβάσμια εκκλησία της Αγιάσου, ένα υπονωματάρχη και τέλος εμένα και τη συνοδό μου.

Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο... Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)
Όταν άνοιγαν τα θεμέλια, για να χτιστεί το Σανατόριο… Διακρίνονται από αριστερά: Δημήτριος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Περικλής Τινέλης, Απόστολος Σουλτάνης (μιναδόρος), Βασίλειος Χατζηπαυλής (επιστάτης), Πάνος Κουντουρέλης, Κωστής Στεφανής, Βρανιάδης Γλεζέλης (άνω), Γεώργιος Περιβολαρέλης ή Καδής, Μιλτιάδης Γιαταγανέλης, Παναγιώτης Αρβανιτέλης, Προκοπής Στόικος ή Πασάς, Ευστράτιος Αρβανίτης, Ευάγγελος Λαμπρινός, Ευστράτιος Ανδρικού και άλλοι.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βρανιάδης Γλεζέλης)

Το ισόγειο του σπιτιού κατείχετο από διάφορους πτερωτούς και τετράποδους πελάτες, σ’ ένα πατάρι κούρνιαζαν οι δυο χωρικές με την ίδια την κυρα -Δημητρούλα και στο πρώτο πάτωμα, το οποίο απετελείτο από έναν διάδρομο και ένα δωμάτιο, συνωστιζόμαστε… όλοι εμείς οι άλλοι. Για να φτάσουμε ως στο δωμάτιο που είχε δοθεί σε εμάς, έπρεπε να περάσουμε απ’ όλο το φτερωτό τετράποδο και δίποδο κόσμο που εύρισκε άσυλο στο σπίτι της κυρα-Δημητρούλας το πρωί δε ματαίως αναζητούσαμε μια λεκάνη και ένα δοχείο νερού για να πλυθούμε. Αναγκαστήκαμε να περιορισθούμε στο νερό που περιείχε ένα ποτήρι, χρησιμοποιώντας ως νεροχύτη το παράθυρο του δωματίου. Αλλά η νύχτα ήταν δροσερή στην Αγιάσο, στο παράθυρο του δωματίου μας ευωδίαζε ο βασιλικός, τα σεντόνια μας μύριζαν λεβάντα του βουνού και η κυρα-Δημητρούλα με την βράκα της και τα γυμνά της πόδια ήταν τόσο αγαθή και πρόσχαρη που δεν λυπήθηκα γιατί δεν βρήκαμε τελειωμένο το ανεγειρόμενο «Παλάς» της Αγιάσου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Οι παραπάνω σε δύο συνέχειες εντυπώσεις από την Αγιάσο του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Κώστα Ουράνη πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Ελεύθερον Βήμα» της Αθήνας, σημερινό «Το Βήμα», και αναδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Μυτιλήνης των Στρατή Μυριβήλη και Θείελπι Λεφκία, στα φύλλα 12 και 13 Αυγούστου 1930, με τον τίτλο: Στο φωτεινό Αρχιπέλαγος. Αγιάσος, το χωριό με τον παλιό ρυθμό της ζωής. Εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 45/1988

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

1. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ – ΡΥΜΟΤΟΜΙΑ

Η Αγιάσος είναι ένας οικισμός που αναπτύχθηκε με βάση έναν πρωταρχικό άξονα. Ο χαρακτήρας του οικισμού είναι αστικός (βλέπουμε το συνεχές οικοδομικό σύστημα) και οι αυλές λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστες. Σε όσα σπίτια υπάρχουν αυλές, αυτές είναι περιστοιχισμένες από ψηλούς μαντρότοιχους και τελείως απομονωμένες από το δρόμο. Οι στενοί, σκοτεινοί δρόμοι, όπου επικρατεί η συνεχής επανάληψη του βασικού παραλληλεπιπέδου όγκου με την πολύ περιορισμένη πλαστικότητα, είναι αρκετά καταθλιπτικοί.

Στην Αγιάσο έχουμε την εκκλησία της Παναγίας, που αποτελεί το κέντρο του οικισμού, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο και γύρω της αναπτύσσεται ο οικισμός σε σχήμα χωνιού. Προς αυτήν οδηγούν όλοι οι κύριοι δρόμοι, ακολουθώντας το δρόμο της αγοράς, με διεύθυνση κάθετη προς τις υψομετρικές καμπύλες. Καθώς από την περιφέρεια του χωνιού συγκλίνουν προς το κέντρο, συναντιούνται σε οξείες γωνίες, που η διαμόρφωσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της Αγιάσου. Οι δρόμοι αυτοί είναι απότομα ανηφορικοί (ανεβαίνουν περίπου 180m) και για να ευκολύνεται το ξενέρισμά τους ανοίγεται στη μέση τους αυλάκι, που στο τοπικό ιδίωμα το λένε λαγκάδ. Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν επίσης (λόγοι στατικότητας) τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών, σε τρόπο που οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη του ενός με το άλλο. Και επειδή είναι δύσκολο να υπάρξουν αυλές, το πράσινο ξεχύνεται στα μπαλκόνια και γεφυρώνει τους δρόμους, που για τους Αγιασώτες είναι χώροι «ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα καφενεία τους, στην κεντρική πλατεία, είναι συμφιλιωμένα με το δρόμο και έτσι όπως είναι διαμορφωμένα, με μεγάλα ανοίγματα που κλείνονται με τζαμωτά, εξουδετερώνουν το φράγμα του τοίχου και ενοποιούν τους μέσα και έξω χώρους.

Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Μερική άποψη της Αγιάσου. Στο βάθος το Καστέλι. (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Διακρίνουμε στην Αγιάσο ξεχωριστές γειτονιές, οι οποίες είναι: α) η Καρυά, η περιοχή στην εκκλησία της Παναγίας, β) η Μπουτζαλιά γ) ο Απέσος δ) το Σταυρί και ε) η Αγριά, που είναι στα ψηλότερα σημεία του οικισμού. Μπορούμε να πούμε ότι οι παραπάνω γειτονιές έχουν σαν κέντρα τους τις δύο εκκλησίες του χωριού, οι τρεις πρώτες την εκκλησία της Παναγίας και οι άλλες δύο την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Επίσης εδώ μπορούμε να πούμε ότι έχουμε άλλες δύο γειτονιές, το Καμπούδι και το Μαυριώτη, που είναι κι αυτές στα ψηλά σημεία του χωριού. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι δύο είσοδοι-έξοδοι του χωριού είναι η κύρια αιτία της απομόνωσης των γειτονιών μεταξύ τους, αν και παλαιότερα η κύρια αιτία ήταν η διαφορετική κοινωνική σύνθεσή τους, δηλαδή γειτονιές πλουσιότερων και φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η Καρυά και το Σταυρί συγκεντρώνουν τα καλύτερα δείγματα παλιών αρχοντικών.

2. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (ΤΥΠΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ)

Κατ’ αρχάς είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή και αυτό φαίνεται και από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής.

Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο, που προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από την απέναντι ακτή. Από τα πετρώματα του νησιού, τα ηφαιστειακά του βορείου τμήματος είναι και τα καλύτερα, κυρίως γιατί συχνά παρουσιάζονται σε μορφή τόφφων με συμπαγή σύσταση και ποιότητα, που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το ξύλο πάλι το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού, από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια.

Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού. (Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Παλαιά μεγάλη πόρτα αγιασώτικου σπιτιού.
(Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που το πάχος τους ποικίλλει από 60-80εκ., είναι όλο πέτρινοι ή βλέπουμε και την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα στην τοιχοποιία κατά το βυζαντινό πρότυπο. Επίσης στον τελευταίο όροφο βλέπουμε λεπτούς τοίχους από μπαγδατί. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται καθαρά όλη η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και το αρμολόγημα. Για την παρασκευή κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στο τέλος του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν χτιστεί με κουρασάνι. Όταν το κονίαμα είναι με ασβέστη, οι αρμοί συνήθως ξεχειλίζουν και διαμορφώνονται έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα λεπτό πλέγμα ή γίνονται επίπεδοι και πλατιοί και σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος της πέτρας. Όπου πάλι χρησιμοποιείται πηλός, οι αρμοί ξεπλένονται γρήγορα και δίνουν την εντύπωση ξερολιθιάς, γι’ αυτό ανάμεσα στις οριζόντιες στρώσεις τα κενά γεμίζονται με πολλές μικρές πέτρες. Για να βελτιώσουν τη συνεκτικότητα του τοίχου στην περίπτωση αυτή, συχνά ενσωματώνουν ξύλινο σκελετό, συνήθως από καστανιές (φριγγί) κυρίως μετά το σεισμό του 1867. Εκτός από τους τοίχους των οικοδομών, οι πελεκάνοι (πετράδες) έχτιζαν και τους χαρακτηριστικούς αναληματικούς ξερότοιχους (σέτια), που συγκρατούσαν το χώμα στις πλαγιές των βουνών κι επέτρεπαν τη δενδροφύτευσή τους σχεδόν ως την κορυφή.

Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος, που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα.

Η κατασκευή των πατωμάτων γίνεται ως εξής: Επάνω στους μακριούς τοίχους του παραλληλεπιπέδου που πρόκειται να καλυφτεί πατούν ως τρεις κορμοί, τα σιμιντούκια ή κιρίζια, χωρίζοντάς το σε μικρότερα ανοίγματα. Πάνω τους πατούν τα δοκάρια, οι κιρισλιμέδες, σε αποστάσεις ως 40εκ. μεταξύ τους και σ’ αυτούς τέλος καρφώνονται τα σανίδια. Η ίδια κατασκευή χρησιμοποιείται και στα δώματα, όπου συμπληρώνεται με την αναγκαία μόνωση. Αυτή αποτελείται συνήθως από ένα στρώμα ξερών φυκιών, 7-10εκ., την κουμιδιά, που σκεπάζεται μ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης. Το χώμα συνήθως το ανανέωναν κάθε φθινόπωρο και κάποτε το συγκρατούσαν με μια σειρά από πλάκες, τα πουπλάτσα. Στην απόληξη των δωμάτων σχηματίζεται συνήθως ένα γείσο από πλάκες που προεξέχουν κατά 10-15εκ. και από πάνω γίνεται μια υπερύψωση με πέτρες που συγκρατούν το χώμα. Μέσα τους ενσωματώνονται πήλινοι σωλήνες, οι τσουρουχλήτες, που λειτουργούν σαν υδρορροές. Οι καπνοδόχοι (πκαρήδες) διαμορφώνονται χαμηλοί και είναι πέτρινοι ή πήλινα ενσωματωμένα δοχεία ή χυτές κατασκευές από λάσπη. Τα δώματα αντικαταστάθηκαν από την τετράριχτη, ξύλινη κεραμωτή στέγη, που τελικά επικράτησε.

 Στις ξύλινες στέγες βασικά μορφολογικά στοιχεία αποτελούν η διαμόρφωση του γείσου, που φτάνει να προεξέχει μέχρι και 50εκ. και του πκαρή, ψηλής και λεπτής καπνοδόχου, που παρουσιάζεται σε πολλές ποικιλίες.

Χαρακτηριστικές ξύλινες κατασκευές είναι επίσης οι λεπτοί, μη φέροντες τοίχοι από τσατμά ή μπαγδατί. Είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται οι μπαγδατόπηχες, ξύλινες οριζόντιες πήχεις ή καλάμια, που σοβατίζονται και από τις δύο μεριές με ασβεστοκονίαμα, εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Το πάχος τους ποικίλλει από 15-20εκ. και χρησιμοποιούνται σαν εσωτερικοί διαχωριστικοί ή σαν εξωτερικοί στον τελευταίο όροφο, οπότε στις γωνιές τα φορτία της στέγης αναλαμβάνονται από ξύλινα κολονάκια που τους πλαισιώνουν. Κάποτε η εξωτερική τους επιφάνεια δεν επιχρίεται, αλλά επενδύεται με οριζόντιες, καλά προσαρμοσμένες σανίδες, που λέγονται πετσώματα. Ο λόγος που προτιμάται η ελαφριά αυτή κατασκευή για τους ψηλότερους ορόφους είναι ότι προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και ότι κυρίως δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η στήριξή τους γίνεται με τους παρακάτω τρεις τρόπους: α) Με μια σειρά προβόλων, που δημιουργούνται από την προεξοχή των δοκαριών του πατώματος, β) Με ξύλινες και αργότερα σιδερένιες αντηρίδες και γ) Με οποιονδήποτε από τους δυο προηγούμενους τρόπους, που στη συνεχεία κρύβεται με καμπύλη κατασκευή φτιαγμένη από τσατμά.

Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μιά περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών. Όσο για τη διαμόρφωση των εξωτερικών οριζόντιων επιφανειών, αυτές συνήθως στρώνονται με πέτρινες πλάκες. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο, που λέγεται ντουσεμές. Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Στην περιοχή της Αγιάσου συναντάμε δύο τύπους κατοικιών: α) Τα αγροτικά καταλύματα και β) το χωριάτικο σπίτι.

α) Τα αγροτικά καταλύματα βρίσκονται έξω από το χωριό, στα περιβόλια, στα κτήματα ή άλλους ερημικούς τόπους. Σχετίζονται αφ’ ενός με τη συγκομιδή της σοδειάς ή είναι καλοκαιρινά εξοχικά. Είναι πολύ απλά, πέτρινα, με μακρόστενο παραλληλεπίπεδο σχήμα και με δώμα, τα παλιότερα, ή με δίριχτη κεραμωτή στέγη. Η είσοδος είναι από τη μεγάλη πλευρά του παραλληλεπιπέδου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η συνήθεια των Αγιασωτών αγροτών να μένουν μακριά από τα μόνιμα σπίτια τους είναι συνδεδεμένη με το πρόβλημα της εργασίας. Με τις ελιές είχαν απασχόληση μόνιμα μέχρι τον Απρίλη και το καλοκαίρι δούλευαν στους μπαχτσέδες, όπου μετέφεραν τη διαμονή τους. Επειδή η πιο πολλή μέρα περνούσε με δουλειά στο ύπαιθρο, σε πολλές περιοχές δεν έχτιζαν μόνιμες κατοικίες, αλλά κάτι πολύ πρόχειρα καταλύματα από φύλα και κλαδιά δένδρων, που τα χαλούσαν, όταν έφευγαν και τα ξανάφτιαχναν τον άλλο χρόνο. Η προστασία που τους προσέφεραν ήταν στοιχειώδης, λίγο ίσκιο το καταμεσήμερο και λίγο ασφαλέστερο βραδινό ύπνο.

β) Το χωριάτικο σπίτι συνήθως είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες, όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του κυρίως σπιτιού, όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται πάντα το κατώγ’, όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, ντάμια για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, μπαίνουν οι περισσότεροι στην αυλή και μερικοί στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Επειδή το ισόγειο και η αυλή είναι για συναφείς χρήσεις, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά ο χώρος του ισογείου μόλις μπεις, κι όπου ξεκινά η σκάλα, λέγεται μεσ’αυλή και πλακοστρώνεται συνήθως με τον ίδιο τρόπο, όπως και έξω. Η αυλόπορτα είναι ξύλινη, δίφυλλη, όπως και η εξώπορτα του σπιτιού. Σπανιότερα η εξώπορτα βλέπει απευθείας στο δρόμο. Τα δύο κύρια δωμάτια του ορόφου ο ουντάς και το μαγειρειό, συνδέονται με το αξάτο, που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα, στην πρόσοψη σχηματίζουν σαχνισίνια, για μεγαλύτερη όσο το δυνατόν εκμετάλλευση χώρου, με τρόπο που δηλώνεται η εσωτερική δομή του σπιτιού. Για να τονιστεί η σημασία του οντά, το σαχνισίνι του προεξέχει περισσότερο, βρίσκεται δε, σχεδόν πάντα, πάνω από την είσοδο, που φέρει καφασωτό για το φωτισμό της μεσ’αυλής. Στη μέσ’αυλή υπάρχει, δίπλα στην είσοδο, το αποχωρητήριο και απέναντι ένα ξύλινο πατάρι, ο σουφάς, για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες που δημιουργεί η έλλειψη αυλής.

Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου. (Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)
Η «Καφενταρία», επιβλητικό κτίσμα στην Αγορά της Αγιάσου.
(Φωτογραφία Μιχάλη Κορομηλά)

Επίσης βλέπουμε και τριώροφα στενομέτωπα σπίτια. Η χρήση των χώρων σ’ αυτά παραμένει η ίδια, αλλά κάθε όροφος αποτελεί και χωριστό δωμάτιο. Στην όψη δεν υπάρχουν σαχνισίνια, αλλά μικρά ξύλινα μπαλκόνια.

Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα, που δένουν αρμονικά με τον ξύλινο διάκοσμο των ορόφων και τις επιμελημένες ταμπλαδωτές πόρτες. Εντύπωση επίσης προκαλούν οι ευφυείς λύσεις, που επινοούνται για να καλυφτούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σαν φύλλα ντουλαπιών.

Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα. (Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)
Λιθόστρωτος δρόμος Αγιάσου με το «λαγκάδ » στο μέσον, που χρησίμευε για το ξενέρισμα.
(Φωτογραφία Γιάννη Π. Χατζηβασιλείου)

Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει αρχικά το τζάκι, η γωνιά με το ράφι του από πάνω στολισμένο, δύο αντικριστοί καναπέδες κατά μήκος των τοίχων κι ο σουφράς, που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής, ένα ψηλό, περιμετρικό ράφι με όλα τα μπακιρικά και τα πιατικά του σπιτιού πάνω αραδιασμένα, το γυαλοντούλαπο με τα γυαλικά και τέλος το εικονοστάσι με το κρεμαστό καντήλι. Συχνά από το ταβάνι κρέμονται ξερά οπωρικά, σκεύη ή ακόμα και η κούνια του μωρού γι’ αυτό βλέπουμε να υπάρχουν κρίκοι σ’ αυτό. Στο σοφά όπου συγκεντρώνονται τα παράθυρα, υπάρχουν γύρω γύρω τα στρώματα διπλωμένα και ξύλινες κασέλες με το ρουχισμό του σπιτιού και τα προικιά των κοριτσιών. Εκεί κοιμάται η οικογένεια, αλλά και φιλεύονται οι ξένοι.

Το μόνο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το σιντούτσ’. Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό σημάδι της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Σκαλιζόταν από τον ίδιο το νοικοκύρη ή από επαγγελματίες ταγιαδόρους ή από σαμαράδες, συνήθως πάνω σε ξύλο καρυδιάς ή καστανιάς. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του 18ου αιώνα. Τα θέματα τους είναι παρμένα από τη φύση, την παράδοση ή την καθημερινή ζωή και αποδίδονται με τρόπο καθαρά συμβολικό, αποβλέποντας όχι τόσο στην περιγραφική ακρίβεια, αλλά κυρίως στη διακόσμηση. Γι’ αυτό υπάρχει εξάλλου και η ομοιότητα με τα μοτίβα των κεντημάτων. Είναι από τα πιο γνήσια παραδείγματα της ντόπιας λαϊκής τέχνης, το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας με πολύ καλούς μάστορες της τέχνης της ξυλογλυπτικής, που έχουν, μπορούμε να πούμε, σήμερα παγκόσμια ακτινοβολία.

Άλλες κατασκευές που συγκέντρωσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον του Αγιασώτη τεχνίτη είναι οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε είτε έξω από εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους στην είσοδο του χωριού. Η αντιπροσωπευτικότερη είναι αυτή στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Είναι με πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Αποτελεί ένα προσεγμένο τμήμα τοιχοποιίας, που ενσωματώνεται σε μια κοινή τοιχοποιία. Τα στολίδια της είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι), που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά της μέρη.

Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ένα ντάμι στο Ξυλόκαστρο-Παλιοκαρυά (16-8-87) (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Βλέπουμε λοιπόν ότι επιδράσεις προερχόμενες κυρίως από την ισλαμική Ανατολή, αλλά και από την ευρωπαϊκή Δύση, αφομοιώθηκαν πλήρως στο αγιασώτικο ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται από μία λιτότητα και υπαγορεύεται από την εξυπηρέτηση βασικών λειτουργικών αναγκών.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΩΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 41/1987