Πρόσφατα γιορτάσαμε με διάφορες εκδηλώσεις τα 100 χρόνια δράσης του Πνευματικού μας Κέντρου, του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη». Στο πέρασμα της εκατονταετηρίδας το Αναγνωστήριο δέχτηκε πολλές φορές κατηγορίες από ανθρώπους, με απώτερο σκοπό να σταματήσει τη δράση του, η οποία, κατά τη γνώμη τους, θα τους ζήμιωνε.
Θα αναφερθώ σύντομα σ’ ένα γεγονός του 1945. Τότες το Αναγνωστήριο στεγαζόταν απέναντι από το άλλοτε φαρμακείο Πάνου Ευαγγελινού-Γιάννη Χατζηλεωνίδα, σ’ ένα παλιό μαγαζί των αδελφών Πουδαρά. Ήταν φθινόπωρο και επισκέφθηκε την Αγιάσο ο τότε Διευθυντής της Νομαρχίας Μυτιλήνης, ονόματι Παπουτσάνης. Πήγε λοιπόν στο Αναγνωστήριο και με το πρόσχημα ότι ξέφυγε από το σκοπό του έκλεισε παράνομα τις πόρτες και τα παράθυρά του, χωρίς όμως να το κλειδώσει με λουκέτο. Πέρασαν δυο μέρες και μια παρέα από μέλη του Αναγνωστηρίου αποφασίσαμε να πάμε να ανοίξουμε και να μπούμε μέσα. Εξάλλου εμείς ήμασταν οι νόμιμοι, άλλοι παρανόμησαν…
Χωρίς να χάσει καιρό, όπως ήταν φυσικό, ο καλοθελητής ανέβηκε και ειδοποίησε τη Χωροφυλακή. Σε λίγα λεπτά πάνοπλοι χωροφύλακες κατέβηκαν, για να συλλάβουν τους ανυπότακτους, αυτούς που τόλμησαν να μπουν στο σπίτι τους, στο Αναγνωστήριο, στο δημιούργημα των αγράμματων παππούδων μας, που διψούσαν να μορφωθούν και να λευτερωθούν απ’ τη σκλαβιά 500 περίπου χρόνων και να σκεφθεί κανείς πως το Αναγνωστήριο, ένα χρόνο πριν, έγινε ο μπροστάρης, ενός καινούριου, θα λέγαμε, 1821. Μέσα από αυτό στις 25 του Μάρτη του 1944 ξεδιπλώθηκε η γαλανόλευκη και σύσσωμος ο λαός της Αγιάσου στεφάνωσε το μνημείο των ηρωικών νεκρών μας. Εδώ θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά, αλλά σεβόμαστε το χώρο του περιοδικού μας. Αφού λοιπόν μας έβγαλαν έξω, μας οδήγησαν στο σταθμό. Εντωμεταξύ στην Αγιάσο έπεσαν πυροβολισμοί για δημιουργία έκρυθμης κατάστασης. Άρχισε το «κουβάλημα» 50-60 ατόμων, που δεν είχαν καμιά ανάμειξη. Την επαύριο άρχισε η αποσυμφόρηση. Μετά από μήνες έγινε δίκη. Δικάστηκαν τρεις με μικρές ποινές. Το Αναγνωστήριο ανέστειλε τη δράση του και κλειστό έμεινε πάνω από 5 χρόνια…
Είναι δύσκολο, αν μη ακατόρθωτο, να ψηλαφίσει κανείς, μέσα μόνο απ’ τις ποικίλες διηγήσεις των παλιών, τις όμορφες εκείνες εποχές που έζησαν οι πρόγονοί μας, πριν πολλές δεκαετίες, πριν εμείς γεννηθούμε σ’ αυτόν τον τόπο, με την πλούσια πολιτιστική παράδοση και ανάπτυξη στο λόγο και στην τέχνη. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να ζωντανέψουμε τη λαϊκή μας μουσικοχορευτική παράδοση· οι ήχοι πέταξαν, οι γλεντζέδες έφυγαν, τα έθιμα ξεθώριασαν.
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ
Ακριβώς σ’ αυτόν τον τομέα της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης το Αναγνωστήριο, πριν τριάντα περίπου χρόνια, απ’ το 1963, με πρωτεργάτη τον πρόεδρό του Πάνο Πράτσο, με συνεργάτη τον αείμνηστο «δάσκαλό μας», γενικό γραμματέα του Αναγνωστηρίου, Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και βοηθούς εκτελεστές τους μουσικούς Στρατή Ψύρρα και Σταύρο Ρόδανο διέβλεψε πρωτοποριακά την αξία του μουσικού μας πλούτου και με τα τότε πενιχρά μέσα έκαμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Καταγράφηκαν σε παρτιτούρες από παλιούς μουσικούς πάνω από πεντακόσιοι σκοποί και λιγότεροι ηχογραφήθηκαν. Το έργο αυτό αξιολογήθηκε, από ειδικούς και μη, εφάμιλλο προς τα κτίρια που στήθηκαν.
Οι στόχοι αυτής της προσπάθειας ήταν υψηλοί. Ο «δάσκαλός μας» με τη χαρακτηριστική φωνή του μας τους θυμίζει: «Πάλι το λαϊκό τραγούδι και τα παλιά νοσταλγικά χορευτικά απ’ την πλούσια συλλογή του λαογραφικού υλικού του Αναγνωστηρίου Αγιάσου ηχογραφούνται και σήμερα. Έτσι πιστεύουμε ότι διασώζουμε απ’ τη φθορά του χρόνου εκλεκτό λαογραφικό υλικό της όμορφής μας κωμοπόλεως Αγιάσου, που το χαρίζουμε στις παρακάτω γενεές και συμβάλλουμε στην προβολή του χιλιοτραγουδισμένου νησιού μας, της Λέσβου, της νύφης του Αιγαίου σ’ όλη την Ελλάδα…».
Το Αναγνωστήριο δεν έπαψε να διασώζει από τότε μέχρι σήμερα τη λαϊκή μουσική μας παράδοση. Έγιναν δεκάδες ηχογραφήσεις και παρουσιάσεις των τραγουδιών. Τα τελευταία χρόνια δημιούργησε την Παιδική Χορωδία με παιδιά από επτά έως δώδεκα χρονώ, που με τη διδασκαλία του Πάνου Πράτσου υλοποιεί αυτό που λέγεται παράδοση. Και παράδοση είναι τούτο: τα μικρά παιδιά του 1994 τραγουδούν και χορεύουν, με ιδιαίτερη αγάπη και προθυμία, τους νοσταλγικούς εκείνους σκοπούς των προπαππούδων και προγιαγιάδων του 1894!
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ
Ποιες είναι οι ρίζες της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης και ποια πορεία τράβηξε μέχρι το 1935, εποχή που έρχονται στην Αγιάσο τα πρώτα έγχορδα; Πριν προχωρήσω, πρέπει να πω πως ούτε μουσικολόγος είμαι ούτε μουσικός. Είμαι μόνο γοητευμένος με τη μουσική παράδοσή μας και επιγραμματικά αναφέρω στοιχεία που βγαίνουν απ’ την πολύχρονη έρευνά μου, στηριγμένη πάντοτε στην προφορική παράδοση.
Η Αγιάσος ακολουθεί και αυτή στον πολιτιστικό τομέα γενικά την πορεία των άλλων χωριών της Λέσβου. Έχει όμως κάποιες ιδιαιτερότητες πολύ σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, που πηγάζουν από το χώρο, στον οποίο είναι χτισμένη, το Προσκύνημα που διαθέτει και τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν οι παράγοντες αυτοί. Γι’ αυτό, πιστεύω πως κράτησε στοιχεία που δεν κράτησαν άλλα χωριά, δημιούργησε παραλλαγές των μουσικών ακουσμάτων των μικρασιατικών παραλίων ή εμπνεύστηκε καινούργιους μουσικούς δρόμους.
Απελευθερωθήκαμε το 1912 απ’ τον τούρκικο ζυγό και η εξάρτησή μας ήταν σημαντική και καθοριστική απ’ την Ανατολή και την Τουρκία. Η Σμύρνη, αλλά και οι άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων, ήταν οι χώροι επικοινωνίας μας, ιδιαίτερα των Αγιασωτών, που με το Προσκύνημα της Παναγίας είχαμε δοσοληψίες με Σμυρνιούς, Αϊβαλιώτες, Φωκιανούς, Περγαμηνούς…, όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτιστικές.
Φυσικό ήταν, λοιπόν, και στο χώρο της μουσικής και του χορού να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τα ανατολίτικα μοτίβα και ιδιαίτερα το σμυρνιοπολίτικο ύφος. Καθώς μας διακρίνει η ξεχωριστή αγάπη για το τραγούδι, η ευχέρεια να συνθέτουμε στίχους και μελωδίες και το πάθος για γλέντι και χορό, δημιουργήσαμε αυτό που λέγεται «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Αγιάσου».
Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)
Οι Αγιασώτες τα παλιά τα χρόνια τραγουδούσανε και χορεύανε σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής. Στα γεννητούρια με τις μακρόσυρτες διασκεδάσεις, στους γάμους με τα τραγούδια και τους χορούς της περίστασης, ακόμη και στο θάνατο θέλανε το νεκρώσιμο τους. Οι μουσικές δε σταματούσαν να παίζουν στα πανηγύρια, στα κουιτούκια, στα γλιτώματα, στα σπίτια πολλές φορές, στα κάλαντα, στις πατινάδες, στα ισνάφια. Τρικούβερτο γλέντι γινόταν τις απόκριες και οι γειτονιές αντηχούσαν απ’ τη φωνή του αρχινιστή, του Μεγαλέξανδρου με την περικεφαλαία, που τραγουδούσε τη «Σούσα», τη «Λυγερή» και άλλα. Δεν ήταν μόνο οι οργανωμένες κομπανίες, που σκορπούσαν το κέφι και τον ενθουσιασμό. Αντηχούσαν οι ζουρνάδες και τα νταβούλια και στα κουιτούκια απ’ το 1895 (;) πήραν τη θέση τους και οι λατέρνες.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Αγιάσου, “οι μουσικάντες”, απλοί άνθρωποι, αλλά και ιδιόρρυθμοι, είχαν έρωτα προς την τέχνη της μουσικής, ευαισθησία, δημιουργικότητα. Υπήρξαν εκτελεστές, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργοί. Έτσι, βαπτισμένοι μέσα στους ρυθμούς και τις μελωδίες των προγόνων τους, εμπλούτιζαν τη μουσική και πρόσθεταν νέα στοιχεία, χωρίς να ξεφεύγουν απ’ την κληρονομιά τους.
Η πρώτη οργανωμένη κομπανία πρέπει να υπήρχε στην Αγιάσο πριν το 1875, με όργανα το σαντούρι, το κλαρίνο και την μπασαβιόλα. Το 1902 η ορχήστρα αποτελείται από σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και κορνέτα. Στο Μουσείο του Αναγνωστηρίου υπάρχει φωτογραφία της εποχής με αυτή τη σύνθεση. Από το 1913 έχουμε τα “φυσερά” (χάλκινα όργανα) σε πλήρη σύνθεση, με κορνέτα, τρομπόνι, μπάσο και κλαρίνο, πλαισιωμένα με βιολί και σαντούρι. Η ορχήστρα ήταν συναρμολογημένη με τον καλύτερο τρόπο για τις ανάγκες της δουλειάς και των μελωδιών. Υπήρχαν τα πρίμα όργανα και τα βαρύτονα, που εναρμονισμένα, κυριολεκτικά μάγευαν, ενθουσίαζαν, ζέσταιναν τις καρδιές των Αγιασωτών.
Στις αρχές του αιώνα μας οι σκοποί που παίζονταν ήταν συρτοί και μπάλοι, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, καλαματιανά, πηδηχτά. Ιδιαίτερα συγκινούσαν τους Αγιασώτες τα καθιστικά και τα τραγούδια του δρόμου. Χαρακτηριστικό είναι πως τους άγγιζαν σκοποί λυπητεροί, αλλά και ενθουσιώδεις. Αντίφαση που ταιριάζει στο χαρακτήρα του Αγιασώτη. Όμως υπήρχαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί και κάπου ακούγονταν μαντολίνα και κιθάρες. Αυτό συνέβαινε στις ανώτερες τάξεις και στους μορφωμένους, σε πολύ περιορισμένο κύκλο.
Η εισβολή από το 1911 των αντιγραφών της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας δεν επηρέασε καθόλου την παράδοσή μας. Ο Αγιασώτης έμεινε πέρα για πέρα πιστός στις μελωδίες των τραγουδιών, που του μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Δε θεώρησε το ανατολίτικο και αιγαιοπελαγίτικο μοτίβο τούρκικο, όπως έτσι θέλανε να το περάσουνε οι στραμμένοι στη Δύση. Και είναι χαρακτηριστικό τούτο: Ο Αγιασώτης έκανε την επιλογή του, χωρίς να έχει ιδέα από “αυθεντικότητες” ή “καθαρότητες” και διατήρησε ό,τι η φωνή της ψυχής του υπαγόρευε. Τολμώ να πω πως προηγήθηκε των διαπιστώσεων των εθνολόγων και μουσικολόγων και διείδε με την ψυχή του πως η μουσικοχορευτική του παράδοση είναι ελληνική, γιατί κρύβει μέσα της στοιχεία και από το μουσικό σύστημα της κλασικής εποχής και έχει άμεση σχέση με τη βυζαντινή μουσική, όπως και με τη μουσική των γειτόνων λαών της Ανατολής. Τούτο το επισημαίνω ιδιαίτερα, γιατί ορισμένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που λέμε “αγιασώτικα” μπορεί να παρεξηγηθούν και να χαρακτηριστούν ξενόφερτα ή τούρκικα.
ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ «ΦΥΣΕΡΩΝ»
Στην καλλιτεχνική εκδήλωση του περασμένου καλοκαιριού, στις 7 Αυγούστου 1994, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα Εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου, παρουσιάσαμε μια κομπανία, όπως ήταν στις αρχές του αιώνα μας, τα «φυσερά», με σαντούρι, βιολί, κορνέτα, κλαρίνο, λαουτοκιθάρα. Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί σ’ ολόκληρη τη Λέσβο μπάσο και τρομπόνι.
Η σκέψη αυτή πήγασε απ’ τις διηγήσεις των παλιότερων για κλαρινατζήδες και κορνετίστες, που μάγευαν, άναβαν τα αίματα των χορευτών, τους άδειαζαν τις τσέπες, που «χαλούσαν τον κόσμο» για δυο τρεις μέρες, τότε που οι άνθρωποι χαίρονταν τη ζωή και τη ζούσαν.
Οι παλιοί μελωδικοί σκοποί και τα τραγούδια, παρμένα απ’ την πλούσια μουσικολαογραφική συλλογή του Αναγνωστηρίου, επιλέχτηκαν απ’ τις εκατοντάδες του αρχείου μας, έτσι, για να δώσουν δείγματα και μόνο της μουσικής παράδοσης της Αγιάσου, που για πρώτη φορά εκτελούνται από «φυσερά».
Η αναβίωση της ορχήστρας των «φυσερών», με το χρώμα-ύφος των παλιών μουσικάντηδων, θεωρείται σχεδόν ακατόρθωτο. Εμείς ξεπεράσαμε τα ποικίλα και μεγάλα προβλήματα και με τη συμμετοχή στρατιωτικών μουσικών παρουσιάσαμε τα «φυσερά», τους χορευτές και τους τραγουδιστές μας. Οι χορευτές, παλιοί και νέοι, χόρεψαν γνήσια και απλά, όπως παλιά χόρευαν, χωρίς επιτηδεύσεις και φιγούρες. Την ίδια εκδήλωση παρουσιάσαμε, ύστερα από πρόσκληση του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» της Αθήνας, στις αρχές Νοεμβρίου, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Λέγανε πως παλιά οι Αγιασώτες, καθώς την αυγή ξεκινούσαν για τη δουλειά τους και περνούσαν απ’ τα κουιτούκια, όταν το αποσπερινό γλέντι είχε ανάψει, ξεχνούσαν τον προορισμό τους, μαγεύονταν, άκουγαν στην αρχή και έμπαιναν και αυτοί στο γλέντι, στη συνέχεια.
Είμαστε στις αρχές του αιώνα μας. Ας φανταστούμε μια γειτονιά της Αγιάσου με τα σαχνουσίνια της, τα γραφικά της δρομάκια, στο βάθος το κουιτούκι με τα παλικάρια κι απέναντι τις όμορφες κοπέλες να ρίχνουν στα κλεφτά ερωτικές ματιές υπό την “αυστηρή” επίβλεψη των μανάδων. Στο βάθος του δρόμου ξεπροβάλλουν οι μουσικάντες και πίσω αγκαλιασμένα τα παλικάρια στην καθιερωμένη τους πατινάδα. Ο σκοπός που ακούγεται είναι:
Τα Νταμπάνια ή Ξύλα
Ενθουσιώδης σκοπός του δρόμου, που είναι συνδεδεμένος με τη στήριξη της σκεπής του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου της Αγιάσου το 1878. Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός, που αντικαταστάθηκαν οι μύλοι, ώστε όλο το χωριό, με τους βιολιτζήδες μπροστά, βοηθούσαν τους βοδαραμπάδες στην ανηφόρα προς το Καμπούδι, να μεταφέρουν τους τεράστιους καστανίτικους κορμούς-νταμπάνια, που θα στήριζαν τη σκεπή. Πρέπει να είναι εμβατήριο τούρκικο, που το άλλαξαν οι Αγιασώτες και το έφεραν στα μέτρα τους. Η καθεαυτού ονομασία του είναι Κιούρτικο και η μελωδία του είναι μαρς. Το παράγγελναν στις πατινάδες μαζί με ένα αραβικό. Από διηγήσεις του Στρατή Ρόδανου (1885-1960) επί τουρκοκρατίας πήγαιναν και το παίζανε κάθε χρόνο στον Τούρκο διοικητή, στην Αγιάσο, όταν γιόρταζε, τους κέρναγε και τους πλήρωνε καλά. Ξεκίνησε, λοιπόν, από την Αγιάσο, σήμερα παίζεται σ’ όλο το νησί, αλλά αλλαγμένο σε συρτό. Είναι σκοπός του δρόμου, δε χορεύεται στη σωστή του μελωδία, είναι ο κατεξοχήν σκοπός που ξεσηκώνει τους Αγιασώτες. Είναι ο σκοπός μας.
Αραβικό (αράπκου)
Είναι ένας απ’ τους πιο παλιούς σκοπούς (μέσα του 19ου αιώνα) και απ’ τους ωραιότερους. Σκοπός της παρέας, «τσουμπουσλούδκους», όπως τον λέγανε, δηλαδή μεγάλος, που να μην τελειώνει γρήγορα και να γλεντούν οι γλεντζέδες. Αργόσυρτο, γεμάτο παράπονο, φούσκωνε τις ψυχές των παλικαριών, που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό μαζί και κλάμα. Το «αραβικό» αυτό το είχε δώσει ο Παναγιώτης Ρόδανος (1856-1931) σε νότες στον Πάνο Πράτσο το 1930.
Νταμπαχανιώτικο με αμανέ
Ηταν μελωδία σμυρνιά. Το όνομα το πήρε απ’ τα Νταμπάχανα, συνοικία της Σμύρνης. Ήταν ο πιο μερακλίδικος σκοπός και το καθεαυτού «νταμπαχανιώτικο» που παράγγελναν οι Αγιασώτες. Οι παλιοί μουσικοί της Αγιάσου το άλλαξαν και έβαλαν κομμάτια από άλλα νταμπαχανιώτικα και το έκαναν πιο μερακλωμένο. Στο τέλος έκλεινε με τη «χήρα» και ένα «τσάκισμα», αγιασώτικη επινόηση. Στο «νταμπαχανιώτικο» ο αμανές ήταν απαραίτητος. Ο αμανές στο χώρο τον αιγαιοπελαγίτικο εθεωρείτο ανώτερο είδος τραγουδιού, μιλούσε κυρίως για θάνατο και στην πλειονότητα είναι ένα μοιρολόγι. Αποτελείται από πλούσιους αυτοσχεδιασμούς και τον τραγουδούσε ο καλλίφωνος της παρέας:
Αχ, όσο μπορείς, καρδούλα μου,
– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,
κρύβε βαθιά τον πόνο,
για να μην ξέρει ο καθείς,
– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,
με τι μεράκι λιώνω.
Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ’ (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)
Ισπαχάν
Στις αρχές του αιώνα μας, στην Αγιάσο, υπήρχαν γλεντζέδες, που είχαν μανία να πάρουν τη μουσική, όχι να χορέψουν, αλλά ν’ ακούν διαλεχτές ανατολίτικες μελωδίες, τα σαρκιά. Τέτοιες μελωδίες διάταζαν και μετά το χορό, ιδιαίτερα τις αυγές, όταν ήταν πλέον μερακλωμένοι. Μεγάλη πέραση είχε, όταν το παίζανε με τα «φυσερά»… Ακούγονταν όλα τα όργανα, από το ένα μέχρι το άλλο, σε άριστο συνδυασμό. Απολάμβαναν, κερνούσαν και σπούσαν. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Το όνομα Ισπαχάν αραβικό, μάλλον πόλη. Το ύφος του ανατολίτικο, πένθιμο, και ο ρυθμός του αργός. Η μελωδία αυτή μαζί με τα συρτά ήταν η τροφή των μουσικάντηδων, δηλαδή τους απέφεραν πολλά χρήματα. Το γλυκό παίξιμο των φυσερών έδιδε στη μελωδία κάτι το ξεχωριστό.
Ανάθεμα τον αίτιο
Οι παλιοί σκοποί της Αγιάσου δεν είχαν λόγια. Υπάρχει όμως με λόγια το παραπάνω καθιστικό. Είναι ίσως το πιο παλιό τραγούδι στην Αγιάσο. Τα λόγια υπήρχαν. Οι Αγιασώτες το θυμούνται απ’ τους πατεράδες τους πριν το 1850. Μοιάζει με μοιρολόγι, τραγούδι του αποχωρισμού, αναθεματίζει τον αίτιο του χωρισμού δυο ερωτευμένων νέων της παλιάς εποχής. Μ’ αυτό είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι μουσικολόγοι Σίμων Καράς και Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο κανονικός ρυθμός του είναι αργός, όπως παλιά το τραγουδούσαν, σε αντίθεση προς το διαφορετικό χρώμα που πήγε να του δώσει ο Σίμων Καράς στις ηχογραφήσεις του. Τα λόγια του γεμάτα πόνο και παράπονο:
Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το ‘χει αμαρτία,
να χωριστούμ’, αγάπη μου, χωρίς καμιά αιτία.
Συ μπαχτσές τσι γω φιντάνι,
να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει.
Αγάπα με, πουλάκι μου, όπως μ’ αγάπας πρώτα,
τα ξένα λόγια μην ακούς,, μόν’ την καρδιά σου ρώτα.
Σάλτα τσ’ άρπα μ’ απ’ του κύμα,
μη πνιγώ τσ’ έχεις το κρίμα.
Θα το ‘χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου
κι όταν σε συλλογίζομαι θα λιώνει το κορμί μου.
Κλαι η καρδιά μ’ τσι δε μιρώνει
σαν της ερημιάς τ’ αηδόνι.
Σ’ αφήνω την καληνυχτιά και έχε γεια, χρυσό μου,
πιάσε πως ήταν όνειρο τον αποχωρισμό μου.
Έχε γεια τσι γω παγαίνου
μι τ’ αχείλι του καμένου.
Σαν το κεράκι έλιωσα
Η πατινάδα, δηλαδή η βόλτα μέσα στις γειτονιές, ήταν απαραίτητο μέρος του γλεντιού. Με το βασίλεμα του ήλιου, τα παλικάρια αγκαλιασμένα έβαζαν τη μουσική μπροστά και τραβούσαν για τις γειτονιές με τα κουιτούκια. Σωστό πανηγύρι. Μοναδικός τρόπος ν’ αρπάξουν την κλέφτικη ματιά της αγαπητικιάς τους. Ο έρωτας, ο μεγάλος τύραννος του παλικαριού που αγαπά και δε βρίσκει ανταπόκριση, καταντάει τυραννία που δεν μπορεί να παραβγεί με τίποτα. Ασήκωτο το παράπονο του.
«Σαν το κεράκι έλιωσα»: σκοπός του δρόμου. Η μελωδία υπήρχε στις αρχές του αιώνα μας. Τα λόγια μπήκαν ύστερα από τον Πάνο Πράτσο, ο οποίος και στο μουσικό μέρος πρόσθεσε στο τέλος το σόλο, για να κλείσει ομαλά, σύμφωνα με τον τονισμό του.
Τόσο σκληρή και άπονη δεν το ‘λπιζα για να ‘σαι,
να λιώνει το κορμάκι μου και να μην το λυπάσαι.
Δε με λυπάσαι, δεν πονείς, δε βλέπεις, δεν πιστεύεις,
σαν το κεράκι έλιωσα, έσβησα, έλιωσα
και συ ακόμα με παιδεύεις.
Κάφτει μι γήλιους, κάφτει μι, κάφτει μι τσι του κάμα,
και ένας καπνός απί φουτιά βγαίν’ από την καρδιά μου.
Σαν του μουρό κατάντησα, όπου δεν έχει γνώση,
στα χέρια σου που έμπλεξα, αλίμονο μπερδεύτηκα
και τώρα ποιος θα με γλιτώσει
(δυο φορές και σόλο βιολί).
Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι
Το Σταυρί, η γνωστή συνοικία της Αγιάσου, είναι χιλιοτραγουδισμένο. Τα παλιά τα χρόνια ήταν ο τόπος πρωινής συνάντησης των ερωτευμένων, όταν ξεκινούσαν οι κοπέλες και τα παλικάρια, κατά εκατοντάδες, για το λιομάζεμα, πριν ακόμα φέξει. Ο ερωτευμένος νέος παρακαλεί να μην τελειώσει αυτή η όμορφη στιγμή, διατεθειμένος να ξαγρυπνά μερόνυχτα για το χατίρι της καλής του. Δύσκολες οι εποχές για τους ερωτευμένους.
«Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι». Γρήγορο, με στίχους γεμάτους καημό και παράπονο. Η μελωδία του πολύ παλιά. Την είχε σιγοτραγουδήσει ο παπα-Κανιμάς στον Πάνο Πράτσο, όπως τη θυμόταν από παλιούς, και μετά ο τελευταίος έβαλε και τα λόγια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως το στίχο:
«Στου Σταυρί τσι στουν Απέσου
στρώσε μου, κυρά, να πέσου» τον είχε πει το “Καλ’καντέλ’, γι Αμιρικάνους”. Τη δεύτερη στροφή
«Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,
να κατιβούν γοι πουταμοί, να μη παγαίνου ακόμα» την πήρε απ’ το «Λιουλόγου» του Παπανικόλα, επειδή του άρεσε.
Ανέλυσα σαν το κερί, κάηκα σαν λιβάνι,
με το σεβντά σ’ αρρώστησα και ποιος θενά με γιάνει.
Στου Σταυρί, στου Σταυρί στου μουνουπάτι,
βάσανα, βάσανα που ‘χ’ η αγάπη.
Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,
να κατιβούν γοι πουταμοί, να μην παγαίνου ακόμα.
Στου Σταυρί, στου Σταυρί πα στου γιουφύρι
ξαγρυπνώ, ξαγρυπνώ για θκο σ’ χατίρι.
Όλος ο κόσμος χαίρεται, χαίρεται και γλεντίζει
και μένα η καρδούλα μου σαν κάρβουνο μαυρίζει.
Στου Σταυρί, στου Σταυρί τσι στουν Απέσου,
στρώσε μου, στρώσε μου, κυρά, να πέσου.
Αφήνω τη καληνυχτιά, πέσε, γλυκά κοιμήσου
και στ’ όνειρο σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.
Στου Σταυρί, στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι,
τα παράπουνα, τα παράπουνα να πούμι.
Αυτά τα τραγούδια απετέλεσαν το πρώτο μέρος, τα καθιστικά. Το δεύτερο μέρος περιείχε τραγούδια χορευτικά.
Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου… (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Ωραία Μπουτζαλιά
Οι Αγιασώτες χόρευαν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Χόρευαν συρτά και μπάλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα και καλαματιανά σμυρνέικα. Ένα καθαρά αγιασώτικο τραγούδι, που χορεύεται και σαν συρτό, είναι η “Ωραία Μπουτζαλιά”, τραγούδι τονισμένο σε σμυρνέικη μελωδία που υπήρχε. Παλιά δεν το χόρευαν, απλώς το τραγουδούσαν. Έχει ένα ενθουσιαστικό χρώμα. Ξεκίνησε απ’ την ωραία συνοικία της Μπουτζαλιάς, τότε που ήκμαζε το κουιτούκι του Δημητρίου Ρούγκου. Εκεί σύχναζαν μέρα νύχτα πολλοί γλεντζέδες, «τ’ αλάνια τς Μπουτζαλιάς», και πάνω στα γλέντια τους σκάρωναν και τετράστιχα, για να πειράξουν το Ρούγκο, που ήταν χήρος με δυο μικρά παιδιά, αλλά και υπομονετικός, χωρίς να παρεξηγιέται μ’ αυτά που του κάνανε.
Ωραία Μποντζαλιά μου, που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους σουστό πουταναριό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου, στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα, δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό, πλέρουσί του του μουρό
τσι σα δε του πληρώσεις, θα του πληρώσου γω.
Ανάθιμά σι, Καλαλέ, που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
δέσ’μου θέλιν π’ του λιμό τσι ρίξ’μου μες στου πγάδ.
Συρτός της νύφης
Πολύ παλιός και πολύ γνωστός είναι ο συρτός της νύφης, σμυρνιός με αμανέ. Το συρτό στην Αγιάσο τον χόρευαν δυο δυο. Τον χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη. Μ’ αυτόν άρχιζε ο χορός και τον παίζανε μέχρι να σηκωθούν να χορέψουν όλοι.
Χαιρόστε, να χαιρόμαστε, γιατί καιρός διαβαίνει κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη πίσω δεν ξαναβγαίνει.
Αυτή είναι η προτροπή που βγαίνει μέσα απ’ τους φιλοσοφημένους στίχους του αμανετζή, την όμορφη στιγμή του γάμου, όπου μόνο η χαρά ταιριάζει.
Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων… (Φωτογραφία Χουτζαίου)
Καρσιλαμάς μυτιληνιός
Μετά το συρτό διάταζαν καρσιλαμάδες. Είναι πιο γρήγοροι απ’ τα ζεϊμπέκικα και μαλακοί. Τους χόρευαν άνδρες και γυναίκες αντικριστά, χωρίς τραγούδι. Τον καρσιλαμά που ονομάζουμε «μυτιληνιό» το 1978 ο Σίμων Καράς τον ηχογράφησε στο Αναγνωστήριο και από τότε οι εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που αναφέρονται στη Λέσβο, αρχίζουν με τη μελωδία του. Μαζί με τον αγιασώτικο αποτελούν τα διαμάντια της μουσικής μας παράδοσης.
Πες μου, φως μου, στο θεό σου, μ’ αγαπάς για με γελάς,
να με περιπαίζεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.
Άνοιξε τα χειλάκια σου και πες μου μιαν αλήθεια,
με τα σωστά σου μ’ αγαπάς ή με τα παραμύθια.
Μου λένε να μη σ’ αγαπώ, μου λένε να σ’ αφήσω,
δίχως εσένα, μάτια μου, πώς ημπορώ να ζήσω;
Καρσιλαμάς αγιασώτικος
Ετσι τον παράγγελναν τα παλικάρια με τα σαλβάρια. Πολύ ζωηρός στο ύφος του, με κοψίματα και τινάγματα, ξεσήκωνε και τις πέτρες, ιδιαίτερα όταν αντάμωνε σε αρμονία ο ήχος του κλαρίνου του Κακούργου και της κορνέτας της Άννας, του Στρατή Ρόδανου. Δεν έχει λόγια, έχει όμως μέσα του το παράπονο.
Γαρουφαλιά
Στα πανηγύρια, στους γάμους και στα γλιτώματα, που στις παρέες βρίσκονταν και γυναίκες, συνηθιζόταν να χορεύεται και ο σμυρνιός καλαματιανός από πολλούς μαζί. Ορισμένοι στίχοι υπήρχαν με το όνομα Γαρουφαλιά, προστέθηκαν όμως και μερικοί από τον Πάνο Πράτσο.
Μ’ αγαπάς, Γαρουφαλιά μου, μ’ αγαπάς για με γελάς,
να με κοροϊδεύεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.
Όσο μου κάνεις πείσματα, χαίρομαι και γλεντίζω,
κατέχω το πως μ’ αγαπάς και δεν κακοκαρδίζω.
Καρδιά μου που ‘σταν λεύτερη, ποιος σου ‘πε ν’ αγαπήσεις
και πού ‘σουνα βασίλισσα, σκλάβα να καταντήσεις.
Φωκιανό
Τα ζεϊμπέκικα, κι αυτά, με το αρρενωπό τους ύφος, χορεύονταν κυρίως από άνδρες. Η προέλευσή τους φαίνεται αρχαιοελληνική, γιατί, όπως γράφει ο Σίμων Καράς «η φυλή των ζεϊμπέκων, που ίσως ήταν ιωνικής καταγωγής, κληρονόμησε αρχαιοελληνικούς χορευτικούς ρυθμούς, αφού το ρυθμικό σχήμα των εννέα χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς». Το φωκιανό είναι βαρύ ζεϊμπέκικο, πολύ παλιό. Το παράγγελναν ιδιαίτερα στην Αγιάσο οι βαρύδες και γονάτιζαν όταν το χόρευαν. Και σήμερα, όταν οι χορευτές διατάξουν ένα βαρύ παλιό ζεϊμπέκικο, οι μουσικάντες βάζουνε το «φωκιανό».
Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)
Χορός με το μαχαίρι
Ένας πολύ χαρακτηριστικός χορός της Αγιάσου είναι ο χορός με το μαχαίρι. Μιμικός χορός, δύσκολος, τον χόρευαν τα Τινέλια στην Αγιάσο και συνεχίζοντας την παράδοση ο μόνος σήμερα που τον χορεύει είναι ο απόγονος τους Βασίλης Τινέλης. Στην αρχή τον χόρευαν αυθόρμητα, αρπάζοντας απ’ το τζάκι τη μασιά, επειδή δεν άφηνε η αστυνομία το μαχαίρι. Χρειάζεται ο χορευτής να έχει δεξιοτεχνία, σταθερότητα στο χέρι, ακρίβεια στις κινήσεις, που γίνονται αστραπιαία. Ο συγχορευτής ακίνητος και απαθής. Βαρύς και επιβλητικός ο χορός, κάπου προκαλεί το φόβο και την αγωνία, αλλά και το γέλιο. Λόγια δεν υπήρχαν. Μετά, το 1963, το τόνισε ο Πάνος Πράτσος.
Βάσανα, καημοί, ως πότε το κορμάκι μου θα τρώτε.
Θάνατο θα προτιμήσω, παρά να σ’ αλησμονήσω.
Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.
Ω λιγνό μου κυπαρίσσι, θάνατος θα μας χωρίσει.
Δε σ’ αρνούμαι, κρύα βρύση, ω λιγνό μου κυπαρίσσι.
Αγαπώ σι τσι του ξέρεις, το ‘μαθες τσι δε μι θέλεις.
Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.
Το μαντίλι σου τινάζεις και θαρρώ πως με φωνάζεις.
Το μαντίλι σου διπλώνεις και θαρρώ πως με μαλώνεις.
Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ.
Αγιά μου, Παναγιά μου
Οι χορευτές έπρεπε να κλείσουν με τον πηδηχτό χορό «Βάλ’ του μαζουμένου» ήταν η παραγγελία. Έδιναν και ονόματα, όπως «Μαλαματένια». Λεγόταν και χόρες. Υπήρχαν πολύ δύσκολες χόρες, μάλλον ρουμάνικες με ευρωπαϊκό στιλ και με κάποιες παραλλαγές στη σύνθεση. Σε ορισμένες υπήρχαν και λόγια. Το «Αγιά μου, Παναγιά μου» είναι ένα πηδηχτό, πολύ παλιό ως μελωδία, αλλά με λόγια που τα έβαλε ο Πάνος Πράτσος. Και πάλι ο ερωτευμένος επικαλείται τη βοήθεια της Παναγιάς της Αγιασώτισσας και των Αγίων, να βοηθήσουν ν’ ανταποκριθεί το ταίρι του στην αγάπη του.
Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Γρηγόρη μου,
βοήθα το πουλί μου να ‘ρθει στη γνώμη μου.
Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Άγιου Στυλιανέ,
βοήθα το πουλί μου, για να μου πει το ναι.
Έλα, χάρε, έλα, χάρε, την ψυχή σκύψε, πάρε,
έλα, πλέλι μ’, μι τα μένα, να πιρνάς χαριτουμένα.
Σε αγαπώ, τι κέρδισα, κοντεύω να πεθάνω
κι η αιτία είσαι συ που τη ζωή μου χάνω.
Μαύρισε γη καρδούλα μου σαν του παπά του ράσου,
μηδί θα τραγουδήσου πια μηδί θενά γιλάσου.
Μι τα σένα θέλου να ‘μι, πα σ’ ένα βουνό καλά ‘μι.
Τρέχουν τα ματέλια μ’, τρέχουν σαν τα σύννιφα που βρέχουν.
Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Λιφτέρη μου,
βοήθα το πουλί μου να γίνει ταίρι μου.
Αγιά μου, Παναγιά μου τσ’ Αγιά μου Φωτεινή,
λαμπάδα θα σ’ ανάψου για μια μελαχρινή.
Έχι την κρυφά, πουλί μου, την αγάπη τη δική μου,
Αγιασώτισσά μου γλάστρα μι τα λούλουδά σου τ’ άσπρα.
Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984). (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Πολύ πλούσια η μουσικοχορευτική μας παράδοση. Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη συνοπτική προσέγγιση και ένα μικρό δείγμα τραγουδιών και σκοπών, που οι πρόγονοι μας παλιά τραγουδούσαν και χόρευαν. Κι εμείς σήμερα με περηφάνια λέμε πως είναι δικά μας και τα τραγουδούμε και τα χορεύουμε. Υπάρχει σκέψη να γίνει μια έκδοση όλου του μουσικολαογραφικού υλικού, που έχει συγκεντρώσει το Αναγνωστήριο και έχω καταγράψει και εγώ σε κασέτες με διηγήσεις παλιών γλεντζέδων και μουσικών της Αγιάσου.
Τις πληροφορίες για τη σύνθεση της εργασίας μου μου τις έδωσαν ο Πάνος Πράτσος, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης και ο Δημήτριος Αγρίτης. Τους ευχαριστώ.
Ο Στρατής Σουσαμλής, ο κλαρινίστας της Αγιάσου… (Φωτογραφία Γρηγόρη Κουρβανιού. Αγιάσος, 2-5-1984)
Ο Στρατής Σουσαμλής είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο στις 20 Μαΐου 1920. Ήταν το πρώτο από τα εφτά παιδιά της φαμίλιας του βιολιστή Αχιλλέα Σουσαμλή και της Μαριγώς Παπάνη (Λιόλια). Από μικρός έδειξε το ταλέντο του, όπως και τα αδέρφια του, ο τραγουδιστής Πάνος (Σάμης), ο επίσης τραγουδιστής και κιθαρίστας Μάριος, ο βιολιστής Βασίλης και ο εμπνευσμένος ποιητής, φίλος και συνεργάτης μας, Όμηρος. Συνεχιστές όλοι τους της μακρόχρονης οικογενειακής καλλιτεχνικής, σε πολλούς τομείς, παράδοσης των Σουσαμλήδων. Δάσκαλος του στάθηκε ο πατέρας του. Έμαθε να παίζει βιολί, κιθάρα, ακορντεόν, αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν το κλαρίνο. Αναδείχθηκε σε δεξιοτέχνη κλαρινίστα. Ήξερε να παίζει και παλιά παραδοσιακά και μοντέρνα ευρωπαϊκά και μάλιστα μπορούσε να μεταπηδά, με μεγάλη ευκολία και άνεση, από το ένα είδος στο άλλο, πράγμα που είναι αρκετά δύσκολο.
Από νωρίς ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και ήταν μέλος του Σωματείου Μουσικών Μυτιλήνης. Συνεργάστηκε με πολλές κομπανίες. Άφησε εποχή η ορχήστρα του Κήπου της Παναγίας (1955 – 1957), που την αποτελούσαν ο ίδιος, τα αδέρφια του Μάριος και Βασίλης, ο ξάδερφος του Παναγιώτης Προκοπίου Σουσαμλής (τύμπανα) και οι μακαρίτες σήμερα Παναγιώτης Μαλούκης (ακορντεόν) και Γρηγόρης Κουρβανιός (μπουζούκι). Ιδιαίτερη στάθηκε η αγάπη του και για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», που το βοήθησε σε πολλές μουσικές εκδηλώσεις – θεατρικές παραστάσεις (οπερέτες, ηθογραφίες).
Το 1974 έπαψε ν’ ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική και εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Αθήνα. Εδώ συνεργάστηκε από την πρώτη στιγμή με το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών». Ήταν παρών σε κάθε εκδήλωσή του. Έπαιζε για τον εαυτό του, για τους συμπατριώτες του, για τους φίλους του. Το 1989 μόνο, για ένα χρονικό διάστημα, δίδαξε μουσική σε νέα παιδιά της Αγιάσου, στα πλαίσια των προγραμμάτων Λαϊκής Επιμόρφωσης του Υπουργείου Πολιτισμού…
Υπήρξε καλός οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε το 1950 τη Δέσποινα Βασιλείου Μαλούκη και απόχτησε τρία παιδιά, τον Προκόπη, ο οποίος επί πολλά χρόνια ήταν ενεργό μέλος του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών», τη Χριστοφία και το Γρηγόρη. Επίσης ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και το 1947 εκτοπίστηκε στη Ζάκυνθο, όπως έγινε και με πολλούς άλλους πατριώτες, στα δύσκολα χρόνια των πολιτικών παθών και της μισαλλοδοξίας…
Ο Μεθόδιος Κουρκουλής υπήρξε ένας φλογερός Αγιασώτης δάσκαλος, ιερωμένος και πατριώτης, που πρώτος το 1905 άνοιξε το δρόμο των Αγιασωτών για το Νέο Κόσμο, δημιουργώντας πολλές καλές ελπίδες σε πολλούς φτωχούς, αλλά δημιουργικούς συγχωριανούς του.
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου – ο μετέπειτα πρωθιερέας Μεθόδιος Κουρκουλής – γεννήθηκε στην Αγιάσο γύρω στα 1860, αφού στα 1886, λαϊκός ακόμα, διευθύνει το Ελληνικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής με βοηθό του τον Ευστράτιο Κουσβή. Σύμφωνα με πληροφορία του Χρίστου Παρασκευαΐδη, «ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου ή Κουρκουλής προσεπάθησε να εξυψώση το Σχολείον κατά το παράδειγμα του σχολείου Αγιάσου εις Ημιγυμνάσιον με δύο γυμνασιακάς τάξεις». Πάντως ο Δημήτριος Χατζηβασιλείου αποχώρησε από την Αγία Παρασκευή μετά τις γιορτές του Πάσχα και τον «διεδέχθη ο εξ Αγιάσου Δημήτριος Βαμβουρέλλης».
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με τη σύζυγό του
Στην Αγιάσο, όπου τον βρίσκουμε στη συνέχεια, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Αναγνωστηρίου που, πέρα από του να είναι ένας απλός όμιλος φιλαναγνωστών, έπαιζε ρόλο έξοχα εθνικό. Ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης πληροφορεί ότι το Αναγνωστήριο επί Τουρκοκρατίας «…δια του πρωθιερέως Μεθοδίου Κουρκουλή… έκαμνε θρησκευτικά κηρύγματα». Στην πραγματικότητα γίνονταν κηρύγματα εθνεγερτικά με προκάλυμμα θρησκευτικό. Ο πρώην δάσκαλος έχει γίνει ήδη κληρικός. Ο Γιάννης Χατζηβασιλείου μας έδωσε την προφορική πληροφορία ότι το νέο του όνομα Μεθόδιος του το έδωσε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος Αρώνης, που τον χειροτόνησε.
Κατά την κατάληψη της Κρήτης το 1897, που γέννησε πολλές εθνικές ελπίδες και στους υπόδουλους Λέσβιους, η Αγιάσος βρισκόταν «ως εν επαναστάσει». «Ο ιατρός Γρηγόριος Τζαννετής, ο πρωθιερεύς Μεθόδιος Κουρκουλής και ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζαννετής ανεγίγνωσκον εις επήκοον των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων τα πύρινα άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων. Το Αναγνωστήριον μετετράπη εις “φλογερό καμίνι”, το οποίον με τις εθνικές μυσταγωγίες του έστειλεν εις τας Αθήνας εξήκοντα εθελοντάς».
Ο Μεθόδιος Κουρκουλής, έχοντας σπουδάσει θεολογία κι έχοντας διδακτική προϋπηρεσία στην Αγία Παρασκευή, υπηρέτησε σαν δάσκαλος και στον τόπο του, την Αγιάσο. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλήφθηκε σαν ιεροκήρυκας στη θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια» της Σμύρνης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το 1905 αναχώρησε για την Αμερική, όπου διορίστηκε προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίας Τριάδας στη Νέα Υόρκη. Ο ιερός αυτός ναός φέρει μέχρι σήμερα τα ίχνη του αγαθού ιερέα, καθώς και των Αγιασωτών μαστόρων-ξυλουργών. Γιατί γύρω στα 1919 προσκάλεσε από την Αγιάσο τον Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη (ίσως και άλλους), για να φιλοτεχνήσουν τα ξύλινα μέρη του ναού.
Ο Δημήτριος Π. Χατζηβασιλείου (Μεθόδιος Κουρκουλής) με την οικογένειά του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: «Τη λίαν μοι αγαπητή οικογενεία του γαμβρού μου Παναγιώτου Βαμβουρέλλη την οικογενειακήν ταύτην εικόνα αφιερώ. Μνήμης ένεκεν και αγάπης εξιδιασμένης. Εν Σμύρνη 1904 Αυγ. 3. Αδελφός Πρόθυμος. Πρωτ. Μεθόδιος Κουρκουλής»
Η δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή στη Νέα Υόρκη είναι πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Ο Στρατής Κολαξιζέλης αναφέρει ότι «εκέρδισε την αγάπην του ποιμνίου του» και ότι «με τον Βλαστόν της “Ατλαντίδος” έδρασεν εις τα εθνικά ζητήματα και κατά τον βαλκανοτουρκικόν πόλεμον του 1912 συνέβαλεν εις τον καταρτισμόν της λεσβιακής φάλαγγος, η οποία συνέτεινεν εις την ενίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων».
Ο Σόλων Βλαστός, ο εκδότης της «Ατλαντίδος», γεννήθηκε στη Σύρο στα 1852 και πέθανε στο Παρίσι στα 1927. Στις 3-3-1894 πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη η «Ατλαντίς» σαν εβδομαδιαίο φύλλο, που εξελίχτηκε από τα 1905 σε πολυσέλιδη καθημερινή εφημερίδα. Η «Ατλαντίς» έγινε για πολύ καιρό το κύριο όργανο των Ελλήνων της Αμερικής, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η «Ατλαντίς» συνετέλεσε πολύ στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων μεταναστών, που έσπευσαν επιστρέφοντας στην Ελλάδα να ταχθούν κάτω από τις εθνικές σημαίες. Βασικός συνεργάτης του Βλαστού και πύρινος αρθρογράφος της εφημερίδας ήταν ο Μεθόδιος Κουρκουλής. Στις 9-1-1913 γράφει: «Δι’ όλων των εκ της πόλεως ταύτης (Elko-Nevada) διερχομένων τραίνων αθρόοι απέρχονται οι Έλληνες εκ της Καλιφόρνιας και της Νεβάδας. Μέχρι τούδε πολλαί εκατοντάδες Ελλήνων εργατών απήλθον, όπως παράσχωσι την βοήθειάν των εις την αγωνιζομένην πατρίδα των. Το ευγενές τούτο πατριωτικόν αίσθημα των Ελλήνων πρέπει να γίνει σοβαρό μάθημα και αξιομίμητο παράδειγμα προς όλους… Οι Έλληνες εργάται απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι πολίται της πατρίδος των δια της αθρόας αναχωρήσεώς των. Η τοιαύτη των πράξις δικαίως επισύρει την μεγάλην εκτίμησιν και τον θαυμασμόν παντός πατριώτου».
Οι ανταποκρίσεις οι σχετικές με την αναχώρηση των επιστράτων είναι καθημερινές και θερμές: «Υπό τους ήχους μουσικής ανεχώρησαν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού… Οι Έλληνες της πόλεως Spokane, Wash.), πανηγυρίζοντες την αθρόαν αναχώρησιν των στρατευσίμων, επί δύο ολοκλήρους ημέρας διεσκέδαζον δια χορών και ασμάτων». Στις 10-1-1913 «Ουκ ολίγοι εκ των εμπορευομένων ομογενών σπεύδοντες εις την εκπλήρωσιν του υψίστου πατριωτικού καθήκοντος, εγκαταλείπουν σημαντικάς εμπορικάς επιχειρήσεις. Η αθρόα έξοδος των Ελλήνων επιστράτων αποτελεί άριστον δείγμα του πατριωτικού αισθήματος, όπερ διαπνέει την φυλήν». Παράλληλα στην Ατλαντίδα φιλοξενούνται στίχοι που προτρέπουν τους Έλληνες μετανάστες να γυρίσουν στην πατρίδα:
Γυρίστε πίσω! ο στρατός τον Τούρκο να νικήσει
θέλει κορμιά ηρωικά, θέλει καρδιές μεγάλες,
θέλει τον όρκο τρομερό κι ακόμα πιο μεγάλο
το Χάρτη του Βελεστινλή, που χρόνια μελετάει.
(30-8-1911, Σ. Ματσούκας)
Έτσι μάχεται με την πένα. Κι έτσι σχηματίζεται από τα 1909 ο εθελοντικός Λόχος Νέας Υόρκης, που ίσως τμήμα του είναι η περίφημη «Λεσβιακή Φάλαγγα».
Στις 5 Οκτωβρίου 1911 αγοράζεται το κτίριο και ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. Και σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια ο Μεθόδιος Κουρκουλής – παλιός δάσκαλος ο ίδιος – δε μένει αμέτοχος. Η «Ατλαντίς» της 5-10-1911 γράφει: «Ο Μ.Κ. από του άμβωνος στηρίζει το σχολείο λέγοντας: “Το σχολείον είναι ο έτερος στυλοβάτης, εξ ίσου και περισσότερον ακόμη αναγκαίος του στυλοβάτου της εκκλησίας. Εγγράψατε τα τέκνα σας εις το σχολείον“». Φυσικά αποτελεί μαζί με άλλους φιλογενείς την «Επιτροπή του Σχολείου», η οποία και αγοράζει «το λαμπρό κτίριο» αντί 33.000 δολαρίων. Η «Ατλαντίς» δημοσιεύει τη φωτογραφία του σχολείου τρίστηλη (5-10-1911). Ο λόγος του από τον άμβωνα, η προσπάθεια να διατηρήσουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην πανσπερμία των εθνών της Αμερικής, με τη φοίτηση των Ελληνόπουλων σ’ ελληνικό σχολείο, ίσως θυμίζει Κοσμά Αιτωλό. Με τέτοια θέρμη κήρυσσε κι εκείνος την αναγκαιότητα ίδρυσης ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία.
Επειδή και στην Αγιάσο ήταν γνωστή η φιλεκπαιδευτική δράση του Μεθόδιου Κουρκουλή, στις 30-9-1935 του στέλνεται επιστολή από το Αναγνωστήριο, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Ως γνωστόν εξ Αγιάσου κατάγονται πλείστοι όσοι εκ των διαβιούντων εις τα τέσσαρα σημεία της απεράντου Αμερικανικής Δημοκρατίας. Επιθυμούντες δε όπως η μόρφωσις των τέκνων των ομοχωρίων μας γίνεται κατά το μάλλον τέλεια, φιλοδοξούμεν να συμβάλωμεν και ημείς… Επιθυμούμεν όθεν όπως ευαρεστηθήτε και μας γνωρίσητε τίνων προσόντων λειτουργούς της εκπαιδεύσεως προτιμά η ομογένεια της Αμερικής…». Αν και δε φαίνεται να ευοδώθηκε αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια των Αγιασωτών, αφού κανένας Αγιασώτης δάσκαλος δεν πήγε στην Αμερική, εντούτοις ο Μεθόδιος Κουρκουλής στη νέα του πατρίδα δεν ξέχασε ποτέ την Αγιάσο και τους συγχωριανούς του. Βρισκόμαστε στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τότε που το έθνος μας κι ολόκληρη η Βαλκανική γνώριζαν δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, με μεγαλύτερα την ανεργία και τη φτώχεια. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής προτείνουν και προτρέπουν για μετανάστευση. Είναι μια κακή λύση, που προκάλεσε αφαίμαξη στο έθνος μας και που με τις τότε συνθήκες θεωρήθηκε πανάκεια. Και θεωρήθηκαν τυχεροί όσοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν. Ο υποστηρικτής τους, που ήδη βρισκόταν στη χώρα προορισμού, θεωρήθηκε ευεργέτης. Ο Μεθόδιος Κουρκουλής από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Αμερική, το 1905, υποστήριξε πολλούς για να μεταναστεύσουν. Έτσι μέσα σε 4-5 χρόνια, αναφέρει ο Στρατής Κολαξιζέλης, αναχώρησαν από την Αγιάσο γύρω στους 1.000 μετανάστες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει κι ο Σταύρος Τάξης, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ου σμικρόν δ’ ευεργετεί νυν (1909) την Κοινότητα (Αγιάσο) δια της θερμής αυτού φιλοπατρίας και ο εν Νέα Υόρκη της Αμερικής εκκλησιαστικός προϊστάμενος της εκείσε Ελλ. ορθοδόξου κοινότητος, Μεθόδιος Κουρκουλής, μεγάλως συντελών υπέρ της καλής αποκαταστάσεως και προόδου των εν Αμερική μεταβαινόντων συμπολιτών αυτού».
Και η Αγιάσος επίσης δεν ξέχασε ποτέ το εκλεκτό της τέκνο, αφού σε δύσκολες περιστάσεις επικαλείται τη βοήθειά του «ηθικήν και υλικήν». Έτσι στο βιβλίο του Αναγνωστηρίου, που φέρει τον τίτλο «Επίσημος αλληλογραφία», καταχωρείται επιστολή της Διοίκησης του σωματείου προς το Μεθόδιο Κουρκουλή με ημερομηνία 1-10-1926, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε «Το παλαιότερον των σωματείων της Αγιάσου… ούτινος τυγχάνετε ιδρυτής ανακαινισθέν τελείως και θέσαν νέας προοδευτικάς βάσεις… στερούμενον όμως επαρκών πόρων… ποιείται έκκλησιν προς υμάς τον ιδρυτήν του και ζητεί την υμετέραν συνδρομήν, ηθικήν και υλικήν».
Η εθνική, θρησκευτική και φιλεκπαιδευτική δράση του φλογερού αυτού τέκνου της Αγιάσου συνεχίζεται ακατάπαυστα ως τα 1942, οπότε ο θάνατος τον βρίσκει «ιερατεύοντα» ακόμη στην Αγία Τριάδα Νέας Υόρκης.