Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι δύσκολο, αν μη ακατόρθωτο, να ψηλαφίσει κανείς, μέσα μόνο απ’ τις ποικίλες διηγήσεις των παλιών, τις όμορφες εκείνες εποχές που έζησαν οι πρόγονοί μας, πριν πολλές δεκαετίες, πριν εμείς γεννηθούμε σ’ αυτόν τον τόπο, με την πλούσια πολιτιστική παράδοση και ανάπτυξη στο λόγο και στην τέχνη. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να ζωντανέψουμε τη λαϊκή μας μουσικοχορευτική παράδοση· οι ήχοι πέταξαν, οι γλεντζέδες έφυγαν, τα έθιμα ξεθώριασαν.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ

Ακριβώς σ’ αυτόν τον τομέα της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης το Αναγνωστήριο, πριν τριάντα περίπου χρόνια, απ’ το 1963, με πρωτεργάτη τον πρόεδρό του Πάνο Πράτσο, με συνεργάτη τον αείμνηστο «δάσκαλό μας», γενικό γραμματέα του Αναγνωστηρίου, Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και βοηθούς εκτελεστές τους μουσικούς Στρατή Ψύρρα και Σταύρο Ρόδανο διέβλεψε πρωτοποριακά την αξία του μουσικού μας πλούτου και με τα τότε πενιχρά μέσα έκαμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Καταγράφηκαν σε παρτιτούρες από παλιούς μουσικούς πάνω από πεντακόσιοι σκοποί και λιγότεροι ηχογραφήθηκαν. Το έργο αυτό αξιολογήθηκε, από ειδικούς και μη, εφάμιλλο προς τα κτίρια που στήθηκαν.

Οι στόχοι αυτής της προσπάθειας ήταν υψηλοί. Ο «δάσκαλός μας» με τη χαρακτηριστική φωνή του μας τους θυμίζει: «Πάλι το λαϊκό τραγούδι και τα παλιά νοσταλγικά χορευτικά απ’ την πλούσια συλλογή του λαογραφικού υλικού του Αναγνωστηρίου Αγιάσου ηχογραφούνται και σήμερα. Έτσι πιστεύουμε ότι διασώζουμε απ’ τη φθορά του χρόνου εκλεκτό λαογραφικό υλικό της όμορφής μας κωμοπόλεως Αγιάσου, που το χαρίζουμε στις παρακάτω γενεές και συμβάλλουμε στην προβολή του χιλιοτραγουδισμένου νησιού μας, της Λέσβου, της νύφης του Αιγαίου σ’ όλη την Ελλάδα…».

Το Αναγνωστήριο δεν έπαψε να διασώζει από τότε μέχρι σήμερα τη λαϊκή μουσική μας παράδοση. Έγιναν δεκάδες ηχογραφήσεις και παρουσιάσεις των τραγουδιών. Τα τελευταία χρόνια δημιούργησε την Παιδική Χορωδία με παιδιά από επτά έως δώδεκα χρονώ, που με τη διδασκαλία του Πάνου Πράτσου υλοποιεί αυτό που λέγεται παράδοση. Και παράδοση είναι τούτο: τα μικρά παιδιά του 1994 τραγουδούν και χορεύουν, με ιδιαίτερη αγάπη και προθυμία, τους νοσταλγικούς εκείνους σκοπούς των προπαππούδων και προγιαγιάδων του 1894!

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Ποιες είναι οι ρίζες της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης και ποια πορεία τράβηξε μέχρι το 1935, εποχή που έρχονται στην Αγιάσο τα πρώτα έγχορδα; Πριν προχωρήσω, πρέπει να πω πως ούτε μουσικολόγος είμαι ούτε μουσικός. Είμαι μόνο γοητευμένος με τη μουσική παράδοσή μας και επιγραμματικά αναφέρω στοιχεία που βγαίνουν απ’ την πολύχρονη έρευνά μου, στηριγμένη πάντοτε στην προφορική παράδοση.

Η Αγιάσος ακολουθεί και αυτή στον πολιτιστικό τομέα γενικά την πορεία των άλλων χωριών της Λέσβου. Έχει όμως κάποιες ιδιαιτερότητες πολύ σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, που πηγάζουν από το χώρο, στον οποίο είναι χτισμένη, το Προσκύνημα που διαθέτει και τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν οι παράγοντες αυτοί. Γι’ αυτό, πιστεύω πως κράτησε στοιχεία που δεν κράτησαν άλλα χωριά, δημιούργησε παραλλαγές των μουσικών ακουσμάτων των μικρασιατικών παραλίων ή εμπνεύστηκε καινούργιους μουσικούς δρόμους.

Απελευθερωθήκαμε το 1912 απ’ τον τούρκικο ζυγό και η εξάρτησή μας ήταν σημαντική και καθοριστική απ’ την Ανατολή και την Τουρκία. Η Σμύρνη, αλλά και οι άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων, ήταν οι χώροι επικοινωνίας μας, ιδιαίτερα των Αγιασωτών, που με το Προσκύνημα της Παναγίας είχαμε δοσοληψίες με Σμυρνιούς, Αϊβαλιώτες, Φωκιανούς, Περγαμηνούς…, όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτιστικές.

Φυσικό ήταν, λοιπόν, και στο χώρο της μουσικής και του χορού να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τα ανατολίτικα μοτίβα και ιδιαίτερα το σμυρνιοπολίτικο ύφος. Καθώς μας διακρίνει η ξεχωριστή αγάπη για το τραγούδι, η ευχέρεια να συνθέτουμε στίχους και μελωδίες και το πάθος για γλέντι και χορό, δημιουργήσαμε αυτό που λέγεται «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Αγιάσου».

Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)
Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)

Οι Αγιασώτες τα παλιά τα χρόνια τραγουδούσανε και χορεύανε σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής. Στα γεννητούρια με τις μακρόσυρτες διασκεδάσεις, στους γάμους με τα τραγούδια και τους χορούς της περίστασης, ακόμη και στο θάνατο θέλανε το νεκρώσιμο τους. Οι μουσικές δε σταματούσαν να παίζουν στα πανηγύρια, στα κουιτούκια, στα γλιτώματα, στα σπίτια πολλές φορές, στα κάλαντα, στις πατινάδες, στα ισνάφια. Τρικούβερτο γλέντι γινόταν τις απόκριες και οι γειτονιές αντηχούσαν απ’ τη φωνή του αρχινιστή, του Μεγαλέξανδρου με την περικεφαλαία, που τραγουδούσε τη «Σούσα», τη «Λυγερή» και άλλα. Δεν ήταν μόνο οι οργανωμένες κομπανίες, που σκορπούσαν το κέφι και τον ενθουσιασμό. Αντηχούσαν οι ζουρνάδες και τα νταβούλια και στα κουιτούκια απ’ το 1895 (;) πήραν τη θέση τους και οι λατέρνες.

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Αγιάσου, “οι μουσικάντες”, απλοί άνθρωποι, αλλά και ιδιόρρυθμοι, είχαν έρωτα προς την τέχνη της μουσικής, ευαισθησία, δημιουργικότητα. Υπήρξαν εκτελεστές, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργοί. Έτσι, βαπτισμένοι μέσα στους ρυθμούς και τις μελωδίες των προγόνων τους, εμπλούτιζαν τη μουσική και πρόσθεταν νέα στοιχεία, χωρίς να ξεφεύγουν απ’ την κληρονομιά τους.

Η πρώτη οργανωμένη κομπανία πρέπει να υπήρχε στην Αγιάσο πριν το 1875, με όργανα το σαντούρι, το κλαρίνο και την μπασαβιόλα. Το 1902 η ορχήστρα αποτελείται από σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και κορνέτα. Στο Μουσείο του Αναγνωστηρίου υπάρχει φωτογραφία της εποχής με αυτή τη σύνθεση. Από το 1913 έχουμε τα “φυσερά” (χάλκινα όργανα) σε πλήρη σύνθεση, με κορνέτα, τρομπόνι, μπάσο και κλαρίνο, πλαισιωμένα με βιολί και σαντούρι. Η ορχήστρα ήταν συναρμολογημένη με τον καλύτερο τρόπο για τις ανάγκες της δουλειάς και των μελωδιών. Υπήρχαν τα πρίμα όργανα και τα βαρύτονα, που εναρμονισμένα, κυριολεκτικά μάγευαν, ενθουσίαζαν, ζέσταιναν τις καρδιές των Αγιασωτών.

Στις αρχές του αιώνα μας οι σκοποί που παίζονταν ήταν συρτοί και μπάλοι, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, καλαματιανά, πηδηχτά. Ιδιαίτερα συγκινούσαν τους Αγιασώτες τα καθιστικά και τα τραγούδια του δρόμου. Χαρακτηριστικό είναι πως τους άγγιζαν σκοποί λυπητεροί, αλλά και ενθουσιώδεις. Αντίφαση που ταιριάζει στο χαρακτήρα του Αγιασώτη. Όμως υπήρχαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί και κάπου ακούγονταν μαντολίνα και κιθάρες. Αυτό συνέβαινε στις ανώτερες τάξεις και στους μορφωμένους, σε πολύ περιορισμένο κύκλο.

Η εισβολή από το 1911 των αντιγραφών της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας δεν επηρέασε καθόλου την παράδοσή μας. Ο Αγιασώτης έμεινε πέρα για πέρα πιστός στις μελωδίες των τραγουδιών, που του μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Δε θεώρησε το ανατολίτικο και αιγαιοπελαγίτικο μοτίβο τούρκικο, όπως έτσι θέλανε να το περάσουνε οι στραμμένοι στη Δύση. Και είναι χαρακτηριστικό τούτο: Ο Αγιασώτης έκανε την επιλογή του, χωρίς να έχει ιδέα από “αυθεντικότητες” ή “καθαρότητες” και διατήρησε ό,τι η φωνή της ψυχής του υπαγόρευε. Τολμώ να πω πως προηγήθηκε των διαπιστώσεων των εθνολόγων και μουσικολόγων και διείδε με την ψυχή του πως η μουσικοχορευτική του παράδοση είναι ελληνική, γιατί κρύβει μέσα της στοιχεία και από το μουσικό σύστημα της κλασικής εποχής και έχει άμεση σχέση με τη βυζαντινή μουσική, όπως και με τη μουσική των γειτόνων λαών της Ανατολής. Τούτο το επισημαίνω ιδιαίτερα, γιατί ορισμένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που λέμε “αγιασώτικα” μπορεί να παρεξηγηθούν και να χαρακτηριστούν ξενόφερτα ή τούρκικα.

 

ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ «ΦΥΣΕΡΩΝ»

Στην καλλιτεχνική εκδήλωση του περασμένου καλοκαιριού, στις 7 Αυγούστου 1994, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα Εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου, παρουσιάσαμε μια κομπανία, όπως ήταν στις αρχές του αιώνα μας, τα «φυσερά», με σαντούρι, βιολί, κορνέτα, κλαρίνο, λαουτοκιθάρα. Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί σ’ ολόκληρη τη Λέσβο μπάσο και τρομπόνι.

Η σκέψη αυτή πήγασε απ’ τις διηγήσεις των παλιότερων για κλαρινατζήδες και κορνετίστες, που μάγευαν, άναβαν τα αίματα των χορευτών, τους άδειαζαν τις τσέπες, που «χαλούσαν τον κόσμο» για δυο τρεις μέρες, τότε που οι άνθρωποι χαίρονταν τη ζωή και τη ζούσαν.

Οι παλιοί μελωδικοί σκοποί και τα τραγούδια, παρμένα απ’ την πλούσια μουσικολαογραφική συλλογή του Αναγνωστηρίου, επιλέχτηκαν απ’ τις εκατοντάδες του αρχείου μας, έτσι, για να δώσουν δείγματα και μόνο της μουσικής παράδοσης της Αγιάσου, που για πρώτη φορά εκτελούνται από «φυσερά».

Η αναβίωση της ορχήστρας των «φυσερών», με το χρώμα-ύφος των παλιών μουσικάντηδων, θεωρείται σχεδόν ακατόρθωτο. Εμείς ξεπεράσαμε τα ποικίλα και μεγάλα προβλήματα και με τη συμμετοχή στρατιωτικών μουσικών παρουσιάσαμε τα «φυσερά», τους χορευτές και τους τραγουδιστές μας. Οι χορευτές, παλιοί και νέοι, χόρεψαν γνήσια και απλά, όπως παλιά χόρευαν, χωρίς επιτηδεύσεις και φιγούρες. Την ίδια εκδήλωση παρουσιάσαμε, ύστερα από πρόσκληση του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» της Αθήνας, στις αρχές Νοεμβρίου, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Λέγανε πως παλιά οι Αγιασώτες, καθώς την αυγή ξεκινούσαν για τη δουλειά τους και περνούσαν απ’ τα κουιτούκια, όταν το αποσπερινό γλέντι είχε ανάψει, ξεχνούσαν τον προορισμό τους, μαγεύονταν, άκουγαν στην αρχή και έμπαιναν και αυτοί στο γλέντι, στη συνέχεια.

Είμαστε στις αρχές του αιώνα μας. Ας φανταστούμε μια γειτονιά της Αγιάσου με τα σαχνουσίνια της, τα γραφικά της δρομάκια, στο βάθος το κουιτούκι με τα παλικάρια κι απέναντι τις όμορφες κοπέλες να ρίχνουν στα κλεφτά ερωτικές ματιές υπό την “αυστηρή” επίβλεψη των μανάδων. Στο βάθος του δρόμου ξεπροβάλλουν οι μουσικάντες και πίσω αγκαλιασμένα τα παλικάρια στην καθιερωμένη τους πατινάδα. Ο σκοπός που ακούγεται είναι:

 Τα Νταμπάνια ή Ξύλα

Ενθουσιώδης σκοπός του δρόμου, που είναι συνδεδεμένος με τη στήριξη της σκεπής του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου της Αγιάσου το 1878. Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός, που αντικαταστάθηκαν οι μύλοι, ώστε όλο το χωριό, με τους βιολιτζήδες μπροστά, βοηθούσαν τους βοδαραμπάδες στην ανηφόρα προς το Καμπούδι, να μεταφέρουν τους τεράστιους καστανίτικους κορμούς-νταμπάνια, που θα στήριζαν τη σκεπή. Πρέπει να είναι εμβατήριο τούρκικο, που το άλλαξαν οι Αγιασώτες και το έφεραν στα μέτρα τους. Η καθεαυτού ονομασία του είναι Κιούρτικο και η μελωδία του είναι μαρς. Το παράγγελναν στις πατινάδες μαζί με ένα αραβικό. Από διηγήσεις του Στρατή Ρόδανου (1885-1960) επί τουρκοκρατίας πήγαιναν και το παίζανε κάθε χρόνο στον Τούρκο διοικητή, στην Αγιάσο, όταν γιόρταζε, τους κέρναγε και τους πλήρωνε καλά. Ξεκίνησε, λοιπόν, από την Αγιάσο, σήμερα παίζεται σ’ όλο το νησί, αλλά αλλαγμένο σε συρτό. Είναι σκοπός του δρόμου, δε χορεύεται στη σωστή του μελωδία, είναι ο κατεξοχήν σκοπός που ξεσηκώνει τους Αγιασώτες. Είναι ο σκοπός μας.

Αραβικό (αράπκου)

Είναι ένας απ’ τους πιο παλιούς σκοπούς (μέσα του 19ου αιώνα) και απ’ τους ωραιότερους. Σκοπός της παρέας, «τσουμπουσλούδκους», όπως τον λέγανε, δηλαδή μεγάλος, που να μην τελειώνει γρήγορα και να γλεντούν οι γλεντζέδες. Αργόσυρτο, γεμάτο παράπονο, φούσκωνε τις ψυχές των παλικαριών, που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό μαζί και κλάμα. Το «αραβικό» αυτό το είχε δώσει ο Παναγιώτης Ρόδανος (1856-1931) σε νότες στον Πάνο Πράτσο το 1930.

Νταμπαχανιώτικο με αμανέ

Ηταν μελωδία σμυρνιά. Το όνομα το πήρε απ’ τα Νταμπάχανα, συνοικία της Σμύρνης. Ήταν ο πιο μερακλίδικος σκοπός και το καθεαυτού «νταμπαχανιώτικο» που παράγγελναν οι Αγιασώτες. Οι παλιοί μουσικοί της Αγιάσου το άλλαξαν και έβαλαν κομμάτια από άλλα νταμπαχανιώτικα και το έκαναν πιο μερακλωμένο. Στο τέλος έκλεινε με τη «χήρα» και ένα «τσάκισμα», αγιασώτικη επινόηση. Στο «νταμπαχανιώτικο» ο αμανές ήταν απαραίτητος. Ο αμανές στο χώρο τον αιγαιοπελαγίτικο εθεωρείτο ανώτερο είδος τραγουδιού, μιλούσε κυρίως για θάνατο και στην πλειονότητα είναι ένα μοιρολόγι. Αποτελείται από πλούσιους αυτοσχεδιασμούς και τον τραγουδούσε ο καλλίφωνος της παρέας:

Αχ, όσο μπορείς, καρδούλα μου,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

κρύβε βαθιά τον πόνο,

για να μην ξέρει ο καθείς,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

με τι μεράκι λιώνω.

 

Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ' (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)
Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ’ (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)

Ισπαχάν

Στις αρχές του αιώνα μας, στην Αγιάσο, υπήρχαν γλεντζέδες, που είχαν μανία να πάρουν τη μουσική, όχι να χορέψουν, αλλά ν’ ακούν διαλεχτές ανατολίτικες μελωδίες, τα σαρκιά. Τέτοιες μελωδίες διάταζαν και μετά το χορό, ιδιαίτερα τις αυγές, όταν ήταν πλέον μερακλωμένοι. Μεγάλη πέραση είχε, όταν το παίζανε με τα «φυσερά»… Ακούγονταν όλα τα όργανα, από το ένα μέχρι το άλλο, σε άριστο συνδυασμό. Απολάμβαναν, κερνούσαν και σπούσαν. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Το όνομα Ισπαχάν αραβικό, μάλλον πόλη. Το ύφος του ανατολίτικο, πένθιμο, και ο ρυθμός του αργός. Η μελωδία αυτή μαζί με τα συρτά ήταν η τροφή των μουσικάντηδων, δηλαδή τους απέφεραν πολλά χρήματα. Το γλυκό παίξιμο των φυσερών έδιδε στη μελωδία κάτι το ξεχωριστό.

 

Ανάθεμα τον αίτιο

Οι παλιοί σκοποί της Αγιάσου δεν είχαν λόγια. Υπάρχει όμως με λόγια το παραπάνω καθιστικό. Είναι ίσως το πιο παλιό τραγούδι στην Αγιάσο. Τα λόγια υπήρχαν. Οι Αγιασώτες το θυμούνται απ’ τους πατεράδες τους πριν το 1850. Μοιάζει με μοιρολόγι, τραγούδι του αποχωρισμού, αναθεματίζει τον αίτιο του χωρισμού δυο ερωτευμένων νέων της παλιάς εποχής. Μ’ αυτό είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι μουσικολόγοι Σίμων Καράς και Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο κανονικός ρυθμός του είναι αργός, όπως παλιά το τραγουδούσαν, σε αντίθεση προς το διαφορετικό χρώμα που πήγε να του δώσει ο Σίμων Καράς στις ηχογραφήσεις του. Τα λόγια του γεμάτα πόνο και παράπονο:

Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το ‘χει αμαρτία,

να χωριστούμ’, αγάπη μου, χωρίς καμιά αιτία.

Συ μπαχτσές τσι γω φιντάνι,

να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει.

 

Αγάπα με, πουλάκι μου, όπως μ’ αγάπας πρώτα,

τα ξένα λόγια μην ακούς,, μόν’ την καρδιά σου ρώτα.

Σάλτα τσ’ άρπα μ’ απ’ του κύμα,

μη πνιγώ τσ’ έχεις το κρίμα.

 

Θα το ‘χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου

κι όταν σε συλλογίζομαι θα λιώνει το κορμί μου.

Κλαι η καρδιά μ’ τσι δε μιρώνει

σαν της ερημιάς τ’ αηδόνι.

 

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά και έχε γεια, χρυσό μου,

πιάσε πως ήταν όνειρο τον αποχωρισμό μου.

Έχε γεια τσι γω παγαίνου

μι τ’ αχείλι του καμένου.

 

Σαν το κεράκι έλιωσα

Η πατινάδα, δηλαδή η βόλτα μέσα στις γειτονιές, ήταν απαραίτητο μέρος του γλεντιού. Με το βασίλεμα του ήλιου, τα παλικάρια αγκαλιασμένα έβαζαν τη μουσική μπροστά και τραβούσαν για τις γειτονιές με τα κουιτούκια. Σωστό πανηγύρι. Μοναδικός τρόπος ν’ αρπάξουν την κλέφτικη ματιά της αγαπητικιάς τους. Ο έρωτας, ο μεγάλος τύραννος του παλικαριού που αγαπά και δε βρίσκει ανταπόκριση, καταντάει τυραννία που δεν μπορεί να παραβγεί με τίποτα. Ασήκωτο το παράπονο του.

«Σαν το κεράκι έλιωσα»: σκοπός του δρόμου. Η μελωδία υπήρχε στις αρχές του αιώνα μας. Τα λόγια μπήκαν ύστερα από τον Πάνο Πράτσο, ο οποίος και στο μουσικό μέρος πρόσθεσε στο τέλος το σόλο, για να κλείσει ομαλά, σύμφωνα με τον τονισμό του.

Τόσο σκληρή και άπονη δεν το ‘λπιζα για να ‘σαι,

να λιώνει το κορμάκι μου και να μην το λυπάσαι.

Δε με λυπάσαι, δεν πονείς, δε βλέπεις, δεν πιστεύεις,

σαν το κεράκι έλιωσα, έσβησα, έλιωσα

και συ ακόμα με παιδεύεις.

 

Κάφτει μι γήλιους, κάφτει μι, κάφτει μι τσι του κάμα,

σα π’ μ’ έκαψι γη αγάπη σου, δε μ’ έκαψι άλλου πράμα.

Κάλλια να μι φαρμάκουνις, παρά να μι πιδεύεις,

είνι τα χείλια σου ρακί, ροζακί, είνι γιατρός

και όταν θέλεις με γιατρεύεις.

 

Ίδρους κρυγιός μι πιριχά, όταν σι δω κουντά μου,

και ένας καπνός απί φουτιά βγαίν’ από την καρδιά μου.

Σαν του μουρό κατάντησα, όπου δεν έχει γνώση,

στα χέρια σου που έμπλεξα, αλίμονο μπερδεύτηκα

και τώρα ποιος θα με γλιτώσει

(δυο φορές και σόλο βιολί).

 

 Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι

Το Σταυρί, η γνωστή συνοικία της Αγιάσου, είναι χιλιοτραγουδισμένο. Τα παλιά τα χρόνια ήταν ο τόπος πρωινής συνάντησης των ερωτευμένων, όταν ξεκινούσαν οι κοπέλες και τα παλικάρια, κατά εκατοντάδες, για το λιομάζεμα, πριν ακόμα φέξει. Ο ερωτευμένος νέος παρακαλεί να μην τελειώσει αυτή η όμορφη στιγμή, διατεθειμένος να ξαγρυπνά μερόνυχτα για το χατίρι της καλής του. Δύσκολες οι εποχές για τους ερωτευμένους.

«Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι». Γρήγορο, με στίχους γεμάτους καημό και παράπονο. Η μελωδία του πολύ παλιά. Την είχε σιγοτραγουδήσει ο παπα-Κανιμάς στον Πάνο Πράτσο, όπως τη θυμόταν από παλιούς, και μετά ο τελευταίος έβαλε και τα λόγια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως το στίχο:

«Στου Σταυρί τσι στουν Απέσου

στρώσε μου, κυρά, να πέσου» τον είχε πει το “Καλ’καντέλ’, γι Αμιρικάνους”. Τη δεύτερη στροφή

«Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μη παγαίνου ακόμα» την πήρε απ’ το «Λιουλόγου» του Παπανικόλα, επειδή του άρεσε.

Ανέλυσα σαν το κερί, κάηκα σαν λιβάνι,

με το σεβντά σ’ αρρώστησα και ποιος θενά με γιάνει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί στου μουνουπάτι,

βάσανα, βάσανα που ‘χ’ η αγάπη.

Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μην παγαίνου ακόμα.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί πα στου γιουφύρι

ξαγρυπνώ, ξαγρυπνώ για θκο σ’ χατίρι.

Όλος ο κόσμος χαίρεται, χαίρεται και γλεντίζει

και μένα η καρδούλα μου σαν κάρβουνο μαυρίζει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί τσι στουν Απέσου,

στρώσε μου, στρώσε μου, κυρά, να πέσου.

Αφήνω τη καληνυχτιά, πέσε, γλυκά κοιμήσου

και στ’ όνειρο σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι,

τα παράπουνα, τα παράπουνα να πούμι.

Αυτά τα τραγούδια απετέλεσαν το πρώτο μέρος, τα καθιστικά. Το δεύτερο μέρος περιείχε τραγούδια χορευτικά.

Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου... (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου… (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Ωραία Μπουτζαλιά

Οι Αγιασώτες χόρευαν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Χόρευαν συρτά και μπάλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα και καλαματιανά σμυρνέικα. Ένα καθαρά αγιασώτικο τραγούδι, που χορεύεται και σαν συρτό, είναι η “Ωραία Μπουτζαλιά”, τραγούδι τονισμένο σε σμυρνέικη μελωδία που υπήρχε. Παλιά δεν το χόρευαν, απλώς το τραγουδούσαν. Έχει ένα ενθουσιαστικό χρώμα. Ξεκίνησε απ’ την ωραία συνοικία της Μπουτζαλιάς, τότε που ήκμαζε το κουιτούκι του Δημητρίου Ρούγκου. Εκεί σύχναζαν μέρα νύχτα πολλοί γλεντζέδες, «τ’ αλάνια τς Μπουτζαλιάς», και πάνω στα γλέντια τους σκάρωναν και τετράστιχα, για να πειράξουν το Ρούγκο, που ήταν χήρος με δυο μικρά παιδιά, αλλά και υπομονετικός, χωρίς να παρεξηγιέται μ’ αυτά που του κάνανε.

Ωραία Μποντζαλιά μου, που ‘σταν καμπαναριό

τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους σουστό πουταναριό.

Ωραία Μπουτζαλιά μου, στα μαύρα να ντυθείς,

‘χάσις την Κλεανθίτσα, δε θα την ξαναδείς.

Ρε Ρούγκου Δημητρό, πλέρουσί του του μουρό

τσι σα δε του πληρώσεις, θα του πληρώσου γω.

Ανάθιμά σι, Καλαλέ, που έκλιψις τα χράμια

τσι πήγις τσι τα έφαγις μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

Γιου Δημητρός γιου Ρούγκους τσι Αθανάσ’ς τ’ Κουρτσιάδ,

δέσ’μου θέλιν π’ του λιμό τσι ρίξ’μου μες στου πγάδ.

 

Συρτός της νύφης

Πολύ παλιός και πολύ γνωστός είναι ο συρτός της νύφης, σμυρνιός με αμανέ. Το συρτό στην Αγιάσο τον χόρευαν δυο δυο. Τον χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη. Μ’ αυτόν άρχιζε ο χορός και τον παίζανε μέχρι να σηκωθούν να χορέψουν όλοι.

Χαιρόστε, να χαιρόμαστε, γιατί καιρός διαβαίνει κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη πίσω δεν ξαναβγαίνει.

Αυτή είναι η προτροπή που βγαίνει μέσα απ’ τους φιλοσοφημένους στίχους του αμανετζή, την όμορφη στιγμή του γάμου, όπου μόνο η χαρά ταιριάζει.

 

Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων... (Φωτογραφία Χουτζαίου)
Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων… (Φωτογραφία Χουτζαίου)

Καρσιλαμάς μυτιληνιός

Μετά το συρτό διάταζαν καρσιλαμάδες. Είναι πιο γρήγοροι απ’ τα ζεϊμπέκικα και μαλακοί. Τους χόρευαν άνδρες και γυναίκες αντικριστά, χωρίς τραγούδι. Τον καρσιλαμά που ονομάζουμε «μυτιληνιό» το 1978 ο Σίμων Καράς τον ηχογράφησε στο Αναγνωστήριο και από τότε οι εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που αναφέρονται στη Λέσβο, αρχίζουν με τη μελωδία του. Μαζί με τον αγιασώτικο αποτελούν τα διαμάντια της μουσικής μας παράδοσης.

Πες μου, φως μου, στο θεό σου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με περιπαίζεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Άνοιξε τα χειλάκια σου και πες μου μιαν αλήθεια,

με τα σωστά σου μ’ αγαπάς ή με τα παραμύθια.

Μου λένε να μη σ’ αγαπώ, μου λένε να σ’ αφήσω,

δίχως εσένα, μάτια μου, πώς ημπορώ να ζήσω;

 

Καρσιλαμάς αγιασώτικος

Ετσι τον παράγγελναν τα παλικάρια με τα σαλβάρια. Πολύ ζωηρός στο ύφος του, με κοψίματα και τινάγματα, ξεσήκωνε και τις πέτρες, ιδιαίτερα όταν αντάμωνε σε αρμονία ο ήχος του κλαρίνου του Κακούργου και της κορνέτας της Άννας, του Στρατή Ρόδανου. Δεν έχει λόγια, έχει όμως μέσα του το παράπονο.

 

Γαρουφαλιά

Στα πανηγύρια, στους γάμους και στα γλιτώματα, που στις παρέες βρίσκονταν και γυναίκες, συνηθιζόταν να χορεύεται και ο σμυρνιός καλαματιανός από πολλούς μαζί. Ορισμένοι στίχοι υπήρχαν με το όνομα Γαρουφαλιά, προστέθηκαν όμως και μερικοί από τον Πάνο Πράτσο.

Μ’ αγαπάς, Γαρουφαλιά μου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με κοροϊδεύεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Όσο μου κάνεις πείσματα, χαίρομαι και γλεντίζω,

κατέχω το πως μ’ αγαπάς και δεν κακοκαρδίζω.

Καρδιά μου που ‘σταν λεύτερη, ποιος σου ‘πε ν’ αγαπήσεις

και πού ‘σουνα βασίλισσα, σκλάβα να καταντήσεις.

 

Φωκιανό

Τα ζεϊμπέκικα, κι αυτά, με το αρρενωπό τους ύφος, χορεύονταν κυρίως από άνδρες. Η προέλευσή τους φαίνεται αρχαιοελληνική, γιατί, όπως γράφει ο Σίμων Καράς «η φυλή των ζεϊμπέκων, που ίσως ήταν ιωνικής καταγωγής, κληρονόμησε αρχαιοελληνικούς χορευτικούς ρυθμούς, αφού το ρυθμικό σχήμα των εννέα χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς». Το φωκιανό είναι βαρύ ζεϊμπέκικο, πολύ παλιό. Το παράγγελναν ιδιαίτερα στην Αγιάσο οι βαρύδες και γονάτιζαν όταν το χόρευαν. Και σήμερα, όταν οι χορευτές διατάξουν ένα βαρύ παλιό ζεϊμπέκικο, οι μουσικάντες βάζουνε το «φωκιανό».

 

Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)
Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)

Χορός με το μαχαίρι

Ένας πολύ χαρακτηριστικός χορός της Αγιάσου είναι ο χορός με το μαχαίρι. Μιμικός χορός, δύσκολος, τον χόρευαν τα Τινέλια στην Αγιάσο και συνεχίζοντας την παράδοση ο μόνος σήμερα που τον χορεύει είναι ο απόγονος τους Βασίλης Τινέλης. Στην αρχή τον χόρευαν αυθόρμητα, αρπάζοντας απ’ το τζάκι τη μασιά, επειδή δεν άφηνε η αστυνομία το μαχαίρι. Χρειάζεται ο χορευτής να έχει δεξιοτεχνία, σταθερότητα στο χέρι, ακρίβεια στις κινήσεις, που γίνονται αστραπιαία. Ο συγχορευτής ακίνητος και απαθής. Βαρύς και επιβλητικός ο χορός, κάπου προκαλεί το φόβο και την αγωνία, αλλά και το γέλιο. Λόγια δεν υπήρχαν. Μετά, το 1963, το τόνισε ο Πάνος Πράτσος.

Βάσανα, καημοί, ως πότε το κορμάκι μου θα τρώτε.

Θάνατο θα προτιμήσω, παρά να σ’ αλησμονήσω.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Ω λιγνό μου κυπαρίσσι, θάνατος θα μας χωρίσει.

Δε σ’ αρνούμαι, κρύα βρύση, ω λιγνό μου κυπαρίσσι.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ ‘, έχασα του λουγισμό μ.

Το φεγγάρι πήρε βόλτα, στης αγάπης μου την πόρτα.

Αγαπώ σι τσι του ξέρεις, το ‘μαθες τσι δε μι θέλεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Το μαντίλι σου τινάζεις και θαρρώ πως με φωνάζεις.

Το μαντίλι σου διπλώνεις και θαρρώ πως με μαλώνεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ.

 

Αγιά μου, Παναγιά μου

Οι χορευτές έπρεπε να κλείσουν με τον πηδηχτό χορό «Βάλ’ του μαζουμένου» ήταν η παραγγελία. Έδιναν και ονόματα, όπως «Μαλαματένια». Λεγόταν και χόρες. Υπήρχαν πολύ δύσκολες χόρες, μάλλον ρουμάνικες με ευρωπαϊκό στιλ και με κάποιες παραλλαγές στη σύνθεση. Σε ορισμένες υπήρχαν και λόγια. Το «Αγιά μου, Παναγιά μου» είναι ένα πηδηχτό, πολύ παλιό ως μελωδία, αλλά με λόγια που τα έβαλε ο Πάνος Πράτσος. Και πάλι ο ερωτευμένος επικαλείται τη βοήθεια της Παναγιάς της Αγιασώτισσας και των Αγίων, να βοηθήσουν ν’ ανταποκριθεί το ταίρι του στην αγάπη του.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Γρηγόρη μου,

βοήθα το πουλί μου να ‘ρθει στη γνώμη μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Άγιου Στυλιανέ,

βοήθα το πουλί μου, για να μου πει το ναι.

Έλα, χάρε, έλα, χάρε, την ψυχή σκύψε, πάρε,

έλα, πλέλι μ’, μι τα μένα, να πιρνάς χαριτουμένα.

Σε αγαπώ, τι κέρδισα, κοντεύω να πεθάνω

κι η αιτία είσαι συ που τη ζωή μου χάνω.

Μαύρισε γη καρδούλα μου σαν του παπά του ράσου,

μηδί θα τραγουδήσου πια μηδί θενά γιλάσου.

Μι τα σένα θέλου να ‘μι, πα σ’ ένα βουνό καλά ‘μι.

Τρέχουν τα ματέλια μ’, τρέχουν σαν τα σύννιφα που βρέχουν.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Λιφτέρη μου,

βοήθα το πουλί μου να γίνει ταίρι μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσ’ Αγιά μου Φωτεινή,

λαμπάδα θα σ’ ανάψου για μια μελαχρινή.

Έχι την κρυφά, πουλί μου, την αγάπη τη δική μου,

Αγιασώτισσά μου γλάστρα μι τα λούλουδά σου τ’ άσπρα.

 

Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984). (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984).
(Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Πολύ πλούσια η μουσικοχορευτική μας παράδοση. Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη συνοπτική προσέγγιση και ένα μικρό δείγμα τραγουδιών και σκοπών, που οι πρόγονοι μας παλιά τραγουδούσαν και χόρευαν. Κι εμείς σήμερα με περηφάνια λέμε πως είναι δικά μας και τα τραγουδούμε και τα χορεύουμε. Υπάρχει σκέψη να γίνει μια έκδοση όλου του μουσικολαογραφικού υλικού, που έχει συγκεντρώσει το Αναγνωστήριο και έχω καταγράψει και εγώ σε κασέτες με διηγήσεις παλιών γλεντζέδων και μουσικών της Αγιάσου.

Τις πληροφορίες για τη σύνθεση της εργασίας μου μου τις έδωσαν ο Πάνος Πράτσος, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης και ο Δημήτριος Αγρίτης. Τους ευχαριστώ.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91-92/1995

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΡ. ΚΑΜΑΡΟΣ

Όταν απολαμβάνουμε μια θεατρική παράσταση, σκεφτήκαμε πόσοι άνθρωποι συνεργάζονται για να υλοποιηθεί και να πούμε πως η παράσταση ήταν όμορφη; Επί σκηνής βλέπουμε τους ηθοποιούς, τους χειροκροτούμε ή τους επικρίνουμε για το παίξιμό τους.

Για να γίνει μια παράσταση συνεργάζονται πολλοί άνθρωποι, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο μουσικός, ο φωτιστής, ο τεχνικός σκηνής, και πάνω απ’ όλους ο ηθοποιός.

Μεγάλη συμβολή έχει στη σωστή παρουσίαση ενός έργου η σκηνογραφία, η τέχνη της δημιουργίας σκηνικών, που μας βοηθάει να φαντασθούμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να δούμε, να αισθανθούμε το χώρο και το χρόνο, όπου διαδραματίζεται το έργο. Πάρα πολύ δύσκολη τέχνη που απαιτεί γνώσεις ποικίλες, φαντασία πλούσια και επινοητικότητα, για να κάνει το θεατή, όταν ανοίγει η αυλαία, να χειροκροτήσει προτού μιλήσουν οι ηθοποιοί, σύμφωνα πάντοτε με τους οραματισμούς του συγγραφέα και το πνεύμα του σκηνοθέτη.

Ο Δημήτριος Καμαρός δεν ήταν ηθοποιός, έχει όμως έντονη την παρουσία του στο πίσω μέρος της σκηνής, τα παρασκήνια, και ευρύτερα στην καλλιτεχνία, βάζοντας τη σφραγίδα του στη διάσωση και προαγωγή του λαϊκού μας πολιτισμού.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΜΑΡΟΣΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΚΑΜΑΡΟΥΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΚΑΝΕΛΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΣΓεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 του Μάρτη το 1934. Πατέρας του ο υλοτόμος Χαράλαμπος Καμαρός και μητέρα του η Αρτεμισία το γένος Μουτζουρέλη. Ο παππούς του Δημήτριος Καμαρός, επίσης υλοτόμος. Ο προπάππους του Στυλιανός Σκανέλης ήταν κι αυτός ξυλογλύπτης. Η τύχη το έφερε να κάνει και πεθερό μαραγκό, το Γεώργιο Κοντό από το Ακράσι.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Η οικογενειακή του παράδοση αλλά και η εσωτερική του παρόρμηση τον ώθησαν να στραφεί στη σμίλευση του ξύλου, της καστανιάς και ιδιαίτερα της καρυδιάς, με τα οποία είχε καθημερινά επαφή λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, αλλά και των θείων του. Στην αρχή, σε ηλικία 13 ετών, εμαθήτευσε ως «τσιρακέλ» κοντά σε μαραγκούς του χωριού μας που έκαναν ξύλινες κατασκευές σπιτιών. Οι δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες του εμφυλίου τον ανάγκασαν να διακόψει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο.

Slide6Slide8

Ανήσυχο πνεύμα, σε ηλικία 17 ετών στήνει έναν πάγκο μαραγκού στο ξυλεμπορικό μαγαζί του πατέρα του, πιο κάτω απ’ το Ηρώο, και στη συνέχεια ανοίγει δικό του εργαστήριο στο στενό του Καλφαγιάννη. Γίνεται πλέον μάστορας και μαθητεύουν κοντά του και «τσιράκια». Πρωτοασχολήθηκε με την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων σε τμήματα των οποίων σκαλίζει σχέδια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική του ξεχωριστή σφραγίδα. Αυτή είναι η πρώτη πορεία του.

Slide7Slide9

Το 1956 πηγαίνει στο στρατό. Υπηρετεί ως λοχίας σε διάφορα μέρη, κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου απ’ όπου απολύεται αρχές του 1958. Πίσω πάλι στην Αγιάσο. Δύσκολα χρόνια. Πρέπει να πιάσει απ’ την αρχή. Σκέπτεται πως θα ήταν καλύτερα να πάει πίσω στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει.

Slide10Slide12

Φαίνεται πως οι γονείς τον μετέπεισαν και παραμένει στο χωριό ανοίγοντας άλλο μεγαλύτερο εργαστήρι λίγο πιο πάνω απ’ το σημερινό και αρχίζει εκ νέου την οργάνωση της δουλειάς του. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Γιαννούλα Κοντού απ’ το Ακράσι, κόρη μαραγκού.

Slide14Slide16

Αρχίζουν δυο δρόμοι παράλληλοι, δημιουργικοί. Ο ένας ο επαγγελματικός. Το 1960 μεταφέρεται στο σημερινό μεγάλο εργαστήρι. Ανασυντάσσεται και αξιοποιεί τις πρωτοποριακές του εμπνεύσεις στην ξυλογλυπτική κυρίως. Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού και τα έπιπλά του ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάνοντας σχεδόν το γύρο του κόσμου.

Slide15

Κοντά του μαθήτευσαν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι ξυλογλύπτες, γύρω στους εκατό.

Στην πορεία επεκτείνει την επιχείρηση με τη συνεργασία δύο μαθητών του. Προμηθεύονται πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό για την καλύτερη ποιότητα των ξυλόγλυπτων επίπλων και παράλληλα τη διασφάλιση της αξίας του χειροποίητου.

Slide18Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κοντά του μαθήτευσε και δούλεψε και η γυναίκα του απ’ το 1958 μέχρι το ’80 και ο γιος του Χαράλαμπος (Μπάμπης), που απ’ τα μαθητικά του χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με την τέχνη του πατέρα του και μετά από την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, απασχολείται αποκλειστικά μ’ αυτήν. Μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την όλη δραστηριότητα της επιχείρησης.

Ο άλλος παράλληλος δρόμος είναι ο οικογενειακός.

Ο Δημητρός ευτύχησε να κάνει σύντροφό του μια εξαίρετη σύζυγο, τη Γιαννούλα. Κοντά του σε όλες τις στιγμές, καλές και κακές, του γέννησε ένα γιο τον Μπάμπη και μια κόρη την Ειρήνη. Του σπούδασαν, τους πάντρεψαν και σήμερα νιώθουν πανευτυχείς καμαρώνοντας τα εγγόνια τους.

Slide19

Για τον ίδιο και το έργο του έχουν γίνει εκτενείς αναφορές σε αρκετές εφημερίδες (ΤΑ ΝΕΑ 27/8/2012) και περιοδικά (ΙΔΕΕΣ & ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, Ιούλιος 1995). Ακόμα και από Πανεπιστήμια όπως το ερευνητικό πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου» καθώς κα σε αρκετά τοπικά διαφημιστικά φυλλάδια, το διαδίκτυο και διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

Κλείνοντας το βιογραφικό του Δημήτρη Καμαρού συμπεραίνουμε πως με την τέχνη του και το επαγγελματικό του ήθος διασώζει το λαϊκό μας πολιτισμό και προάγει την παράδοση του τόπου μας σεβόμενος το παλιό και ακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη της εποχής μας. Και το πιο σημαντικό: Με την τέχνη της ξυλογλυπτικής δημιουργεί προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της Αγιάσου καθιερώνοντας και προάγοντας την Αγιασώτικη ξυλογλυπτική, ταξιδεύοντας σ’ όλα τα πλάτη της γης, Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, απ’ το ναό του Αγ. Γεωργίου στη Χάλκη και στο Πατριαρχείο μέχρι τη Ζιμπάμπουε της Αφρικής.

Slide27Slide32bSlide28aSlide28bSlide28cSlide29a

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Slide36
«Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η καλλιτεχνική φύση του Δημήτρη Καμαρού ζητούσε τρόπο έκφρασης σε κάποιο χώρο κοινό, πέραν του μικρού εργαστηρίου του.

Ακολούθησε αραιά το θείο του Παναγιώτη Μουτζουρέλη, δάσκαλο, τα βράδια στο παλιό Αναγνωστήριο, όπου εκεί το περιβάλλον ήταν καλλιτεχνικό με συζητήσεις και προετοιμασίες για θέατρο, χορωδίες, μουσικοφιλολογικές βραδιές.

1954. Ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης διέβλεψε την καλλιτεχνική φύση του νεαρού Δημήτρη και τον παρακίνησε να βοηθήσει στο ανέβασμα των θεατρικών παραστάσεων μαζί με φίλους άλλους όπως το Μιχάλη Χριστοφαρή, Προκόπη Κουτσκουδή, Νίκο Τσεσμελή, το Στρατή Χατζηπαναγιώτη.

Στις 21 & 22 Μαΐου το Αναγνωστήριο παρουσίασε το ηθογραφικό δράμα του Δημήτρη Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» και την κωμωδία του Νίκου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη.

Εδώ γίνεται το πρώτο βάπτισμα του Δημήτρη. Παίζει το ρόλο του γκαρσόν αλλά περισσότερο συμμετέχει στα σκηνικά με την κατασκευή μιας πανέμορφης κληματαριάς, που απέσπασε το θαυμασμό όλων. Καθιερώνεται πλέον τακτικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Αναγνωστηρίου και ο «Δάσκαλος» Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης καυχιέται πως αποκάλυψε ένα μεγάλο ταλέντο στη σκηνογραφία.

Την ίδια χρονιά 1954, στις 25 Ιουλίου και 13 Αυγούστου το Αναγνωστήριο ανεβάζει τη γνωστή ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα παπα-Κανιμά στον υπαίθριο θερινό κινηματογράφο «Όασις» στο χώρο του Κήπου της Παναγίας σε σκηνοθεσία του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού. Η ηθογραφία επαναλήφθηκε στο θέατρο της Λεσβιακής Εκθέσεως μέσα στο προαύλιο του Γυμνασίου Μυτιλήνης σε τρεις παραστάσεις με την ευκαιρία της οργάνωσης της Γ’ Εμποροπανηγύρεως.

Slide46
Μακέτα «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας»

Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 1955 παρουσιάστηκε για μια ακόμη φορά απ’ το Αναγνωστήριο το δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού και Μιχάλη Χριστοφαρή (Καμπά).

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και κολακευτική η αναφορά στους παραπάνω που κάνει ο τότε πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Μιλτιάδης Σκλεπάρης στον πρόλογό του πριν την παράσταση.

Ανάμεσα στα άλλα λέγει: «Είναι άξιοι θερμών συγχαρητηρίων οι κ.κ. Μιχαήλ Χριστοφαρής ή Καμπάς και Δημήτριος Καμαρός που κατόρθωσαν με το ανήσυχο και δαιμόνιο μυαλό τους να φιλοτεχνήσουν τον σκηνικόν διάκοσμον της παραστάσεως χωρίς την καθοδήγηση και υπόδειξη κανενός και χωρίς να έχουν ασχοληθεί άλλη φορά προς τούτο. Κείνο όμως που προκαλεί τον θαυμασμό και την έκπληξη όλων μας είναι ο μεγάλος τεχνικός πλάτανος που συναρμολογείται σε βαλίτσα και η τεχνητή βρύση με το μπόλικο τρεχούμενο νερό που σε λίγο θα δείτε και θα θαυμάσετε και σεις. Τα παιδιά αυτά είναι εύρημα και ένας μεγάλος θησαυρός για το Αναγνωστήριο στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις…»

Σε ερώτησή μου ποιο ήταν το μυστικό αυτής της σκηνογραφικής επιτυχίας μου απάντησε: «… Αυτό που έκαμα έπρεπε να το κάνω σωστά. Το κουβεντιάζαμε με το φίλο μου Μιχάλη και ξεκινούσαμε με την κατασκευή πρώτα μιας μακέτας και προχωρούσαμε σε συνεργασία με το σκηνοθέτη στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν τα σημερινά υλικά και τα μηχανικά μέσα. Έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα φτιάξουμε και να κρεμάσουμε την αυλαία να ανοιγοκλείνει. Τον πλάτανο με τα φύλλα αλλά και τα βούτλα στον κορμό, το νερό να τρέχει. Τα υλικά των σκηνικών ήταν από χαρτιά και κόλες, ακόμα και τα φύλλα των δέντρων. Πίστευα πως τα σκηνικά πρέπει να μένουν στο μέλλον, γιατί είχανε πάνω τους δουλειά και μεράκι. Δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα».

Παράλληλα με το Αναγνωστήριο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «ΟΛΥΜΠΟΣ», που στην αρχή ήταν παράρτημα του Αναγνωστηρίου, απ’ τη δεκαετία του ’30 ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με σκηνοθεσία κυρίως του Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη. Σ’ αυτές τις παραστάσεις έπαιρναν μέρος και ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου.

Έτσι το 1956, 6 Μαρτίου από Ερασιτεχνικό Παράρτημα του Γυμναστικού Συλλόγου ΟΛΥΜΠΟΣ ανέβηκε το Μουσικό Κωμειδύλλιο του Δ. Κόκκου: «Η λύρα του γερο-Νικόλα» με σκηνοθεσία του Ηλία Ψυρκούδη και κατασκευαστές σκηνικών το Δημ. Καμαρό και Μιχάλη Χριστοφαρή.

Slide51
«Η λύρα του γερο-Νικόλα»

Το έργο πλαισιώθηκε στο τέλος με ένα σκετσάκι επιθεωρησιακό «Το 7 Τραμ» με τους ίδιους σκηνογράφους. Τα σκηνικά εξέπληξαν τους πάντες. Τότε είχαν έρθει στην Αγιάσο για να παρουσιάσουν ένα θεατρικό τους έργο οι γνωστοί μας μεγάλοι κωμικοί Μίμης Φωτόπουλος και Ντίνος Ηλιόπουλος. Χρησιμοποίησαν αυτά τα σκηνικά και εδώ και στο Σανατόριο που παρουσίασαν το έργο τους. Στο τέλος φεύγοντας πήραν το σκηνικό απ’ το «7 Τραμ» μαζί τους στην Αθήνα εκτιμώντας την πρωτοτυπία και την ευρηματική κατασκευή.

Slide52

Στις 18 Μαρτίου 1958 ο Γυμναστικός Σύλλογος «ΟΛΥΜΠΟΣ» σε σκηνοθεσία πάλι του Ηλία Ψυρκούδη ανεβάζει το έμμετρο δράμα «Ο Κουρσάρος» του Πολύβιου Δημητρακοπούλου με μηχανικό σκηνής το Δημήτρη Καμαρό.

Slide53
Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Απ’ το 1959 ο Δημήτρης θα απέχει ως πρωταγωνιστής σκηνογράφος απ’ τις θεατρικές παραστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε κάλεσμα δεν τρέχει να βοηθήσει και να δώσει λύσεις, ιδιαίτερα σε δύσκολες κατασκευές, σε έργα του Αναγνωστηρίου αλλά και του Δημοτικού Σχολείου. Έτσι τον βλέπουμε το 1964 να βοηθάει τον αείμνηστο Χαράλαμπο Πανταζή στη σκηνογραφία της κωμωδίας του Δημ. Ψαθά «Οι Μικροί Φαρισαίοι».

Το 1967 βοηθάει στο γνωστό δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» που ξαναπαίχτηκε.

Το 1981 ανέλαβε με έπιπλα τη διακόσμηση της παράστασης του κοινωνικού δράματος του Γιώργου Σκούρτη «Οι Νταντάδες».

Slide58
«Οι Νταντάδες»

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα παρασκηνιακής μόνο βοήθειας και πρόθυμης συνεργασίας με το Αναγνωστήριο, όποτε του ζητείτο, θα τον δούμε πάλι περισσότερο ενεργό συνεργάτη το 1999.

Στις 7 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του παρεκκλησίου οσίου Αγάθωνος, στο ναΰδριο της Ζωοδόχου Πηγής και στη συνέχεια στο κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου έγινε τιμητική εκδήλωση για τη δεκάχρονη αρχιερατεία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβου Φραντζή. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε το ιστορικοθρησκευτικό έργο του Αντώνη Μηνά «ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ», ειδικά γραμμένο για τις προηγούμενες εκδηλώσεις. Και εδώ την κατασκευή των σκηνικών ανέλαβε ο Δημ. Καμαρός με το Μιχάλη Χριστοφαρή που είχε έρθει για διακοπές από την Αυστραλία και τη σκηνογραφία ο Τάκης Καμπουρέλης, ενώ οι ζωγραφιές των ταμπλό ήταν του Χαράλαμπου Πανταζή. Μεγάλη επιτυχία είχαν οι απομιμήσεις των κειμηλίων που έφερε ο Αγάθωνας και κατασκεύασε ο Δημ. Καμαρός.

Slide60
«ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ»

Το ίδιο έργο παίχτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1999 στην Πάτμο στο πλαίσιο της 12ης Συνάντησης Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, και στις 12 Αυγούστου 2006, πάλι στην Αγιάσο στο πλαίσιο πανηγυρικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τον εορτασμό της επετείου συμπλήρωσης διακοσίων χρόνων απ’ την ανέγερση του δεύτερου ιερού ναού του Προσκυνήματος της Παναγίας μας. Την επιμέλεια των σκηνικών είχε πάλι ο Δημ. Καμαρός.

Η συνέχεια είναι αδιάλειπτη σε σκηνική συμμετοχή:

Slide66
2000 ΕΙΡΗΝΗ – ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ απ’ την παιδική σκηνή
Slide69
2002 ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ απ’ την πειραματική σκηνή
Slide68
2003 ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Αριστοφάνη απ’ την παιδική σκηνή
Slide67
2003 ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ του Δημ. Ψαθά
Slide71
2004 ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ… επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά
Slide68
2005 Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ απ’ την παιδική σκηνή
Slide73
2005 ΓΙΟΡΤΗ Τ’ ΑΧΝΟΥ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide74
2007 ΡΑΝΤΙΒΟΥ ΣΤΑ ΚΑΘ’ΣΤΑ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide75
2012 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ με την παιδική ομάδα της Ειρήνης Μουτζουρέλη
Slide76
2014 ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ καρναβαλική επιθεώρηση

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Οι καλλιτεχνικές του εμπνεύσεις και η διάθεσή του για ανιδιοτελή προσφορά δεν ήταν δυνατόν να λήψουν απ’ την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων του Λαογραφικού Μουσείου. Με χαρά δέχτηκε να οριστεί ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μουσείου και να βάλει κι εκεί τη σφραγίδα του, ανασυγκροτώντας τους χώρους και στήνοντας ζωντανές εικόνες παλιών επαγγελμάτων και οικογενειακών συνηθειών, πάντα πιστός στην παράδοση.

Slide77Slide79

Slide81Slide82

Slide80

Slide78

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Ασχολήθηκε με το αγιασώτικο καρναβάλι συμμετέχοντας στην κατασκευή των σκηνικών από τη δεκαετία του ’50, που ο Ανανίας χρησιμοποίησε.

Slide83

  • 1949 στο Χάνι με τον όμιλο της Περικεφαλαίας
  • 1971 ΙΝΔΟΣ ΦΑΚΙΡΗΣ
  • 1972 ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
  • 1978 ΝΑΣΤΡΑΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑΣ
  • 1980 ΑΓΙΑΤΟΛΑΧ ΧΟΜΕΪΝΙ-Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ
  • 1987 ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ … ΑΓΕΡΑ
  • 2000 ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΤΡΑΒΕΣΤΙ
  • 2008 ΜΑΚΑΚΙΣΤΑΝ
  • 2011 ΤΑ ΟΡΝΙΑ

Για την προσφορά του Δημ. Καμαρού στο Καρναβάλι ο Καρναβαλικός Σύλλογος «ΣΑΤΥΡΟΣ» τον κήρυξε επίτιμο μέλος.

Slide93

Ακόμη μαζί με το γιο του Χαράλαμπο, άξιο συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης, προσέφεραν αρκετά και πρωτότυπα ξυλόγλυπτα κομμάτια τους για τον εμπλουτισμό του Καρναβαλικού Μουσείου του Δήμου και συνέδραμαν στην καλύτερη παρουσίαση των καρναβαλικών εκθεμάτων. Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά είναι έργα δικά τους, απ’ αυτά που κατασκεύασαν κατά καιρούς στα καρναβαλικά συγκροτήματα.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Είναι σίγουρο πως οι καταβολές που σέρνουμε μέσα μας, όσο κι αν μείνουν κρυμμένες έρχονται κάποτε να ξυπνήσουν και να εκδηλωθούν.

Slide97
Παπαχαραλάμπους

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δημήτρης Καμαρός έχει στενή σχέση με την εκκλησία και μεγάλη προσφορά. Προπάππος του ο Χαράλαμπος Κουρούς, μετονομάσθει Παπαχαραλάμπους, και η γιαγιά του, μοδίστρα που έραβε ιερατικά άμφια τον προόριζε για την εκκλησία, γι’ αυτό και τον φώναζε «παπαδέλ’».

Ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθάει στα εξωκλήσια αφιλοκερδώς. Το 1947 χτιζόταν το εκκλησάκι στον Προφήτη Ηλία, βοήθησε με την παρέα του, και όταν ο τότε Δεσπότης Ιάκωβος ο Α’ ήθελε να δει πώς ήταν το κτίσμα, μια και δεν μπορούσε να ανεβεί επάνω, ο Δημ. Καμαρός έφτιαξε τη μακέτα και την παρουσίασε στο Δεσπότη. Τότε δε, καρφώσανε και δυο σανίδες και κάνανε τον πρώτο ξύλινο σταυρό για να φαίνεται από μακριά.

Ένα πολύ ωραίο προσκυνητάρι αφιερωμένο στον Ταξιάρχη στο Καστέλι στο παλιό εκκλησάκι είχε κατασκευάσει το 1949, το οποίο δυστυχώς χάθηκε ή εκλάπη μετά την ανακαίνισή του το 1960.

Επίσης εντυπωσίασε η έμπνευσή του να φτιάξει το 1948 ένα περιστέρι με ανοιχτά τα φτερά που θα υποβάσταζαν το Ιερό Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη της Παναγίας και θα ήταν κινητή κατασκευή.

Είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη που έκανε, όταν πήρε στο μαγαζί του το παλιό παγκάρι στο ναό της Παναγίας να το επισκευάσει, και κάτω απ’ τη λεία βαμμένη επιφάνεια, απ’ τη μέσα πλευρά, βρήκε καταπληκτικά ξυλόγλυπτα που ήταν κομμάτια απ’ το παλιό καμένο τέμπλο της Παναγίας. Τα συναρμολόγησε δημιουργώντας τις ξυλόγλυπτες σκηνές που βλέπουμε σήμερα στην πρόσοψη και το πλάι του παγκαριού.

Slide103

Ο σημερινός Επιτάφιος της Παναγίας και της Αγ. Τριάδος είναι επίσης έργα του Δημ. Καμαρού, καθώς και η Φάτνη των Χριστουγέννων, ο ξύλινος κεντρικός πολυέλαιος, κατασκευή και τάμα του από προσωπική περιπέτεια υγείας που είχε.

Το έργο όμως που θα μείνει στην ιστορία, γιατί αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι στη Ζωοδόχο Πηγή. Θα θυμούνται οι παλιότεροι πώς ήταν ο χώρος, πώς είναι σήμερα και τί θαυμασμό αποσπά απ’ τους χιλιάδες επισκέπτες! Και επειδή έζησα από κοντά αυτήν την προσπάθεια εδώ και δεκαεπτά χρόνια, καταθέτω πως είναι ο μπροστάρης αυτού του δημιουργήματος και φέρνει τη σφραγίδα του. Δείχνει την επιμονή του να μην κάνει πίσω, να βρει χορηγούς, δωρητές και συμπαραστάτες, να αγοραστεί το διπλανό οικόπεδο, να γίνουν όλες οι κατασκευές με μεράκι και γνώση, σεβόμενος την ιερότητα του χώρου, την παράδοση και το περιβάλλον. Σ’ αυτό τον βοήθησε και όλη η οικογένειά του.

Slide109Slide112

Τέλος η πιο πρόσφατη προσφορά του είναι η κατασκευή βρύσης στο δρόμο προς τον Ταξιάρχη στο Καστέλι στη μνήμη των γονιών του και των πεθερικών του.

Slide116

Αυτή είναι εν ολίγοις η υπερεξηντάχρονη πορεία του Δημήτρη Καμαρού, έτσι όπως της είδα μέσα από γραπτές και προφορικές πηγές, μέσα από έργα ζωντανά που θα μείνουν στην ιστορία.

Άριστος καλλιτέχνης, άριστος οικογενειάρχης, καρτερικός και επίμων στην επίτευξη των στόχων του, πάντα πρόθυμος για ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά, πάνω απ’ όλα άνθρωπος και καλός φίλος.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ