ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΟΔΙΚΕΙΩΝ ΑΓΙΑΣΟΥ

Οι Αγιασώτες πάντοτε έβρισκαν τρόπους να σπάνε τη μονοτονία της καθημερινότητας. Μέσα στην κλειστή κοινωνία τους γίνονταν εφευρετικοί, προπαντός οι νέοι, οι μπεκιάρηδες. Σοφίζονταν πολλά, έκαναν του κόσμου τις τρέλες, έδιναν μια νότα χαράς σ’όλο το χωριό.

Συνηθισμένες άλλοτες ήταν οι εκδικάσεις αγαπητικοϋποθέσεων από έκτακτα δικαστήρια, τα ερωτοδικεία. Μια τέτοια υπόθεση εκδικάστηκε λίγους μήνες πριν από την κήρυξη του πολέμου, στις 7 Ιούλη 1940, στον Αϊ-Σπυρίδωνα. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κατά τα πρακτικά της δίκης, που μου παραχώρησε ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο αρχιστράτηγος φον Ρουσδή Αράς, σωσίας του Τούρκου πολιτικού Ρουσδή, απόφοιτος της Σχολής Εφαρμογής Πυροβολικού Ατζέλικας, του Σχολείου Εφαρμογής Κοφτερούς, πορθητής των φρουρίων Βέρθας και Λιλής. Αυτός, σύμφωνα με το από 22 Ιούνη 1940 παραπεμπτικό βούλευμα, παραβίασε τους κανονισμούς που ρύθμιζαν όσα είχαν σχέση με τους αγαπητικούς, έδειξε ανικανότητα κι αμέλεια, παράτησε τη θέση του, παράδωσε «αμαχητί» μεγάλη ποσότητα υλικού κι έγινε αίτιος να καταληφθεί από γερόγατους καίριο ερωτόκαστρο στη θέση Καρυά. Αγαπητικοδίκες ήταν ο Χριστόφας Μούχαλος (πρόεδρος), ο Στρατής Καβαδέλης (σύνεδρος), κλητήρας ο Στρατής Τζίνης, δημόσιος κατήγορος ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, συνήγορος ο Στρατής Πολ. Αναστασέλης (Γιαπρακάδινα) κι ο Στρατής Ηρ. Αναστασέλης (Τασιός), εκτελεστής της απόφασης του δικαστηρίου ο Γιάννης Χατζηλεωνίδας κι ακροατές ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (γιατρός), ο Δημήτρης Μουτζουρέλης κι ο Στρατής Στεφάνου.

myrtaplus_038
Ο συνήγορος Στρατής Πολ. Αναστασέλης, ενώ αγορεύει…

Λίγο αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος κι ακολούθησε η Κατοχή. Δεν υπήρχε πια περιθώριο για χωρατά, δεν υπήρχε διάθεση για γέλιο. Ο κόσμος μαζεύτηκε, έπνιξε τις χαρές του. Ήταν η εποχή που έπρεπε ν’ αγωνιστεί κανείς για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειάς του…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΡΟ…ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931

xroros_olympos_1931Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931. Μεγάλη υπόθεση για κείνα τα χρόνια. Τη σκάλιξε πάνω σε λινόλεουμ και την τύπωσε ο Πάνος Κολαξιζέλης μέσα στο δικολαβικό γραφείο του Δημήτρη Μουτζουρέλη, ενώ ο ιδιοκτήτης του γραφείου, ο Αντώνης Ηρ. Αναστασέλης, ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας) κι εγώ βάλαμε στις αυλακώσεις το πράσινο χρώμα του «Ολύμπου». Οι παραπάνω αποτελούσαμε και την οργανωτική επιτροπή του χορού. Χάρη στο σχέδιο που είχαμε καταστρώσει, ο χορός στις 14 Φλεβάρη όχι μόνο είχε επιτυχία, αλλά κι επαναλήφθηκε στις 21 του ίδιου μήνα.

Απ’ τη θεατρική παράσταση του έργου του Σπύρου Μελά «Μια νύχτα μια ζωή», που έδωσε ο «Όλυμπος» στις 25 Δεκέμβρη του 1930 και στις 6 Γενάρη του 1931, κι από τη μεγάλη επιτυχία του πρώτου χορού, με τις πρωτότυπες διαφημίσεις και ρεκλάμες που έγιναν στην Αγιάσο, ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο, από τους μαθητές του Γυμνασίου Μυτιλήνης Πάνο Κολαξιζέλη και Βασίλη Ιακώβου. Εκμεταλλευόμενοι κι οι δυο τους τη συνεργασία μου με τον «Ταχυδρόμο» Μυριβήλη και Λευκία, όπου έστελνα λαογραφικό υλικό κι ανταποκρισούλες, με έκαμψαν να δεχτώ και ν’ αναλάβω το οικονομικό βάρος της έκδοσής της. Σ’ αυτό συμμετείχαν με ένα συμβολικό ποσό χιλίων δραχμών ο καθένας, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Πάνος Ευαγγελινός. Την Κυριακή του Θωμά, 19 Απρίλη 1931, κυκλοφορήσαμε το πρώτο της φύλλο. Της δώσαμε το όνομα «Αγιάσος».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 20/1984

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΧ. ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ (ΧΡΟΝΗΣ)

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Ο πατέρας του Μιχάλης Σουσαμλής ήταν σπουδαίος στην εποχή του κάλφας οικοδομών. Τ’ αδέρφια του όλα μουσικοί επαγγελματίες. Ό ίδιος παραστράτησε κι ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Έφτιαχνε φανάρια, λαδόμπρικα, τζεζβέδες, τυροξύστες, γκιούμια. Ήταν φαναρτζής. Αγαπούσε το επάγγελμά του και δούλευε με μεράκι. Όλα τα χρόνια τα πέρασε μέσα στο Χάνι, όπου είχε και το μαγαζί του.

Η καλλιτεχνική διάθεσή του ξύπνησε κι εκδηλώθηκε το 1916-1918, όταν τον πρωτανέβασαν στη θεατρική σκηνή του Αναγνωστηρίου. Έπαιξε στα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», του Βότσαρη «Η ψυχοκόρη και ο λήσταρχος Κρικέλας», κι απέδωσε θαυμάσια τους ρόλους που υποκρίθηκε, γιατί τους ένιωθε, τους αισθανόταν και τους ζούσε, ας ήταν τα γράμματά του λίγα. Τ’ αποκορύφωμα, το ζενίθ της επιτυχίας του, ήταν στο έργο του Δημ. Κορομηλά «ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στό ρόλο του μπαρμπα – Χρόνη, που του ήρθε καλούπι, κόλλησε καλά, επιβλήθηκε, εκτόπισε κι εξαφάνισε τ’ όνομά του. Κανείς πια δεν τον φώναζε μ’ αυτό. Όλοι τον φώναζαν Χρόνη. Και μεις από δω και πέρα Χρόνη θα τον αναφέρουμε.

anagnostiriosl_039
Διαφάνεια Πάνου Ε. Κολαξιζέλη

Ο Χρόνης αγάπησε τ’ Αναγνωστήριο με το θέατρό του όσο λίγοι και πρόσφερε πολλά, πάρα πολλά. Σύχναζε σ’ αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε με τα «φραγκέλια» – έτσι λέγανε τα χρόνια κείνα τους μαθητές του Γυμνασίου και τους φοιτητές – ήταν πάντα για το θέατρο, που του είχε γίνει πάθος. Σηκωνόταν απάνω, μονολογούσε με τη βροντερή φωνή του κι έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει. Και στο μαγαζί του, την ώρα της δουλειάς, άφηνε απ’ το χέρι του τη χαβιά κι έκανε τα ίδια, καθώς επίσης και στον περίπατο πρωί και βράδυ. Όσοι τον έβλεπαν και τον άκουγαν δεν ξαφνιάζονταν και δεν τον παρεξηγούσαν, γιατί τον ήξεραν. Τα «φραγκέλια» παρακολουθούσαν το μονόλογο και τον τρόπο που έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον. Όσες φορές βρέθηκε τ’ Αναγνωστήριο σε κρίση και κινδύνεψε να πέσει σε μαρασμό και νάρκη, ο Χρόνης σαν κλώσσα μάζευε τους νέους και με θεατρική παράσταση, που ήξερε τον τρόπο κι έβρισκε τους κατάλληλους ερασιτέχνες να την πάρουν στα χέρια τους, τ’ αναζωπύρωνε και το κρατούσε.

Τα θεατρικά έργα που έπαιζε τ’ Αναγνωστήριο ήταν έργα του βουνού, ειδυλλιακά, με την αθάνατη φουστανέλα. Μ’ αυτή γνώρισε κι ήξερε το θέατρο ο Αγιασώτης. Για πρώτη φορά το 1925 ανέβασαν στη σκηνή έργο σύγχρονο, σαλονιού, το «Κόκκινο πουκάμισο» του Σπύρου Μελά. Ο Χρόνης προσπάθησε να ματαιώσει την παράσταση, χωρίς να το καταφέρει. Συνέχεια διαμαρτυρόταν και φώναζε πως καταστρέφουν το θέατρο, πως αυτό που θα έπαιζαν δεν είναι θέατρο, αλλά μασκαραλίκι. Δεν μπορούσε να το χορτάσει το μυαλό του, όπως και πολλών άλλων Αγιασωτών, πως υπάρχει θέατρο χωρίς φουστανέλα.

Ο Χρόνης ήταν και πρωτοπόρος του αθλητισμού. Το 1930 που αναγνωρίστηκε ως αθλητικό σωματείο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος», στις πρώτες εκλογές πρόεδρο βγάλανε το Χρόνη, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Χατζηευστρατίου, γραμματέα τον Αντώνιο Ηρ. Αναστασέλη, ταμία τον Παναγιώτη Αρ. Πολυπάθου και σύμβουλο το Δημήτριο Μουτζουρέλη. Ο Χρόνης φάνηκε αντάξιος της τιμής, που του κάνανε. Στις μέρες της προεδρίας του κατάφερε πολλά και μεγάλα.

Άρχισε με τη θεατρική παράσταση «Μια νύχτα μια ζωή. . .» του Σπύρου Μελά, που δόθηκε στις 25.12.1930 και 4.1.1931. Κατόρθωσαν ν’ ανεβάσουν στη σκηνή για τους γυναικείους ρόλους γυναίκες, τη Μύρτα Αμανίτη και τη Νίνα Σουρλάγκα. Επειδή δε βρέθηκε το τρίτο γυναικείο πρόσωπο, αναγκάστηκε να το υποδυθεί ο Βασίλης Ιακώβου. Ήταν η δεύτερη φορά που στη σκηνή ανέβαιναν γυναίκες. Ακόμα κατόρθωσε για πρώτη φορά να οργανωθεί και να δοθεί στις 14 καί 21.2.1931 χορός στην Αγιάσο, παρ’ όλες τις αντιδράσεις. Την ίδια εποχή ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο που καρποφόρησε. Κυκλοφόρησε στις 19.4.1931, την Κυριακή του Θωμά, το πρώτο φύλλο της «Αγιάσου». Εκδότες ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Παναγιώτης Ευαγγελινός.

Με αίτησή του ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου ζήτησε από την τότε Κοινότητα να του παραχωρήσει το κεραμοποιείο της, στο Καμπούδι, για γήπεδο. Η Κοινότητα όχι μόνο το παραχώρησε, αλλά επιχορήγησε το Σύλλογο και με 2000 δραχμές. Με το ίδιο ποσό επιχορήγησε το Σύλλογο κι η εκκλησία της Παναγίας. Με αίτησή του ζήτησε κι από το Υπουργείο Παιδείας χρηματική ενίσχυση για εκβραχισμό του κεραμοποιείου. Με ενέργειες του τότε φοιτητή Στρατή Καβαδέλλη επιχορηγήθηκε μέ 20000 δραχμές.

Ο Σύλλογος με επικεφαλής τον πρόεδρο Χρόνη σαν εργάτη άρχισε τον εκβραχισμό και την ισοπέδωση του κεραμοποιείου. Ο Χρόνης, πρωτοπόρος της αθλητικής ιδέας, παρόλο που δούλευε για πρώτη φορά σε βαριά χειρωνακτική εργασία, απέδιδε όσο δυο εργάτες. Μέσα σ’ ένα μήνα το κυπαρισσένιο του κορμί άρχισε να γέρνει και το πρόσωπό του να παίρνει το χρώμα του γηπέδου, από τον ήλιο. Αυτά πρόσφερε ο Χρόνης στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου σαν πρώτος πρόεδρος του.

Η παρέα μας ήταν δεμένη πολύ με το Χρόνη. Τον εκτιμούσαμε και τον σεβόμασταν, γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα. Κι ο Χρόνης όμως μας αγαπούσε όλους. Σα βάζαμε στο φούρνο γιουβέτσι, ήταν αδύνατο να μην του βρει «ξούρια». Πότε πως δεν έχει «ζ’μέλ(ι) για βούτ’μα», πότε πως η σάλτσα ήρθε λίγη, πότε πως δεν είναι καλά βρασμένο κι άλλα. Δικαιολογούσε τους φουρνάρηδες, γιατί δεν είχαν τον καιρό να φροντίζουν το γιουβέτσι που θέλει πολλή επιστασία. Και λυπόταν που δεν είχε τον καιρό να ψήσει αυτός το γιουβέτσι στο μαγαζί του, πάνω στο «π’χανέλ(ι)», για να μας δείξει ποιο είναι το γιουβέτσι, που να τρώμε και να γλείφουμε τα δαχτύλια μας.

Ο Χρόνης έγινε και κινηματογραφικός αστέρας. Το φθινόπωρο του 1930, όταν ήρθε στην Αγιάσο ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος με συνεργείο για να γυρίσει το έργο του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη», έκρινε το Χρόνη κατάλληλο να υποκριθεί το ρόλο του Φιλητά. Ένα γράμμα με τη φίρμα της «Φίνος Φίλμς», που πήρε ο Χρόνης απ’ την Αθήνα και τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος για το γύρισμα μιας καινούργιας ταινίας, τον ξεσήκωσε. Επειδή δε βρήκε βαλίτσα – στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν στην επαρχία βαλίτσες -, ετοιμαζόταν να κατασκευάσει ο ίδιος κι ύστερα να πουλήσει τα εργαλεία του και να κλείσει το μαγαζί του, για ν’ αρχίσει να διαβάζει, γιατί μπορούσε να γυρίσουν καμιά «Φαύστα» ή κανένα «Οθέλλο». Με το ζόρι τον συγκρατούσαμε από τον κατήφορο που πήρε. Καταλάγιασε, σαν πήρε άλλο γράμμα που τού’ γραφε πως το γύρισμα της ταινίας αναβλήθηκε.

Ο Χρόνης ήταν πια γεροντοπαλίκαρο. Δεν τα έθετε όμως κάτω. Ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης δεν τον εγκατέλειπε. Φώλιαζε πάντα μες στα σγουρά ποιητικά μαλλιά του και του δημιουργούσε στη φαντασία λογής λογής ειδύλλια. Καμιά από τις κοπέλες, τις οποίες ερωτευόταν ο ίδιος ή του έλεγαν άλλοι πως τον αγαπούν, δεν είχε ιδέα. Πίστευε ό,τι και να του έλεγαν για τις κοπέλες που κατά τη φαντασία του αγαπούσε, όσο απίθανο κι αδύνατο στην πραγματοποίησή του κι αν ήταν. Όπως ότι μια κοπέλα που τον αγαπούσε κατάπιε ένα «γ’δόχειρου» για ν’ αυτοκτονήσει κι ευτυχώς που την προλάβανε, κι άλλα τέτοια. Όταν ο αδερφός του Αχιλλέας του είπε ν’ αφήσει τα ονειροπολήματα και να προσπαθήσει να συνέλθει, γιατί, από αυτές που νομίζει και πιστεύει πως τον αγαπούν, δεν πρόκειται να τον παντρευτεί καμιά ούτε και στη δεύτερη παρουσία, ο Χρόνης απάντησε πως είναι όλες έτοιμες, αλλά αυτός δεν αποφασίζει. Κι είπε στον Αχιλλέα να παρακαλεί κι αυτός να πάρει τη μεγάλη απόφαση, για ν’ αγοράσει στο γιο του, το Στρατή, όχι ένα μόνο κλαρίνο που ήθελε, αλλά μια αραμπαδιά.

Ο Χρόνης πήρε μέρος και στην αγιασώτικη ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα Κανιμά, που γράφτηκε για την Έκθεση Μυτιλήνης και που πρωτοπαίχτηκε στις 17 Ιούλη 1933 μέσα στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Στην Αγιάσο παίχτηκε την ίδια χρονιά στον Κήπο της Παναγίας.

Τελευταία φορά ο Χρόνης ανέβηκε στη σκηνή το 1939, όταν παίχτηκε η ίδια ηθογραφία. Πάντα υποδυόταν το ρόλο του Ιν(ι)κόλα. Θα ανέβαινε πολλές φορές ακόμα, αν δε μεσολαβούσε ο πόλεμος του 1940 κι η Γερμανική Κατοχή με τις χίλιες δυο στερήσεις. Η συμπαθητική μορφή του Χρόνη, του ανθρώπου με το κυπαρισσένιο κορμί, με τα ποιητικά σγουρά μαλλιά και με τη βροντερή φωνή, έσβησε στις 3 Δεκέμβρη 1941. Ο θάνατος του παθιασμένου για το θέατρο, τον αθλητισμό και τον έρωτα λύπησε τους αναγνωστηριακούς και την κοινωνία της Αγιάσου. Η Διοίκηση του Αναγνωστηρίου, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Καβαδέλλης, στο με αριθμό 63 πρακτικό της 3 Δεκέμβρη 1941 πήρε την απόφαση να του αποδώσει τιμές μεγάλου ευεργέτη και το επίτιμο μέλος Χριστόφας Χρ. Χατζηπαναγιώτης να εκφωνήσει λόγο και να τον αποχαιρετίσει. Επιφυλάχθηκε να του αποδώσει τις δέουσες τιμές σε κατάλληλο χρόνο. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου είχε διαλυθεί τότες. Για την καλή ανάμνησή του πίνακάς του βρίσκεται στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου. Από ψηλά ο Χρόνης βλέπει και καμαρώνει το Αναγνωστήριο, που υπηρέτησε ο πατέρας του ως πρόεδρός του, στα πρώτα του βήματα, κι ύστερα αυτός, να στέκει γερά και να στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτίριο, όπως το ονειρευόταν από χρόνια κι όπως του αξίζει. Οι λίγες καί φτωχές αυτές γραμμές ας θεωρηθούν ως φιλολογικό του μνημόσυνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 4-5/1981