Ε ΤΟΥ ΑΠΟΥΓΕΥΚΑ…

Γιώρ’ς του Τσουκαρέλ’, Δμήτ’ς Ντιλόγκους, γι Απδάρα, τσι Νέστουρας Αρβανίτ’ς καθούνταν μες σ’ Καλφαγιάνν’ του καφινέ. Έγτσι π’ καθούνταν πιάν’ μια μπόρα, ένα νιρό άλλου πράμα. Γιου Ντιλόγκους θέλσι να πειράξ’ του Νέστουρα τσι ρώτ’σιντουν:

Ε Νέστουρα, είνι καλό έγιουτου του νιρό;

-Ε του απουγεύκα, Ε Δμήτ’.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 61/1990

ΙΡΟΥΤΙΒΜΕΝ’ ΕΙΣΤΙ;

Νέστουρας τ’ Αρβαν’τέλ’ μια φουρά πέρνα απόξου απ’ του Γυμνάσιου μι του γάδαρουντ. Ιπειδή του ζο έφτη τ’ μέρα ήνταν κουμμάτ’ αγγρισμένου, βάσταντου σφιχτά, κουντά απ’ του καπίστ’. Δυο σκουλειόπιδα, για να τουν πειράξιν, τουν ρουτησαν: –Ω μπάρμπα, πώς βαστάς έδγιετς του σύντρουφου σ’, ιρουτιβμέν’ είστι; –Όχ’, μουρέλια μ, λέγ’ γιου Νέστουρας, βαστώ τουν, γιατί θέλ’ να έρτ’ να γραφτεί στου Γυμνάσιου.

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 54/1989

ΤΙ ΘΕΛΣ, ΜΟΥΡΕΛΙΜ;

Όλοι βέβαια θα θυμούνται τον ιδιόρρυθμο λαϊκό τύπο Νέστορα Αρβανιτέλη. Πολλές ιστορίες υπάρχουν γύρω απ’ αυτόν. Μια φορά, θυμάμαι, τον πείραζε ένας μικρός. Είχε κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο και φώναζε:

Ε Νέστουρα! Ε Νέστουρα!

Ο Νέστορας με υπομονή γυρίζει πίσω και με τη ματιά του ψάχνει να δει ποιος φωνάζει. Στο τέλος με την ιδιότυπη φωνή του φώναξε κι αυτός:

Τι θελς, μουρέλιμ; Μπάγι θέλ’ γη μάνα σ’ τίπουτα;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 48/1988