ΚΑΝ’ ;

Για να γιλά ένας Αγιασώτ’ς, ρώτ’σι του παπά του Πιτσέλ’.

Ε παπά, κάν’ α σκαλώσου σήμιρα που ‘νι Σάββατου;

Λέγιντ γιου παπάς:

κάνι ό,τ’ θα κανς τώρα που μπουρείς, γιατί σι καμπόσα χρόνια θαν εχς κάθα μέρα Σάββατου.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 50/1989

ΤΙ ΘΕΛΣ, ΜΟΥΡΕΛΙΜ;

Όλοι βέβαια θα θυμούνται τον ιδιόρρυθμο λαϊκό τύπο Νέστορα Αρβανιτέλη. Πολλές ιστορίες υπάρχουν γύρω απ’ αυτόν. Μια φορά, θυμάμαι, τον πείραζε ένας μικρός. Είχε κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο και φώναζε:

Ε Νέστουρα! Ε Νέστουρα!

Ο Νέστορας με υπομονή γυρίζει πίσω και με τη ματιά του ψάχνει να δει ποιος φωνάζει. Στο τέλος με την ιδιότυπη φωνή του φώναξε κι αυτός:

Τι θελς, μουρέλιμ; Μπάγι θέλ’ γη μάνα σ’ τίπουτα;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 48/1988

 

ΕΙΝΙ ΤΣΙ ΜΛΙΑΣΜΕΝΑ;

Πριν χρόνια ήνταν στν Αγιάσου ένας ουκνός. Ούλ’ τ’ μέρα σκών’ντου τσι κάθντου. Σαν ίκγι για δλεια, γίν’ντου τσίτρινους σα ντου φλουρί. Μι λίγα λόγια βαριόντουν τσι που έζι. Τι να κάν’ λοιπόν; Χώρις δλεια ε βγαίν’ του πανί καβάδ’, γη τσλια ε ξέρ’ ψέματα. Ίβλιπι ξτιανός πους μι του καθσιό έ γίνιτι τίπουτα, αλλά τσι να σφίξ’ του κώλουντ εν ίθιλι. Σκέφτσι λοιπόν, σκέφτσι τσι αποφάγσι.

– Ε, αφού δε γίνιτι τίπουτα, ας κάνου του πιθαμένου, να μι θάψιν, να γλιτώσου. Έδιετς τσι γίντσι. Σταύρουσι τα χέρια τσ’ έκανι του πιθαμένου. Άμα τουν ήβραν λοιπόν, τουν πήραν για πιθαμένου. Κάναντουν ούλα τα πριπούμινα, τουν σκώσαν γοι τέσσιρις τσ’ ίσια για τ’ Πιρασιά. Στου δρόμου όμους ένας απ’ έφτοι π’ ακλουθούσαν κατάλαβι πους γη ουκνιά τα ‘κανι ούλα. Πήγι κουντά στου σιντούτσ’ τσι λέγ’ σιγά σιγά.

Ε κμπάρι, σήκου α φας κανέ παξμαδέλ’, μην παγαίνς πνασμένους!

 Αλλά γι ουκνός λέγ’ απού μέσα. – Είνι τσι μλιασμένα;

Εμ ε ντου σκέφκα να τα μλιάσου!

– Σαν είνι, ψάλιτι παπάδις….

Είδις λοιπόν τι κάν’ γη ουκνιά!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 48/1988

 

ΜΗ, ΚΥΡΙΕ, ΠΟΥΝΙΩ!

Στις αρχές του αιώνα ο Στρατής Κολαξιζέλης ή αλλιώς Κακάβης, στην πέμπτη τάξη, έτυχε να ‘χει μαθητή και το μετέπειτα δάσκαλο Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη. Τότες οι εκπαιδευτικοί ήταν σκληροί κι έδερναν τα παιδιά με το παραμικρό. Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, έλεγαν. Μια μέρα ο παραπάνω δάσκαλος θύμωσε με το μαθητή του είτε γιατί τον ρώτησε κάτι και δεν το ‘ξερε είτε για κάποια αταξία. Η «βίτσα» δούλεψε στην ώρα της. Ο μικρός Χριστόφας τα χρειάστηκε. Τσίριξε, σπάραξε, αψοφώναξε, όπως ήταν και η συνήθεια. Μη, κύριε, πουνιώ! Μη μι χτυπάς, πουνιώ! Ο δάσκαλος σταμάτησε για λίγο κι απάντησε: Εμ τι θελς, να σι δέρνου τσι να θαρρείς πους τρως ιρζόγαλου;

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 46/1988