12-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Ο πόλεμος, ο πολιτισμός του αιώνα μας. Φτου σου άνθρωπε που ρεζιλεύεις και μολύνεις τη γη!

16/01/1941

Το χιόνι λαμποκοπά στου ήλιου τις αχτίδες που σήμερα λούζουν τα χιονισμένα βουνά. Μεγάλη κίνηση έχουμε, διορθώνουμε τ’ αυτοκίνητα, ταχτοποιούμε καθετί. Το πρωί ο Λάζαρος, ο εγγονός της καλομάνας του σπιτιού μας ήρθε λυπημένος. Του ψόφησε ένα μοσχάρι, ήταν αδύνατο και το κρύο το τσάκισε. Το τράβηξαν έξω από το στάβλο οι φαντάροι και το ‘γδαραν. Το μεσημέρι βγάζουν τα βόδια απ’ όλους τους στάβλους οι χωριάτες για πότισμα. Περνούν απ’ το ψοφίμι, μυρίζουν το ψόφιο ζο το γδαρμένο κι αρχίζουν να φωνάζουν, να κλαίνε. Όλα τους αγριεύουν, δε γίνονται ζάπι κι οι φωνές τους μοιάζουν θρήνος. Τα βόδια που κλαίνε ένα μοσχάρι, σηκώνονται πάνω στα πισινά τους, ορμούν πάνω στους σωρούς, στο χωριό γκρεμίζουν καλύβες. Τα βόδια που έδειξαν τον πολιτισμό τους σε μας που γελούμε κι ευφραινόμαστε σα δούμε πτώματα.


17/1/1941

Παγωνιά. Ο παγωμένος αέρας μας τσακίζει.


18/1/1941

Όλο τα ίδια. Ως το Αμύνταιο πήγα κι ο αέρας μου έφερε πονόδοντο. Τα χέρια και πόδια είν’ αναίσθητα.


19/1/1941

Κυριακή σήμερα. Ο καιρός μαλάκωσε λίγο. Τ’ απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο τ’ Αμυνταίου. Είναι πολλοί Μυτιληνιοί τραυματίες. Οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα. Ένας θάλαμος από βαριά κρυοπαγήματα, κομμένα πόδια. Ένας γέρος φαντάρος έχει τα δυο του πόδια χαμένα. Ο διάδρομος γεμάτος. Ανεβαίνω στον απάνω όροφο. Κι εκεί η φρίκη των σακάτηδων σου ματώνει την καρδιά. Ο θάλαμος βρομολογά από τα σάπια κρέατα.

Ένας Ερεσώτης μου μιλάει για τις μάχες για τους χωριανούς μου κι ακούω απ’ το στόμα του το σκοτωμό του Στέλιου Σκανέλη. Ήτανε πέντε στ’ αμπρί. Ένας όλμος τους έκανε άνω κάτω. Ο Στέλιος βρέθηκε χωρίς τραύμα. Ίσως ο αέρας της οβίδας να του έφερε το θάνατο. Καημένο παιδί. Φεύγω ζώντας τη φρίκη τούτη και τον καημό του πατέρα του. Πόσοι να χάθηκαν. Ο πόλεμος, ο πολιτισμός του αιώνα μας. Φτου σου άνθρωπε που ρεζιλεύεις και μολύνεις τη γη!


20/1/1941

Σήμερα το πρωί η καλομάνα κλαίει απαρηγόρητα. Είδε άσχημο όνειρο και φοβάται για το παιδί της στο μέτωπο. Ξεφωνίζει μέσα σ’ αναρουφητά. Νίκο μου, Νίκο! Την παρηγορούμε μα δε θέλει ν’ ακούσει τις παρηγοριές μας. Η μάνα, η μάνα που τον πόνο της δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς ανθρώπινος πόνος.


21-26/1/1941

Τίποτα ξεχωριστό. Λάσπη, βροχή.

Ποίημα στο Ημερολόγιο του Στρατή Αναστασέλη

11-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Κρύο ανυπόφορο. Οι λάσπες πάγωσαν και η γη βροντάει σαν μπακίρι στο βάδισμά μας. Τ’ αυτοκίνητα με πολύ κόπο

10/1/1941

Μετρίασε λίγο το κακό του κρύου. Τώρα λάσπες.


11/1/1941

Παίρνω γράμματα από φίλους πια. Είμαι λίγο αδιάθετος.


12/1/1941

Κρύο ανυπόφορο. Οι λάσπες πάγωσαν και η γη βροντάει σαν μπακίρι στο βάδισμά μας. Τ’ αυτοκίνητα με πολύ κόπο ……. . Οι μηχανές δεν παίρνουν μπρος. Το βράδυ κρυώνουμε. Ο ……… όλη νύχτα ξυπνά και βγαίνει καπνίζει αδιάκοπα. Ο ύπνος μου είναι κομμένος.

12/1/1941_Ο Στρατής Αναστασέλης δεξιά κι ο Στρατής Δουκάκης αριστερά, όταν υπηρετούσαν στη Σ. 6 Μοίρα Ελ. Αυτοκινήτων
Σημείωμα στην πίσω όψη της παραπάνω φωτογραφίας

13/1/1941

Κοπάδια περνούν οι χήνες. Ο καιρός μαλάκωσε λίγο. Το βράδυ οι συντρόφοι μου λένε αστεία. Όλοι έχουν απόψε κέφι. Είμαι στεναχωρεμένος και παρ’ όλο που είναι να γελάει κανείς με τ’ αστεία δε μ’ αφήνει η σκέψη της αγάπης μου να ξεχάσω για λίγο τον εαυτό μου.


14/1/1941

Ξαστεριά τη νύχτα. Η μέρα περνάει έτσι χωρίς καμιά εξαιρετική πράξη. Υπηρεσία στη μια και στην άλλη.


15/1/1941

Τι κακό είναι το σημερινό! Χιόνι μισό μέτρο κι ακόμα χιονίζει. Δεν κάνει πολύ κρύο μα το χιόνι πέφτει αδιάκοπα ως το μεσημέρι. Ένα μισοδιάφανο κρέπι τύλιξε τα βουνά πέρα. Όλα άσπρα. Για να πάρουμε συσσίτιο βουλιάζουμε στο χιόνι. Τσάι δεν μπορέσαμε να πάρουμε το πρωί. Άνοιξαν μονοπάτι τώρα. Τ’ απόγευμα όλη η μοίρα με φτυάρια ανοίγουμε το δρόμο. Εγώ φτιάχνω την προτομή του Μουσολίνι. Πολύ πετυχημένη. Του βάζω κέρατα. Οι φαντάροι ξεκαρδίζονται στα γέλια και πετάνε πετυχημένα αστεία. Ο διοικητής ενθουσιάζεται μ’ αυτό.

Είναι τώρα 11 μ.μ. Έγινε συναγερμός. Όλα τ’ αυτοκίνητα θα φορτώσουν για να φύγουν πριν παγώσουν οι δρόμοι.

10-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Σήμερα Πρωτοχρονιά στη Ροδώνα. Τίποτα δε μας θυμίζει απ’ την πατρίδα. Πάντα ίδια. Η καλομάνα μας δίνει βασιλόπιτα, στα παιδιά μοιράζουμε λεφτά και γλυκά

1/1/1941

Σήμερα Πρωτοχρονιά στη Ροδώνα. Τίποτα δε μας θυμίζει απ’ την πατρίδα. Πάντα ίδια. Η καλομάνα μας δίνει βασιλόπιτα, στα παιδιά μοιράζουμε λεφτά και γλυκά που αγοράσαμε. Όλη μέρα καθένας χώρια σκέφτεται το σπίτι του. Ένας γιος της καλομάνας ήρθε απ’ το μέτωπο. Μας διηγείται τη ζωή του μετώπου, τη φριχτή ζωή των πολεμιστών. Στα νοσοκομεία κόβαν γραμμή πόδια απ’ τα κρυοπαγήματα. Πάει κι ο χρόνος τούτος. Ένας χρόνος ακόμα στην πλάτη μου. Πάτησα 33 χρόνω.

Αποκλεισμένοι στη Ροδώνα

2/1/1941

Λάσπες. Ο καιρός μαλάκωσε. Τίποτα το ξεχωριστό.


3/1/1941

Πάντα τα ίδια. Της νύχτας κάτι (σκ…)  με κρατάνε άγρυπνο.


4/1/1941

Τσαλαβουτάμε στη λάσπη. Υπηρεσία πάντα στο λόχο. Τα πόδια μου πονάνε. Σήμερα έβγαλα το δόντι μου στο Αμύνταιο. Οι πόνοι ξεχάστηκαν. Υπέφερα τρομερά. Όλα περνάνε.

Πήρα γράμμα απ’ τον αδερφό μου Αντώνη.


5/1/1941

Ίδια κι όμοια


6/1/1941

Σήμερα τα Φώτα. Πήγαμε στην εκκλησιά. Αυτοσχέδιοι ψάλτες μας ξεκουφαίνουν. Ήρθε μια δασκάλα σπίτι μας να μείνει. Ένα πεταχτό κορίτσι. Όλοι αγρυπνούν με διάφορες σκέψεις και ομολογίες. Ο διάβολος είναι σπίτι μας. Δαιμονίζονται όλοι. Τίποτα δε μου κάνει αίσθηση. Ο νους μου πετά στο κορίτσι που με περιμένει.


7/1/1941

Ίδια κυλάει η ζωή. Λάσπη.


8/1/1941

Στεναχώρια. Ανία.


9/1/1941

Χτες βράδυ την ώρα που πλάγιασα μούφεραν 15 γράμματα. Όλα απ’ αγαπημένα πρόσωπα. Απ’ την αγάπη μου, απ’ το σπίτι, από φίλους. Μια καρτούλα της με λίγα λόγια μα πόση χαρά μου κουβάλησε. Κάτω απ’ την κουβέρτα όλη νύχτα ήμουν χαρούμενος έτσι που κάθε τόσο ………….. στη καζόλαμπα, διάβαζα και πάλι έφερνα και νοσταλγούσα τα περασμένα. Τι χαρά.

9-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα

23/12/1940

Χιόνια, χιόνια. Ένα γόνατο. Μας φωνάζουν, γίνονται συνεργεία και ανοίγουν το δρόμο. Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν στην Κορυτσά. Καμιά ξεχωριστή σκηνή σήμερα. Όλοι το βράδυ είμαστε στεναχωρεμένοι. Το δωμάτιό μας οι αξιωματικοί θα το πάρουν για εστιατόριό τους. Εμείς πού θα πάμε; Πρέπει ο αξιωματικός να έρθει σε καλό δωμάτιο κι ο φαντάρος ας κοιμάται στα υγρά. Μια που κοιμάται τι θέλει την πολυτέλεια. Άλλο να τρως ξύπνιος κι άλλο να κρυώνεις κοιμισμένος. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, το δόντι. Κι αυτά τα γράφω τα μεσάνυχτα. Ίσως να μου περάσει ως το πρωί.


24/12/1940

Παραμονή των Χριστουγέννων. Τίποτα το ξεχωριστό. Είμαστε σ’ ένα χωριουδάκι αποκλεισμένοι από κάθε χαρά.


25/12/1940

Η μικρή καμπάνα του χωριού καλεί τους πιστούς. Ο παπάς πήγε σ’ άλλο χωριό να μαζέψει πιο πολλά. Κάτι φαντάροι στην εκκλησία ψέλνουν κι έτσι λειτουργούνται κι οι χωριάτες. Το μεσημέρι μας δίνουν πιλάφι, ένα μήλο και κρασί. Το δόντι μου δεν μ’ αφήνει να συνέλθω. Πάω στο γιατρό. Θα μου δώσει αύριο σημείωμα να πάω να το βγάλω κάπου. Περνάει έτσι η μέρα. Το βράδυ από κάθε σπίτι ακούγονται τα τραγούδια των φαντάρων που το’ ριξαν έξω.


26/12/1940

Πάλι χιονίζει. Συνηθίσαμε πια στην κατάσταση τούτη. Κοπάδια αγριόχηνες περνάνε όλη τη μέρα. Παίρνω σημείωμα για τον οδοντογιατρό στο Αμύνταιο για να το βγάλω μα ο γιατρός είν’ άρρωστος. Στο νοσοκομείο κείτουνται και στους διαδρόμους τραυματίες. Κομμένα πόδια, χέρια, μια κόλαση γεμάτη πληγωμένους. Το δόντι μου πονάει. Δεν έχω πια τη δύναμη ν’ αντέξω στους πόνους. Μ’ αδυνάτισαν τόσο! Γράμμα δεν έχω πάρει ακόμα απ’ τους δικούς μου. Το βράδυ σπίτι μαγειρεύω για όλους τους φαντάρους κρέας με πατάτες. Ευχάριστη απασχόληση. Τρώμε μαζί και κουβεντιάζουμε ως τις 10.


27/12/1940

Πήγα στ’ Αμύνταιο. Ο γιατρός μου’ βαλε φάρμακο μα ξακολουθούν οι πόνοι. Ο καιρός άσχημος. Χιονοθύελλα πάλι.


28/12/1940

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα. Βγάζω ένα σατυρικό χειρόγραφο περιοδικό «Ο Ελέφαντας» για την 1η του Γενάρη, έμμετρο. Είμαστε κλεισμένοι σπίτι. Ούτε για φαΐ δεν μπορούμε να βγούμε.


29/12/1940

Ο καιρός ίδιος. Χιόνι κι αέρας. Περνάμε τη μέρα μας σπίτι. Μαγειρεύουμε στη σόμπα και λέμε ιστορίες.


30/12/1940

Ίδια η ζωή μας. Σήμερα είχαμε λιακάδα. Δουλέψαμε αρκετά στ’ αυτοκίνητα.


31/12/1940

Πήγα στη Φλώρινα για το δόντι μου. Κανείς δε μου δίνει σημασία. Είναι τόσοι οι τραυματίες που ένας πονόδοντος είναι ασήμαντο πράμα. Φεύγω χωρίς αποτέλεσμα. Πόνεσε η καρδιά μου. Χέρια πόδια κομμένα, μάτια βγαλμένα, μια κόλαση πληγωμένων.

Το βράδυ σπίτι έρχονται παιδιά και μας ψέλνουν τα κάλαντα. Τα βάλαμε να πούνε τραγούδια σχολικά.

-Παρακαλώ, παρακαλώ 
μητέραν και πατέραν
γαρ γαρ αμάν
Την θάλασσαν πείσαν τσαϊρ (περιβόλι) 
Την Άρτεν(Αρτέμιδα) έπαρ κι έλα,
οφ οφ αμάν.
Η Κρσάρα (κότα) πίη νερόν 
και τερί σον ουρανόν
έρτε και ο πετεινόν
κρούετιν ένα φτερόν

δηλ. Η κότα πίνει νερό και
τηράει στον ουρανό,
έρχεται κι ο πετεινός
και της χτυπάει ένα φτερό.

Ο Σταβρίς ο Κεμεντζές 
με κάμποσα παιδιά
επήρεν την παρέανατ
κι ερούξε τα χωρία 
κι επήγε στα χωριά.

Μας θυμίζουν τα σπίτια μας μέρα που είναι. Μπορεί να κλαίνε αυτή τη στιγμή σπίτι. Είναι οι μέρες τούτες που κάθε άνθρωπος ζητάει τον δικό του. Πόσα σπίτια σήμερα είναι σκοτεινά κι άραχνα!

Νεπε Χάμπω, ντο ένε ατό το 
χάλις εσέν θαφτάω σε
γάδαρον και σύρωτο δουκάλις=

Τι είναι Χάμπω αυτό το χάλι σου,
εσένα θα κάνω γάιδαρο να τραβάω το καπίστρι σου.

Σι Τσαπίκλισας την μπόρτα 
χιομάτο ιν παπία
έφααν και χόρτασαν τις
Στάβρετσος φαντία.

Η γριά σπιτονοικοκυρά μας μας δίνει λίγη πίτα και ξηρές αχλάδες. Είναι το γλύκισμα της βραδιάς μας. Έτσι η σκέψη μας χορταίνει με τις περιπλανήσεις που κάνει στα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια. Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

«Ο θεός έπλασεν την θάλασσαν φαρδίαν και πλατείαν κι ουκ άφησεν μιαν πάντζουρον (παράθυρο) να βλέπουν τα χαμψίαν»

Ναι, δεν άφησε ένα παράθυρο να βλέπουν τα χαψιά.

Είναι 2¼ το πρωί και ξαγρυπνώ μπρος στην γκαζόλαμπα καπνίζοντας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δόντι πονάει φοβερά. Μέσα στους γιατρούς είμαστε μα αυτοί δεν έχουν καιρό. Είναι τόσοι οι πληγωμένοι!

Η πιπιλομάτενα,ουγέ αναθεμάτεναν 
αν κι δι τε μαν τε ναν
εγώ θα κλεφτάτεναν=

Η πιπιλομάταινα που ανάθεμά την που αν δε μου την δώσετε εγώ θα την κλέψω.

Σιν Τραπεζούντας σο λιμάς (λιμάνι) 
κιντάν τρια παπόριε.
Το έναν περ (πήρε) τα σίδερα
και τ’ άλλο σιλατσίδες (επιβάτες)
το πίον και μικρότερον
περ όμορφες κουτσίδες (κορίτσια)
Ο ήλεν (ήλιος) εβασίλεψεν 
σαράτσια (στα ράτσια) μερέα 
(βασίλεψε πίσω απ’ τα βουνά)
Ντη κόριτσι το φίλεμα
μιρίζ τρανταφιλέα.
Νέπε νέπε Θόδωρε 
όλε σενέν άπορε
πάτις τρος τιν καβουρμόν
και βαρέσκεσε σορμόν.
Τρως το ξύγαλαν το στίπον
και αροθυμάς στον ύπνον.

Παιδί Θόδωρε όλοι σε λένε άπορε πολύ έφαγες καβουρμά και κοιμήθηκες πολύ, τρως το γιαούρτι το πολύ ξινό και θυμώνεις στον ύπνο σου.

Σικοσάρα (κότα) πα σορμάν (στο ρουμάνι) 
Πα σορμόν σερέβ χορτάρε
κι οξοπίς φορι τορτάρε
και μαραιν τα παλικάρε.

Η κότα πάει στο ρουμάνι και γυρεύει χορτάρι και ξοπίσω (έρχεται) φορεί κάλτσες και μαραίνει τα παλικάρια.

Αυτά γράφτηκαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Ήρθανε παιδιά και τραγούδησαν.