ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Ψάχνοντας κάποιο παραμελημένο συρτάρι, σταμάτησα για λίγο, καθώς βρέθηκα μπροστά σε ανάκατες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από τα παλιά. Διερωτήθηκα πώς τις είχα αφημένες έτσι. Τις άπλωσα στο τραπέζι και, καθώς ήμουν ήρεμη εκείνη τη στιγμή, μαγνητίστηκα από την αλλοκαιρινή γοητεία, μπροστά σε πόζες, τραβηγμένες στο σπίτι ή στο φωτογραφείο εκείνων των καιρών.
Default 2
Ο γραφικός λαϊκός ζωγράφος και περιοδεύων φωτογράφος Γρηγόρης Γεωργίου Λημναίος, καταγόμενος από το Δικελί της Μικράς Ασίας, ποζάρει, στο γέρμα του ανήμπορου βίου του, μπροστά στα κάγκελα του Γυμνασίου της Μυτιλήνης.(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
 

Η αξία της φωτογραφίας σε όλο το μεγαλείο της. Η ομορφιά κάποιων άλλων καιρών, στο διαχρονικό ασπρόμαυρο, λες και ήθελε να μου μιλήσει. Να μου πει ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά, να παραπονεθεί, γιατί την παραμέλησα στο βαθύ καρυδένιο συρτάρι. Φωτογραφίες του αδικοχαμένου μου παππού, του Μιλτιάδη Δημητρίου Χουτζαίου, καθώς του στέρησε τη ζωή ένας συγχωριανός του, στα 27 του χρόνια… Τις τράβηξε ο αδελφός του, ο μεγάλος φωτογράφος της αλλοτινής εποχής, ο Σίμος Χουτζαίος. Απλωμένες οι φωτογραφίες στο τραπέζι, με φέρνουν πίσω και προσπαθώ να πλησιάσω πρόσωπα και βλέμματα, που ίσως μου πούνε ιστορίες από το χτες, γνωστές και άγνωστες.
 

 

Θυμάμαι κάποια πόζα, που μας τράβηξε, όταν ήμαστε παιδιά, ένας πολύ καλός φωτογράφος, μέσα στην αυλή του εργαστηρίου του. Είχε μια φωτογραφική μηχανή τρίποδη, με ένα κουτί ψηλά και με φακό σκεπασμένο με ένα μαύρο μανίκι. Ήταν ο Στρατής Καμπάς, πολύ μερακλής στη δουλειά του. Θυμάμαι πως παιδευόταν ώρα πολλή, για να είναι τέλεια η φάτσα που θα απεικόνιζε στο γυαλιστερό χαρτί… Δίπλα του είχε και ένα κουβαδάκι με νερό, για να ξεπλένει τις φωτογραφίες. Έλεγε ένα σωρό αστεία, ελπίζοντας ότι θ’ αποσπάσει ένα αμυδρό χαμόγελο από τα φοβισμένα μεταπολεμικά παιδιά και ότι θα έχει τέλειο αποτέλεσμα στη δουλειά του. Ένα βρακοφόρο άνδρα θυμάμαι πως τον παίδευε αρκετή ώρα, για να τον καταφέρει ν’ αγκαλιάσει ελαφρά τη βρακοφόρα γυναίκα του στον ώμο, καθώς αυτός αντιδρούσε, επηρεασμένος από την τούρκικη νοοτροπία που τον βάραινε τόσα χρόνια. Ίδρωνε και ξαναΐδρωνε ο Καμπάς, ώσπου να καταφέρει το «χουιλού» τον Αγιασώτη, ν’ αλλάξει πόζα στη φωτογραφία του.
 

 

Άλλος μερακλής στη φωτογράφηση ήταν ο στρουμπουλός Προκοπής Κουρκουλής, με τα φανταχτερά κοντομάνικα πουκάμισα, δώρα του φίλου του, του μετανάστη… Πανταχού παρών, σε κάθε εκδήλωση, στην κλειστή συντηρητική κοινωνία της Αγιάσου, καλαμπουρτζής και αθυρόστομος. Στο ιλουστρασιόν χαρτί, με ασπρόμαυρο μοτίβο απεικόνιζε ό,τι φεύγει από τη σύντομη ζωή μας και δεν ξαναγυρίζει πια.
 

 

Αντίζηλος του Κουρκουλή ο χαρισματικός Στρατής ο Χουτζαίος. Ανέβαινε από τη Μυτιλήνη, ακόμη και μέσα στα χιόνια, στην αγαπημένη του Αγιάσο, και ήταν κι αυτός κοσμαγάπητος. Σπεσιαλίστας στη δουλειά του, με μεγάλη υπομονή, φωτογράφιζε κάθε εβδομάδα τους γιους μου, για να έχω πάντα ζωντανές τις μορφές τους μέσα από τις φωτογραφίες τους. Ήταν τότε που τα παιδιά γελούσαν ανέμελα και δεν ήταν φοβισμένα από τραυματικά γεγονότα, που κάποτε πλήγωσαν κάποια άλλα… Πάντα αναρωτιόμουνα, όταν έβλεπα στις παλιές φωτογραφίες μια βλοσυρή δασκάλα και γύρω της αγέλαστα, συνοφρυωμένα παιδιά, που τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, κατά τον ποιητή…
 

 

Ακολουθεί ο Δουκάκης ο Χουτζαίος, πρόσφατα μακαρίτης, αεικίνητος και σεβνταλής για τη δουλειά του. Μάλλον προσπαθούσε να βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, του Σίμου. Του φωτογράφου των προπάππων, των πάππων και των πατεράδων μας, του καλλιτέχνη των ιστορικών και λαογραφικών φωτογραφιών, κάποιες από τις οποίες διασώθηκαν στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε πριν από χρόνια. Σε γυρίζουν πίσω, στο πέρασμα του χρόνου, και ζεις νοερά σε άλλες μακρινές εποχές…

Default 5
Ο Δουκάκης-Στυλιανός Σίμου Χουτζαίος (1926-2005) έκλεισε την οικογενειακή παράδοση της καλλιτεχνικής, ιστορικής και λαογραφικής φωτογραφίας. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Αργυρώ Δουκάκη Χουτζαίου)
Άλλος χαρισματικός του είδους του ήταν ο Μυτιληνιός Γρηγόρης Λημναίος, γνωστός με το απαξιωτικό παρατσούκλι «Γλίτζους», λάτρης της αγιασώτικης γενιάς. Κατέγραψε ήθη, έθιμα, λεσβιακά τοπία και πρόσωπα.
 

 

Στη δεκαετία του ’60 κι αργότερα οι φωτογράφοι δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν, καθώς οι υποψήφιοι μετανάστες χρειάζονταν φωτογραφίες. Τα υπερατλαντικά προξενιά μόνο με το φωτογραφικό φακό έφερναν από κοντά τα ζευγάρια από τις μακρινές πατρίδες του πλανήτη μας. Κάποτε ο Κουρκουλής, φωτογραφίζοντας μια κακομούτσουνη κοπέλα, από την Αγιάσο, της είπε: Γέλασι, μουρή Μαρ’γούλ’, μη σι δει γι Αμιρικάνους τσ’ απουχ’πήσ’! Όταν ετοίμασε τη φωτογραφία και την είδε αυτή, του είπε: Ρε Κουρκουλή, γω είμι έγιουτ’; Μη χειρότιρα! Κι ο Κουρκουλής της απάντησε: Εμ μηδί Θιος ένι μπόρισι α σι σ’νιφέρ’, γω θα σι σουλουπώσου!
 

 

Αργότερα κυκλοφόρησαν στο εμπόριο οι πρώτες μικρές φωτογραφικές μηχανές. Κάποτε ο πατέρας μου, με μια τέτοια μηχανή μας πήγε τα παιδιά, να φωτογραφηθούμε στα Κουρκουλούτσια. Εγώ είχα πολύ βήχα, θυμάμαι, και καθώς ήθελε να στείλει τις φωτογραφίες στο θείο μας στη Νέα Υόρκη, για να δει τα κοστουμάκια μας, που αυτός μας τα έστειλε, νευρίασα τον πατέρα μου και μου έδωσε ένα χαστούκι, που με πλήγωσε στην ψυχή, καθώς ήμουν 8-9 χρόνων μόνο. Ποτέ δεν ήθελα να με κακομεταχειρίζονται οι μεγάλοι. Αυτή η φωτογραφία πάντα με γυρίζει πίσω και με λυπεί. Τα οικογενειακά λευκώματα μάς ταξιδεύουν στο κοντινό και στο μακρινό παρελθόν και μας κάνουν να ξαναζούμε νοερά στιγμές όμορφες και άσχημες, κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα, που δε ζουν πια. Μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο ιστός της ζωής μας είναι πολύ λεπτός και εύθραυστος και πως η αξία της ασπρόμαυρης διαχρονικής φωτογραφίας είναι ό,τι πιο πολύτιμο για τις μετέπειτα γενιές. Αυτό συνέβαινε, όταν η τεχνολογία δεν είχε να μας χαρίσει κάμερες και έγχρωμες παραστάσεις της ζωής, αλλά και ούτε την οθόνη της TV, για να ξαναζωντανεύει ανθρώπους και υποθέσεις, που έχουν γραφεί στο μακρινό παρελθόν.
 

 

Αποδίδουμε φόρο τιμής στους αξέχαστους φωτογράφους, που ακούραστα περπάτησαν τα ανηφορικά καλντερίμια της πανέμορφης παραδοσιακής μας Αγιάσου, για να χαρίσουν στους μετέπειτα αναμνήσεις και συγκινήσεις μέσα από το ασπρόμαυρο χαρτί της τέχνης τους με την αλλοκαιρινή γοητεία του.

ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ – ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 160/2007

Ο ΚΛAPINTΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

Στις 26 Αυγούστου 2003, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, επισκέφτηκα στο σπίτι του, στην οδό Σαρανταπόρου, στα σύνορα Αμυγδαλιάς-Μπουτζαλιάς, τον κλαριντζή Μιχάλη Μουτζουρέλη ή Λαγό και του πήρα συνέντευξη. Η καθυστέρηση της δημοσίευσής της οφείλεται στο ότι ήθελα να τη συμπληρώσω με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής σκληρής πραγματικότητας. Το πλήθος των ανειλημμένων υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την εφησυχαστική αναβλητικότητα, δε μου επέτρεψαν να φέρω σε πέρας την εργασία πριν από την αποδημία στην Ξάνθη, στις 20 του Οκτώβρη του 2005, του καλού φίλου και συνεργάτη, ο οποίος θάφτηκε την επομένη στη γενέτειρά του, στο Κοιμητήρι της Περασιάς. Η παρούσα δημοσίευση δεν παρέλκει, αφού η μνήμη της επωφελούς δράσης των ανθρώπων πρέπει να είναι διαχρονική.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης αυτής αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά το συνάδελφο Γρηγόρη Μιχ. Μουτζουρέλη, για όσες φωτογραφίες έθεσε στη διάθεσή μου, αλλά και το συνεργάτη Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή, για το χρήσιμο ενημερωτικό υλικό που μου προώθησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στις 19 Ιουλίου 1921 στην Αγιάσο. Γονείς μου ο Γρηγόρης Δημήτρη Μουτζουρέλης ή Λαγός και η Αικατερίνη (Κατίνα) Δημήτρη Λαλά*. Με τους Λαλάδες, που λέγονται «Ζιμπικούδια», δεν είχε η μητέρα μου συγγένεια. Πρόκειται για συνωνυμία. Ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης, είχε πρόβατα, αλλά καταγινόταν και με αγροτικές δουλειές, όπως και η μητέρα μου. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, βοσκίζοντας τα πρόβατά του στην «Αγια-Φουτιά», στις Λάμπες, κειτόταν σε μια αλυγαριά, τυλιγμένος στη χλαίνη του. Ένας περαστικός, που ήταν από την περιοχή και που λεγόταν, θαρρώ, Παναγιώτης Τρανταλής, τον είδε και του είπε: Ε Γληγόρ’, σα λαγός κάθισι! Απ’ αυτό έμεινε το παρατσούκλι Λαγός, που το έχουμε και εμείς. Ηταν όμως και γρήγορος και περπατούσε πολύ. Ίσως και αυτό να συνετέλεσε στο να του μείνει το Λαγός.
Default 3
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί, Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Μουτζουρέλης, Στρατής Παπάνης, Στρατής Ψύρρας, Δημήτρης Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ως τσομπάνης ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Κάποτε ένας Αγιασώτης έμπορας έφερε από τη Σμύρνη ένα ζουρνά, για να τον παίξουν τις Απόκριες. Τον έδωσαν στον πατέρα μου, που έπαιζε καλή φλογέρα, και αυτός τον κράτησε. Από τότε έγινε ζουρνατζής και συνέχισε το επάγγελμα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την κτηνοτροφία. Ζουρνά έπαιζε τα χρόνια αυτά και ένας άλλος Αγιασώτης, ο Αντρέας Χατζηκινάκης (Αντριγιάς του Χατζηκινάν’). Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου ως οργανοπαίχτης και σιγά σιγά καθιερώθηκε. Έλεγε μάλιστα πως το μουσικό όργανο που έπαιζε το λένε «ζορινά» και όχι «ζουρνά», γιατί είναι δύσκολο. Απαιτεί αντοχή, θέλει γερά πνευμόνια. Όταν έπαιζε, φούσκωνε, «κνηκάτιζε». Τα «τσαμπ’νάρια» του ζουρνά του τα προμηθευόταν στην αρχή από τη Σμύρνη. Μετά όμως έμαθε να τα φτιάχνει ο ίδιος. Πήγαινε στη Λάρσο, στα «γκιόλια», έκοβε άμεστα καλάμια και με αυτά έφτιαχνε τα «τσαμπ’νάρια», όπως του είχαν δείξει.Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Βοηθό του είχε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ανέστη ή Αριστή, γεννημένο το 1913, και μακαρίτη σήμερα, ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, πολλά στόματα, και έπρεπε να δουλέψουμε, για να επιβιώσουμε. Εκτός από τον Αριστή και από εμένα ήταν η Δέσποινα, χήρα του Γιώργου Τακιδέλη (Μαν’τάπ’), και οι επίσης μακαρίτες Γιώργος και Γιάννης. Γεννήθηκαν και δυο άλλα παιδιά, η Αγγελική και ο Δημήτρης, αλλά πέθαναν σε μικρή ηλικία.Στο Δημοτικό γράφτηκα το 1928. Την πρώτη χρονιά πήγα στο «Αγριγιώτ’κου». Στη δευτέρα τάξη μας χώρισαν. Χώρια οι Μπουτζαλιώτες, χώρια οι Αγριγιώτες. Εγώ πήγα στο «Μπουτζαλιώτ’κου». Στην πρώτη τάξη είχα δάσκαλο το Βασίλη το Γαλετσέλη. Δεν ήταν τόσο καλός δάσκαλος. Δεν ήταν σαν τον Κακάβη και σαν το Φωτεινέλη. Στις άλλες τάξεις είχα δασκάλους το Φωτεινέλη, τον Κολαξιζέλη (Κακάβη), το Λίβανο (Μπασμπαλέλ’), την Καλυψώ Κωντή-Χατζηγιάννη και την Αντιγόνη Τακιδέλη (Ξ’νέλινα), που ήταν καλή δασκάλα. Πήγα και στην έκτη τάξη, αλλά δεν την τέλειωσα. Τα χρόνια ήταν άσχημα, φτωχικά. Έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, για να ζήσουμε. Υπήρχαν στο χωριό και τάξεις Ημιγυμνασίου, με διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, αλλ’ εγώ δεν ήταν δυνατόν να πάω. Μετά το Ημιγυμνάσιο, για να τελειώσεις, έπρεπε να πας στη Μυτιλήνη. Ήμουνα καλός μαθητής και έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου. Θυμάμαι πως το σχολείο ήταν μεικτό, πως πηγαίναμε όλες τις μέρες, πρωί-απόγευμα, εκτός από την Κυριακή και το απόγευμα του Σαββάτου. Οι τάξεις είχαν μεγάλα θρανία, στα οποία κάθονταν τέσσερα παιδιά. Το μάθημα το αντιγράφαμε από τον πίνακα στο τετράδιο, για να το μάθουμε και για να το πούμε στο δάσκαλο την άλλη μέρα. Τα βιβλία ήταν λιγοστά. Εκτός από τα άλλα, θυμάμαι που μας έμαθε στην τρίτη τάξη, το 1931, μια προσευχή ο Κακάβης. Την έγραψε στον πίνακα, την αντιγράψαμε και πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Ήταν Σάββατο. Γονατίσαμε και είπαμε την προσευχή, που ήταν για την αγωνιζόμενη Κύπρο: Κύριε, συ που ακούς την προσευχή μας ευλόγησε, να διαλύσουν τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν τ’ αδέλφια μας της Κύπρου και χάρισε τους το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το άγιο όνομά σου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η προσευχή αυτή και τη θυμάμαι ακόμη. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο. Από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Γυμνάγο, που ήταν γιος του Γεωργίου Γυμνάγου και της Ελένης Κουκουσά, της αδερφής του Ευστρατίου Κουκουσά, ο οποίος διατέλεσε Προσωπάρχης της Διεύθυνσης Αγροτικής Ασφάλειας, τον Παναγιώτη Αριστοφάνη Μολυβιάτη, το Βασίλη Παναγιώτη Πανάγη, τον Παναγιώτη Ευστρατίου Ανδρικού (Τσαμπλάκο), την Προκοπία Κουλάνη, τη Γρηγορία Μιλτιάδη Νουλέλη, που παντρεύτηκε αργότερα το δάσκαλο Παναγιώτη Νουλέλη (Ρουδιά), την προσφυγίνα Σοφία Χατζηκώστα, που έφυγε στην Αμερική, και άλλους.
Default 6
Στο Κέντρο του Βασίλη Γραμμέλη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη». Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Παπάνης, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, η τραγουδίστρια (ντιζέζ), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης (τζαζ) και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Όταν έφυγε το 1934 φαντάρος ο αδερφός μου Αριστής, τον διαδέχτηκα εγώ και βοηθούσα με το νταβούλι τον πατέρα μου στα διάφορα πανηγύρια, αλλά και σε γάμους και σε άλλα γλέντια και λογής λογής εκδηλώσεις. Έπαιξα τη χρονιά αυτή και στο γνωστό πανηγύρι του Ταύρου και το θυμάμαι πολύ καλά. Τις μουσικές εξορμήσεις μου στα διάφορα χωριά, Αγία Παρασκευή, Γέρα, Πηγή, Καγιάνι, Κάτω Τρίτος, Ίππειος, Ασώματος, Κεραμιά, Μυχού, Πολιχνίτο, Βασιλικά, Μανταμάδο, Βρίσα, Παναγιούδα, αλλά και σε άλλα, τις συνέχισα και αργότερα με τον αδερφό μου, όταν αποστρατεύτηκε. Παράλληλα όμως καταγινόμουνα και με αγροτικές δουλειές, γιατί η μουσική, από την οποία παίρναμε, βέβαια, χρήματα, ήταν ευκαιριακή απασχόληση για τους περισσότερους οργανοπαίχτες. Εξάλλου δεν ήμασταν οι μόνοι μουσικάντες. Υπήρχαν και άλλοι, οργανωμένοι σε κομπανίες. Έπρεπε επομένως με κάθε τρόπο να βοηθώ τη φαμίλια μας.Όταν απολύθηκε ο Αριστής, ήθελε να μάθει κλαρίνο. Πήγε κατά το 1937 με τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον Κακούργο, στο Ίππειος και δοκιμάσανε το κλαρίνο του μουσικού και αργότερα καφετζή Αντώνη Βρανά. Το αγόρασε τότες τεσσεράμισι χιλιάρικα που ήταν κολόνες. Όπως ήταν φυσικό, πήγε στον Κακούργο να μάθει να παίζει. Πήρε δυο μαθήματα, αλλά σταμάτησε. Όταν ήρθε στο σπίτι, είπε στη μητέρα μας: Δεν ξαναπάω πια. Αμα ξαναπάω θα πεθάνω. Το φοβήθηκε το όργανο και σταμάτησε κάθε προσπάθεια.
Default 9
Η φωτογραφία και τα στοιχεία της ταυτότητας του Μιχάλη Μουτζουρέλη ως μουσικού. Στην προμετωπίδα του παρόντος εικοσιτετρασέλιδου σταχωμένου δελτίου, διαστάσεων 10 x 9 εκ., αναγράφονται τα παρακάτω: ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΕΣΒΟΥ. ΕΔΡΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ. ΑΡΙΘ. ΕΓΚΡ. 123/1935 ΠΡΩΤΟΔ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕΛΟΥΣ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΝ.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα ζήτησα να το πάρω εγώ το κλαρίνο, χωρίς χρήματα, για να μάθω. Ο Αριστής ήταν τσιγκούνης και δε μου το έδινε. Τελικά όμως τον κατάφερα και μου το έδωσε. Το πήρα στο σπίτι και άρχισα να το παίζω αλά φλογέρα. Είχα καταπιαστεί κάπως και με το μουσικό όργανο του πατέρα μας, δηλαδή με το ζουρνά. Συνέχισα έτσι ένα δυο χρόνια και σιγά σιγά έπιασα και κάτι έκανα. Εγώ δεν πήγα σε δάσκαλο. Είμαι αυτοδίδαχτος. Λίγο με καθοδήγησε, μια μέρα που ήρθε στο σπίτι, ο Αχιλλέας Σουσαμλής, καλός μουσικός, βιολιστής. Μια άλλη φορά με φώναξε ο Σταύρος ο Ρόδανος, που τότες έπαιζε κλαρίνο, και με έμαθε κάποια στοιχεία.Πρώτη φορά έπαιξα κλαρίνο στο δικό μας στέκι, στου Λαγού το «κουιτούκ’». Έπαιζαν οι Σουσαμλήδες, ο Αχιλλέας, ο Προκόπης, ο Ραφαήλ, ο Στρατής (Σιλέμ’ς) και ο Γιώργος Ζαφειρίου (Ζουγή). Απουσίαζε ο Κακούργος, γιατί ήταν μανισμένος και συνεργαζόταν τότες με τις Άννες, δηλαδή με τους Ρόδανους. Μια μέρα που καθυστέρησε να έρθει στην κομπανία ο Σιλέμ’ς, ο οποίος γάμπριζε, μου είπε ο Ραφαήλ να φέρω το κλαρίνο μου και να τον αντικαταστήσω προσωρινά. Ήμουνα αρχάριος και φοβόμουνα. Γύρεψαν οι πελάτες συρτό. Ντρέτα εγώ με τους άλλους. Παίξαμε τρεις τέσσερις σκοπούς και τα κατάφερα. Εντωμεταξύ ήρθε ο Σιλέμ’ς και εγώ ως αναπληρωματικός σταμάτησα. Παρ’ όλο που εγώ δεν ήθελα, ο Ραφαήλ επέμενε και μου έδωσε μερίδιο, για σεβντά, για να με ενθαρρύνει. Ετσι συνέχισα και καθιερώθηκα.
Default 12
Γυμναστικές επιδείξεις στο Γυμναστήριο της Αγιάσου το 1954. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Ψύρρας, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Μέχρι που ζούσε ο πατέρας μας, συνεργαζόμουνα μαζί του. Μετά το θάνατο του συνεργάστηκα με τον Αριστή και δημιουργήσαμε ένα φτηνό σχήμα, που είχε πέραση, που το ζητούσαν πολλοί. Η συνεργασία με τον αδερφό μου βάσταξε κυρίως ως τη χρονιά που έπιασε αγροφύλακας και αναγκάστηκε να περιορίσει τις άλλες δραστηριότητές του. Πρέπει να τονίσω πως στα χρόνια του Εμφυλίου τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί δεν έδιναν άδειες λόγω καταστάσεως. Θυμάμαι που πήγαμε με τον Αριστή το 1947 στο Καγιάνι, στις 7 και στις 8 Νοεμβρίου, παραμονή και ανήμερα των Ταξιαρχών. Από τη Μυτιλήνη πήρε άδεια ο καφετζής μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα. Αντίθετα ο σταθμάρχης της Βαρειάς, ο νωματάρχης, έδωσε άδεια μέχρι τις δυόμισι.Αργότερα συνεργάστηκα με πολλούς μουσικούς της Αγιάσου. Τριάμισι χρόνια περίπου δούλεψα με την κομπανία των Ρόδανων. Τρία περίπου χρόνια δούλεψα με την κομπανία την οποία αποτελούσαν ο Κομνηνός Παπουτσέλης (βιολί), ο αόμματος Στρατής Καυλακώνης (ακορντεόν), που δεν ήταν από την Αγιάσο, ο Σταύρος Κλήμος ή Κουντό (μπουζούκι) και ο Χριστόφας Συκής (κιθάρα). Ακόμη δούλεψα με τους Σουσαμλήδες. Επίσης δούλεψα κατά καιρούς με τους μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή (Κακούργο), Πάνο Τζιτζίνα, Στρατή Ψύρρα (Μουζού), Γιάννη Μουτζουρέλη, Στρατή Αλτιπαρμάκη (Ρουγίδ’), Ευριπίδη Ζαφειρίου (Καζίνο), που αρχικά έπαιζε μπουζούκι και μετά έπιασε το κλαρίνο, Δημήτρη Αγρίτη (Παγώνα), Κώστα Ζαφειρίου, καθώς και με άλλους. Πρέπει να προσθέσω πως συμμετείχα και σε κάποιες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου.
Default 15
Στις 28-10-1954, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μουσικοί περιφέρονται στο χωριό και παίζουν εμβατήρια. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιώργος Ζαφειρίου, ο Σταύρος Ρόδανος (νταούλι), ο Νικόλαος Ρόδανος, ο Τάκης Ζαφειρίου, ο Στρατής Ψύρρας, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Στρατής Παπάνης, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Στρατής Σουσαμλής.
Ήμουνα κλάση 1942. Τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και για την πατρική μου οικογένεια, όπως και για όλους τους άλλους. Στρατεύτηκα το Νοέμβρη του 1946. Τότες κάλεσαν τις κλάσεις του 1940, 1941, 1942. Παρουσιαστήκαμε στη Μυτιλήνη. Μας έκλεισαν σε κάποιο σχολείο. Διοικητής ήταν ο Αντώνης Καμπαδέλης. Εκφώνησε μάλιστα και λόγο και μάθαμε πως θα πάμε στη Θράκη. Φύγαμε με το καράβι «Αρντένα». Ήμασταν η πρώτη αποστολή. Συνοδός μας ο αξιωματικός Μαγκότσος. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Θυμάμαι τους Αγιασώτες συστρατιώτες μου, το Γιώργο Σταύρου Γεωργαντή, θείο του δασκάλου Προκόπη Γεωργαντή, το Βασίλη Βαγιάνη Αβαγιανό, που πριν από χρόνια πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, στην Αργεντινή, το Βασίλη Παναγιώτη
Default 18
Ο διευθυντής του περιοδικού παίρνει συνέντευξη από το Μιχάλη Μουτζουρέλη. (Αγιάσος, 26-8-2003)
Πανάγη, το Βασίλη Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια), τον Ευστράτιο Γρηγόρη Βαγιάνα, τον Παναγιώτη-Βασίλη Ιωάννη Κορομηλά, τον Αντώνη Παναγιώτη Βερδούκα, τον Ευστράτιο Αχιλλέα Σουσαμλή, το Σιλέμ’, το Βασίλη Παναγιώτη Παραμυθέλη, που τραυματίστηκε αργότερα από νάρκη, το Νίκο Σπανό. Ανάμεσά μας ήταν και ο Μυτιληνιός Αλέκος Ζαχαριάδης, που πέθανε πριν από κανά δυο χρόνια. Θυμάμαι που ένας αξιωματικός τον ρώτησε τι του είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης και αυτός απάντησε: Είμαστε ξαδέρφια! Ντυθήκαμε και ενταχτήκαμε στον Γ’ Λόχο, αλλά δεν πήραμε μέρος σε επιχειρήσεις. Οι εαμικοί που δεν ψηφίσαμε στις εκλογές του 1946, για επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ήμασταν ανεπιθύμητοι και μας έδιναν κίτρινο χαρτί για τα μετόπισθεν. Περάσαμε και από Υγειονομική Επιτροπή. Σε μένα βρέθηκε μυοκαρδίτιδα και βρογχικός κατάρρους. Ζήτησα να γυρίσω στο χωριό, να πουλήσω την κατσίκα που είχαμε και να «ξιγυριφτώ»! Ο γιατρός όμως μου είπε: Δε χρειάζεται, θα περάσουν με τον καιρό! Εντωμεταξύ ήρθε και η δεύτερη αποστολή. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν ο Παναγιώτης Βασίλη Μακαρώνης και ο Χριστόφας Αλκιβιάδη Γυρέλης, η Σουμπάρα, που τον γύρισαν πίσω. Με το καράβι που έφερε τη δεύτερη αποστολή ξαπόστειλαν τους περισσότερους και ανάμεσα σ’ αυτούς και εμένα. Έμειναν ο Βασίλης Παραμυθέλης, ο Νίκος Σπανός, ο Παναγιώτης Μακαρώνης…
Default 21
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλης με τη συμβία του Χαρίκλεια Παναγιώτη Σάββα.
Στις 3 του Γενάρη του 1954 παντρεύτηκα τη Χαρίκλεια Σάββα, την κόρη του Παναγιώτη και της Ουρανίας Σάββα (Φίδ’). Αποκτήσαμε δυο παιδιά, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Αδαμαντία Ερμολάου Χρυσάφη και υπηρετεί ως δάσκαλος στην Ξάνθη, και την Ουρανία, σύζυγο του Κώστα Γιώργου Αλτιπαρμπάκη, η οποία πέθανε το 1984 από μετεγχειρητική αιμορραγία αμυγδαλεκτομής. Έχω τέσσερα εγγόνια, δυο από το γιο, τη Χαρίκλεια και την Κατερίνα, και δυο από την κόρη, το Γιώργο και το Μιχάλη».*Στο Ληξιαρχείο αναγράφεται ως θυγατέρα Βασιλείου Μαΐστρέλη.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 157/2006

Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΓΔΟΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. Ενδιαφέρουσα καταγραφή των ετών 1917-1918

Αγιάσος, μια πανέμορφη κωμόπολη της Λέσβου, με εργατικούς και πανέξυπνους κατοίκους, που με τα παλικαρίσια φερσίματα τους έδωσαν το «παρών» σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας του νησιού μας. Έζησαν όλοι μαζί αγαπημένοι, σαν ένα βουερό μελίσσι, και αυτό φαίνεται και από την παρακάτω πιστότατα (χωρίς διορθωτικές παρεμβάσεις), αναδημοσιευόμενη καταγραφή των σελίδων 196-197 «Οδηγού», ο οποίος βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο και ο οποίος αναφέρεται στις αρχές του αιώνα μας και συγκεκριμένα στα έτη 1917-1918.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ

ΑΠΑΣΣΟΣ
(Κάτοικοι 7.000)
Κοινότης τον νομού και της νήσου Μυτιλήνης. Αποτελείται εκ της ομωνύμου πρωτευούσης. Ωνομάσθη εκ του πρώτου αυτής θεμελιωτού Μοναχού Αγίου Άσσου, μονάσαντος ενταύθα, κατά σχετικήν παράδοσιν, περί το έτος 1150. Είνε η τρίτη σημαίνουσα πόλις της Λέσβου. Απέχει της Μυτιλήνης ώρας 4 δι’ οδού αμαξιτής. Είνε εκτισμένη επί μαγευτικής τοποθεσίας επί ύψους 100 μέτρων εις τα ΒΑ πρανή του όρους Όλυμπος. Έχει ωραίον κοινοτικόν κήπον, της «Παναγίας» καλούμενον και εκτεινόμενον προς τα νότια της πόλεως. Παρ’ αυτήν, εις θέσιν «Πιτζίλια», διατηρούνται ερείπια της αρχαίας «Πενθίλης», επί λόφου δε προς τα ΒΔ λείψανα ενετικού φρουρίου, το «Κάστρο» ή «Καστέλλι». Κοινότης πλουσία έχουσα μεγίστην κτηματικήν περιουσίαν.
Default 4
Γνωστή άλλοτε στην Αγιάσο ήταν και η πανάρχαια πιλητική τέχνη.,.Στη φωτογραφία (1945;) διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Σαββέλης (Πατάτα), ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς), ο Ευστράτιος Τραγέλης και ο πιλητής (κετσετζής) Προκόπιος Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός. Sydney) 

Προϊόντα Γεωργικά: Κάστανα 150-160.000 οκάδες, οπώραι, έλαιον, όσπρια, δημητριακά, κηπεύσιμα εκλεκτά.

Μάρμαρα ερυθρόχροα.
Βιομηχανικά: Πήλινα αγγεία, δέρματα κατειργασμένα, κέραμοι, οινοπνευματώδη ποτά, σάκκοι, υφάσματα, μάχαιραι κλπ.

Αρχαί: Ειρηνοδικείον. Πταισματοδικείον. Υποθηκοφυλακείον. Συμβολαιογραφεία. Αστυνομία.

Ναοί: Αγία Τριάς. Θεοτόκος Κοίμησις μετ’ εικόνος της Θεοτόκου θεωρουμένης θαυματουργού.

Σχολεία: Ημιγυμνάσιον κλπ. (Όρα Εκπαίδευσις εις τον Γενικόν Οδηγόν Λέσβου). [Ημιγυμνάσιον: Καθηγηταί δύο. Διευθυντής: Νουλέλης Θεόφιλος. Μαθηταί 34. Δημ. εξατάξιον Αρρένων: Διδάσκαλοι 7. Διευθυντής: Παπουτσιδάκης Ιωάννης. Μαθηταί 419. Δημ. Πεντατάξιον Θηλέων: Διδασκάλισσαι 5. Διευθύντρια: Χριστοφορίδου Μαριάνθη. Μαθήτριαι 289].

Πανηγύρεις: Την 15ην Αυγούστου εις τον Ναόν Θεοτόκου της θαυματουργού.

Default 7
Φίρμα του παλαιού παντοπωλείου του Σταύρου Βασιλείου Παπουτσέλη, το οποίο βρισκόταν στο «Χάνι», απέναντι από την άλλοτε στέγη του Δημαρχείου… (Φωτογραφία Δημητρίου Αμπουλού. Αγιάσος 1987)
Επαγγελματίαι

Αγγειοπλαστεία: Κουρζής Ευστ., Κουρτζής Ηλίας, Τζίνης Βασίλειος, Τζίνης Προκόπιος.

Αγγειοπωλεία: Τάλιος Ευστ., Χατζησταύρου Δημ.

Αρτοποιεία: Ανδριώτης Ευστρ., Βαλέτσας Ευστρ., Κλήμου Ευστρ., Παπάζογλου Ν., Παραμυθιώτης Θεόδ., Σάββα Ευστρ., Χαλέλης Ευστ. Παν., Χαλέλης Ν. Παν.

Ασβεστοποιεία: Κωδωνέλλης Παρ.

Γαλακτοπωλεία: Ζαμπαδέλης Θεοδ.

Εδωδιμοπωλεία: Βοροντέλης Παν., Γαβές Γρηγόριος, Ευαγγελινού Ευστ., Ζεϊμπέκης Γεώργιος, Ηλιογραμμένος Γ., Κακλαμάνος Ηλίας, Κολομούνδος Θεόφιλος, Κοντενέλης Ευστ., Κοντινού Παν., Μαριγλής Ευριπ., Νουλέλης Θεμ., Οικονόμου Γ., Παπένης Προκόπης, Σάββας Αν., Σαμσαρδέλλης Απ., Σκλεπάρης Ευστ., Τράγος Ε., Χατζηβασιλείου Βασίλειος, Χατζημυλής Π., Χατζηφώτης Ευστ., Χριστοφαρής Παν., Χριστοφής Γρηγ., Χριστοφής Παν.

Ιατροί: Μαριγλής Θεμιστοκλής, Σκληπάρης Παν., Τζανετής Ιωάν.

Ιχθυοπωλεία: Βουνάτσος Γεώργ., Δόγγος Ευστρ., Τζίτζικας Ευστρ., Τοράνης Βασίλειος.

Καφενεία: Ανδρικού Παν., Γληζέλης Παν., Ζερδιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστράτιος, Κοντανού Παν., Κουτουρατζής Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθιμος, Μαγλουγιάννης Παν., Μαραγκός Κωνσταντίνος, Μπογιατζής Ευστρ., Νέδρας Θεμιστοκλής, Πληγηνιάτης Γεώργ., Πολυπάθου Παν., Πουδεράς Μιχαήλ, Σεμέλης Βασ., Σεμέλης Ευστρ., Σουσαμλής Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Θεμιστ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθαν., Χατζηραβδέλης Δημ., Ψυρούκης Παν.

Κουρεία: Μαριγλής Σοφοκλής, Νταγκέλης Παν., Πατράκης Προκ., Πλημαρτέλης Ευστρ., Τοπανλής Γρηγόριος.

Κρεοπωλεία: Τσόκαρος Αντ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηκομνηνού Ευστρ., Χατζηκομνηνού Νικ.

Μαγειρεία: Νίδρας Νεοκλής, Πασχαλιάς Κωνστ.

Μαχαιροποιεία: Μαμήλης Παν., Παπουτσής Χαρ.

Οδοντοϊατροί: Καραφύλλης Ευστρ.

Οινοπνευματοπωλεία: Ανδρικού Παν., Βαρουτέλης Ευστρ., Γαβές Γρηγ., Γερέλλης Θεμ., Γρηψέλλης Παναγ., Δόγκος Ευστρ., Ζερουτιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστρ., Κοντανέλλης Παν., Κοντανού Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθ., Μαραγκός Κωνστ., Μαριγλής Σοφ., Μπεγιάζης Ευστ., Παπάνης Προκ., Ρουγκέλης Δημ., Σαμαραδέλλης Απ., Σιμέλης Ευστ., Σουσαμέλλης Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθ., Χατζηραβδέλης Δημ., Χατζηφώτης Ευστ.

Default 10
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία της προπολεμικής περιόδου, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Μιχαήλ Καρίκας, ιεροψάλτης του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας Αγιάσου και μετέπειτα πρωτοψάλτης της Μητρόπολης Μυτιλήνης, ο Ευστράτιος Αξιομάκαρος (καθήμενος), ο μετέπειτα ιερέας Προκόπιος Κουρτζής και ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης (καθήμενος). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Μπράτσος)
Τα σακοποιεία της Αγιάσου παλαιότερα επεξεργάζονταν την αιγότριχα και απασχολούσαν πολλούς εργάτες και εργάτριες…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Πράτσος)
Οπλοδιορθωταί: Μακρέλλης Νικ. Πεταλωτήρια: Κοτουκόδης Ευστ., Κυριάκος Κασμάτσος, Κυπριωτέλλης Ιωάν., Πατρικάς Γρηγ., Ρουγκέλης Γεώργιος.Ραφεία: Λιμπερής Μιλτ., Σκορδάς Ευστρ. Σάκκων κατασκευασταί: Γκιζέλλης Θ., Γούναρης Παν., Δουλαδέλλης Γεώργιος, Καχιλέλλης Θεμ., Καχιλέλλης Π., Παπάνης Αν., Πιγέλιος Βασ. ή Ηλίας.

Σανδαλοποιεία: Ιατρού Αρχοντίτσης, Κάναρος Φώτιος, Ρούσσος Σταύρος. Σιδηρουργεία: Ρουγγέλης Γεώργιος. Συμβολαιογραφεία: Βαμβουρέλλης Δημ. Τσαρουχοποιεία: Κλειδαράς Ευστ., ΚόναροςΝ., Κόναρος Φώτης, Παραμυθέλλης Απ., Ρουμπάνης Τζοάννος, Ρούσου Ευστ.

Υποδηματοποιεία: Αναστασέλλης Πολύδωρος, Γιατρού Ιωάννης, Δεμηργκέλλης Προκόπ., Ιακώβου Ευστράτιος, Καμνέλλης Ιωάννης, Καπτανής Παν., Καραδέλλης Σταύρος, Λιβανός Ευστρ., Μπάλεσης Αντ., Μπάλεσης Βασ., Παπαθεοφράστου Δημ., Τζένης Παν., Τοπανλής Ευστρ., Φραντζής Ευστρ., Φραντζής Θεμιστοκλής, Χατζησταύρου Παν.

Υφασμάτων έμποροι: Αναστασέλλης Ηρακλής, Βασιλάκης Σταύρος, Κύπριος Χριστόφας, Μαλακέλης Γρηγ., Μαλακέλης Ιωάν., Μουλαδούλας Παν., Μπάλεσης Σωτήριος, Σπανέλης Δημοσθ., Σταυρακέλλης Ευστρ., Χατζηπροκοπίου Αλκ., Χατζηπροκοπίου Μιχ., Χατζηπροκοπίου Περ.

Φαρμακεία: Μωυσόγλου Παν.

Χρυσοχοεία: Σκουτέλλης Γρηγόριος.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 104/1998

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΕΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ

Και στα παπούτσια τους οι Αγιασώτες ήταν μερακλήδες. Εννοώ τα παπούτσια που φορούσαν, καθημερνή και σκόλη, όταν έβγαιναν στην Αγορά, όταν εκκλησιάζονταν, όταν κατέβαιναν στη Μυτιλήνη, στη χώρα, όπως έλεγαν την πρωτεύουσα παλιότερα…Και τούτο, γιατί είχαν και χοντροπάπουτσα λογής λογής, που τα φορούσαν στα κτήματα και δεν ήταν μπορετό να τα βάφει κανείς…

Ο αγαπητός σε όλους Γιάννης Καμάτσος (Βουλιώτ'ς) πήρε θέση στην Αγορά, ανάμεσα στο κρεοπωλείο του Στυλιανού Σκορδά και το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα, και περιμένει πελατεία...
Ο αγαπητός σε όλους Γιάννης Καμάτσος (Βουλιώτ’ς) πήρε θέση στην Αγορά, ανάμεσα στο κρεοπωλείο του Στυλιανού Σκορδά και το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα, και περιμένει πελατεία…

Λίγο πριν την απελευθέρωση και μετά αρκετοί λούστροι δούλεψαν στην Αγιάσο, για να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά και για να ικανοποιήσουν την καλαισθησία των χωριανών τους και των ξένων, που για διάφορους λόγους επισκέπτονταν το χωριό της Μεγαλόχαρης.

Γράφω στη συνέχεια, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα και τα παρατσούκλια όσων θυμήθηκα ή μπόρεσα να βρω, σκαλίζοντας τη θύμηση παλιότερών μου. Αν βέβαια μου διέφυγε κανένας ή αν έκανα κανένα λάθος, ζητώ την επιείκειά σας…

Αβδελέλης Στρατής, Ανεμέλης Νίκος, Βουρλής Στρατής ή Κουλουκότσ’, Γαβές Νίκος ή Τσίτα, Γαβές Προκοπής, Γλεζέλης Σταύρος ή Γυαλένια, Δουγραματζής Βαγγέλης ή Φουνιάς (μετοίκησε στη Μυτιλήνη), Καλαντζής Στρατής ή βουβός το Χράμ’, Καλαντζής Προκοπής ή Βασλές, Καμάτσος Αντώνης ή Τσαούσ’ς, Καμάτσος Γιάννης ή Βουλίώτ’ς, Καμάτσος Σπύρος ή Νταγούτ’ς, Κουκουβάλας Δημήτρης ή Μπαχάρ’ (μετοίκησε στον Πολιχνίτο), Κουρκουλής Γιάννης ή Λαφέλ’, Κουτσούλης Προκοπής ή Κουταλής, Λεγκίνος Γρηγόρης ή Παππούς, Μαϊστρέλης Δημήτρης ή Αρνάδα, Σαλαβάτης Αντώνης ή Λέων, Ταράνης Παναγιώτης ή Αρχόντισσα, Ψύρρας Θανάσης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Μιχάλης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Φίλιππας ή Μαντάτσ’.

Κάθε λούστρος είχε το κασελάκι του, αρματωμένο με βούρτσες και με λογής λογής μπουκαλάκια γιομάτα μπογιές. Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί που δεν είχαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δημήτρης Μαϊστρέλης, ο οποίος νοίκιαζε το κασελάκι που διέθετε ο Παναγιώτης Σφιντλάς, ένας γέρος βρακάς, που το σπίτι του ήταν στην Αγία Τριάδα…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 97/1996